Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

Ἕνας μετανοημένος ἁμαρτωλὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἕνα ὑπερήφανον δίκαιον

Στὸ κατὰ Λουκᾶ Εὐαγγέλιο (κγ΄ 39- 43) διαβάζουμε τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν συγχώρεση τοῦ λῃστοῦ ἀπό τὸν Κύριο:
«Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. καὶ ἔλεγε τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ.».

Μετάφραση Π. Τρεμπέλα: «Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς κακούργους, ποὺ ἐκρεμάσθησαν εἰς τὸν σταυρόν, τὸν ἐνέπαιζε μὲ βλασφήμους ὕβρεις καὶ ἔλεγεν· ἐὰν εἶσαι σὺ ὁ Χριστός, σῶσε τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἡμᾶς.
Τοῦ ἀπεκρίθη δὲ ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἐπέπληττε λέγων· Ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ ἐμφανισθῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ὁ φόβος λοιπὸν τοῦ Θεοῦ σὲ συγκρατεῖ ἀπὸ τοῦ νὰ προσθέτης καὶ τώρα νέας ἁμαρτίας εἰς τὸν ἑαυτόν σου; Δὲν ἐνθυμεῖσαι τὸ παρελθόν σου καὶ τὰ τόσα σου ἐγκλήματα; Διότι ὑφίστασαι τὴν αὐτὴν καταδίκην καὶ τὴν αὐτὴν ποινὴν τοῦ σταυροῦ, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτός.
Καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως τιμωρούμεθα, διότι ἀπολαμβάνομεν ἄξια ἐκείνων, ποὺ ἐπράξαμεν. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἔκαμε τίποτε τὸ ἄτοπον καὶ ἀπρεπές. Πολὺ περισσότερον δὲν ἔκαμε τίποτε τὸ ἐγκληματικόν.
Καὶ ἔλεγεν εἰς τὸν Ἰησοῦν: Ἐνθυμήσου με, Κύριε, ὅταν θὰ ἐπανέλθης μὲ τὴν δόξαν καὶ δύναμιν τῆς βασιλείας σου, ἀνάστησέ με, διὰ νὰ ἀπολαύσω καὶ ἐγὼ αὐτήν.
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σὲ βεβαιῶ, ὅτι σήμερον ἀπὸ τὴν στιγμήν, ποὺ θὰ ἀποθάνωμεν, θὰ εἶσαι μαζί μου εἰς τὸν Παράδεισον».
Καὶ ἀναλύει ὁ ἱ. Χρυσόστομος στὴν ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ»: «Ὅταν λοιπὸν κατηγόρησε τὸν ἑαυτό του, ὅταν ἐξευτέλισε τὴ συμπεριφορά του, ὅταν ἀπολογήθηκε γιὰ τὸν Κύριο λέγοντας ὅτι «Ἐμεῖς βέβαια τιμωρηθήκαμε δίκαια, Αὐτὸς ὅμως δὲν ἔκανε κανένα κακό», τότε πῆρε τὸ θάρρος νὰ παρακαλέσει καὶ λέγει: «Θυμήσου με, Κύριε, ὅταν ἔρθεις στὴ βασιλεία Σου». Δὲν τόλμησε νὰ πεῖ πρῶτα, «Θυμήσου με», ὥσπου μὲ τὴν ἐξομολόγηση καθάρισε τὸν ἑαυτὸ του ἀπ’ τὴν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτημάτων του, ὥσπου καταδίκασε τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἔκανε ἀθῷο, ὥσπου μὲ τὴν κατηγορία τοῦ ἑαυτοῦ του ξεφορτώθηκε τὰ σφάλματά του. Βλέπεις πόση δύναμη ἔχει ἡ ἐξομολόγηση ἀκόμη καὶ πάνω στὸ σταυρό;».
«Γιὰ ὅσους ἁμαρτάνουν μία καὶ μόνη δικαιολογία ἀπομένει μετὰ τὰ ἁμαρτήματα, ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτημάτων τους». (Ἀπ’ τὸν Ε΄ λόγο του «ΚΑΤΑ ΙΟΥΔΑΙΩΝ»).
Στὸ βιβλίο «Πνευματικὴ Ἀνθολογία» ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, στίς πνευματικὲς νουθεσίες τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τῆς Ὄπτινα διαβάζουμε: «Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε ὅτι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἕνας μετανοημένος ἁμαρτωλὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἕνα ὑπερήφανο, ποὺ δὲν ἔχει ἁμαρτήσει μὲ ἄλλον τρόπο παρὰ μόνο μὲ τὴν ὑπερηφάνειά του. Θυμήσου τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου (βλ. Λούκ. 18:10-14), καὶ προπαντὸς τὸ σχόλιο ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος στὸ τέλος της…».
* * *
«Ὁ ὑπερήφανος καὶ τραχὺς Πέτρος Ἰβάνοβιτς, ποὺ ἦταν μέθυσος, εἶχε τὴ γυναίκα του ἑτοιμοθάνατη. Κάλεσε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης μ’ ἕνα ἀπεσταλμένο, στὸν ὅποιο εἶπε:
– Ἂς προσευχηθεῖ γιὰ τὴ γυναίκα μου. Αὐτὴ ἔτσι κι ἀλλιῶς πεθαίνει. Ἂν τὴ θεραπεύσει, τότε θὰ πιστέψω κι ἐγώ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τοῦ ἀπάντησε μὲ τὸν ἀπεσταλμένο:
– Στὸ σπίτι σας δὲν ἔχω καμιὰ δουλειά.
Ἡ γυναίκα τοῦ Πέτρου Ἰβάνοβιτς πέθανε. Ἐκεῖνος τότε συνῆλθε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸν ἅγιο Ἰωάννη. Ὁ ἅγιος, ὅμως, δὲν διαπίστωσε ἀληθινὴ μετάνοια καὶ δὲν τοῦ διάβασε συγχωρητικὴ εὐχή. Περιορίστηκε σὲ μία ἁπλῆ προσευχή.
Ὡστόσο, ἡ πνευματικὴ κατάσταση τοϋ Πέτρου ἄρχισε νὰ βελτιώνεται. Ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ συναντᾶ συχνὰ τὸν ἅγιο, ὁ ὁποῖος μὲ γλυκύτητα τοῦ εἶπε:
– Καὶ κάθε μέρα ἂν θέλετε, μπορεῖτε νὰ ἔρχεστε ἐδῶ.
Ἀργότερα ἀξιώθηκε νὰ κοινωνήσει. Ἄλλαξε ἐντελῶς. Μέσα του ἄναψε ἡ ἐπιθυμία ν’ ἀφιερωθεῖ στὴ διακονία τῶν συνανθρώπων του. Παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ ἄρχισε μὲ ζῆλο νὰ ἐπιδίδεται σὲ ἔργα φιλανθρωπίας. Κοινωνοῦσε συχνά. Μερικοί, ξέροντάς τον ἀπὸ παλιά, τὸν ἀποκαλοῦσαν τρελλὸ καὶ ὑποκριτή. Ὡστόσο, ὅταν χρειάζονταν βοήθεια, σ’ αὐτὸν ἔτρεχαν. Γνώριζαν ὅτι ὁ Πέτρος Ἴβανοβιτς δὲν ἀρνιόταν τίποτα σὲ κανένα».
* * *
«Αὐτὸς ποὺ στενάζει μιὰ ὥρα γιὰ τὴν ψυχή του, εἶναι πιὸ κερδισμένος ἀπ’ αὐτὸν ποὺ γεύεται τὶς ἀπολαύσεις ὅλου τοῦ κόσμου».