Τό πρωί ἡ εὐαγγελική περικοπή ἔλεγε· «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχή αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾿ ἄν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ; ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» Εἶχε κι ἄλλα ἡ εὐαγγελική περικοπή.
Ἄς τή δοῦμε ὅμως λίγο.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν». Θά μοῦ ἐπιτρέψετε ἀκόμη μία φορά νά ἐπιμείνω λίγο σ᾿ αὐτό τό «ὅστις θέλει», ἐπειδή εἶναι πάρα πολλοί ἐκεῖνοι πού λένε καί ξαναλένε· «Ἀφοῦ τό Εὐαγγέλιο λέει ῾῾ὅστις θέλει᾿᾿, ἀφοῦ ὁ Χριστός λέει ῾῾ὅστις θέλει᾿᾿, τί μέ πιέζεις;» Δηλαδή κάποιος εἶναι χριστιανός, θέλει νά εἶναι χριστιανός, ἀλλά ὅμως τό ἐπικαλεῖται αὐτό τό χωρίο, καί ὅταν οἱ γονεῖς, π.χ., ὑποδείξουν στά παιδιά ἤ ἡ Ἐκκλησία γενικότερα ὑποδείξει στούς πιστούς ὅτι πρέπει νά κάνουμε αὐτό, πρέπει νά κάνουμε ἐκεῖνο, πρέπει νά γίνει τό ἄλλο, ἀπαντᾶ· «Ὁ Χριστός λέει ῾῾ὅστις θέλει᾿᾿». Δέν εἶναι ἔτσι!
Αὐτό τό «ὅστις θέλει» σημαίνει· «Ὅποιος πῆρε τήν ἀπόφαση νά μέ ἀκολουθήσει, ἔ, αὐτός θά κάνει τά παρακάτω». Μήν πιάνεσαι καί μένεις σ᾿ αὐτό καί λές κάθε τόσο «ὅστις θέλει» καί «νά, ὁ Χριστός δέν μᾶς πιέζει». Ἀσφαλῶς δέν μᾶς πιέζει. Ὅμως χρειάζεται νά ξεκαθαρίσεις τή θέση σου. Θεολόγος εἶσαι; Ἄλλος γραμματιζούμενος εἶσαι; Κάποιος νέος ἤ ἡλικιωμένος εἶσαι; Ποιός εἶσαι; Δέν θέλεις νά εἶσαι τοῦ Χριστοῦ; Νά μήν εἶσαι, ἀφοῦ δέν θέλεις. Δέν σέ πιέζει κανείς ὡς πρός αὐτό. Ἀλλά νά πεῖς· «Δέν εἶμαι μαζί σου, Χριστέ, δέν σέ δέχομαι, δέν σέ πιστεύω». Ἅπαξ ὅμως καί εἶσαι, ὁμολογεῖς δηλαδή ὅτι εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογεῖς ὅτι πιστεύεις στόν Χριστό, ὁμολογεῖς ὅτι ἀκολουθεῖς τόν Χριστό _«ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν»_ ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζουν τά ἄλλα.