Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Οι αλλόθρησκοι πηγαίνουν στον παράδεισο;



Οι αλλόθρησκοι πηγαίνουν στον παράδεισο;
Σαν αρχή της απάντησής μας να αναφέρουμε ότι δεν μπορεί κανείς να σωθεί παρά μόνο με την πίστη στον Χριστό (Πράξ. δ΄ 12: «καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς», δηλαδή: Και δεν είναι δυνατόν με κανέναν άλλον να απο­κτή­σου­με τη σωτηρία που μας υποσχέθηκε ο Θεός. Διότι δεν υπάρχει κάτω από τον ουρανό και πάνω σ’ όλη τη γη εκτός από το όνομα του Ιησού κανένα άλλο όνομα το οποίο να έχει δώσει ο Θεός στους ανθρώπους και να έχει ορίσει ο ίδιος ότι μόνο μ’ αυτό μπορούμε να σωθούμε όλοι εμείς. Συνεπώς μόνον αυτόν τον Ιησού οφείλουμε να εγκολπωθούμε ως Σωτήρα) και αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία, άρα εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία.
Όμως, γνωρίζουμε ότι ο Θεός δεν είναι ούτε άδικος ούτε σκληρός απέναντι στα πλάσματά του, τα οποία δημιούργησε από άπειρη αγάπη. Αν εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι ενδιαφερόμαστε και επιθυμούμε μια φορά τη σωτηρία των αλλοθρήσκων, εκείνος ο «οικτίρμων και πολυέλεος» την επιθυμεί άπειρες φορές, ασύγκριτα περισσότερο από εμάς. Γι’ αυτό και τους δίνει ευκαιρίες και ρίχνει το Φως Του με διάφορους τρόπους στις ψυχές τους, ειδικώς δε με το νόμο της συνείδησης, τον έμφυτο ηθικό νόμο που ενσπείρει σε όλους. Θα τους κρίνει, δε, όχι όπως εμάς με αυστηρότητα, αλλά με επιείκεια ανάλογα με τις προϋποθέσεις που είχε ο καθένας. Αναλυτικότερα για αυτό το θέμα μπορείς να μελετήσεις σε αντίστοιχη απορία που είχε κατατεθεί εδώ σχετικά με τη σωτηρία των αλλοδόξων.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, υπογραμμίζουν την ευθύνη μας. Ας μην εξαντλούμαστε σε αναζητήσεις που ικανοποιούν την περιέργειά μας. Ας εμπιστευθούμε τον Φιλάνθρωπο και Δίκαιο Κριτή, τον Κύριό μας, και ας αναλογιστούμε την ευθύνη που συνεπάγεται το γεγονός ότι εμείς έχουμε γνωρίσει την Αλήθεια. Ας μην ξεχνάμε ότι αυστηρότερες «ποινές» περιμένουν αυτούς που γνωρίζουν την Αλήθεια και δεν την εφαρμόζουν στη ζωή τους, παρά όσους δεν την γνώρισαν ποτέ (βλ. και Λκ. ιβ΄ 47-48)