Η ΠΕΜΠΤΗ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
εἶναι ἀφιερωμένη σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα καὶ πλέον θαυμαστὰ θαύματα τοῦ
Κυρίου μας. Στὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Ἀναμφίβολα, ἡ τυφλότητα
εἶναι μία ἀπὸ τὶς πλέον δυσάρεστες ἀναπηρίες. Τὸ δῶρο τῆς ὅρασης εἶναι
ἴσως τὸ πλέον σπουδαῖο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἔλλειψή της τὴ βιώνουν ὡς
τραγῳδία, οἱ ἄτυχοι τυφλοί.
Ἕνας τέτοιος τραγικὸς ἄνθρωπος ἦταν καὶ ὁ
θεραπευθεὶς τυφλὸς ἀπὸ τὸν Κύριο. Δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τὸ φῶς τὸ ἥλιου καὶ
δὲν εἶχε τὴν ὁρατὴ αἴσθηση τοῦ κόσμου. Ζοῦσε σὲ διαρκὲς σκοτάδι καὶ ἡ
ζωή του κυλοῦσε μέσα στὴ δυστυχία. Ὥσπου τὸν συνάντησε τὸ «φῶς τὸ
ἀληθινό, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν.1,9),
τὸ «φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν.9,4), γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τόσο τὸ φῶς τῶν
ὀφθαλμῶν του, ὅσο καὶ τὸ φῶς τῆς ψυχῆς του.
Διότι, ὅπως ἀποδεικνύεται
ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ὑπάρχει καὶ πνευματικὴ τυφλότητα, ἡ ὁποία
εἶναι ἀσύγκριτα χειρότερη ἀπὸ τὴν σωματική. Πνευματικὰ τυφλοὶ
ἀποδείχτηκαν οἱ πνευματικοὶ ταγοὶ τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι δὲν
κατάφεραν νὰ διακρίνουν τὸ ἀνέσπερο καὶ ἱλαρὸ φῶς, στὸ θεῖο πρόσωπο τοῦ
Λυτρωτῆ Χριστοῦ, διότι τὰ ψυχικά τους μάτια ἔπασχαν σοβαρά, κάτι ποὺ
ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ὁ τυφλός.
Βεβαίως δὲν ἦταν μόνον οἱ σύγχρονοι τοῦ Κυρίου
γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι πνευματικὰ τυφλοί, ἀλλὰ πάντα ὑπῆρχαν καὶ
ὑπάρχουν. Δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ δοῦν τὴν ὑπέρτατη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ
στὸν κόσμο καὶ στὴ ζωή τους καὶ ἀντὶ νὰ Τὸν δοξάζουν καὶ νὰ Τὸν
εὐγνωμονοῦν, τρέφουν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι μποροῦν νὰ Τὸν μειώσουν μὲ τὴν
ἄρνησή τους καὶ τὴν ἀσέβειά τους. Μήπως καὶ ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ἔχουμε
ἀσθενικὴ πνευματικὴ ὅραση; Ἂς ἐξεταστοῦμε!