Σάββατο 25 Μαΐου 2019

«Μὴ κλίνειν γόνυ ἐν τῇ Κυριακῇ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ Πεντηκοστῇ»

Σχετική εικόνα
Ἡ λέξη μετάνοια προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα μετανοῶ (Ἐτυμ. ἀρχ. μετανοῶ = μετά + νοῶ) ποὺ σημαίνει αἰσθάνομαι τύψεις καὶ ψυχικὴ συντριβὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματα, ποὺ ἔχω διαπράξει. Σημαίνει ὅμως καὶ ἐδαφιαία κλίση τῆς κεφαλῆς καὶ γονυκλισία (δηλ. μεγάλη ἤ στρωτὴ μετάνοια).

• Στὸ Γεροντικὸ Ἁγίου Ὄρους διαβάζουμε γιὰ τὴν ἔννοια τῆς μετάνοιας.
«Οἱ λεγόμενες μεγάλες μετάνοιες, κατὰ τὸν ἱερὸν Θεόκλητον, φανερώνουν: τὸ μὲν κλίσιμο τῶν γονάτων καὶ πέσιμο κατὰ γῆς, εἰκονίζει τὸ πέσιμο τῆς ἁμαρτίας καὶ φανερώνει τὴν ἐξομολόγησι στόν Θεόν. Τὸ δὲ σήκωμα ἐπάνω ποὺ ἐγειρόμαστε, φανερώνει τὴν ὑπόσχεσι ποὺ δίνουμε νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἀρχίσουμε πάλι τὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ τιμίου βίου, μὲ τὴν τελεία ἀποχὴ τῆς ἁμαρτίας.
Σὲ κάθε ἐδαφιαία μετάνοια θὰ λέμε, τὴν εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ πρεσβειῶν τῆς παναχράντου σου Μητρὸς καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων, ἐλέησον ἡμᾶς» ἤ τὸ «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ὅπως ἔλεγεν ὁ Τελώνης ἐκεῖνος, ποὺ ἐξῆλθε τῆς προσευχῆς «δεδικαιωμένος».
• Ὁ Ἅγιος Πορφύριος συνιστοῦσε τὶς μετάνοιες.
«Ὅμως, σοῦ συνιστῶ νὰ κάνεις μετάνοιες, ὅσες μπορεῖς περισσότερες. Ἄρχισε στὴν ἀρχὴ μὲ λίγες καὶ κάθε μέρα ποὺ περνᾶ, νὰ προσθέτεις καὶ ἀπὸ ἕνα σταθερὸ ἀριθμό, μέχρι νὰ φθάσεις σὲ ἕνα σημεῖο, ποὺ ἐσὺ θὰ νομίσεις ὅτι ἀντέχεις. Ἐξάλλου, ὁ ἴδιος ὁ ὀργανισμὸς μᾶς προειδοποιεῖ γιὰ τὰ ὅρια ἀντοχῆς του καὶ ἀνάλογα καθορίζουμε καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν μετανοιῶν μας. Ὕστερα, δὲν εἶναι ὑποχρεωτικό, ὁπωσδήποτε, νὰ φθάσουμε, καθημερινά, τὸν ἴδιο ἀριθμό. Αὐτὸ θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς παράγοντες. Ὅπως εἶναι ἡ ψυχικὴ διάθεση, ἡ κούραση καὶ τέλος ἡ ὑγεία μας. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι, νὰ ἀρχίσει κανεὶς ἐφ’ ἑνός, καὶ ἀφ’ ἑτέρου, οἱ μετάνοιες νὰ συνοδεύονται ἀπὸ πραγματικὴ μεταμέλεια, γιὰ τὰ ὅσα ἁμαρτήματα ἔχουμε διαπράξει καὶ νὰ ζητᾶμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς συγχωρήσει ὁ Κύριος.
Ἀκόμη, θὰ μπορούσαμε, καθ’ ὃν χρόνον κάνουμε τὶς μετάνοιες, νὰ λέμε καὶ τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με”. Ὁ συνδυασμὸς αὐτῶν τῶν δύο εἶναι ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ νὰ γίνει. Καὶ ὁ Κύριος ὄχι μόνο θὰ μᾶς ἀκούσει, ἀλλὰ καὶ θὰ μᾶς συγχωρήσει, ὅταν μάλιστα αὐτὸ δὲν τοῦ τὸ ζητᾶμε μόνο μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας, ἀνεξάρτητα ἂν ἡ ψυχὴ αὐτὴ εἶναι κοντὰ στὸν Χριστὸ ἢ εἶναι ἁμαρτωλὴ καὶ ἐγκλωβισμένη μέσα στὰ δίχτυα τοῦ σατανᾶ. Γιατί, ὅπως ὅλοι μας ἔχουμε ὑπόψη μας, ὁ Ἰησοῦς δὲν σταυρώθηκε γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ ἀναμάρτητους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Οἱ μετάνοιες κάνουν καί στό σῶμα τό ἀντίστοιχο φυσικό καλό, ὅπως καί στήν ψυχή. Γι’ αὐτό οἱ ἀσκητές δέν παθαίνουν εὔκολα ἐμφράγματα, καρδιακά νοσήματα, ἐγκεφαλικά, γιατί οἱ ἀρτηρίες τους, τά διάφορα ἀγγεῖα διά τῶν μετανοιῶν, συντηροῦνται ἄριστα, τά λίπη διαλύονται, ἡ ψυχή κι αὐτή ἠρεμεῖ κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, μετά ἀπό τίς ἀσκήσεις αὐτές, μποροῦμε νά ποῦμε, δέν διαφέρει ἀπό ἕνα αὐτόκίνητο, πού πέρασε ἀπό τό συνεργεῖο, κι ἔκανε ἕνα καλό σέρβις. Οἱ μετάνοιες δέν εἶναι ἀνθρώπινη, ἀλλά θεία ἀποκάλυψη, κι εἶναι δυστυχής ὅποιος ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀνακαλύψει τό μυστήριο πού τίς περικλείει. Οἱ δέ πολυπράγμονες, ὅταν τή νύκτα πρίν κοιμηθοῦν, κάνουν τίς καθιερωμένες μετάνοιες, κι ἀπό τίς καθημερινές σκέψεις θά ξεφύγουν καί θά εἰρηνεύσουν, γιά νά ἔρθει γρήγορα κι ὁ ὕπνος» (Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν).
• Ὅμως ὑπάρχουν ἡμέρες, ὅπως ἡ Κυριακή, ποὺ δὲν ἐπιτρέπονται οἱ μετάνοιες καὶ τὸ γονάτισμα, καθὼς ἐπίσης καὶ καθόλη τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστή.
Στὸ «Πηδάλιο» τονίζεται:
Ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς, διότι κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ τοῦ τάφου· Διὰ τοῦτο οἱ Χριστιανοὶ αὐτὴν τὴν ἡμέραν δὲν εἰργάζοντο, οὔτε ἐνήστευον, οὔτε γόνυ ἔκλινον (ἐγονάτιζον).
Κατὰ τὰς Κυριακάς, λοιπόν, βάσει κανόνων Οἰκουμενικῶν Συν­όδων, τὸ «κλίνειν γόνυ» (γονατίζειν), (πρᾶγμα ποὺ δυστυχῶς κάμνουν πολλοὶ Χριστιανοὶ κατ’ ἐξοχὴν δὲ γυναῖκες κατὰ τὴν «Μ. Εἴσοδον» καὶ κατὰ τὸν καθηγιασμὸν τῶν «Τιμίων Δώρων»)· διότι ἡ Κυριακὴ εἶναι ἀναστάσιμος ἡμέρα (δηλ. χαρᾶς) καὶ κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον «Τὸ συναναστῆσαι ἡμᾶς τῷ Χριστῷ καὶ τὰ ἄνω ζητεῖν ὀφείλειν», ἡ δὲ γονυκλισία εἶναι σημεῖον πένθους.
Ἐπίσης ὁ Κ΄ (20) Κανὼν τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου λέγει:
«Τὰ παρὰ τῶν Ἀποστόλων, καὶ Πατέρων παραδοθέντα ἔθιμα πρέπει κοινῶς νὰ φυλάττωνται ὅλα, ἀπὸ ὅλας τὰς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι μερικὰ ἀπὸ μερικοὺς μόνον. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ παρὼν κανὼν διορίζει ὅτι, ἐπειδὴ μερικοὶ Χριστιανοὶ κλίνουσι γόνυ καὶ ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς ἀπὸ τοῦ Πάσχα ἕως τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ὁποῖον εἶναι παρὰ τοὺς Κανόνας, καὶ ἄτοπον, λοιπὸν διὰ νὰ φυλάττωνται ὅλαι αἱ Ἀποστολικαὶ καὶ πατερικαὶ παραδόσεις εἰς ὅλας τὰς ὀρθοδόξους ἐκκλησίας τῆς Οἰκουμένης, μία ἀπὸ τὰς ὁποίας εἶναι καὶ τὸ μὴ κλίνειν γόνυ ἐν τῇ Κυριακῇ, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ Πεντηκοστῇ, ἐφάνη εὔλογον εἰς τὴν Ἁγίαν Σύνοδον ταύτην, νὰ ἀποδίδουσι τὰς εὐχάς των εἰς τὸν Θεὸν οἱ χριστιανοὶ ὅλοι ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις, ὄχι γονατιστοί, ἀλλὰ ἑστῶτες ὄρθιοι. (βλ. Ἱερ. Πηδάλιον σελ. 228).
Ἐπίσης ὁ 90ὸς Κανὼν τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει:
«Ἐπειδὴ παρελάβομεν (διορίζει ὁ παρὼν Κανὼν) νὰ μὴ κλίνωμεν γόνυ εἰς τὰς Κυριακὰς ἀπὸ τοὺς διαφόρους Πατέρας τῆς πρώτης Οἰκ. Συνόδου δηλ. τὸν Θεῖον Πέτρον καὶ τὸν Μ. Βασίλειον, διὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, δηλοποιοῦμεν εἰς τοὺς πιστούς, νὰ παύωσι τὴν γονυκλισίαν ὕστερα ἀπὸ τὴν εἴσοδον ὅπου κάμνουσι οἱ ἱερεῖς εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν τοῦ Σαββάτου, νὰ ἀρχίζουσι δὲ πάλιν ταύτην ὕστερα ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῶν ἱερέων εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, τὴν γινομένην κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν τῆς Κυριακῆς· δηλαδὴ ἀπὸ τὴν μίαν ἑσπέραν ἕως τὴν ἄλλην ἑσπέραν· πρόδρομον γὰρ καὶ προοίμιον λαμβάνοντες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τὴν μετὰ τὸ Σάββατον νύκτα· ἀπὸ τότε ἀρχίζομεν τοὺς ἀναστασίμους ὕμνους, καὶ ἀπὸ τὸ σκότος τῆς μετὰ τὸ Σάββατον νυκτὸς (ἥτις λογίζεται τῆς Κυριακῆς) ἀρχίζομεν τὴν ἑορτὴν ἕως δὲ κρατεῖ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας τῆς Κυριακῆς, τελειώνομεν αὐτήν, ἵνα μὲ τὸν τρόπον τοῦτον εἰς μίαν ὁλόκληρον νύκτα καὶ ἡμέραν πανηγυρίζωμεν τὴν Ἀνάστασιν». (Βλ. Ἱερ. Πηδάλιο σελ. 244-45).