Τρίτη 16 Απριλίου 2019

«Σαν τον Γέροντα Ευμένιο, βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια ένα»



 ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΔΟΥΜΑ  ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ
Μια ιδιαίτερη μορφὴ τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ τῆς ὁποίας ἡ ἁγιότητα ἀναγνωρίστηκε καὶ ἐν ζωῇ ἀλλὰ περισσότερο ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμηση εἶναι ἡ τοῦ Ἱερομονάχου Εὐμενίου Σαριδάκη.
Ὁ Εὐμένιος Σαριδάκης κατὰ κόσμον Κωνσταντῖνος τοῦ Γεωργίου καὶ τῆς Σοφίας τὸ γένος Ξηρουχάκη, γεννήθηκε τὴν 1η Ἰανουαρίου 1931 στὸ ὀρεινὸ χωριὸ τῶν Ἀστερουσίων Ἐθιᾶ Μονοφατσίου τοῦ Νομοῦ Ἡρακλείου Κρήτης. Ἦταν τὸ ὄγδοο παιδὶ πολυμελοῦς καὶ πάμφτωχης οἰκογένειας ἡ ὁποία πέρασε ἀφάνταστες δυσκολίες ὅταν πέθανε ὁ πατέρας καὶ ὁ μικρὸς Κωνσταντῖνος ἦταν μόλις δύο ἐτῶν. Ἐργάστηκε σκληρὰ ἡ μάνα καὶ τὰ ἀδέλφια του καὶ αὐτὸς μεγαλώνοντας γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί.

Οἱ δυσκολίες ἔγιναν ἀκόμη πιὸ μεγάλες στὴ γερμανικὴ κατοχή. Ἦταν ὀλιγογράμματος καὶ μετὰ δυσκολίας διάβαζε μέχρι ποὺ ἔγινε Μοναχὸς καὶ ἐξοικειώθηκε μὲ τὰ γράμματα μέσῳ τῶν ὕμνων καὶ τῶν προσευχῶν. Ἦταν ὅμως καταπληκτικὸς ἀριθμομνήμων. Εἶχε ταχύτατο μυαλὸ στοὺς λογαριασμοὺς, γι' αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «λογαριαστή». Λόγῳ τῆς φτώχειας φόρεσε παπούτσια σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν. Ἀπὸ πολὺ μικρὸς ἀγάπησε τὰ θεῖα καὶ τὶς περισσότερες ὧρες τὶς περνοῦσε στὸν ἐνοριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ του καὶ στὰ ἐξωκλήσια. Ἀποστρεφόταν τὰ παιχνίδια καὶ ἦταν ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀγρυπνίας, διότι τοῦ ἄρεσε νὰ ἀγρυπνεῖ στὰ ξωκλήσια προσευχόμενος.
Καθοριστικὸ γεγονὸς ποὺ σημάδεψε τὴ ζωή του, ἀπόδειξη ὅτι κι αὐτὸς ἦταν «ἐκ κοιλίας μητρὸς ἀφορισμένος» γιὰ τὰ θεῖα πράγματα, εἶναι τό ἑξῆς: Ἦταν χειμώνας τοῦ 1944 καὶ βρισκόταν στὸ πατρικὸ του σπίτι στὸ χωριό. Καθόταν κοντὰ στὸ τζάκι. Ἐνῶ, λοιπόν, καθόταν κοντὰ στὸ τζάκι καὶ ζεσταινόταν, ἔπεσε σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὴν καμινάδα ἐπάνω του ἕνα κατάλευκο φῶς καὶ ὄχι μόνον τὸν περιέλουσε, ἀλλὰ μπῆκε μέσα του. Τότε, ὅπως μᾶς ἔλεγε, ἔνιωσε ἀπερίγραπτη χαρά, ποὺ νόμιζε πὼς δὲν εἶχε σῶμα καὶ δὲν αἰσθανόταν καθόλου τὸ βάρος του. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἄλλαξε πολύ. Ἔνιωθε κάτι νὰ τὸν ὠθεῖ νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια. Ἀφοσιώθηκε ἀκόμα περισσότερο στὸ Θεό, ἄλλαξε ἡ διάθεσή του καὶ φαινόταν σὰν νὰ ζοῦσε ἐκτὸς κόσμου. Εἶχε μεθύσει ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Φωτός. Δὲν εἶχε ὄρεξη πιὰ γιὰ τίποτα ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια καὶ ἀπὸ τότε ἔβαλε τὸ λογισμὸ τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου γιὰ τὸν Μοναχισμό. Αὐτὸς ὁ λογισμὸς δὲν τὸν ἐγκατέλειψε, μέχρι ποὺ ἔγινε πραγματικότητα, τὸ 1948. Ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια τὸ 1947 σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν καὶ πῆγε νὰ ἐγκαταβιώσει στὴν Ἱ. Μονὴ Ἁγίου Νικήτα Ἀχεντριᾶ κάτω ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἀσκητικῶτατου καὶ εὐλαβέστατου Ἱερομονάχου Ἱεροθέου Κωστομανωλάκη, ὁ ὁποῖος διακρινόταν καὶ ὡς ἄριστος πνευματικὸς τῆς ἐποχῆς. Ἔμεινε δόκιμος τέσσερα χρόνια καὶ στὶς 7 Ἀπριλίου 1951 ἐκάρη Μοναχὸς καὶ ἐκλήθη Σωφρόνιος.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα (1952) καὶ ἐνῶ ἀπουσίαζε ὁ Γέροντας Ἱερόθεος γιὰ τὰ ἐφημεριακὰ του καθήκοντα στὸ χωριὸ Δεμάτι, πῆγαν μιὰ δαιμονισμένη στὸν Ἅγιο Νικήτα σὲ ἄθλια κατάσταση. Τὸ δαιμόνιο τὴν εἶχε πολὺ ταλαιπωρήσει καὶ ἐκδήλωνε ὅλα ἐκεῖνα τὰ δαιμονικὰ σημάδια ποὺ διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸ δαιμονισμένο στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Ὁ Μοναχὸς Σωφρόνιος βέβαια δὲν μποροῦσε νὰ διαβάζει ἐξορκισμοὺς ὅπως ὁ ἱερέας. Ἀλλὰ προσευχόταν θερμὰ μὲ παρακλήσεις καὶ αὐτοσχέδιες προσευχὲς σταυρώνοντας μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ τὴ δαιμονόπληκτη γυναίκα. Τὸ δαιμόνιο ἔφυγε, ἡ γυναίκα ἐλευθερώθηκε. Ἦταν τὸ πρῶτο θαῦμα καὶ προμήνυμα τῶν ὑπολοίπων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀκολουθήσουν στὴ ζωὴ τοῦ ἐκλεκτοῦ δούλου του θεού. Ο σατανάς εκδικήθηκε αργότερα πολύ, τον Μοναχό Σωφρόνιο.
Ἡ πρώτη προσπάθεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἦταν νὰ παρουσιαστεῖ κάποια μέρα στὸ Σωφρόνιο μέσα στὸν περίβολο τῆς Μονῆς «ὡς ἄγγελος φωτός» καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν προσκυνήσει. Ὁ Σωφρόνιος κατάλαβε τὴ δαιμονικὴ παγίδα καὶ ἀρνήθηκε καὶ ὁ διάβολος φεύγοντας τὸν χαστούκισε. Στὰ χρόνια τῆς διαμονῆς του στὸν Ἅγιο Νικήτα ἦταν ὑπόδειγμα εὐλαβείας καὶ ὑπακοῆς, ὑπόδειγμα Μοναχικῆς συμπεριφορᾶς. Ὅσο προχωροῦσε στὴν πνευματικὴ ζωή, τόσο ὁ διάβολος τοῦ ἔκανε φανερὸ πόλεμο. Κάποια μέρα εἶχε κατεβεῖ κοντὰ στὴ θάλασσα στὸ σημεῖο ποὺ λέγεται Ροῦσσος Πύργος καὶ ἄκουσε τὴν Παναγία νὰ τοῦ λέει: «Παιδί μου μὴ φοβᾶσαι ἐγὼ δὲν θὰ σ’ ἀφήσω νὰ χαθεῖς». Μὲ τὴν Παναγία εἶχε μιὰ παιδικὴ οἰκειότητα καὶ ἀξιώθηκε πολλῶν ἐμφανίσεων καὶ σημείων της. Διηγούμενος κάποτε τὸ παρακάτω περιστατικὸ μὲ τὴ φωνὴ τῆς Παναγίας, τὸν ρώτησαν πῶς κατάλαβε ὅτι ἦταν ἡ Παναγία. «Ἡ Παναγία ἦταν. Τὴν Παναγία δὲν γνωρίζω;», ἀπάντησε.
Τότε δὲν ἴσχυε ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ στρατὸ γιὰ λόγους Μοναχικῆς Κουρᾶς ἢ Ἱερωσύνης. Κλήθηκε, λοιπόν, νὰ ὑπηρετήσει τὴν Πατρίδα καὶ κατατάχθηκε στὸ στρατὸ στὶς 24 Ἰανουαρίου 1954. Καὶ στὸ στρατὸ ἐπέδειξε μεγάλη ἀρετὴ ἀλλὰ καὶ ἀφοσίωση στὰ καθήκοντά του γι αὐτὸ καὶ εἶχε πολὺ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ τοὺς συστρατιῶτες του ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀξιωματικούς. Στὸ στρατὸ κατάφερε νὰ τηρεῖ ὅλες τὶς νηστεῖες τοῦ ἔτους ἀκόμη καὶ ἀλαδία τὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευές. Περνοῦσε μὲ κάτι πρόχειρο. Ἦταν ἄνθρωπος ἀντοχῆς καὶ μαθημένος στὴν στέρηση ἀπὸ τὰ παιδικὰ του χρόνια καὶ μαθημένος στὴ νηστεία ἐπίσης ἀπὸ μικρὸς καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν καλογερικὴ του ζωή. Κατάφερνε ἐπίσης νὰ κάνει καὶ τὰ καλογερικὰ του καθήκοντα, τὶς προσευχὲς δηλαδὴ καὶ τὶς μετάνοιες του.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Ἡ ἀπαρχὴ τῶν μεγάλων δοκιμασιῶν ἔγινε στὰ τέλη τοῦ 1955, ἀρχὲς 1956 καὶ ἐνῶ ἀκόμη ἦταν στρατιώτης. Παρουσίασε ὑψηλὸ πυρετὸ καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑποχωροῦσε τὸν ἔβαλαν στὸ στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ καὶ πολλὲς ἐξετάσεις, διαπίστωσαν οἱ γιατροὶ ὅτι εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν νόσο τοῦ Χάνσεν (λέπρα) ἀλλὰ εὐτυχῶς δὲν εἶχε προχωρήσει πολὺ γιὰ νὰ τοῦ ἀφήσει σημάδια καί ἀναπηρία στὸ σῶμα. Μὲ τὴ θεραπεία σταμάτησε ἡ ἐξέλιξη τῆς νόσου. Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια στάθηκε ἡ αἰτία νὰ παραμείνει ὁ Σωφρόνιος μόνιμα στὸ νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Ἀθηνῶν τὸ 1957 ὕστερα ἀπὸ περιπλανήσεις σὲ πολλὰ νοσοκομεῖα. Ἐκεῖ δέχτηκε γράμμα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἄνθιμο τῆς Χίου μέσα στὸ ὁποῖο τοῦ ἔλεγε: «Πρόσεχε καλὰ τὸ θησαυρὸ πού σοῦ ἔστειλε ἡ Παναγία, διότι ἔχεις νὰ ὠφεληθεῖς πολὺ στὴ ζωή σου ἀπὸ τὴ ζωή του διότι εἶναι μὲν δόκιμος Μοναχὸς ἀλλὰ εἶναι καὶ τέλειος Μοναχὸς καὶ θὰ εἶσαι τέλειος ἂν τὸν ὑπεραγαπήσεις μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου». Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν κρητικῆς καταγωγῆς Μοναχὸ Νικηφόρο ὁ ὁποῖος ἦταν τυφλὸς καὶ λεπρὸς καὶ σχεδὸν παράλυτος. Τὸν ὑπηρέτησε πράγματι μέχρι τέλος τῆς ζωῆς του τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1964.
Ἦταν ἀρχὲς τοῦ 1960. Ἄρχισε ὁ διάβολος νὰ τὸν πολεμᾶ συστηματικὰ καὶ καθημερινῶς μὲ χίλιους δυὸ τρόπους. Αὐτὴ ἡ κατάσταση κράτησε πολὺ καιρὸ μέρα καὶ νύχτα. Κάποια μέρα κι ἐνῶ κατέβαινε τὰ σκαλιὰ τοῦ νοσοκομείου Λοιμωδῶν, ἔνοιωσε μέσα του μιὰ ἱκανοποίηση ἐπειδή κατάφερνε νὰ νικᾶ τοὺς δαίμονες. Αὐτὴ ἡ κενόδοξη σκέψη στάθηκε ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἀνοίξει ἡ πόρτα τῆς ψυχῆς μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία μπῆκε ὁ σατανᾶς καὶ τὸν κυρίευσε. Ἔγινε δαιμονισμένος.Ὁ σατανᾶς ἐκδικήθηκε τὸν Μοναχὸ ἀγωνιστὴ καὶ τὸν ταλαιπώρησε ἀφάνταστα!
Τὸν κατέβασαν στὴν Κρήτη. Τὸν εἶχαν δεμένο μὲ σχοινιά, διότι τὸ δαιμόνιο τὸν ἔσπρωχνε νὰ τὸν σκοτώσει. Ἔγιναν πολλὲς προσευχές, λειτουργίες, ἐξορκισμοὶ καὶ ἀγρυπνίες γι' αὐτόν. Τελικὰ τὸν πήγανε στὸν Κουδουμᾶ ὅπου τότε μόναζε ὁ ἐνάρετος π. Νικόδημος Καλλιγιαννάκης γιὰ τὸν ὁποῖο γράφομε σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Ὁ Ἱερομόναχος Νικόδημος μὲ τὴν ἁγιότητά του καὶ τὸν ἀγῶνα του μὲ ἐξορκισμοὺς ἐλευθέρωσε τὸν Σωφρόνιο ἀπὸ τὸ δαίμονα. Ἔκτοτε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ὁ Σωφρόνιος ἔστελνε ἔνδυση καὶ ὑπόδηση στοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς καὶ ἐνεγράφη ὡς ἀδελφὸς τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα ποὺ τέλεσε ἡ Παναγία μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ π. Νικοδήμου ἀλλὰ καὶ ἄλλες θεραπεῖες δαιμονιζομένων ἔγινε αἰτία νὰ διαφημιστεῖ ὁ Νικόδημος κάτι ποὺ ἀποστρεφόταν ὡς γνήσιος ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναχώρησε γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα γιὰ τὸ χωριό του τὸν Κρουσσώνα ὅπου ἐξυπηρετοῦσε τὴ Μονὴ Ἁγίας Εἰρήνης καὶ πρὶν κλείσει χρόνο ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐπέστρεψε θεραπευμένος ὁ Μοναχὸς Σωφρόνιος στὸ Λοιμωδῶν ὑπηρετώντας στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ βοηθώντας μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ προσευχές του τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς συγγενεῖς τους. Τὸ 1964 ἔγινε Μεγαλόσχημος Μοναχὸς στὸν Ἅγιο Νικήτα ἀπὸ τὸν Γέροντά του καὶ στὶς 19 Ἀπριλίου 1975 χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Ἱερομόναχος ἀπὸ τὸν τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας κ. Τιμόθεο (νῦν Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης), στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Καλυβιανῆς. Ἀπὸ τότε διέπρεψε καὶ ὡς πνευματικός-ἐξομολόγος. Χειραγώγησε στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ ἀμέτρητες ψυχές. Θεράπευσε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς εὐχὲς του πολλὲς ἀσθένειες, μὲ τὸ λόγο του τὸν πατερικὸ καὶ μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα στερέωσε τὴν πίστη χιλιάδων ἀνθρώπων. Ὑπῆρξε στὸ θυσιαστήριο συνεπὴς καὶ ἄψογος. Ἄκρως ἐλεήμων. Φιλόξενος καὶ πάντα μὲ τὸ πρόσωπο χαρούμενο. Εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῶν κατανυκτικῶν δακρύων μὲ τὰ ὁποῖα μετέδιδε τὴ χάρη καὶ τὴν κατάνυξη. Ὑπῆρξε νηστευτὴς καὶ ζηλωτὴς στὰ τῆς πίστεως μετὰ διακρίσεως πολλῆς. Ὑπῆρξε καί στὶς λεπτομέρειες ὑπάκουος στὴν ἐκκλησιαστικὴ του Ἀρχή. Ὑπῆρξε σοφώτατος καὶ ἀφάνταστα ταπεινός. Ἀξιώθηκε νὰ δεῖ πολλὲς θεῖες ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ σπάνια τὶς φανέρωνε. Ὅσα κι ἂν γράψουμε εἶναι λίγα. Νομίζουμε πὼς ἀρκεῖ ὁ λόγος τοῦ Ὁσίου Γέροντος Πορφυρίου. «Σὰν τὸν Γέροντα Εὐμένιο, βρίσκει κανεὶς κάθε διακόσια χρόνια ἕνα». Τέλος βασανίστηκε πολὺ ἀπὸ τὸν σακχαρώδη διαβήτη ὁ ὁποῖος στὸ τέλος τὸν καθήλωσε πολὺ καιρὸ στὸ κρεβάτι σὲ δωμάτιο τοῦ νοσοκομείου «Εὐαγγελισμός» ὅπου καὶ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή στὶς 23 Μαΐου 1999. Τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στὸ Λοιμωδῶν ὅπου τὸν ἀποχαιρέτισαν τὰ μυριάδες πνευματικὰ του παιδιὰ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ τὰ περίχωρα.
Ἐτάφη στὴν αὐλὴ τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς γενέτειράς του Ἐθιᾶς μέσα σὲ κλῖμα βαθιᾶς κατάνυξης καὶ πολλῶν δακρύων. Ἔκτοτε τὸν τάφο του ἐπισκέπτονται καθημερινῶς πολλοὶ πιστοὶ οἱ ὁποῖοι καὶ διηγοῦνται θαύματα τὰ ὁποῖα τέλεσε σ’ αὐτοὺς μετὰ τὴν κοίμησή του ἢ ἀποκαλυπτικὰ ὄνειρα μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δίνει συμβουλὲς σωτηρίας.
Μάλιστα, πρόσωπα σοβαρὰ γυναικῶν ποὺ ὁμολογοῦν μὲ κατάνυξη ὅτι μὲ πετραδάκι ἀπὸ τὸν τάφο του «ἀνεπιάνουν» προζύμι. Ἐπειδὴ στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Ἅγιος, ὁ γράφων συνέταξε τὰ παρακάτω ὑμνογραφήματα:
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Νήσου Κρήτης τὸν γόνον Ἀθηνῶν τὸ ἀγλάϊσμα καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης τὸ περίβλεπτον κόσμημα. Εὐμένιον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς θεῖον πρὸς Χριστὸν χειραγωγόν, νοσημάτων ἰατῆρα καὶ δαιμονίων ὀλετήρα τάχιστον. Δόξα τῷ ἀναδείξαντί σε ἱερόν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Στύλος, πάτερ, γέγονας ὑπομονῆς ἰωβείου καὶ τὰ βέλη ἔθραυσας πεπυρωμένα δαιμόνων, ἔπλησας θαυμάτων πόλιν τῶν Ἀθηναίων, ἔλαμψας ὁσιοτρόπως ἐν ἀληθείᾳ, διὰ τοῦτο σὲ τιμῶμεν ὡς θεῖον πρέσβυν ἡμῶν Εὐμένιε.
Από το βιβλίο του π. Χ. Π.