Γιατί να είναι τόσο ανατριχιαστικός ο
θάνατος; (η στιγμή της εκδημίας, η όψη ενός νεκρού, η διαδικασία και η
προετοιμασία της κηδείας, οι τάφοι, η εκταφή κλπ) και όταν πρόκειται για
δικό μας πρόσωπο, καθώς η σκέψη όλων των παραπάνω δεν βοηθά, γιατί
είναι τόσο μεγάλος ο πόνος της απώλειας;
Ο θάνατος φαίνεται τόσο ανατριχιαστικός γιατί ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για να πεθαίνει! Ο θάνατος λογίζεται ως τραγωδία, παρά ως φυσική κατάληξη της ύπαρξης, καθώς καταστρέφει τον κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένο άνθρωπο. Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρει ο γέροντας Σωφρόνιος, ο θάνατος αξιολογείται ως «παράλογο» και παρά φύση φαινόμενο, αντίθετο του προορισμού του ανθρώπου (1).Ο θάνατος ενός προσώπου είναι αδιαμφισβήτητα ένα γεγονός που προκαλεί λύπη, στεναχώρια, βαθύ πόνο, φόβο και δέος. Οι ψυχικές αυτές καταστάσεις μας κληροδοτήθηκαν από τους πρωτοπλάστους, οι οποίοι παρέβησαν την εντολή του Θεού. Ο βιολογικός θάνατος είναι απόρροια της πτώσεως και της αποστασίας του ανθρώπου από την πηγή της ζωής, τον Θεό. Είναι η τραγική συνέπεια για την οποία ο Θεός είχε προειδοποιήσει τους πρωτοπλάστους: ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε (Γεν. β΄ 17).Ο άνθρωπος με αγωνία και φρίκη στέκεται μπροστά στο μυστήριο του θανάτου, όταν αντικρίζει το νεκρό σώμα, νεανικό ή γηρασμένο, υγιές ή καχεκτικό, να χάνει το χρώμα του, να εγκαταλείπεται από τις δυνάμεις του και να σωριάζεται κατά γης την ώρα του θανάτου (2). Η τραγικότητα του θανάτου είναι αυτή που οδηγεί τον ίδιο το Χριστό να δακρύσει μπροστά στο μνήμα του φίλου Του Λαζάρου.Η αγία μας Εκκλησία δεν προσπαθεί να αποκρύψει από τα βλέμματα των παιδιών της την ανθρώπινη αυτή τραγικότητα, διότι θέλει να συναισθανθούμε τη μεγάλη συμφορά, να διερωτηθούμε για το μυστήριο του θανάτου. Γι’ αυτό και στα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας διαφαίνεται αυτή η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο. Ο ιερός υμνογράφος ρωτά: γιατί όλος αυτός ο πόνος και η αγωνία; Απορεί επίσης πώς η ανθρώπινη ωραιότητα, η οποία πλάσθηκε «κατ’ εικόνα Θεού», βρίσκεται τώρα στον τάφο «χωρίς μορφή, χωρίς δόξα και λαμπρότητα, χωρίς ωραιότητα και κάλλος.» (3)Είναι, λοιπόν, ανθρώπινο να φοβόμαστε το θάνατο και να μη θέλουμε να τον σκεφτούμε για τους δικούς μας ανθρώπους αλλά και για τον εαυτό μας.Ωστόσο, ο άνθρωπος που αγωνίζεται να ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού δεν έχει να φοβηθεί τη μέλλουσα κρίση, επομένως ούτε και το θάνατο.Η Εκκλησία δεν αρνείται την τραγικότητα του θανάτου, αλλά την υπερβαίνει με την αγάπη και την ελπίδα της αναστάσεως. Ο φόβος του θανάτου ξεπερνιέται μόνο με την ελπίδα της αναστάσεως και τη βεβαιότητα της αιώνιας ζωής. Οι πιστοί δεν τρέμουν, αλλά χαίρονται μπροστά στο θάνατο, διότι γνωρίζουν ότι, όταν εγκαταλείπουν τη φθαρτή αυτή ζωή, μεταβαίνουν σε άλλη, ασυγκρίτως καλύτερη, λαμπρότερη κι αιώνια (4).Επίσης, για τον άνθρωπο του Θεού που τα βλέπει και τα εξετάζει όλα κάτω από το πρίσμα της αιωνιότητας, η μνήμη του θανάτου (το να θυμάται και να σκέφτεται ότι κάποτε θα πεθάνει) είναι απαραίτητη προϋπόθεση γνήσιας πνευματικής ζωής. Η μνήμη αυτή τον βοηθά να μισεί την αμαρτία, να αξιολογεί ορθά και θετικά τα πράγματα του παρόντος και να ζει συνεχώς με εγρήγορση (5).
(1) Πρωτοπρεσβύτερου Βασίλειου Ἰ. Καλλιακμάνη,Τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου στὴ λατρεία τῆςἘκκλησίαςΚΕΙΜΕΝΑ & ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ Θ’ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟY ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΠΟΣΙΟY ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ».
(2) Ν. Π. Βασιλειάδη, Το Μυστήριο του Θανάτου, Έκδοση Αδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Αθήνα 2007, σ. 37.
(3) ό.π., σ. 372
(4) ό.π., σ. 253.
(5) ό.π., σ. 280.