Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Χριστιανισμὸς και ελληνισμός, σύγκρουση ή συμπόρευση;

Φωτογραφία: Μεγάλες προσωπικότητες τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας  στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Εἰκονίζονται ὁ Σόλωνας, ἡ Σίβυλλα, ὁ Σωκράτης, ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ὅμηρος, ὁ Θουκυδιδης, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλάτωνας, ὁ Πλούταρχος καὶ δίπλα τους ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυρας τοῦ 2ου αἰνώνα μ.Χ. Ἀντίστοιχες τοιχογραφίες ὑπάρχουν σὲ πολλὲς Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους (π.χ Βατοπαίδι, Μεγίστη Λαύρα) καθὼς καὶ σὲ Μονὲς στὸ νησάκι τῶν Ἰωαννίνων.
Τοῦ Ἰωάννη Καραμήτρου, Θεολόγου
Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας κείμενα νοσταλγῶν τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ (=εἰδωλολατρικοῦ) κόσμου, τὰ ὁποία ἐμποτισμένα μὲ ἕνα ἀντιχριστιανικὸ καὶ ἀντιευαγγελικὸ μένος διαστρεβλώνουν τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια καὶ ἐπιχειροῦν νὰ παρουσιάσουν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς κατέστρεψε τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πολιτισμό. Ἐπιχειροῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ὁ Ἕλληνας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ Χριστιανός. Ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ τῶν χιλίων χρόνων τῆς ἔνδοξης βυζαντινῆς ἱστορίας μας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Ἕλληνες. Εἰσάγουν ἔτσι μία τεχνητὴ πόλωση στὸ λαὸ μὲ σκοπὸ τὴν ἀποχριστιανοποίησή του.
Ἕνα τέτοιο κείμενο εἶναι καὶ αὐτὸ τοῦ ἐπίτιμου δικηγόρου κ. Θρασύβουλου Καβασίδη, ποὺ δημοσιεύθηκε πρόσφατα στὴν «Ἐλευθερία» μὲ τὸν τίτλο «Ἕλληνες καὶ χριστιανισμός». Παίρνοντας, λοιπόν, ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο δημοσίευμα αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ κάνω γνωστὲς στὸ εὐρύτερο ἀναγνωστικὸ κοινὸ τὶς παρακάτω σκέψεις:
Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο διαδόθηκε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Εἶναι ὅμως πλάνη, διαστροφὴ καὶ ψεῦδος, στὴν προσπάθεια νὰ μειωθεῖ τὸ κύρος τοῦ Ἄπ. Παύλου, νὰ γράφεται ἀπὸ τὸν κ. Καβασίδη ὅτι: «Στὴν Ἀθήνα, λέγεται, ὅτι «τόλμησε» νὰ μιλήσει ὁ Παῦλος δῆθεν στὸν Ἄρειο Πάγο. Στὴν πραγματικότητα μᾶλλον μίλησε στὴν ἀγορά».
Καὶ ἐνῶ στὸ ἄρθρό του γίνεται ἐκτενὴς ἀναφορὰ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, στὸ ὁποῖο κατ’ ἐπανάληψη παραπέμπει τὸν ἀναγνώστη, παραλείπεται τὸ χωρίο ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρεται στὸν Ἄρειο Πάγο καὶ ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις (ὁ Παῦλος) … διελέγετο μὲν οὒν ἐν τὴ συναγωγὴ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τὴ ἀγορὰ κατὰ πάσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. τινὲς δὲ τῶν Ἐπικουρείων καὶ Στωϊκῶν φιλοσόφων … ἐπιλαβόμενοι τὲ αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον Πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τὶς ἡ καινὴ αὔτη ἡ ὑπό σου λαλουμένη διδασκαλία; … Σταθεῖς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσω τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. Διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ὢ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστω Θεῶ. ὂν οὒν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλω ὑμὶν» (Πράξ. 17, 16-22). Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Παῦλος δὲν μίλησε στὸν Ἄρειο Πάγο ὅταν τὸ κείμενο βοᾶ;
Γράφεται ἐπίσης ὅτι «σχεδὸν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἑλλάδας, πλὴν τῶν Ἑβραίων, ἐξακολουθοῦσαν νὰ παραμένουν πιστοὶ στὰ πατροπαράδοτα μέχρι τὸν 4ο αἰώνα», ὅταν εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀπὸ τοὺς πρώτους συνεργάτες τοῦ Ἄπ. Παύλου ἀναφέρονται οἱ Ἕλληνες Γάιος καὶ Ἀρίσταρχος καὶ Σέκουνδος καὶ Σώπατρος καὶ Τρόφιμος καὶ Τυχικὸς καὶ ὁ Τιμόθεος, υἱὸς πατρὸς Ἕλληνος καὶ Ἰουδαίας μητρὸς (Πράξ. 16,1-3. 19,29. 20,4) καὶ ὅταν πάλι ὅλες οἱ Ἐπιστολὲς (14) τοῦ Παύλου γράφτηκαν στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ ὄχι στὴν ἑβραϊκὴ ἢ τὴν λατινική;
Ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἔγινε ἡ μεταστροφὴ στὸ Χριστιανισμὸ σὲ μία ἡμέρα. Ἀλλὰ εἶχαν ἱδρυθεῖ Ἐκκλησίες σὲ ὅλα τὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα τῆς μητροπολιτικῆς Ἑλλάδας, τῆς Μ. Ἀσίας, τῆς Μακεδονίας, τῆς Κρήτης καὶ τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸν α΄ μ.Χ. αἰώνα καὶ «αἳ ἐκκλησίαι ἐστερεοῦντο τὴ πίστει καὶ ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῶ καθ’ ἡμέραν».
Εἶναι ἐπίσης διαστροφὴ τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας νὰ γράφεται ὅτι «Στὴ χώρα μας, ὁ Χριστιανισμὸς ἐπιβλήθηκε «διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου». Αὐτὸς ὁ τρόπος διάδοσης εἶναι ξένος πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ στὸ θέμα τῆς πίστεως μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν λοιπῶν θρησκευμάτων εἶναι ἡ Ἐλευθερία. Τὸ «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοὶ» (Μάρκ. 8,34) εἶναι ἡ αὐθεντικὴ διακήρυξη τοῦ ἱδρυτῆ καὶ ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κανένα ἄλλο τρόπο διάδοσης τῆς ἀλήθειας δὲν ἀποδέχεται καὶ δὲν ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, καὶ οὐδέποτε στὴ δισχιλιετὴ ἱστορία καὶ πορεία τῆς εὐλόγησε διώξεις καὶ σφαγὲς χάριν τῆς διάδοσής της.
Ἀντίθετα, γνώρισε τὸ διωγμὸ καὶ τὸ μαρτύριο στὸ σῶμα της ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἱδρύσεώς της. Κατὰ τὸν σύγχρονο Ἄγγλο βυζαντινολόγο Στῆβεν Ράνσιμαν οἱ χριστιανοὶ ποὺ θανατώθηκαν ἀπὸ τὴ μανία τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέχρι τὴν καθιέρωση τῆς ἀνεξιθρησκείας ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἀνέρχονται σὲ ἕντεκα ἑκατομμύρια.
Τὰ περὶ διώξεων τῶν εἰδωλολατρῶν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀνήκουν στὸ χῶρο τῆς φαντασίας τῶν νεοπαγανιστῶν. Ἡ ἀρχαία θρησκεία (=εἰδωλολατρία) εἶχε ἐκπνεύσει ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια του Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη (361-363). Εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία γνωστὸ ὅτι ὁ Ἰουλιανὸς στὰ πλαίσια τῆς πολιτικῆς τοῦ ἐπιχείρησε ἀνεπιτυχῶς νὰ ξεριζώσει πλήρως τὸ Χριστιανισμὸ καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων στὸ προσκήνιο. Τὰ διατάγματά του περὶ ἀπαγόρευσης τῶν χριστιανῶν διδασκάλων νὰ παραδίδουν μαθήματα ὅπως ἐπίσης καὶ τῶν χριστιανῶν μαθητῶν νὰ φοιτοῦν στὰ σχολεῖα καὶ νὰ σπουδάζουν τὶς ἑλληνικὲς ἐπιστῆμες (φιλοσοφία, ρητορική, κλπ) ἀποδεικνύουν περίτρανα τὴν προσήλωσή του στὸν ὡς ἄνω σκοπό.
Ἡ Ἐκκλησία συγκρούσθηκε μὲν ἀλλὰ μὲ τὴ διαφθορά, τὴν ἀνηθικότητα, τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ μὲ τὸ κακὸ στὸ σύνολό του, ὅπου κι ἂν τὸ συναντοῦσε. Μὲ τὸ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην» (Γαλ. 3,28) κατάργησε τὶς φυλετικὲς διακρίσεις, μὲ τὸ «οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος» κατάργησε τὸ θεσμὸ τῆς δουλείας, μὲ τὸ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» ἔφερε τὴν ἰσότητα στὰ δύο φύλα καὶ ἀνύψωσε τὴ γυναίκα στὴ θέση ποὺ τῆς ἅρμοζε, διότι μέχρι τότε ἐθεωρεῖτο res (=πράγμα, ἀντικείμενο).
Μὲ τὴν καταδίκη της πορνείας καὶ τῆς μοιχείας, τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ τῆς παιδεραστίας, τῶν οἰδιπόδειων μείξεων καὶ τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων ἀπάλλαξε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν κτηνώδη βίο καὶ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία τὸν ὁδήγησε σὲ ἕναν ἀνώτερο, πνευματικὸ τρόπο ζωῆς καὶ πρόσφερε στὴν ἀνθρωπότητα ἁγίους καὶ ἀγγέλους ἐν σώματι.
Ἂν τώρα κάποιοι χριστιανοὶ ὡς ἄνθρωποι διέπραξαν λάθη, δείχνοντας ἀντιευαγγελικὴ συμπεριφορὰ ἀπέναντι σὲ ἀλλόθρησκους, αὐτὰ σὲ καμία περίπτωση δὲν τὰ υἱοθετεῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ οὔτε μπορεῖ νὰ χρεώνονται σ’ αὐτήν. Οὔτε ἐπίσης μποροῦν νὰ χρεωθοῦν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ Σταυροφορίες τῆς Δύσης καὶ ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση, καθόσον εἶναι πίστη μας ὅτι ὁ σκοπὸς δὲν ἁγιάζει τὰ μέσα.
Ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς στὸ Εὐαγγέλιο βρῆκε τὴν ὁλοκλήρωσή του. Ἡ συμπόρευσή του μὲ τὸ Χριστιανισμό, ὅπως τὴν ὁραματίστηκαν καὶ τὴ βίωσαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁδήγησε στὴ δημιουργία τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσής μας. Εἶναι χαρακτηριστικό του πνεύματος αὐτοῦ τὸ παιδαγωγικὸ σύγγραμμα τοῦ Μέγ. Βασιλείου «Πρὸς τοὺς νέους· Ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων, τραγικῶν καὶ ἱστορικῶν ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Πλάτωνα, καὶ τὸν Θουκυδίδη μέχρι τὸν Μένανδρο, τὸν Πλούταρχο καὶ τὸν Πλωτίνο στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία διασώθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπὸ τὰ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια. Οἱ βυζαντινοὶ καὶ μεταβυζαντινοὶ Ἕλληνες δὲν εἶχαν τὸ δίλημμα νὰ διαλέξουν μεταξὺ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ.
Οὔτε ἔπασχαν ἀπὸ κάποια σχιζοφρένεια λόγω τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς τους ἰδιότητας. Τὸ ἴδιο γνήσιοι Ἕλληνες καὶ Χριστιανοὶ αἰσθάνονταν ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀγωνιστὲς τοῦ 21 ποὺ ζοῦσαν τὴν ἑνότητα τῶν δύο κόσμων καὶ σ’ αὐτὴν εὕρισκαν τὴν ταυτότητά τους. Ἐξάλλου καὶ ὁλόκληρος ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς ἔχει τὶς ρίζες του στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Ἑλληνικὸ Πολιτισμό.
Κατὰ τὸν λόγιο Ἁγιορείτη ἱερομόναχο π. Γεώργιο Καψάνη «οἱ κατὰ τὸ φαινόμενο ὑπερασπιστὲς τῆς ἑλληνικότητάς μας εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐπίβουλοι, γιατί εὐνουχίζουν τὸν ἑλληνισμό. Ἀφαιροῦν ἀπὸ τὸν ἑλληνισμὸ ὅ,τι πνευματικότερο καὶ ὑψηλότερο ἔχει καὶ κρατοῦν μόνο τὴν χονδροειδῆ εἰδωλολατρεία του». Ἐνῶ κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ καθηγητῆ Γ. Μπαμπινιώτη, ὅποιος ἀμφισβητεῖ τὴ σύζευξη, τὴ συμπόρευση καὶ τὴν ἁρμονικὴ συνύπαρξη Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ «χρειάζεται νὰ τὸν δεῖ ἱστορικός». Ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει τελικὰ ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Κάθε δίλημμα τοῦ τύπου Ὀρθοδοξία ἢ Ἑλληνισμὸς εἶναι ὄχι μόνο πλαστό, ἀλλὰ καὶ ἐθνοκτόνο. Γιατί σημαίνει ἐπιστροφὴ στὴν παλιὰ ἀγωνιώδη ἀναζήτησή μας. Γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ποὺ διασώζει τὴν αὐτοσυνειδησία του, τὸ ζητούμενο βρέθηκε καὶ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, εὔρομεν πίστιν ἀληθῆ». Κάθε ἀποδέσμευση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲ συνιστᾶ μόνο τραγικὸ διαμελισμὸ ἀλλὰ καὶ καθαρὸ παραλογισμό.
Ἐλευθερία, 25/08/2012
aktines
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr