Κάποιος κυκλοφόρησε βιβλίο μέ μετάφρασι πολλῶν ὕμνων στήν δημοτική. Καί μάλιστα ποιητική μετάφρασι.
στά μέτρα τῶν ὕμνων, γιά νά ψάλλεται στήν Ἐκκλησία. Καί νόμισε ὅτι
ἔκανε κάποιο σπουδαῖο κατόρθωμα. Διαβάζοντάς το θά αἰσθανθῆτε, ὡς ἐάν
ἀπό τό ἕνα μέρος ἔχετε ἕνα βαρύτιμο κόσμημα, ἀπό ἀδάμαντες καί
πολυτίμους λίθους (τό ἀρχαῖο κείμενο), καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ἕνα
«τενεκέ», ἕνα «μπάφιλα». Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῶν δύο
ὑμνογραφικῶν κειμένων.
Σκεφθῆτε δέ ὅτι αὐτός ὁ εὐλογημένος δέν τά δημιούργησε μόνος του. Ἁπλῶς
μετέφρασε. Δηλαδή, εἶχε ἕτοιμα μπροστά του τά ὑψηλά νοήματα. Διότι ἐμεῖς
μόνοι μας δέν μποροῦμε νά ἀναχθοῦμε στά ὕψη στά ὁποία ἀνήχθησαν οἱ
ὑμνογράφοι. Δέν ἔχουμε αὐτή τήν δύναμι. Αὐτοί ἦσαν μεγαλοφυεῖς καί, τό
κυριώτερο, ἅγιοι. Δέν ἔκανε, λοιπόν, κάτι ἐξ ἀρχῆς, κάτι ἰδικό του, γιά
τό ὁποῖο νά λέγαμε, «Αἴ, φτωχός ἦταν ὁ ἄνθρωπος, φτωχά κείμενα μᾶς
ἔδωσε». Εἶχε ἐνώπιόν του τά μεγαλειώδη ἐκεῖνα κείμενα τῶν παλαιῶν
ὑμνογράφων. Καί ἄν δῆτε πῶς τά ἀποδίδει!… Πόσο φτωχά εἶναι!…Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, “Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”, Ἔκδοσις Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος, 2003