Η κυρία Αρετή
Όνομα νεκραναστημένης: Αρετή Μόσχου. Τόπος γεννήσεως: Ραψάνη Λαρίσης.
Τόπος νεκρανάστασης: ’Έσσεν Δυτικής Γερμανίας. Χρόνος νεκρανάστασης:
20-10-1976. Ηλικία κατά τήν ώρα τής νεκρανάστασης: ετών (30) τριάντα.
Μου τα αφηγήθηκε ή ίδια.
Η προσωπική της διήγηση, όπως μου την είπε:
«Μετά από μία χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης νεφρού, ένώ όλα πήγαιναν καλά, συνήλθα καί άκουσα το γιατρό να μου λέει.
- Τελειώσαμε. Ανοίξτε τα μάτια σας.
Τότε εγώ άνοιξα τα μάτια, μετά τη νάρκωση καί έβλεπα θαμπά. Τήν ίδια
στιγμή ακούω τούς γιατρούς νά μιλάνε ζωηρά μεταξύ τους λέγοντας.
-Πεθαίνει, πεθαίνει. Γιατί, αφού όλα πήγαιναν καλά; Ταυτόχρονα
ένιωσα πολύ δυνατό πόνο στό κεφάλι καί άμέσως βρέθηκα σέ ένα σκοτάδι
τελείως άγνωστο καί τελείως διαφορετικό από τό συνηθισμένο σκοτάδι.
Κυριεύθηκα από φόβο κι αγωνία.
Παρακαλούσα τήν Παναγία νά πεθάνω ή νά ζήσω, αρκεί νά γλυτώσω από αυτό τό σκοτάδι.
Τότε όπως κάνω μιά βαθειά εκπνοή, ένιωσα νά ξεχωρίζει η ψυχή από τό σώμα.
Ο εαυτός μου τότε αισθάνθηκε υπαρξιακά νά είμαι ολοκληρωμένη προσωπικότητα, αλλά χωρίς σώμα.
Ανέβηκα ψηλά (ανυψώθηκα) μέσα στόν ίδιο χώρο πού ήταν οι γιατροί, δηλαδή μέσα στό μεταχειρουργικό θάλαμο.
Τούς έβλεπα πού προσπαθούσαν ιατρικά επάνω στό σώμα μου. Είδα καί τό
δικό μου σώμα νά είναι πτώμα καί τό σιχάθηκα. Ένιωσα γι’ αυτό ό,τι θά
ένιωθε κάποιος γιά τά απόβλητα μιάς πληγής του πού εγχειρίζεται ή γιά τά απόβλητα τής τροφής του, πού απορρίπτονται από τόν όργανισμό, χωρίς νά υπάρχει γι’ αύτά κανένα ένδιαφέρον τού προσώπου.
Όταν είδα καί σιχάθηκα τό νεκρό μου σώμα σκεφθηκα.
-Εκεί μέσα ήμουνα!
Δέν μπορούσα νά μετρήσω τό χρόνο. Δέν είχα αίσθηση τού χρόνου.
Μέσα σ’ αύτό τό διάστημα είδα ότι πέρασα σέ άλλη κατάσταση, σέ νέο χώρο τελείως διαφορετικό από τά γήινα.
Ένιωθα στην αίσθησή μου, σ’ αύτόν τόν νέο κόσμο πού μεταφέρθηκα, μιά
καμάρα φωτεινή πού έμοιαζε μέ ουράνιο τόξο, άλλά πολύ ωραιότερη καί
λαμπρότερη. Ήταν τόσο ευχάριστη αυτή η λαμπερή καμάρα πού καμία γήινη
εικόνα δέν μπορεί νά συγκριθεί μαζί της.
Η παρουσία μου σ’ αύτόν τό νέο κόσμο μου έφερε τέτοια συναισθήματα
άνάλογα μέ εκείνα πού αισθάνεται κάποιος φυλακισμένος σέ σκοτεινή υπόγεια φυλακή δεμένος χειροπόδαρα καί απότομα βρίσκεται ελεύθερος στήν
άνοιξιάτικη κορυφή ενός ωραίου άνθισμένου τοπίου καί μπροστά του ανοίγεται ατελείωτος φωτεινός, ευχάριστος, ελπιδοφόρος ορίζοντας.
Από αυτήν τή φωτεινή καμάρα πέρασα σ’ εκείνο τό υπερφυσικό φώς.
Ήταν τέτοιο φώς πού δέν υπάρχουν εικόνες γήινες γιά νά τό περιγράφω.
Εκεί ένιωθα πάρα πολύ χαρούμενη καί ευτυχισμένη. Ένιωθα ακόμη απόλυτα ολοκληρωμένη, γεμάτη πληρότητα, πού δέν μού λείπει τίποτε.
Εκεί στό νέο ευχάριστο κόσμο πού ήμουνα είδα στό βάθος, σέ μιά
παραδείσια κατάσταση, σάν αγγελάκι ολόλαμπρο, μιά γνωστή μου γυναίκα πού
από καιρό είχε πεθάνει. Αυτή ήταν μέσα στό παραδείσιο φώς, στό απέραντο
βάθος. Κι έγώ έμπαινα σ’ αύτό αλλά ήμουν μακριά της.
Αυτή μέ χαιρετούσε φιλόξενα σά νά μέ προϋπαντούσε φιλικά.
Εγώ σ’ αυτήν έβλεπα καί τή σωματική της διάστάση σάν άγγελάκι. Μέ
χαιρετούσε κουνώντας τό ένα χέρι. Μπορούμε νά φαντασθούμε στή γή κάποιον
νά κολυμπάει χαρούμενα στό ακρογιάλι μιάς θάλασσας σέ καιρό καύσωνα καί
νά μάς καλεί κουνώντας τό ένα του χέρι. Αυτή στον υπέρτατο παραδείσιο
κόσμο μου φαινόταν σά νά κολυμπούσε μέσα στό παραδείσιο φώς.
Εγώ πού άλλαζα τόπο καί εικόνες στην αίσθησή μου εξακολουθοϋσα νά έχω
τήν ίδια προσωπικότητα αναλλοίωτη, μέ όλες τίς καταβολές πού έφερνα μαζί
μου από τόν γήινο κόσμο. Είχα τήν ίδια συνείδηση υπάρξεως.
Εγώ, βλέποντάς την νά μέ χαιρετάει, ένιωσα τέτοια χαρά ανάλογη μ’ αύτήν
πού αισθάνεται ένας ξενιτευμένος πού πηγαίνει σέ άγνωστο, ξένο μέρος
καί ενώ είναι άμήχανος γιά τό άβέβαιο μέλλον, βλέπει άμέσως μπροστά του
κάποιο πολύ αγαπητό του πρόσωπο νά τόν υποδέχεται.
Καί εδώ ό Θεός έβαλε άγαπητό μου πρόσωπο νά μέ χαιρετήσει γιά νά μέ ένθαρρύνει στή νέα αυτή μορφή τής ζωής μου.
Τώρα, μελετώντας αυτήν τήν ύποδοχή, σκέπτομαι, πόσο σοφά η όρθόδοξη
Εκκλησία μάς δείχνει τούς Αγίους, πού ένώ έχουν τήν ίδια πνευματική καί υλική φύση μέ μάς, αυτοί αγίασαν Χριστοκεντρικά καί μάς ενθαρρύνουν νά
προχωρήσουμε. Ο Θεός έχει άπειρους τρόπους νά μάς οδηγήσει.
Μπορεί καί ό ίδιος νά εμφανισθεί σάν ήλιος μέ όλη του τή μεγαλοπρέπεια.
Όμως εμείς σάν τό μέταλλο ή τό κερί σέ ποιά θερμοκρασία αντέχουμε;
Αντέχουμε στό κέντρο τού ήλιου; Αντέχουμε μόνο τήν άχτίδα του ή
άντέχουμε τήν αύρα πού η άχτίδα τήν ξεπαγώνει καί τή θερμαίνει ανάλογα
μέ τή δική μας δυνατότητα νά έπικοινωνήσουμε. Έγώ τότε πίστευα καί
θρήσκευα έπειδή μέ είχανε βαπτίσει Ορθόδοξη καί έπειδή η μάνα μου μέ τήν
άπλότητα τής καρδιάς της μου έδωσε τό παράδειγμα. Δέν εμβάθυνα όμως μέ
άνώτερα βιώματα Αγίων, μέ μυστηριακά τού Θεού καί μέ ανώτερη
πνευματικότητα.
Η ζωή μας ήταν ένα κυνηγητό τής δεκάρας καί τής βιοπάλης η όποια απορροφά καί κρατάει ατροφικό τό σπόρο τού θείου Σπορέα πού έπεσε σέ
γόνιμο χωράφι, άλλά άνάμεσα στά άγκάθια τής κοσμικής απασχολήσεως.
Τώρα στό νέο κόσμο πού έμφανίστηκα, ο Θεός μού έδειξε σέ παραδείσια αγγελική μορφή αύτήν τή γυναίκα πού συμπαθούσα καί βλέποντάς την
αισθάνθηκα άγαλλίαση, αλλά καί ένθάρρυνση όταν μέ χαιρετούσε.
Τότε έγώ τής φώναξα μέ τό όνομά της καί τής είπα:
-Ε, Στέλλα. Τί χαζοί πού είναι στόν κόσμο! Νομίζουν ότι άμα πεθάνουμε τελειώσαμε.
Εγώ αίσθάνθηκα εύτυχισμένη πού άρχισα νά μπαίνω στήν άρχή αύτού τού νέου
εύχάριστου κόσμου. Όμως άκουσα τότε μιά άλλη φωνή πού φαινόταν βαριά,
άνδρική, επιβλητική φωνή. Δέν μπορώ όμως νά ξεκαθαρίσω από πού ήρθε. Η
φωνή είπε:
-Αύτή θά πάει πίσω. Δέν είναι προετοιμασμένη. Τότε έγώ χωρίς νά
έχω αίσθηση έπιστροφής, χωρίς νά ξέρω πώς επέστρεψα, βρέθηκα πάλι στό
χώρο τών γιατρών τού μετεγχειρητικού θαλάμου. Ξαναβλέπω τούς γιατρούς
πού πασχίζουν γιά τό σώμα μου. Αύτοί δέν ήξεραν ότι έγώ είχα φύγει από
τό σώμα μου.
Θυμόμουν τά λόγια: «Αύτή θά ξαναγυρίσει πίσω. Δέν είναι προετοιμασμένη» καί κατάλαβα ότι προοριζόμουν νά ξαναμπώ στό σώμα μου.
Τότε παρακαλούσα, προσευχόμουν καί έλεγα.
-Θεέ μου, νά μή ξαναμπώ εκεί μέσα στό σώμα.
Ό τρόπος μέ τόν οποίο μπήκα στό σώμα έμοιαζε μέ βαρύ ρούχο πού τό ξαναφορούσα ή μέ ένα βάρος άσήκωτο πού τό ξανασήκωσα.
Από τή στιγμή πού ξαναμπήκα στό σώμα μου η άγωνία μέσα μου μεγάλωσε.
Μπήκα καί στή γήινη σκέψη. Τότε μέ κυρίεψε ένας φόβος ότι θά πάνε νά μέ
θάψουν ενώ είμαι ζωντανή.
Προσευχόμουν στήν Παναγία ρωτώντας:
-Βοήθα με, Παναγία μου. Τί νά κουνήσω κάτι; Χέρι ή μάτι γιά νά μέ καταλάβουν ότι ζώ;
Μέσα σ’ αύτή μου τήν άγωνία συνήλθα. Δέν κατάλαβα πώς συνήλθα.
Σέ όλη μου τή μεταφυσική εμπειρία βρισκόμουν σέ διαδοχικές μεταβολές
χωρίς νά καταλαβαίνω τίς ενδιάμεσες κινήσεις. Δέν είχα αίσθηση τού
χρόνου άλλά ούτε καί τού τρόπου μεταβολής καταστάσεων. Μόλις συνήλθα καί
μέ κατάλαβαν ότι ζώ, έπεσα σέ κώμα γιά τρεις μέρες.
Μέ έβαλαν στήν εντατική. Μετά από τρεις μέρες συνήλθα. Τότε ήρθε ο θεράπων γιατρός μου καί μου είπε ότι μου αφαίρεσαν τό νεφρό.
Σέ όλες αυτές τίς δεκατρείς μέρες δέν μπορούσα νά μιλήσω. Συνερχόμουνα
καί ξανάπεφτα σέ κώμα. Ήρθε καί ένας ιερέας καί μέ κοινώνησε.
Μετά από 13 μέρες μέ βγάλανε από τήν έντατική καί μέ βάλανε σέ θάλαμο.
Στις 13 μέρες της έντατικής μόλις συνερχόμουνα λίγο, άμέσως ρωτούσα τούς
γιατρούς άν είχα πεθάνει. ΤΙ παρατηρούσαν σέ μένα ιατρικά;
Αύτοί μου έλεγαν:
- Είσαι τυχερή. Θά τά συζητήσομε όταν βγεις από τήν έντατική.
Όταν μέ πήγανε στό θάλαμο ήρθαν οί γιατροί, χειρουργοί, αναισθησιολόγοι,
παθολόγοι. Μου έφεραν διάφορα λουλούδια καί σαμπάνια γιά νά γιορτάσουμε
τήν ανάστασή μου.
Δυόμισι ώρες ήμουν κλινικά νεκρή, όπως περιγραψαν τά μηχανήματα του νοσοκομείου.
Αρχισαν οι γιατροί νά μέ ρωτάνε πού πήγα καί τί είδα καί γενικά τί αισθανόμουν όταν ήμουν κλινικά νεκρή.
Τούς είπα ότι τούς έβλεπα αύτούς καί τό σώμα μου καί δέ μέ πίστευαν.
Τότε άρχισα νά περιγράφω λεπτομέρειες γιά τό τί έκανε ό καθένας.
Τούς είπα ότι αύτοί έβαζαν λάστιχα στό σώμα μου γιά νά λειτουργήσουν τά
πνευμόνια μου καί η καρδιά μου. Τούς είπα ότι μου έκαναν ηλεκτροσόκ καί
μαλάξεις.
Τότε αυτοί παραξενεύτηκαν καί προβληματίστηκαν. Ομολόγησαν ότι δέν ήταν
δυνατόν έγώ νά τά ξέρω αύτά. Ήξεραν αυτοί ότι τά σωματικά ύλικά μάτια
μου δέ μπορούσαν νά είχαν όπτική εικόνα γιά νά δώ τί έκαναν οί γιατροί.
Τότε παραδέχθηκαν οί γιατροί ότι, μέ κάποια μεταφυσική αίσθηση, τούς
έβλεπα.
Καί πίστεψαν ότι πέθανα καί αναστήθηκα.
Στή συνέχεια μέ επισκέφθηκαν ιερείς παπικοί καί πάστορες προτεστάντες
(ευαγγελικοί) καί μέ ρωτούσαν γιά τά υπερφυσικά πού είδα κατά τήν ώρα
τού θανάτου. Μέ επισκέφθηκαν ψυχολόγοι καί ψυχαναλυταί καί ειδικοί στήν
ψυχολογία τού βάθους καί μέ ρωτούσαν διάφορα γιά νά ταξινομήσουν τίς
δικές τους θεωρίες. Όσες θεωρίες κι άν ανέλυσαν έγώ άπάντησα.
-Εγώ ένα ξέρω. Ημουν νεκρή. Είδα ύπερκόσμια πράγματα καί ξανάζησα.
Τέλος οί γιατροί μου έδωσαν χαρτί (γνωμάτευση) ότι δέν πρέπει νά ξαναπάρω νάρκωση γιατί δέν θά ξαναξυπνήσω.
Αυτή η έμπειρία τού θανάτου καί της νεκρανάστασής μου, μου άνοιξε στή
σκέψη καί στή ζωή μου μεταφυσικές αναζητήσεις καί έρευνα της ορθόδοξης
θρησκείας σέ μεγαλύτερο βάθος καί ένταση.
Από τότε άρχισα νά επιδιώκω επικοινωνία μέ Ιερείς καί μέ άλλους ανθρώπους της θρησκείας. Στή συνέχεια γνώρισα άξιόλογους ανθρώπους μέσα
στον ορθόδοξο χώρο. Κατάλαβα ότι οί πιό σοφοί καί συνετοί άνθρωποι μέ
πνευματικό περιεχόμενο ξεπηδούν μέσα από τό χώρο της θρησκείας, γιατί
έχουν τή ρίζα τους στό Θεό. Από τότε κάνω ό,τι μπορώ νά ετοιμαστώ
σύμφωνα μ’ αυτά πού είπε η φωνή.
- Αύτή θά πάει πίσω. Δέν είναι προετοιμασμένη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ. ΛΑΖΑΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΙΔΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ. ΚΑΤΕΡΙΝΗ 1985