Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ο παπα–Τύχων, κατά κόσμον Τιμόθεος Γκολεγκώφ τοῦ Παύλου
καί τῆς Ἑλένης γεννήθηκε τό ἔτος 1884 στή Νόβα Μιχαλόσκα τῆς
Ρωσσίας. Ἀπό μικρός αἰσθάνθηκε τήν μοναχική κλήση. Μέχρι νά
ἐνηλικιωθῆ γύρισε ὡς προσκυνητής πολλά ρωσσικά
Μοναστήρια. Κατόπιν πῆγε, προσκύνησε στούς Ἁγίους Τόπους
καί ἐν συνεχείᾳ ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἐκάρη μοναχός στό
Κελλί Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη μέ τό ὄνομα Τύχων.
Μετά ἀπό πέντε χρόνια ἐπεθύμησε ἀνώτερη πνευματική ζωή
καί πῆγε γιά 15 χρόνια στά Καρούλια. Ἔμενε σέ μία σπηλιά,
ἔτρωγε κάθε τρεῖς μέρες μία φορά καί δαπανοῦσε ὅλον τόν χρόνο
του στήν προσευχή, στήν μελέτη καί στίς μετάνοιες. Τόν
καθωδηγοῦσε ἕνας σοφός καί πρακτικός Γέροντας.
Ὅταν ἀσκήτευε στά Καρούλια, γνώρισε δύο μοναχούς πού
νήστευαν πολύ, ἔκαναν ἀπό χίλιες μετάνοιες ἀλλά πέθαναν
νέοι.
Ὕστερα
ἦρθε καί ἔμεινε σ᾿ ἕνα Σταυρονικητιανό Κελλί τῆς Καψάλας
στήν ὑπακοή Γέροντος, τόν ὁποῖον γηροκόμησε. Μετά ἀπό
παροτρύνσεις ἔγινε Ἱερέας καί Πνευματικός· ἔκτισε
Ἐκκλησάκι τό ὁποῖο ἀφιέρωσε στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Κράτησε κάποτε δύο νέους μοναχούς ὡς ὑποτακτικούς γιά
ἕνα ὀκτάμηνο. Προσπαθοῦσαν νά τόν ἀκολουθοῦν στό τυπικό του.
Τούς τόνιζε ὅτι ἐδῶ στήν ἔρημο πού ἤρθαμε, πρέπει νά
δοξολογοῦμε τόν Θεό καί ὄχι νά κοιμώμαστε καί νά τρῶμε σάν
ζῶα. Ὅλη τήν ἑβδομάδα ἔτρωγαν μία φορά τήν ἡμέρα ἀλάδωτο,
ἐνῶ τό Σάββατο καί τήν Κυριακή ἔβαζε μόνο τρεῖς κουταλιές τῆς
σούπας λάδι στήν κατσαρόλα. Ἔπαιρνε ὁ καθένας τό φαγητό καί
τό ἔτρωγε στό κελλί του. Ἔλεγε: «Ἔχει εὐλογία νά πάρετε καί
ἄλλο φαγητό». Εἶχε διάκριση καί οἰκονομοῦσε τά καλογέρια
του.
Μετά τήν ἀλάδωτη καί ἀσκητική τράπεζα ὁ παπα–Τύχων
περπατοῦσε ἤρεμα γύρω στήν περιοχή τῆς καλύβης του καί
ἔλεγε ἐκφώνως τήν εὐχή μέ ἀνείκαστο πόθο. Ἔβγαινε ἀπό τά
βάθη τῆς καρδιᾶς του ρυθμικά. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν, «Τί κάνεις,
Γέροντα;», ἀπαντοῦσε: «Ἀρχίζει ἡ καρδιά νά ζεσταίνεται».
Καί στόν ὕπνο του ἀκόμη δέν διεκόπτετο ἡ εὐχή. Μεγάλη
κατάσταση. «Ἐγώ καθεύδω, διά τήν χρείαν τῆς φύσεως, ἡ δέ
καρδία μου ἀγρυπνεῖ, διά τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος»[1].
Μιλοῦσαν
πολύ λίγο μεταξύ τους. Κάποτε ἔκαναν 17 ἡμέρες νά
ἀνταλλάξουν κουβέντα. Μόνο ὅταν ἔρχονταν ἐπισκέπτες τούς
φώναζε νά ἀκοῦνε καί αὐτοί τήν πνευματική συζήτηση καί νά
ὠφελοῦνται.
Ὅταν πρωτοπῆγε νά τόν ἐπισκεφθῆ ὁ γερω–Νεκτάριος ὁ
«Καραμανλῆς», τόν ὑποδέχθηκε μέ ἀγάπη καί τοῦ παρέθεσε
«ἐπίσημη τράπεζα». Πῆγε ἐκείνη τήν στιγμή καί μάζεψε μία
χούφτα ἐλιές ἀπό τό δένδρο, τοῦ ἔφερε χοντρό ἁλάτι καί
σκουληκιασμένο παξιμάδι ἀπ᾿ τό ὁποῖο ἔτρωγε καί ὁ
ἴδιος.Ὕστερα τόν ἄφησε λέγοντάς του: «Ἐγκώ τώρα φέλει κάνει
προσευχή», καί μπῆκε στό Κελλί του. Ὁ ἐπισκέπτης τά ἔφαγε,
γιατί ὁ ἀκτήμων ἀσκητής τά πρόσφερε μέ ἀγάπη καί ἁπλότητα.
Ὁ εὐλαβέστατος παντοπώλης τῶν Καρυῶν κ. Θεόδωρος
Ταλέας εἶχε πνευματικό τόν παπα–Τύχωνα. Μία φορά πού εἶχε
πάει γιά ἐξομολόγηση, τοῦ εἶπε ὁ προηγούμενος ἐπισκέπτης
ὅτι ὁ παπα–Τύχων
τοῦ ἀνέφερε ὅτι θά ἔρθει μετά ἀπό σένα ὁ Θόδωρος καί θά
φέρει αὐτά καί αὐτά τά πράγματα, ὅπως ἀκριβῶς συνέβησαν.
Τόν ἐπισκέφθηκε κάποιος καί ὁ παπα–Τύχων τοῦ εἶπε: «Ἐσύ,
παιδί μου, δέν ἦρθες γιά μένα, ἀλλά νά δῆς ἄν ἔχη ἡ περιοχή
ἀγριογούρουνα».
Ἔκανε
γιά ἐργόχειρο εἰκόνες (Ἐπιταφίους). Μία εἰκόνα μπορεῖ νά
ἔκανε καί δύο χρόνια νά τήν τελειώση. Ἐργόχειρο στήν ἀρχή
ἔκανε μία ὥρα, ὕστερα μισή, μετά τό κατήργησε τελείως.
Ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τήν κατάκριση. Ὅταν ἔστελνε τούς
παραγυιούς του στίς Καρυές, πήγαινε μαζί τους περίπου ἕνα
χιλιόμετρο καί περνοῦσαν ἀπό ἕνα Καλύβι Ρώσσου γείτονά
τους. Ἐπειδή ἦταν λίγο εὐτραφής ὁ γείτονάς τους παπᾶς, γιά νά μήν
τόν κατακρίνουν, τούς συμβούλευε πατρικά. «Ὅταν δῆτε τόν
παπα–Ε., νά πῆτε: “Αὐτός εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος, τήν εὐχή του νά
ἔχουμε” καί νά τοῦ φιλήσετε τό χέρι».
Τούς ἔλεγε κατά τήν ἐπιστροφή τους ἀπό τίς Καρυές, νά μήν τόν
ἐνοχλοῦν, ἀλλά μόνον νά χτυποῦν τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, γιά νά
καταλαβαίνη ὅτι ἐπέστρεψαν, καί ὕστερα νά πᾶνε στό κελλί
τους. Κάποτε ὁ ἕνας ἀπό καλή περιέργεια κοίταξε ἀπό τήν
χαραμάδα τῆς πόρτας, γιά νά δῆ τί κάνει ὁ Γέροντας. Τόν εἶδε νά
κλαίη, νά σκουπίζη τά δάκρυά του μέ μανδήλι καί νά θρηνῆ
ραπίζοντας ἐλαφρά τήν κεφαλή του. Ἀγαποῦσε ὑπερβολικά τήν
μετάνοια, ἄν καί ἡ ζωή του ἦταν ἁγία, δοσμένη ἀπό νεότητος
στόν Θεό. Τά δάκρυά του ἦταν καθημερινή τροφή του. Εἶχε πολλά
δάκρυα καί πολλή κατάνυξη. Μέ τά δάκρυά του μούσκευε τά πόδια
τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά του σάν τήν γυναῖκα
τοῦ Εὐαγγελίου. Στό κελλί του ἔκανε ἐργασία πνευματική
καλλιεργώντας τήν μετάνοια καί τό χαροποιόν πένθος.
Καί ὅταν ἐξωμολογοῦσε κατανυσσόταν, ἔκλαιγε
συμπάσχοντας μέ τόν ἐξομολογούμενο. Ἕνας μαθητής τῆς
Ἀθωνιάδος ἐξωμολογεῖτο στόν παπα–Τύχωνα. Ὕστερα ἔγινε
παπᾶς καί ἔλεγε: «Αὐτή ἡ φαλάκρα μου εἶναι βρεγμένη μέ τά
δάκρυα τοῦ παπα–Τύχωνα».
Λειτουργοῦσε συνήθως κάθε Κυριακή, ἀλλά εἶχε φυλαγμένο Ἅγιον Ἄρτο καί κοινωνοῦσε κάθε μέρα.
Ὁ παπα–Τύχων εὐλογῶν
Στήν Λειτουργία ἔβλεπαν νά ἀλλοιώνεται τό πρόσωπό του. Τά
μάτια του μέσα στό σκοτάδι ἦταν πολύ φωτεινά. Πάντα
λειτουργοῦσε μέ κατάνυξη καί δάκρυα. Τήν ὥρα τῆς θείας
Λειτουργίας τό Εὐαγγέλιο τό διάβαζε μέ δάκρυα. Μέ δάκρυα
σήκωνε τά Ἅγια καί ἔκανε τήν Εἴσοδο, ἐκτός βέβαια ἀπό τίς
ἁρπαγές καί τίς θεῖες ὀπτασίες πού εἶχε.
Τόν παπα–Τύχωνα, τόν ξελειτουργοῦσε καί ὁ γερω–Γερόντιος,
τόν ὁποῖο πλήρωνε δέκα δραχμές γιά κάθε θεία Λειτουργία, τήν
ἐποχή ἐκείνη πού δίναν πέντε δραχμές στόν παπᾶ. Μία φορά ὁ
γερω–Γερόντιος
τόν εἶδε ὑπερυψωμένο πάνω ἀπό τήν γῆ. «Πιό μεγάλο ἅγιο σ᾿
ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος δέν ἔχω δεῖ», ἔλεγε.
Διηγήθηκε καί ὁ γέροντας Παΐσιος: «Ὁ παπα–Τύχων
στήν Λειτουργία, γιά νά μήν ἀποσπᾶται, κλείδωνε τήν πόρτα τῆς
Ἐκκλησίας, καί ἐγώ ἔλεγα τό ”Κύριε ἐλέησον” ἀπ᾿ ἔξω ἀπό τόν
διάδρομο. Μία φορά, σέ μία Λειτουργία κατά τήν ὥρα τοῦ
καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, χάθηκε ἡ φωνή του. Περίμενα
πέντε ὧρες περίπου καί δέν τόν διέκοψα γιατί δέν εἶχα
εὐλογία. Μετά ἀπό πέντε ὧρες συνέχισε μέ τό ”Ἐξαιρέτως…”. Ποῦ
βρισκόταν τόσες ὧρες; Μᾶλλον ἡρπάζετο σέ θεωρία. Τήν ἡμέρα
ἐκείνη ἡ θεία Λειτουργία τελείωσε τό ἀπόγευμα».
Ἦταν τελείως ἀμέριμνος καί δέν ἐνδιαφερόταν καθόλου γιά
τά ἐξωτερικά. Τό κελλί του ποτέ δέν τό σκούπιζε. Στό πάτωμα
τοῦ κελλιοῦ του τά χώματα καί οἱ τρίχες εἶχαν κάνει βουναλάκια
πού ἔμοιαζαν σάν καύκαλα χελώνας.
Ἔκανε
γύρω στίς τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες καί συμβούλευε κάποιον
μοναχό: «Νά κάνης πολλές μετάνοιες, μέχρι νά μουσκέψη ἡ
φανέλλα σου ἀπ᾿ τόν ἱδρῶτα».
Ἀπό τήν πολύωρη ὀρθοστασία, τά πόδια του ἦταν πάντα πρησμένα.
Νήστευε πολύ. Ἕνα ψωμί μπορεῖ νά τό ἔτρωγε καί σέ ἕνα μῆνα.
Εἶπε κάποια μέρα στούς δύο μοναχούς νά μαζέψουν κούμαρα καί
νά τά βράσουν στήν κατσαρόλα. Ὅταν εἶδε τό κόκκινο ζουμί, τούς
εἶπε ἄλλη φορά νά μήν ξανακάνουν κούμαρα, γιατί ἔχουν πολύ
αἷμα.
Ἀγαποῦσε πολύ τήν μελέτη. Διάβαζε δύο–τρεῖς ὧρες καί
γλυκαινόταν. Ἔλεγε: «Τί γλυκός πού εἶναι ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ!».
Εἶχε διαβάσει δύο–τρεῖς φορές καί τά Ἅπαντα τοῦ ἁγίου
Χρυσοστόμου.
Ὅλη
τή νύχτα δέν ἐκοιμᾶτο σχεδόν καθόλου. Μόλις νύχτωνε καλοῦσε
τούς πατέρες στήν Ἐκκλησία χτυπώντας τόν τοῖχο. Μέχρι πρό τοῦ
μεσονυκτίου
ἔκαναν προσευχή στό Ἐκκλησάκι καί ἔψαλλε ὁ ἴδιος. Τούς ἔλεγε
νά κάθωνται σέ κάποιες στιγμές, ὕστερα πάλι ὄρθιοι. Στό τέλος
εὔχονταν γιά ὅσους τούς βοηθοῦσαν, καί ὕστερα πήγαιναν στά
κελλιά τους. Ἔλεγε στά καλογέρια του: «Ἔχει εὐλογία νά
κάνετε ὅσες μετάνοιες θέλετε, καί ἄν μπορῆτε νά
ἀγρυπνήσετε ὅλη τή νύχτα».
Ἔλεγε
ὁ παπα–Τύχων: «Μέσα στά Μοναστήρια ὑπάρχουν ἀγωνιστές καί
προχωρημένοι πατέρες. Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι στοῦ
Καρακάλλου (παπα–Ματθαῖος), ἕνας στῶν Ἰβήρων (παπα–Θανάσης, ὁ
ὁποῖος καί ἐξωμολογεῖτο στόν παπα–Τύχωνα), καί ἕνας στοῦ
Ἐσφιγμένου (παπα–Θανάσης)».
«Μετά ἀπό τρία χρόνια παραμονή στό Κοινόβιο, ὁ μοναχός εἶναι γιά πόλεμο» (πνευματικό).
«Οἱ καλές συνήθειες εἶναι ἀρετές καί οἱ κακές εἶναι πάθη».
«Ὁ
καλόγερος νά μήν ἔχη σχέση μέ τά ζῶα, γιατί αὐτά τοῦ παίρνουν
τό νοῦ καί τήν καρδιά. Διότι, ἀντί νά δώση τήν ἀγάπη του στόν
Θεό, μοιράζεται στά ζῶα. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀπαγορεύει στόν
μοναχό πού θά χαϊδέψει γάτα ἤ σκύλο, νά κοινωνήση».
«Ἡ
εὐχή, ”τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, εἶναι σιτάρι
καθαρό. Ὁ καλός ὑποτακτικός μπορεῖ νά ἀποκτήση τήν εὐχή».
«Μέ τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἄν δέν προσέξη κανείς, μπορεῖ νά πλανηθῆ, ὅπως ὁ Ὠριγένης».
«Καλύτερα τρεῖς μετάνοιες μέ ταπείνωση, παρά χίλιες μέ ὑψηλοφροσύνη».
«Μόνο
ἡ ταπείνωση θά μᾶς σώσει. Ταπεινόφρονες πραγματικούς πολύ
λίγους θά βρεῖς. Πρέπει νά τούς ψάξης μέ τό κερί». Τόσο ἀγάπησε
τήν ταπείνωση πού γύρισε ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος ψάχνοντας
νά βρῆ ταπεινό ἄνθρωπο. Ἐπί τέλους βρῆκε στοῦ Ἐσφιγμένου ἕνα
γεροντάκι πού εἶχε ἐνδυθῆ σάν διπλοΐδα τήν ἀληθινή καί
τελεία ταπείνωση. Ὑπῆρχαν βέβαια καί πολλοί ἄλλοι ἀλλά ἦταν
κρυμμένοι στά μάτια τῶν πολλῶν.
Καλοῦσαν
τόν παπα–Τύχωνα στοῦ Ἐσφιγμένου γιά νά ἐξομολογῆ τά
καλογέρια. Τότε ἦταν πάνω ἀπό ἑξῆντα πατέρες. Εἶχε
εὐλάβεια στόν ἅγιο Ἀντώνιο τόν Ρῶσσο καί λειτουργοῦσε στό
σπήλαιο πού ἔζησε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος Πετσέρσκαγια. Ἔπειτα
ἐπέστρεφε στό Κελλί του μέ τά πόδια, καί μάλιστα βάδιζε πολύ
γρήγορα.
Εἶχε φιλία καί πολλές σχέσεις μέ τόν ἅγιο Σιλουανό τοῦ
Ρωσσικοῦ, ὁ ὁποῖος μετά τήν κοίμησή του παρουσιάσθηκε στόν
παπα–Τύχωνα καί συνωμίλησαν.
Καρυώτης Γέρων μαρτυρεῖ: «Ὁ παπα–Τύχων ἦταν πολύ ἁπλός καί
ζοῦσε σ᾿ ἕνα δικό του κόσμο. Ἦταν βιαστής πολύ καί παρόλο πού
νήστευε ἦταν σωματώδης. Ὅταν ἐρχόταν στό Κελλί μας καί τόν
βάζαμε νά φάη, ἔτρωγε μόνο δυό κουταλιές γιά εὐλογία. Τώρα
δέν ἔχει κανένα σάν αὐτόν, μήν ψάχνετε».
Κάποια μέρα εἶπε στά καλογέρια του, ὅταν πεθάνη,
νά μήν τόν ξεθάψουν. Ὁ ἕνας σκέφθηκε: «Θά τόν βγάλω καί θά πῶ
εὐλόγησον». Ὁ παπα–Τύχων διάβασε τόν λογισμό του καί τοῦ
εἶπε: «Δέν ἔχει εὐλογία».
Ἐκοιμήθη
στίς 10 Σεπτεμβρίου τοῦ 1968 ἀφοῦ προηγουμένως εἶδε σέ ὅραμα τήν
Παναγία μαζί μέ τόν ἅγιο Σέργιο καί τόν ἅγιο Σεραφείμ, πού τοῦ
προεῖπαν ὅτι θά περάσει ἡ ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου
καί θά τόν πάρουν.
Κοντά
του ἦταν ὁ ὑποτακτικός του γέροντας Παΐσιος πού τόν
γηροκόμησε, τίς τελευταῖες ἡμέρες, τόν ἔθαψε καί τόν
διαδέχθηκε στό Καλύβι. Ὁ ἴδιος ἔγραψε τόν βίον τοῦ
παπα–Τύχωνα μετά ἀπό θαυμαστή ἐμφάνισή του στό βιβλίο
Ἁγιορεῖται Πατέρες.
Τό τίμιο λείψανό του μέχρι σήμερα παραμένει θαμμένο ἀναμένοντας τήν κοινήν Ἀνάστασιν.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.