Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ὁ γερω–Φιλάρετος ὁ Καρουλιώτης γεννήθηκε τό 1889 στό
Ρύσιον Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν Ἀπόστολο Μπασματσίδη καί
τήν Μαρία. Στήν βάπτιση τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Φώτιος. Φαίνεται
ὅτι ἔλαβε καλές ἀρχές ἀπό τούς γονεῖς του καί ἔμαθε ἀρκετά
γράμματα. Αἰσθάνθηκε πόθο γιά τήν μοναχική ζωή καί ἄφησε σέ
ἡλικία 19 ἐτῶν γονεῖς καί πατρίδα καί ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος στήν
Μονή Σταυρονικήτα στίς 17 Αὐγούστου 1908. Τό ἑπόμενο ἔτος
ἔγινε μοναχός ὀνομασθείς Φιλήμων ἀπό τόν ἱεροδιάκονο
Ἱερεμία. Στίς 10 Αὐγούστου 1918 ἐκάρη μεγαλόσχημος ἀπό τόν
γέροντα Κύριλλο (ἀόμματο) μετονομασθείς Φιλάρετος. Στίς 8
Μαρτίου 1919 ἔγινε προϊστάμενος. Στήν ἀρχή εἶχε τό
διακόνημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ καί στό κελλί του ἔκανε
μεγάλους ἀγῶνες. Ἐπιθυμοῦσε νά ζήση στήν ἔρημο ὡς ἐρημίτης
ἀσκητής καί βρῆκε τό ἰδιόρρυθμο ὡς κατάλληλο περιβάλλον
γιά νά προετοιμασθῆ.
Ὁ παπα–Χρυσόστομος, παλαιός Σταυρονικητιτιανός,
διηγεῖτο ὅτι, ὅταν πῆγε νά κοινοβιάση στήν Σταυρονικήτα, ὁ
γερω–Φιλάρετος τόν περιέβαλλε μέ τήν ἀγάπη του. Τόν δεχόταν
καί στό κελλί του καί τοῦ ἔκανε τράπεζα. Μαγείρευε φασόλια γιά
δύο ἄτομα σ᾿ ἕνα μπρίκι πού ἔψηνε καφέ. Ἀλλά στήν ἀσκητική
τράπεζά του ὁ γερω–Φιλάρετος παρέθετε στό νέο μοναχό καί τήν
διδασκαλία του γιά τήν μοναχική ζωή πού ἔβγαινε ἀπό τήν
πολύτιμη πεῖρα του.
Ὅταν ὁ π. Χρυσόστομος ἀνέλαβε τό διακόνημα τοῦ
παρεκκλησιαστικοῦ κάποιος προϊστάμενος τοῦ ἔδωσε ἕνα
πεντοκάρικο (πέντε ὀκάδες) λάδι καί τοῦ εἶπε νά κανονίση νά
τοῦ φθάση, διότι θά τοῦ ξαναδώσει λάδι μετά ἀπό ἕνα χρόνο.
Φυσικά αὐτό ἦταν ἀδύνατο. Ὁ π. Χρυσόστομος ἦταν σέ ἀπορία
καί ρώτησε τόν γερω–Φιλάρετο. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε μέ
βεβαιότητα ὅτι εἶναι δυνατόν νά φθάση τό λάδι. «Ὅταν
γεμίζης τό λαδικό, νά πηγαίνης μπροστά στήν εἰκόνα τῆς
Παναγίας, νά τό σταυρώνης καί νά τήν παρακαλᾶς νά τό
εὐλογήση», τοῦ εἶπε. Ἔτσι ἔκανε πάντα ὁ π. Χρυσόστομος ὅταν
ἔπαιρνε λάδι, καί ὤ τοῦ θαύματος! Τό πεντοκάρικο ἔφθασε καί
περίσσεψε.
Τοῦ εἶχε πεῖ ἀκόμη, ἄν δῆ φουρτούνα στήν θάλασσα καί
κινδυνεύη κάποιο πλοῖο, νά πάρη τό καντήλι τοῦ ἁγίου
Νικολάου καί νά τό χύση στήν θάλασσα γιά νά γαληνέψη. Κάποια
χρονιά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα ὁ π. Χρυσόστομος πῆγε στήν
θάλασσα νά δῆ ἄν τά δίχτυα εἶχαν πιάσει ψάρια. Ἡ Σταυρονικήτα
ἦταν τό φτωχότερο Μοναστήρι καί γι᾽ αὐτό γιά τό Πάσχα δέν
εἶχαν παραγγείλει αὐγά, τυριά καί ψάρια. Ὁ κάθε μοναχός
φρόντιζε μόνος του. Εἶχε ὅμως θάλασσα καί ἕνα καραβάκι
πάλευε μέ τά κύματα. Ὁ π. Χρυσόστομος θυμήθηκε τόν
γερω–Φιλάρετο, τί τοῦ εἶχε πεῖ νά κάνη σέ παρόμοια
περίπτωση. Πῆρε τότε τήν καντήλα τοῦ ἁγίου Νικολάου καί
πῆγε στόν Ἀρσανᾶ, ἀλλά εἶχε δυνατό ἀέρα. Ἔρριξε τό λάδι στήν
θάλασσα. Λίγες σταγόνες ἔπεσαν μέσα. Σέ λίγο σταμάτησε ὁ
ἀέρας καί ἠρέμησε ἡ θάλασσα. Τό πλοῖο πῆγε ὥς τό Βατοπέδι,
ξεφόρτωσε ψάρια, αὐγά, τυριά καί ἔπειτα ἐπέστρεψε στόν
Ἀρσανᾶ τῆς Σταυρονικήτα. Κάλεσαν τούς πατέρες καί τούς
ρώτησαν σέ ποιόν Ἅγιο τιμᾶται τό Μοναστήρι. Ὅταν ἄκουσαν
ὅτι ἔχουν τόν ἅγιο Νικόλαο, ξεφόρτωσαν πολλές εὐλογίες γιά
τό Πάσχα ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τόν ἅγιο Νικόλαο πού τούς
ἔσωσε.
Ὁ γερω–Φιλάρετος ἦταν ἐπιμελής στό διακόνημά του,
φιλακόλουθος καί ἔκανε στό κελλί του νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί
προσευχές, χωρίς νά τό ξέρουν οἱ ἄλλοι πατέρες. Ἐπειδή
γνώριζε ὅτι ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ταπείνωση,
ἔκανε κατά καιρούς τόν διά Χριστόν σαλόν, ἀφ᾿ ἑνός μέν γιά νά
τόν περιφρονοῦν καί νά τόν ταπεινώνουν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά νά
ἀπαλλαγῆ ἀπό τά καθήκοντα τοῦ προϊσταμένου καί νά
ἀναχωρήση ἀπό τό ἰδιόρρυθμο γιά νά ζήση ἡσυχαστικά στήν
ἔρημο.
Οἱ σαλότητες τοῦ γερω–Φιλαρέτου ἦταν ὅτι ἔφευγε χωρίς
εὐλογία καί ἔκανε ἀντιμοναχικά καί ἀκατάστατα κινήματα
θεατρίζοντας τήν Ἱερά Μονή καί τό Μοναχικό Σχῆμα. Ὅταν
ρωτήθηκε εἶπε στήν Σύναξη: «Ἀνεχώρησα ἐκ τῆς Μονῆς κρυφίως
καί σκοπίμως καί μετέβην εἰς Θάσον, ἵνα διά τήν τοιαύτην μου
πρᾶξιν κατηγορηθῶ ὡς παρήκοος καί παράλογος, καί
ἀποχωρισθῶ τῆς Προϊσταμενίας, καί μένω εἰς τήν Μονήν ὡς
ἁπλοῦς ἀδελφός. Δηλῶ δέ ἤδη ὅτι παραιτοῦμαι ἐκ τῆς
Προϊσταμενίας οἰκειοθελῶς καί ἀπαραβιάστως ἕνεκα
ἀδυναμίας μου καί ἀνικανότητος, καί δύναται ἡ Μονή νά μέ
μεταχειρισθῆ ἀπό σήμερον ὡς ἁπλοῦν ἀδελφόν καί μέ διορίση
εἰς οἱονδήποτε ἤθελεν ἐγκρίνει εὔλογον διακόνημα»
(Συνεδρία 1ης Ὀκτωβρίου 1920). Ὑπέβαλε ἔγγραφη
παραίτηση καί στίς 12 Ἰανουαρίου 1921 ἀνέλαβε τό
διακόνημα τοῦ Δοχειάρη.
Ὁ γερω–Φιλάρετος ἔλεγε στόν π. Χρυσόστομο: «Ἐσένα
περίμενα γιά νά φύγω». Τόν ἄφησε ἀντικαταστάτη στό
διακόνημά του καί αὐτός ἔφυγε γιά τήν ἔρημο στίς 12 Μαρτίου
1921. Ἔμεινε γιά λίγο στήν παραλία τῆς Ἁγίας Ἄννης καί ὕστερα
πῆγε στά Καρούλια χαμηλά κοντά στήν θάλασσα. Εἶχε τό κελλάκι
του καί ἕνα πολύ μικρό Ἐκκλησάκι δύο μέτρων, στό ὁποῖο
κάποτε, ὅταν εὕρισκε ἱερέα, ἔκανε θεία Λειτουργία.
Εἶχε ἀκτημοσύνη παντελῆ. Δέν ἤθελε νά ἔχη προμήθειες
γιά δύο μέρες, «γιατί μπορεῖ νά πεθάνω αὔριο», ἔλεγε. Πάντα
περπατοῦσε ξυπόλυτος. Τοῦ ἔδιναν μερικοί παπούτσια, τά
φοροῦσε μία μέρα καί ὕστερα τά ἔδινε σέ ἄλλους. Τά ράσα του
ἦταν παλαιά μέ πολλά μπαλώματα καί τριμμένα ἀλλά καθαρά.
Εἶχε καί ἕνα κύπελλο καί ἔλεγε ὅτι μ᾿ αὐτό κάνει τρεῖς
δουλειές. Πίνει νερό, τό χρησιμοποιεῖ γιά κουτάλα ὅταν
μαγειρεύη, καί γιά μιστρί ὅταν κτίζη. Ἀπό τήν μεγάλη του
ἀγάπη θυσίαζε τήν ἡσυχία του καί γύριζε στά γειτονικά
κελλιά γιά νά μαζεύη ἐλεημοσύνη ὅ,τι τοῦ ἔδιναν. Ὕστερα
πήγαινε στά ἀνήμπορα γεροντάκια καί τά μοίραζε.
Ἐργόχειρο δέν ἔκανε. Ἀσχολεῖτο μέ τή νοερά προσευχή.
Κομποσχοίνι δέν κρατοῦσε ἀλλά ἔλεγε τήν εὐχή κάνοντας μέ τό
δάκτυλό του τήν κίνηση σάν νά κρατοῦσε κομποσχοίνι. Ὅλες τίς
Ἀκολουθίες τίς ἔκανε λέγοντας τήν εὐχή καί τό μοναδικό
βιβλίο πού εἶχε ἦταν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Αὐτόν εἶχε μυσταγωγό καί
δάσκαλό του.
Γιά περισσότερη ἡσυχία κατέφευγε κατά καιρούς σέ
σχισμές βράχων καί προσευχόταν ἐπί ὧρες καί ἡμέρες. Τόν
πολεμοῦσαν δαίμονες πού ἐμφανίζονταν μπροστά του ἀλλά αὐτός
τούς ἔδιωχνε μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀπαγγέλλοντας τό
«Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ…».
Ἄλλες φορές τοῦ ἔρριχναν πέτρες στήν λαμαρινένια σκεπή του καί
ἔκαναν θόρυβο μεγάλο, χωρίς νά παθαίνη τίποτε ἡ σκεπή.
Εἶχε μεγάλη ἁπλότητα καί τελεία ξενιτεία. Δέν ρωτοῦσε
ἄν ὑπάρχουν ἄνθρωποι στόν κόσμο. Ἔκανε μεγάλες νηστεῖες.
Ἔτρωγε συνήθως φραγκόσυκα καί παξιμάδι. Ἔβραζε
ἀγριοσέλινα καί τά ἔτρωγε γιά μία ἑβδομάδα. Ὅταν πήγαινε ὁ
Πνευματικός νά τόν κοινωνήση, ἔφευγε γρήγορα, γιατί δέν
ὑπέφερε τήν δυσωδία πού ἀνέδιδαν τά χαλασμένα χόρτα τά
ὁποῖα ἔτρωγε ὁ γερω–Φιλάρετος. Συμβούλευε καί τόν
γερω–Γεδεών πού ἦταν τότε νέος μοναχός: «Θά τρῶς τέτοια
χόρτα, παιδί μου, καί στό τέλος θά τρῶς λίγο παξιμάδι καί θά
ζῆς».
Γερω–Φιλάρετος Καρουλιώτης.
Καί ἐνῶ ζοῦσε τόσο ἀσκητικά, γιά μία περίοδο ὁ
γερω–Φιλάρετος δέν κοινωνοῦσε. Ἐξομολογεῖτο στόν Πνευματικό
ὅτι τήν παραμονή ἔτρωγε ροφό καί ὁ Πνευματικός δέν τόν ἄφηνε
νά κοινωνήση. Ἕνας διακριτικός Γέροντας κατάλαβε ὅτι κάτι
συμβαίνει καί ρωτώντας τόν γερω–Φιλάρετο βρῆκε τήν ἄκρη.
Ροφό ὁ γερω–Φιλάρετος ἔλεγε τό σκουληκιασμένο παξιμάδι.
Δέν ἤξερε ὅτι ὁ ροφός εἶναι ψάρι. Ἔτσι φαίνεται τό ἄκουσε
ἀπό κάποιον γιά ἀστεῖο, αὐτός τό πίστεψε καί ἔλεγε ὅτι τρώει
ροφό.
Εἶχε τέτοια εὐαισθησία καί ἔκανε τόσο καθαρή
ἐξομολόγηση μέ βαθειά μετάνοια, ὥστε μετά ἀπό χρόνια
θυμήθηκε καί ἐξωμολογήθηκε ὅτι, ὅταν ἦταν κηπουρός στήν
Σταυρονικήτα, ἔκοβε μικρά τά κολοκυθάκια καί δέν τ᾿ ἄφηνε
νά μεγαλώσουν. Καί αὐτό τό θεωροῦσε ἀδικία καί ἔκλαιγε
ἀπαρηγόρητα.
Ἦταν τότε στόν Ἅγιο Πέτρο ἕνας Γέροντας πού πήγαινε καί
ἐργαζόταν στήν συλλογή τῶν φουντουκιῶν. Παρακάλεσε τόν
γερω–Φιλάρετο νά μείνη νά φυλάη τό Κελλί του γιά ἕνα
διάστημα. Πῆγε, κάθησε δυό–τρεῖς μῆνες, ἀλλά δέν ἀναπαυόταν
καί γύρισε στά Καρούλια. Ὅμως ὁ Γέροντας τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ
ζητοῦσε ἐνοίκιο γιά τούς μῆνες πού κάθησε ἐκεῖ, ἄν καί δέν
εἶχαν συμφωνήσει γιά ἐνοίκιο. Ὁ γερω–Φιλάρετος δέν εἶχε νά
πληρώση, γι᾿ αὐτό στενοχωριόταν καί πίστευε ὅτι φταίει ὁ
ἴδιος. Ὅποιον συναντοῦσε στόν δρόμο τοῦ ἔβαζε μετάνοια
λέγοντας: «Εὐλόγησον, συγχώρησέ με. Ἔχασα τά χρόνια τῆς
καλογερικῆς μου, διότι δέν πληρώνω τό ἐνοίκιο πού χρωστάω».
Τελικά, ὅταν τό ἔμαθαν οἱ ἄλλοι πατέρες, ἔκαναν
παρατήρηση στόν Γέροντα πού ζητοῦσε ἐνοίκιο ἀπό τόν
ἀκτήμονα γερω–Φιλάρετο καί ἐκεῖνος σταμάτησε τίς
ἐνοχλήσεις πρός τόν ἀνεύθυνο θαυμαστό Γέροντα.
Εἶχε γνησία μετάνοια καί αὐτομεμψία. Ἦταν πολύ ἤρεμος,
δέν θύμωνε ποτέ καί μέ κανέναν. Ὁ γερω–Γερόντιος τῶν
Δανιηλαίων κάποια φορά πού πῆγε στό Κελλί τους καί ἦταν
ἀνυπόδητος, ὡς συνήθως, τόν παρατήρησε αὐστηρά λέγοντάς
του: «Ἄλλη φορά νά μήν ἔρχεσαι ξυπόλυτος, ἀλλά νά φορᾶς
παντόφλες. Εἶσαι ὑποκριτής καί παριστάνεις τόν Ἅγιο». Μπροστά
στούς προσκυνητές καί στά νέα καλογέρια δέχθηκε ἀτάραχος
τίς παρατηρήσεις, ἔβαλε μετάνοια ἐπαναλαμβάνοντας: «Νά μέ
συγχωρήσης».
Τήν ἄλλη μέρα πού πῆγε στούς Δανιηλαίους, φοροῦσε
παντόφλες καί θαύμασαν τήν ταπείνωσή του. Ὁ γερω–Γερόντιος
τοῦ ἐξήγησε ὅτι αὐτό τό ἔκανε γιά νά μάθουν τά καλογέρια τήν
αὐτομεμψία καί τήν ταπείνωση, νά λέγουν «εὐλόγησον», καί
αὐτός ἄς βαδίζη στό ἑξῆς ὅπως θέλει.
Σέ ἑορτές συγκεντρώνονταν οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητές σέ ἕνα
καλύβι μέ Ἐκκλησάκι, διάβαζαν τήν ἀκολουθία, ἔψελναν τήν
παράκληση καί ὅταν δέν εἶχαν παπᾶ, διάβαζαν καί τό
Εὐαγγέλιο. Ἔβαζαν τόν γερω–Φιλάρετο ὡς ἐγγράμματο νά
διαβάζη τό Εὐαγγέλιο, καί αὐτός τό διάβαζε ἐμμελῶς ὅπως οἱ
ἱερεῖς. Κάποιος Γέροντας τοῦ ἔκανε παρατήρηση ὅτι δέν πρέπει
νά τό διαβάζη ἔτσι, γιατί δέν εἶναι παπᾶς. Εἶπε «εὐλόγησον»,
ἀλλά καί τήν ἄλλη φορά πάλι παρασύρθηκε ἀπό τόν πόθο του καί
τό διάβασε μέ μελωδία. Δέν τό διάβαζε γιά ἐπίδειξη ἀλλά
ἀπό ἁπλότητα καί εὐλαβική διάθεση, σάν προσφορά
ψαλμωδίας. Στήν τράπεζα τοῦ ἔκαναν δημόσια παρατήρηση καί
ἐκεῖνος ἔβαλε μετάνοια σέ ὅλους λέγοντας: «Εὐλογεῖτε,
πατέρες, ἔχασα τά χρόνια τῆς καλογερικῆς μου. Πάλι διάβασα
μελωδικά».
Ὅταν ἡ συνοδία τοῦ γέροντος Γερασίμου τοῦ Ὑμνογράφου
ἄρχισε νά κτίζη τήν Ἐκκλησία στό σπήλαιο τῶν Ἁγίων Πατέρων,
μερικοί πατέρες τῆς Σκήτεως φοβούμενοι μήπως δέν
καταφέρουν νά τήν τελειώσουν, ἔλεγαν ὅτι ἦταν καλύτερα νά
μήν τήν ἄρχιζαν. Οἱ Γέροντες τά ἄκουγαν αὐτά καί
στενοχωροῦντο. Τότε κάποια μέρα τούς ἐπισκέφθηκε ὁ
γερω–Φιλάρετος καί τούς εἶπε: «Πατέρες, τό ἔργο αὐτό εἶναι
θεάρεστο. Εἶδα τόν ἅγιο Διονύσιο πάνω ἀπό τό σπήλαιο νά τό
εὐλογῆ καί μοῦ εἶπε ὅτι τήν Ἐκκλησία τοῦ σπηλαίου θά τήν
φυλάγει ὁ ἴδιος καί θά διατηρηθῆ ἕως συντελείας τοῦ
κόσμου». Ἔκτοτε πήγαινε τίς νύχτες κρυφά στό σπήλαιο καί
προσευχόταν.
Ὁ γερω–Φιλάρετος ἀσθένησε γιά ἕνα μῆνα. Πονοῦσε τό
στομάχι του καί δέν δεχόταν τροφή. Προαισθάνθηκε τό τέλος του
καί ἑτοιμάστηκε. Ἀποχαιρέτησε καί συγχωρήθηκε μέ τούς
γειτόνους του, καί μόνος του, χωρίς ἄνθρωπο κοντά του, παρέδωσε
τό πνεῦμα του εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος τό ἔτος 1956 σέ ἡλικία 67
ἐτῶν. Τόν βρῆκαν οἱ πατέρες κεκοιμημένον μέ σταυρωμένα τά
χέρια καί τόν ἔθαψαν στόν τάφο πού εἶχε προετοιμάσει. Στό
Κελλί του βρῆκαν μία σκάφη στήν ὁποίαν ἔπλενε τά ροῦχα του στήν
θάλασσα, μία κουβέρτα καί τό βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Ὁ
γείτονάς του γερω–Γαβριήλ ὁ Καρουλιώτης μετά τήν
ἀνακομιδή φύλαγε τά λείψανά του μαζί μέ τά λείψανα τοῦ
Γέροντός του Σεραφείμ σέ μία σπηλιά. Ἡ κάρα του εἶναι
κατακίτρινη.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.