Μία πιστή και ταπεινή μητέρα ανέθρεψεν ένα άγιον
Μας συμβουλεύει ο Απόστολος Παύλος: «και οι
πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία
και νουθεσία Κυρίου» (Εφεσ. στ , 4). Μετάφραση: Και οι πατέρες μη
ερεθίζετε και μη κινήτε εις θυμόν και οργήν τα τέκνα σας, αλλ’
ανατρέφετέ τα επιμελώς με παιδαγωγία και νουθεσία σύμφωνα με το θέλημα
του Κυρίου.
Πρέπει λοιπόν να ανατρέφουμε τα παιδιά σύμφωνα με τις εντολές της Εκκλησίας μας.
• Ο θείος Χρυσόστομος επισημαίνει στην Ομιλία του «ΕΙΣ ΤΟ “ΧΗΡΑ ΚΑΤΑΛΕΓΕΣΘΩ…”»:
«Κι ας τα πείθουμε τα παιδιά ότι ο φόβος του Θεού είναι μεγάλος πλούτος
και κληρονομιά σταθερή και θησαυρός απρόσβλητος, κι ας φροντίζουμε να μη
τ’ αφήνουμε χρήματα που χάνονται, αλλ’ ευσέβεια που παραμένει και δεν
ξοδεύεται. Γιατί όταν δεν υπάρχη η ευσέβεια και τα χρήματα που υπάρχουν
χάνονται με κινδύνους και τη χειρότερη ντροπή, ενώ όταν υπάρχη αυτή κι
εκείνα που δεν υπάρχουν προστίθενται».
Δεν είναι μικρό το να προσφέρης στον Θεό τα παιδιά που σου δόθηκαν απ’
τον Θεό. Αν λοιπόν βάλουν καλά θεμέλια και βάθρο στην ανατροφή τους, θα
έχουν μεγάλο μισθό, όπως πάλι θα τιμωρηθούν αν αμελήσουν.
• Ο Άγιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης πολλές φορές είχε τονίσει την ανατροφή που
του έδωσαν οι γονείς του• αν και ήσαν αγράμματοι όμως τους δίδαξαν τον
φόβο του Θεού.
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος» Εκδ. Ενωμένη Ρωμιοσύνη, σταχυολογούμε τα εξής:
«Η μητέρα μου έκανε μετάνοιες, δεήσεις, προσευχές, νηστείες. Έτσι
γιατρευόμασταν τότε. Από μικρό, με είχε μάθει η μανούλα μου να τηρώ την
τάξη της Εκκλησίας, νηστείες, μετάνοιες. Μικρό παιδάκι, άνοιγα (την
πόρτα) χωρίς να με παίρνουν είδηση στις 12 με 1 (η ώρα) το βράβυ και
πήγαινα στην ερημιά. (Άλλες φορές) έκανα “Λειτουργίες” με τα μικρά
παιδάκια. Με φώναζαν: “ο παπα-Ιάκωβος”. Χαρά μου ήταν να πω το “Χριστός
Ανέστη” και να ηχήση σ ὅλη την πλάση. Πήγαινα σε ξωκκλήσια. Άναβα τα
καντήλια, τα περιποιόμουν, σκούπιζα. Είδα την Αγία Παρασκευή. Ήμουν απλό
παιδί. Ούτε νερό δεν έπινα χωρίς την ευχή της μητέρας μου. Πριν
κοινωνήσω φίλαγα το χέρι του πατέρα, της μητέρας, (και σαν στρατιώτης)
του Διοικητού μου. “Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου”.
»Όταν ήμουν νέος, έκανα τόσες… μετάνοιες, ποτέ δεν τις μετρούσα. Τώρα
που γέρασα έχω καρδιά, ζάλη, πόνους στα πόδια, στα χέρια… Όμως, λέω:
“Ας πεθάνω εκεί (στον αγώνα)”.
Κάποτε, βρήκα στον δρόμο μια χαλασμένη τριχιά από κάποιο γάϊδαρο
τριμμένη, πεταμένη, άχρηστη και την πήρα να παίξω, και η άγια μητέρα μου
με μάλωσε πολύ!
— Να πας την τριχιά εκεί που την βρήκες. Ξένα πράγματα δεν αγγίζουμε.
— Μα, ήταν πεταμένη.
— Ας ήταν, δεν σου ανήκει, να την πας.
»Και την πήγα. Αυτή ήταν η μητέρα μου, έτσι μας έμαθε.
Ερχόταν ο παπάς από ένα άλλο χωριό, δυό ώρες μακρυά, ερχόταν κάθε 15
ημέρες, μας λειτουργούσε και έφευγε. Δεν ξέραμε τι είναι οι Χαιρετισμοί.
Το χωριό μου ήτανε όλο ποτάμια γύρω-γύρω. Μέσα σε πέντε ποτάμια
ήμασταν.
Μία φορά, μου είπε ο παπάς: «Δεν έρχεσαι, Ιάκωβε, να με βοηθήσης στις
ακολουθίες σε κάτι γειτονικά χωριά;». Είχε κάτι κόλλυβα να διαβάση.
«Πανιερώτατε, λέω, να ρωτήσω την μητέρα μου» –αγία γυναίκα. «Ναι, να
πας», είπε.
Πήγαμε τελικά σε κάτι άλλα χωριά, λειτουργήσαμε. Στον δρόμο βλέπαμε κάτι
αχλαδιές και οι αχλάδες πεσμένες κάτω και τις τρώγαν τα ζώα. Είχαμε
τέτοια παιδεία από τους γονείς μας, να μη πάρουμε ούτε μία αχλάδα, ας
ήτανε από κάτω. «Ξέρετε τι θα πουνε;» μας λέγανε, «το «κακοαναθρεμμένο
παιδί». Αν πάρης μία αχλάδα, θα πούνε «το παιδί αυτό πήρε ένα ταγάρι,
ένα καλάθι»». Περνούσαμε και –παιδί τότε εγώ– ζήλευα μία αχλάδα,
περνούσαν τα ζώα και τρώγανε, αλλά σκεφτόμουν «ναι, αλλά τι μου είπαν η
μητέρα και ο πατέρας;» και έτσι έλεγα, «ας το στερηθώ».
Όταν πήγα κοντά στην αγία Τράπεζα, την ώρα που λειτουργούσε ο παπάς,
στον Χερουβικό ύμνο άκουγα φτερουγίσματα, έβλεπα πολλά και φοβόμουν και
έτρεμα. Όταν γύρισα στο σπίτι, μου λέει η μητέρα μου:
– Τι είδες, Ιάκωβέ μου, εκεί που πήγες με τον παπά; είδες κανέναν άνθρωπο γνωστό; πήρες κανένα φρούτο από κάτω;
– Όχι, μητέρα, δεν πήρα.
– Ε! τι είδες;
– Εκεί που πηγαίναμε, μητέρα, φύσηξε αέρας και είδα ότι ο παπάς φοράει παντελόνι.
– Ε! καλά και αυτός άνθρωπος είναι, μου λέει, δεν θα φοράη παντελόνι;
– Μητέρα, λέω, δεν είναι του Θεού άνθρωπος, που ντύνεται τα Ιερά και
λειτουργάει; Εγώ ακούω εκεί, λειτουργάει τα άχραντα μυστήρια και λέει
«Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…» ακούω κάτι φτερουγίσματα
φρα-φρα-φρα γύρω από τον παπά στην αγία Τράπεζα.
– Ναι, παιδί μου Ιάκωβε, εκεί βρίσκονται Άγγελοι και οι Άγιοι Πάντες.
– Ε! πως φοράει και παντελόνι;
– Ναι, παιδάκι μου, λέει, είναι παπάς του Θεού αλλά είναι και άνθρωπος».
Διαπιστώνουμε ότι μία μητέρα αγράμματη, ευσεβής και ταπεινή ανέθρεψε ένα άγιο με την χάρη του Κυρίου!