Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ «ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»*

Τόν τελευταῖον καιρόν γίνεται πολύς λόγος διά τήν ἕνωσιν τῶν «’Εκκλησιῶν». Εἰς τήν πραγματικότητα πρόκειται περί ἑνώσεως τῶν ἀπεσχισμένων ἀπό τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων χριστιανῶν. Δέν ὑπάρχουν πολλαί Ἐκκλησίαι διά νά ἑνωθοῦν. Μίαν μόνον Ἐκκλησίαν ἵδρυσεν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος.

Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας συνέχειαν ἀποτελεῖ ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Καθολική (ἐκ τοῦ καθόλου – πλήρης, ἀληθής) Ἐκκλησία. Ἀπό τήν Μίαν αὐτήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἀπεσχίσθη ὁριστικῶς ὁ Πάπας τό 1054 ἕνεκα τῆς ἀρνήσεως τῶν Ὀρθοδόξων νά ὑποταχθοῦν εἰς τάς ἀντιχριστιανικάς ἀξιώσεις του περί πρωτείου ἐξουσίας ἐπί συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων αἱρέσεών του. Λόγῳ δέ τῶν πολλῶν παρεκτροπῶν τοῦ παπισμοῦ τό 1517 ἤρχισεν εἰς τήν Δύσιν ὁ ἀγών τῶν Διαμαρτυρομένων (Προτεσταντῶν ἤ Εὐαγγελικῶν) κατά τοῦ παπισμοῦ πού ὡδήγησε τούς δυτικούς χριστιανούς εἰς πλῆθος διασπάσεων. Σήμερον ὑπάρχουν ὡς γνωστόν πολλαί ἑκατοντάδες προτεσταντικῶν ὁμάδων, ἰδίως εἰς τάς Ἡνωμένας Πολιτείας Ἀμερικῆς.

     Ἡ ἀληθής λοιπόν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν διεσπάσθη, ὥστε νά ὁμιλῶμεν περί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀντιθέτως συνεχίζει παρά τούς διωγμούς καί τάς ἀτελείας τῶν μελῶν της νά κρατῇ καί νά κηρύττῃ τό ἴδιον Εὐαγγέλιον καί τήν ἰδίαν πίστιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὥστε μόνον καταχρηστικῶς ἠμποροῦμεν νά ὁμιλῶμεν περί ἑνώσεως τῶν «Ἐκκλησιῶν». Ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως καί κατ' ἀκρίβειαν μόνον περί ἐπανενώσεως τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων, πού συνειδητῶς ἤ ἀσυνειδήτως εὑρίσκονται εἰς τήν πλάνην ἤ τήν αἵρεσιν, εἶναι δυνατόν νά ὁμιλῶμεν.

     Ὅποιος πιστεύει ἀδιστάκτως ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, δέν πρέπει νά ὁμιλῇ περί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ' ἐπανόδου τῶν ἑτεροδόξων εἰς τήν ἀληθῆ Ἐκκλησίαν. Ἔτσι διδάσκει καί ὁ διαπρεπέστατος σύγχρονος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ: «Δι’ ἐμέ ἡ χριστιανική ἐπανένωσις εἶναι ἀκριβῶς ἡ παγκόσμιος μεταστροφή εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν» (Ὁ Λόγος, 1, 1968, σελ. 6).

     Δυστυχῶς ὅμως εἰς τό θέμα αὐτό ὑπάρχει σήμερον πολλή σύγχυσις εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε λόγῳ ὀλιγοπιστίας. Δι' αὐτό ἀκούομεν συχνά, ἀκόμη και ἀπό ἐπίσημα χείλη, ὅτι μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων δέν ὑπάρχουν οὐσιώδεις διαφοραί, ὅτι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπό ὅλας τάς «ἐκκλησίας», ὀρθοδόξους καί μή, ἐφ' ὅσον καμμία ἱστορική ἐκκλησία δέν δύναται νά ἰσχυρισθῇ ὅτι ἔχει ἀκεραίαν τήν ἀλήθειαν καί ὅτι πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά γίνῃ ἡ ἕνωσις μέ τούς ἑτεροδόξους, καί μάλιστα νά κοινωνήσωμεν ἀπό τό ἴδιον ἅγιον Ποτήριον. Ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά ἀποτελοῦν σοβαράν ἐκτροπήν ἀπό τήν πίστιν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων και συνιστοῦν αἵρεσιν, διότι θίγουν τά θεμέλια τῆς πίστεως.

     Ὁ ὀρθόδοξος λαός μας πού εἶναι ὁ φύλαξ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, πρέπει νά γνωρίζῃ τήν ἀλήθειαν. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ἑξῆς:

     α) Ὑπάρχουν πολλαί καί σοβαραί διαφοραί μέ τούς ἑτεροδόξους Παπικούς ἤ Προτεστάντες. Αἱ διαφοραί αὐταί εἶναι γνωσταί καί διδάσκονται εἰς τά Σχολεῖα. Ὅλαι αὐταί αἱ ἐπί μέρους διαφοραί συνοψίζονται εἰς τήν διδασκαλίαν περί Ἐκκλησίας. Ποῖος ἀποτελεῖ τό κέντρον, τόν ἀποφασιστικόν παράγοντα, τήν ὑψίστην αὐθεντίαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν: Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἤ ὁ ἄνθρωπος; Κατά τήν ἰδικήν μας ὀρθόδοξον πίστιν, Ἀρχηγός, Ἀλάθητος Κεφαλή, κριτήριον καί πηγή τῆς Ἀληθείας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καί τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἐπιφοιτᾷ ὄχι εἰς ἕνα ἄνθρωπον, ἀλλ' εἰς ὅλην τήν Ἐκκλησίαν. Κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὅμως ὑψίστη αὐθεντία καί κριτήριον ἀλάθητον εἶναι εἷς ἄνθρωπος, ὁ ἀλάθητος Πάπας τῆς Ρώμης. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχῃ καί νά εἶναι ἡνωμένη χωρίς τόν Πάπαν. Εἰς τούς Προτεστάντας πάλιν κριτήριον καί πηγή τῆς ἀληθείας δέν εἶναι ὁ εἷς πάπας τῆς Ρώμης, ἀλλά ἕκαστος Προτεστάντης δύναται νά εὑρίσκῃ τήν ἀλήθειαν ἤ τουλάχιστον μέρος τῆς ἀληθείας, χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητος ἡ αὐθεντία τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Καί εἰς τάς δύο δηλ. περιπτώσεις ἔχομεν ἕνα ὑποκειμενισμόν, ἀτομικισμόν, εἴτε πρόκειται περί τοῦ παπικοῦ ἀτομικισμοῦ εἴτε πρόκειται περί τοῦ προτεσταντικοῦ ἀτομικισμοῦ. Εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἔχομεν ἕνα Πάπαν. Εἰς τούς Προτεστάντας ἔχομεν τόσους Πάπας, ὅσους καί Προτεστάντας.

     Εἰς τό βάθος διακρίνομεν τήν ἰδίαν μεγάλην ἁμαρτίαν, τόν παραμερισμόν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπον. Οἱ δυτικοί παραμερίζοντες τόν Θεάνθρωπον καί θέτοντες ὡς κέντρον τόν ἄνθρωπον γίνονται ἀνθρωποκεντρικοί. Ὁ ἀνθρωποκεντρισμός ἀποτελεῖ τήν οὐσίαν ὅλων τῶν αἱρέσεων τῆς δύσεως. Ἐμεῖς, ἀντιθέτως μένομεν εἰς τήν ἁγίαν θεανθρωποκεντρικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας.

     Τελικῶς τό ὅλον θέμα εἶναι θέμα σωτηρίας. Ποῖος ἠμπορεῖ νά σωθῇ εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας κέντρον δέν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλ' ὁ ἀλάθητος ἄνθρωπος, Πάπας ἤ Προτεστάντης;

     Δι' αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά δεχθῶμεν ποτέ νά συνυπάρξωμεν με τούς Παπικούς ἤ τούς Προτεστάντας, ἐφ' ὅσον ἐξακολουθοῦν νά ἐμμένουν εἰς τόν ἀνθρωποκεντρισμόν. Κάθε ἕνωσις μέ τούς ἑτεροδόξους πρίν ἐπανέλθουν εἰς τήν θεανθρωποκεντρικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ προδοσίαν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δι' αὐτό ἀκριβῶς ἐσαρκώθη, ἔπαθε, ἀνέστη, ἀνελήφθη καί ἵδρυσε τήν Ἐκκλησίαν Του, διά νά γίνῃ τό κέντρον τῆς σωτηρίας μας και νά καταργήσῃ κάθε ἀνθρωποκεντρισμόν πού ἀποτελεῖ ἐπανάληψιν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐγωϊσμόν πού καταστρέφει τήν ἀληθῆ κοινωνίαν με τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους, ἀπιστίαν εἰς τόν Θεόν καί ἄρνησιν νά παραδοθῇ ὁ ἄνθρωπος ἄνευ ὅρων εἰς τήν σώζουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ.

     β) Ἕν ἄλλο θέμα πού προβάλλεται συχνά εἰς μηνύματα ἐπισήμων ἐκκλησιαστικῶν προσώπων καί εἰς τάς στήλας τοῦ κοσμικοῦ τύπου εἶναι τό λεγόμενον κοινόν Ποτήριον. Λέγουν δηλ. ὅτι διά νά ἐπιταχύνωμεν τήν ἕνωσιν, πρέπει νά ἀρχίσωμεν νά κοινωνῶμεν εἰς τάς ἐκκλησίας ἀλλήλων. Οἱ ἑτερόδοξοι εἰς τάς ἰδικάς μας ἐκκλησίας καί ἐμεῖς εἰς τάς ἰδικάς των. Πῶς ὅμως θά κοινωνήσωμε  εἰς τάς ἐκκλησίας τῶν ἑτεροδόξων πού εὑρίσκονται εἰς τήν πλάνην; Τό κοινόν ποτήριον προϋποθέτει κοινήν πίστιν. Ἐάν ἔχωμεν διαφορετικήν πίστιν καί κοινωνῶμεν ἀμοιβαίως, τοῦτο σημαίνει ὅτι κοινωνῶμεν καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἑτεροδόξων. Ἐάν ἐγώ ὡς ὀρθόδοξος κοινωνήσω εἰς ἕνα παπικόν ναόν, αὐτό σημαίνει ὅτι κοινωνῶ καί μέ τήν πίστιν τῶν παπικῶν καί ἄρα ἀποδέχομαι τόν Πάπαν ὡς τοποτηρητήν τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, ἀλάθητον καί ἐξουσιαστήν ἐπιγείων, ἐπουρανίων καί καταχθονίων.

     Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι οι ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ὁποίους ὅλοι πρέπει νά σεβώμεθα καί νά τηρῶμεν, διότι ἐθεσπίσθηκαν ἀπό θεοπνεύστους καί ἁγίους ἄνδρας καί Συνόδους, ἑρμηνευόμενοι κατά τό πνεῦμα των ἀπαγορεύουν ὄχι μόνο τό κοινόν Ποτήριον, ἀλλά καί τάς συμπροσευχάς μέ τούς ἑτεροδόξους, καί τοῦτο διότι καί ἡ ἁπλῆ συμπροσευχή ὑποδηλοῖ συμμετοχήν εἰς τήν πίστιν τοῦ συμπροσευχομένου ἤ τό ὀλιγώτερον δίδει εἰς αὐτόν τήν ψευδαίσθησιν ὅτι δέν εὑρίσκεται ἐν τῇ πλάνῃ καί συνεπῶς δέν χρειάζεται νά ἐπιστρέψῃ εἰς τήν ἀλήθειαν.

     Ὁ Χριστός τῶν Μυστηρίων, τῆς Λατρείας καί τοῦ Δόγματος εἶναι ἑνιαῖος καί δέν δυνάμεθα νά ἑνούμεθα μυστηριακῶς καί λατρευτικῶς, ὅταν δέν εἴμεθα ἡνωμένοι δογματικῶς. Μυστηριακή – λατρευτική ἕνωσις χωρίς δογματικήν ἕνωσιν ἀποτελεῖ ἕν εἶδος σχιζοφρένειας καί διασπάσεως τοῦ ἑνιαῖου Χριστοῦ. Ἀλλ’ ὅπως διδάσκει ἡ Καινή Διαθήκη «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»(Ἐφ. δ΄5).

     γ) Τέλος πρέπει νά γίνει γνωστόν ὅτι τό σχέδιον τοῦ Βατικανοῦ διά τήν «ἕνωσιν» τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῆς Ρώμης συνίσταται εἰς τήν, διά τῆς καλλιεργείας ἑκατέρωθεν καλῶν σχέσεων, ἐπαφῶν, συμποσίων, συμπροσευχῶν καί χρησιμοποιήσεως τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας εἰς περιωρισμένην κατ’ ἀρχήν κλίμακα, ἄμβλυνσιν τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τῶν ὀρθοδόξων, ὥστε νά συνηθίσουν οἱ Ὀρθόδοξοι νά κοινωνοῦν εἰς τάς ἐκκλησίας τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Ὅταν ἐπιτευχθῇ αὐτό, θά ἔχῃ γίνει καί ἡ ἕνωσις. Διότι τί ἄλλο εἶναι ἕνωσις ἀπό τό νά κοινωνῶμεν εἰς τάς ἐκκλησίας ἀλλήλων; Αὐτός εἶναι ὁ λεγόμενος λ α ϊ κ ό ς  ο ἰ κ  ο υ μ ε ν ι σ μ ό ς, διότι ἡ ἕνωσις δέν θά γίνῃ ἀπό τούς ἐπισκόπους καί τούς θεολόγους, ἀλλά ἀπό τόν λαόν, ὁ ὁποῖος δι’ ὅλων αὐτῶν τῶν μέσων θά προετοιμασθῇ ψυχολογικῶς, δια νά μή ἀντιδράσῃ ἤ καί νά ἐπιβάλῃ ἐκ τῶν κάτω τήν ἕνωσιν.

     Τό σχέδιον τοῦ λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἤδη ἀρχίσει νά ἐφαρμόζεται μέ ἐπιτυχίαν. Μερικοί ὀρθόδοξοι ἐπηρεασμένοι ἀπό τό γενικώτερον κλῖμα θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας, ἀλλά καί ἀπό τά κηρύγματα τῶν πρωτεργατῶν τοῦ λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ, λέγουν: «Τί σημασίαν ἔχουν τά δόγματα; Ἡ ἀγάπη προέχει. Ἡ ἀγάπη ἐπιβάλλει νά ἑνωθῶμεν, ἔστω καί ἄν ὑπάρχουν δογματικαί διαφοραί». Καί τό χειρότερον εἶναι ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἐπέτρεψε τήν προσφοράν τῶν Μυστηρίων εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς πού δέν δύνανται νά κοινωνήσουν εἰς τάς ἰδικάς των ἐκκλησίας.

     Τό σχέδιον τοῦ λαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐξηγεῖ ἐπίσης τό σύνθημα περί τῆς ἀνάγκης ἀντικαταστάσεως ἤ προτεραιότητος τοῦ «διαλόγου τῆς ἀγάπης» ἔναντι τοῦ «θεολογικοῦ διαλόγου». Ἁπλούστερον αὐτό σημαίνει ὅτι ἐφ’ ὅσον ὁ θεολογικός διάλογος διά τάς δογματικάς διαφοράς δέν ἐπισπεύδει τήν ἕνωσιν, ἄς τόν παραμερίσωμεν, διά νά ἕνωθῶμεν παρά τάς διαφοράς.

     Εἰς τά περιωρισμένα πλαίσια ἑνός ἄρθρου δέν εἶναι δυνατόν νά λεχθοῦν περισσότερα διά τό σπουδαιότατον αὐτό θέμα. Οἱ καιροί εἶναι κρίσιμοι. Χρειάζεται πολλή προσοχή νά κρατήσωμεν ἀνόθευτον τήν πίστιν μας καί νά τήν παραδώσωμεν χωρίς συμβιβασμούς καί συνθηκολογήσεις εἰς τούς μεταγενεστέρους. Αὐτή ἡ πίστις διέσωσε καί τό ἔθνος μας κατά τήν μακράν καί περιπετειώδη ἱστορίαν του.

     Ἡ χριστιανική ἀγάπη ἐπιβάλλει νά ἀγαπῶμεν τούς ἑτεροδόξους ἀδελφούς μας, νά ἀναγνωρίζωμεν ὅ,τι καλόν ἔχουν, νά προσευχώμεθα καί νά ἐργαζώμεθα χωρίς φανατισμόν, διά νά ἀποκαλυφθῇ καί εἰς αὐτούς ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτό ὅμως δέν πρέπει νά γίνῃ ἐπί θυσίᾳ τῆς πίστεως καί χάριν μιᾶς ἑνότητος πού δέν θά βασίζεται εἰς τήν ἀλήθειαν, ἀλλά τόν συμβιβασμόν, τήν διπλωματίαν καί τήν οἱανδήποτε σκοπιμότητα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅπως τό ἐκφράζει ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἡ ἕ ν ω σ ι ς  ἐ ν  ἀ λ η θ ε ί ᾳ.

     Αὐτήν τήν στιγμήν μόνη ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας κατέχει το ἀληθές εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καί δι' αὐτό ἀποτελεῖ τήν μόνην ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Καί ἀπό τήν ἄποψιν αὐτήν ἡ μεγαλυτέρα προσφορά μας πρός τούς ἑτεροδόξους καί τόν κόσμον εἶναι νά κρατήσωμεν ἀναλλοίωτον καί ζῶσαν τήν ἁγίαν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν πίστιν μας.

Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, «Θέματα Ἐκκλησιολογίας καί Ποιμαντικῆς», Γ΄ ἔκδοσις, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1999

*Ἐδημοσιεύθη εἰς τό περιοδικόν «Τό Φῶς», 30, 1971, τῆς ἱ. Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου.