Ο Θεός μας
είναι αγάπη και «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».
Όποιος Χριστιανός δεν έχει την αγάπη του Θεού μέσα στην καρδιά του, δεν έχει
ζωή Χριστού στην ψυχή του.
Αυτό το μεγάλο έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, το να κατέβει ο Θεός, ο
Λόγος του Θεού να γίνει άνθρωπος, να λάβει σάρκα, να κατοικήσει ανάμεσά μας, να
μας πλησιάσει, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η απέραντη φιλανθρωπία της θείας
αγάπης. Η αγάπη του Θεού είναι αυτή που μας προστατεύει και μας φροντίζει
για όλα. Εμείς οι άνθρωποι αμαρτάνουμε και λυπούμε τον Θεό. Ασεβούμε πολλάκις,
αλλά η φιλανθρωπία Του είναι απέραντη και όλα τα συγχωρεί. Όλοι μας, και πρώτος
εγώ, έχουμε λυπήσει αυτή την μεγάλη καρδιά του Θεού, που λέγεται αγάπη προς τον
άνθρωπο. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσέξουμε στην ζωή μας, στον βίο μας, και στη
συνέχεια να μην Του δώσουμε ξανά την πίκρα της αμαρτίας.
Η παραβολή
του αγίου Ευαγγελίου, η παραβολή του ασώτου υιού, είναι μία όσο γίνεται
ακριβέστερη έκφραση της αγάπης του Θεού Πατέρα προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Εκεί
βλέπουμε ότι ο άσωτος υιός, που απεικονίζει κάθε αμαρτωλό άνθρωπο πάνω στη γη,
ζήτησε από τον πατέρα του να του δώσει το μέρος που του ανήκει από την πατρική
περιουσία ως υιός. Βέβαια πάρα πολύ άφρονα, άμυαλα ζήτησε να πάρει το μερίδιό
του και ν’ αποσπαστεί από την πατρική στέγη, από την πατρική αγάπη, από την
πατρική φροντίδα. Και νομίζοντας ότι είναι ικανός μόνος του να φροντίσει περί
της ζωής του, έφυγε και η αμυαλοσύνη πληρώθηκε πάρα πολύ ακριβά. Όπως
διαλαμβάνει το άγιο Ευαγγέλιό μας, ο άσωτος αυτός υιός κατασπατάλησε όλη αυτή
την περιουσία ζώντας μία αμαρτωλή ζωή.
Η αμαρτωλή
ζωή γεννά θάνατο. Ο μισθός
της αμαρτίας είναι ο ψυχικός θάνατος και πολλάκις γίνεται αιτία να πεθάνει
κανείς και σωματικά. Ο άσωτος υιός αφού σπατάλησε ό,τι είχε πάρει σαν
περιουσία, κατήντησε να βόσκει χοίρους και να ζει με τα ξυλοκέρατα των χοίρων.
Δηλαδή όταν ο άνθρωπος πάρει την περιουσία της Χάριτος του Θεού, όταν αξιωθεί
του αγίου Βαπτίσματος, μετά, όταν απομακρυνθεί από αυτή τη Χάρη, διότι διέκοψε
αυτή την επαφή με τον Θεό Πατέρα, καταντά να γίνει σκεύος του διαβόλου, σκεύος
της αμαρτίας, «ζων ασώτως» μακράν του Θεού, κυλιόμενος συνεχώς από
αμαρτία σε αμαρτία.
Βλέπουμε
πάλι στην παραβολή, ότι ο άσωτος κάποια στιγμή ήρθε στον εαυτό του, κατάλαβε το
λάθος του. Όταν έπραττε την αμαρτία φαίνεται ότι ήταν εκτός εαυτού, εκτός
λογικής, εκτός συνέσεως και σωφροσύνης. Ήρθε στον εαυτό του –λέει ο Χριστός
μας– και είπε, σκέφθηκε, συλλογίστηκε: «πόσοι μίσθιοι του πατρός μου
περισσεύουσιν άρτων; Εγώ εδώ στα ξένα χάνομαι και απόλλυμαι. Καλύτερα να γυρίσω
πίσω και δεν θα ζητήσω από τον πατέρα μου να με αποκαλεί παιδί του, διότι δεν
είμαι άξιος, αλλά θα του πω να με λογίσει έναν από τους υπηρέτες του. Αυτοί
περνούν τόσο καλά εκεί, να γίνω και εγώ ένας τέτοιος, μου αρκεί αυτό. Δεν έχω
πρόσωπο να του ζητήσω υιοθεσία διότι απώλεσα την αξιοπρέπεια της υιοθεσίας.
Διότι σπατάλησα ό,τι είχα από τον πατέρα μου, μου αρκεί να επιστρέψω».
Αυτά και
τόσα άλλα σκέφθηκε και έβαλε απόφαση να ξεκινήσει. Πριν ακόμα ξεκινήσει, ο
πατέρας του τον περίμενε έξω με ανοιχτή την αγκάλη του. Τόσο πολύ είναι έτοιμος
ο Θεός να δεχτεί έναν αμαρτωλό. Πήρε ο άσωτος τον δρόμο της επιστροφής, της
σωτηρίας, πήρε τον δρόμο τον ίσιο και έφτασε στο πατρικό σπίτι του. Ο πατέρας
αμέσως τον αγκάλιασε, τον φίλησε, έκλαψε επάνω του, έκλαψε και ο άσωτος, και
άρχισε να του λέει: «Ήμαρτον, πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, δεν
είμαι άξιος κληθήναι υιός σου, αλλά ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Τι απαντά ο
Πατέρας;
«Ξέχασέ
τα όλα ό,τι έκανες. Μου αρκεί η επιστροφή σου, μου φτάνει ότι γύρισες στο
σπίτι. Ήσουν πεθαμένος και ανέζησες, χαμένος και ευρέθης. Αυτό φτάνει. Τα
κρίματα όλα, τα σφάλματα, τη σπατάλη της περιουσίας, όλα ξέχασέ τα».
Αμέσως
διατάζει λουτρό. Αφού έκανε λουτρό, τον έντυσε της υιοθεσίας την παλιά στολή,
διέταξε να του βάλουν δαχτυλίδι στο χέρι του. Τα πάντα άλλαξαν, και εκεί που
ήταν βρώμικος, βοσκός χοίρων, σε μια στιγμή, με την επιστροφή, έγινε παιδί του
Θεού. Έγινε παιδί Βασιλέως. Ολόλαμπρος, στολισμένος. Δεν το περίμενε αυτό το
πράγμα. Ο πατέρας τόση στοργή; Τόση αγάπη; Τόση αλλαγή; Τι ματαιοφροσύνη και τι
πλάνη, σκέφθηκε ο άσωτος, που είχα, όταν ήμουν μακριά του! Τελικά διέταξε να
σφαγεί ο μόσχος ο σιτευτός και ν’ αρχίσει η συναυλία της επιστροφής του ασώτου
υιού. Και άρχισε η πανήγυρις. Τα πάντα έλαμπαν μέσα στο παλάτι του πατέρα και
αυτός είχε βγει έξω από τον εαυτό του, από το θαύμα της σωτηρίας του. Ο δε
πατέρας εκαλλωπίζετο στην ανάζηση του παιδιού του, και ήταν όλος χαρά και
ευφροσύνη.
Αυτό είναι
μία εικόνα ελάχιστη από την πραγματικότητα του Θεού προς τον αμαρτωλό άνθρωπο.
Ο Πατέρας ο Ουράνιος είναι πανέτοιμος απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος επιστρέψει
και ζητήσει την συγνώμη και την επιστροφή στον σώφρονα βίον, είναι έτοιμος,
πανέτοιμος, να συγχωρήσει και να ξεχάσει τα πάντα. Αρκεί ο άνθρωπος να
έρθει στον εαυτό του, να καταλάβει τα σφάλματά του, να ταπεινώσει το φρόνημα,
ν’ αναγνωρίσει ότι έσφαλε, και ο Θεός θα του πει: Ξέχασέ τα όλα, παιδί μου,
φτάνει που γύρισες. Όλα τα συγχωρώ, αρκεί που γύρισες κοντά μου.
Έρχεται και
ο άλλος, ο εχθρός του ανθρώπου, ο Διάβολος με τη μεγάλη του πανουργία, με την
τέχνη του, με τη μαστοριά του, και σφυρίζει στο αυτί του αμαρτωλού και του λέει
ότι ο Θεός δεν σε συγχωρεί, είσαι πολύ αμαρτωλός. Έκαμες εγκλήματα. Τώρα σε
περιμένει μεγάλη τιμωρία και κόλαση, μην πλησιάζεις τον Θεό καθόλου, δεν είσαι
άξιος να σηκώσεις τα μάτια σου, να προσευχηθείς και να ζητήσεις συγνώμη. Ο Θεός
είναι οργισμένος, και τόσα άλλα.
Ο αμαρτωλός
δεν πρέπει να πιστέψει σ’ όλα αυτά. Διότι ένας πατέρας, μία μητέρα, όταν
επιστρέψει το παιδί της από μία αμαρτία, από μία άσωτη ζωή, που να την είχε
προηγουμένως υβρίσει, να την είχε δείρει, να την είχε σπρώξει, να την είχε
μουτζώσει, χτυπήσει, από τη στιγμή που επιστρέψει, η μητέρα αμέσως θα το
αγκαλιάσει το παιδί, θα του δώσει συγνώμη, δεν θα λογιστεί τίποτα κακό, αρκεί
που το παιδί της γύρισε στο σπίτι μετανοιωμένο. Εάν μία μητέρα μ’ ένα μόριο
αγάπης, δίνει τόση συγνώμη και τόσο έλεος στο παραστρατημένο και μετανοιωμένο
παιδί της, πόσο μάλλον ο Θεός, ο άπειρος στην αγάπη, θα δώσει συγνώμη και έλεος
και φιλανθρωπία; Δεν πρέπει να δώσουμε ακρόαση στους ψιθυρισμούς του αποστάτη
διαβόλου. Αυτός δεν έμαθε την ταπείνωση, δεν γνωρίζει τι θα πει ταπείνωση, γι’
αυτό και είναι μακριά από τον Θεό. Από τη στιγμή που θα σκηνώσει στον λογισμό
του ανθρώπου η ταπείνωση, αμέσως γεννάται η επιστροφή του ανθρώπου.
Άρα ο
εγωισμός και η υπερηφάνεια είναι εκείνα τα κακά που μας κρατάνε μακριά από τον
Θεό. Την εικόνα του ασώτου υιού να τη ζήσουμε μέσα στη σκέψη και την καρδιά
μας και θα αντλήσουμε, ή μάλλον θα αντλούμε συνεχώς μετάνοια και επιστροφή. Όχι
μόνο μετάνοια και επιστροφή, αλλά θα πλουτίζουμε την καρδιά μας με αγάπη Θεού.
Θα νοιώθουμε τον Θεό Πατέρα μας στοργικό με μία αγάπη που δεν έχει μέτρο. Μέσα
σ’ αυτή την αγάπη είναι αδύνατο ν’ αστοχήσουμε. Όσα και αν μας ψιθυρίσει ο
εχθρός, ότι δεν μας συγχωρεί ο Θεός, διότι εγκληματήσαμε στη ζωή, όταν δούμε
στον καθρέφτη του ασώτου υιού την αγάπη του Θεού Πατρός μας, αμέσως όλοι οι
λογισμοί του διαβόλου θα διασκορπιστούν.
[Από το
περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 6, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 2002, άρθρο «Περί
αγάπης και ευσπλαχνίας Θεού», σελ. 137 (απόσπασμα)]
(Πηγή
ηλ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)
http://alopsis.gr/