● Ο Απόστολος Ιωάννης μας δίνει ένα τρόπο πως να απαλλαγούμε από τον
φόβο. Λέγει: «φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλά η τελεία αγάπη έξω
βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου
τετελείωται εν τη αγάπη» (Α΄ Ιω. δ , 18). Δηλαδή, φόβος του Κριτού εξ
αιτίας ενοχής, δια την οποίαν θα μας δικάση δεν υπάρχει σε εκείνον που
αγαπά, αλλά η αγάπη όταν είναι τέλεια, απομακρύνει και βγάζει έξω από
την ψυχή τον φόβο. Διότι ο φόβος προκαλεί βάσανο και τιμωρία, λόγω της
ποινής, την οποίαν μετά τρόμου περιμένει ο ένοχος να του επιβάλη ο
Κριτής δια τις αμαρτίες του. Εκείνος δε που φοβάται εξ αιτίας της ενοχής
του, δεν έχει γίνει τέλειος στην αγάπη.
● Γι’ αυτό και ο Άγιος Αντώνιος έλεγε. «Εγώ δεν φοβούμαι πλέον τον Θεό, αλλά τον αγαπώ».
Όταν δε κάποτε τον ρώτησε ο Όσιος Αμμούν ο Νιτριώτης και του είπε: «Εγώ
καταβάλλω περισσότερους ασκητικούς κόπους από σένα, γιατί λοιπόν οι
άνθρωποι μεγαλύνουν περισσότερο το όνομά σου από το δικό μου;»
Ο Όσιος απάντησε: «Επειδή, εγώ αγαπώ τον Θεόν περισσότερο από σένα».
● Ο δε Άγιος Μάξιμος λέγει ότι εκείνος που αγαπά τον Θεό, ζη επάνω στην
γη ως Άγγελος. Δηλαδή νηστεύει, αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται και
σκέπτεται πάντοτε το καλό για όλους τους ανθρώπους.
● Κάποτε ένας Ασκητής Γέροντας, όταν κόντευε να πεθάνη, συγκεντρώθηκαν
όλοι οι αδελφοί της Σκήτης και με δάκρυα στα μάτια ετοίμαζαν τα αναγκαία
για την ταφή.
Σε κάποια στιγμή ο ετοιμοθάνατος Γέροντας άνοιξε τα μάτια του και γέλασε.
Μετά από λίγο γέλασε για δεύτερη φορά. Μετά πάλι από λίγο γέλασε και
τρίτη φορά. Αυτό προκάλεσε την περιέργεια των αδελφών και ένας από
αυτούς τον ρώτησε:
Πες μας, Γέροντα, γιατί εσύ γελάς, ενώ εμείς κλαίμε;
Ο Γέροντας απάντησε:
-Την πρώτη φορά γέλασα, γιατί όλοι φοβόσασθε τον θάνατο.
Την δεύτερη φορά, γιατί δεν είσθε έτοιμοι, να τον αντιμετωπίσετε.
Και την τρίτη, γιατί φεύγω από τον τόπο του κόπου και των βασάνων και πηγαίνω σε τόπο αναπαύσεως.
Μόλις ο Γέροντας είπε αυτά, αμέσως εκοιμήθη.
● Λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δεν υπάρχει κακό, που να μη το σβήνη ο φόβος του Θεού.
Αλλ’ όπως ακριβώς η φωτιά, οποιοδήποτε στραβό σίδερο κι αν λάβει η
γεμάτο από σκουριά, το καθιστά και λαμπρό και φωτεινό, καθαρίζοντάς το
και διορθώνοντας τελείως το στράβωμά του, έτσι κι ο φόβος του Θεού και
σε σύντομο χρόνο όλα τα κατορθώνει, και δεν αφήνει να υποσκελίζωνται από
κανένα ανθρώπινο εκείνους που εμποτίστηκαν από αυτόν.
Δεν ήταν ασθενής ο Τιμόθεος; Δεν ζούσε διαρκώς μέσα στις αρρώστιες και
τις ταλαιπωρίες; Τι λοιπόν υπήρξε μακαριώτερο από εκείνον; Τι δε ο Ιώβ;
Πες μου. Δεν έπεσε σε φτώχεια; Δεν έχασε τα παιδιά του; Δεν γέμισε το
σώμα του από πάρα πολύ φοβερές πληγές; Δεν ζούσε μέσα στους χλευασμούς,
μέσα στην περιφρόνηση, μέσα στις κακολογίες, μέσα στην πείνα, μέσα σ’
όλα τα ανθρώπινα κακά; Αλλ’ όμως και αυτός έγινε μακαριώτερος απ’ όλους.
Γιατί όχι μόνο τίποτα απ’ αυτά δεν τον ανέτρεψε, αλλά και τον έκανε
στερεώτερο. Και η γυναίκα του δε μαζί μ’ όλα εκείνα καταφερόταν εναντίον
του και τον χλεύαζε, κι όμως διέλαμψε μέσα απ’ όλα αυτά».
(Απ’ την Ομιλία του «Εις τον ΡΚΖ Ψαλμόν»)