Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
Β΄ Μέρος
Ὁ «Ἐσταυρωμένος» τίθεται ἐπάνω τῆς Ὡραίας Πύλης;
Ὁ Μητρ. Περιστερίου ἐμμένει ὅτι «τὴν Σταύρωση… τὴν ἀπεικονίζουμε μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο ἁγιογραφημένο Χριστό, ὁ Ὁποῖος τίθεται πάντοτε ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἐπάνω ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη». Πρόκειται δι’ ἐντελῶς ἀνιστόρητον ἄποψιν. Κατ’ ἀρχάς, εἶναι ἀδύνατον νὰ πρόκειται διὰ 2.000 ἔτη, δηλ. ἀπὸ τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ! Προφανῶς, μὲ κάποια δόσιν ὑπερβολῆς θέλει νὰ ἐννοήση ὅτι ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς ὁ Σταυρὸς ἐκεῖ, ὅταν παρουσιάσθησαν τὰ πρῶτα «φράγματα» τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τὰ ὁποῖα διέκριναν τὸ χῶρον τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπον ἱ. ναόν. Ἡ χριστιανικὴ ἀρχαιολογία ὅμως τὸν διαψεύδει, καθὼς Σταυρὸς ἐτίθετο (ὄχι πάντοτε) εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ κιβωρίου τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Εἰς τὰ «φράγματα» ἐχρησιμοποιοῦντο Σταυροὶ ὡς διακόσμησις ὄχι ὡς ἐπίστεψις τοῦ Τέμπλου, λαξευμένοι ἐπὶ τῶν μαρμάρων, οἱ ὁποῖοι βεβαίως δὲν ἦσαν ἁγιογραφημένοι. Εἰς προηγηθὲν ἄρθρον εἴχομεν ἀναφέρει ὅτι ἡ παρουσία «Ἐσταυρωμένου» μὲ «Λυπητερὰ» εἰς τὸ Τέμπλον εἶναι ἀρκετὰ μεταγενέστερα («Ὁ παλαιότερος Σταυρὸς-Λυπηρὸ ποὺ ὑπάρχει εἶναι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Λιβόρνο τῆς Ἰταλίας, τοῦ 15ου-16ου αἰώνα» «Ο.Τ» ἀρ. φύλ. 2450/ 2.6.2023).
Πρέπει νὰ εἶναι ὁ «Ἐσταυρωμένος»… «μονοδιάστατος»;
Ὁ Σεβασμιώτατος γράφει (σ. 9) «ὅταν ἐνθρονίστηκα… διαπίστωσα ὅτι σχεδὸν σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς ὑπῆρχαν διαδοχικὰ μέσα στὸν χῶρο τους καὶ συνεχόμενα δύο Ἐσταυρωμένοι, ἕνας ἐπάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη… καὶ ἕνας πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα… καὶ μάλιστα τρισδιάστατος ἐν εἴδῃ ἀγάλματος, ὅπως ἐπίσης συμβαίνει στὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία… ἡ δισχιλιετὴς ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μας παράδοση [δὲν] προβλέπει… ποτὲ ἀποσπώμενο καὶ μόνιμα κρεμασμένο». Εἰς τὸ «Συνοδευτικὸ Προσκλητικὸ Μήνυμα πρὸς τὸν Εὐσεβῆ Λαὸ τοῦ Περιστερίου», τὸ ὁποῖο ἐκυκλοφορήθη ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου δίκην συνόψεως, συμπληρώνει: «ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, ἐκτὸς Ἑλλάδος, ἔχουν καὶ αὐτοὶ ἕνα «Ἐσταυρωμένο» Χριστό, ἀλλὰ μόνον ἁγιογραφημένο ἐπάνω στὸν Σταυρὸ καὶ μονοδιάστατο».
Πρῶτον, «μονοδιάστατος» δὲν ὑφίσταται οὔτε Σταυρός, οὔτε Ἅγιος, οὔτε εἰκονογραφικαὶ παραστάσεις, διότι ὅλα διαθέτουν μῆκος καὶ πλάτος.
Δεύτερον, ὁ «Ἐσταυρωμένος» δὲν εἶναι τρισδιάστατος. Διὰ νὰ εἶναι θὰ ἔπρεπε νὰ εὑρίσκεται ἁγιογραφημένος μὲ τοιαύτην τεχνικήν, ὥστε νὰ δίδεται ἡ αἴσθησις τοῦ βάθους, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται εἰς τὴν ζωγραφικὴν «προοπτική». Ὁ Σεβασμιώτατος συγχέει (ἐσκεμμένως;) τὸ ὅτι τὸ ξύλον ὡς ὑλικὸν ἔχει βάθος, μὲ τὴν ἀπεικόνισιν, ἡ ὁποία δὲν ἔχει. Ἂν τὸ ξύλον ὡς ὑλικὸν εἶναι τρισδιάστατον, τότε ὑποχρεωτικὰ ὅλαι αἱ ἱ. εἰκόνες θὰ ἦσαν τρισδιάστατοι! Ὁ «Ἐσταυρωμένος» εἶναι παραδοσιακὰ ἁγιογραφημένος δισδιάστατος, ἁπλῶς ἡ ἔκτασις τῆς ἀπεικονίσεως καταλαμβάνει ὁλόκληρον τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ξύλου.
Τέταρτον, ἡ «πολὺ παλαιὰ» ἀκολουθία τῆς Ἀποκαθηλώσεως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας ὄχι μόνον ἐγίνετο μὲ «ἀποσπώμενον» Ἐσταυρωμένον ἀλλὰ ἐπιπλέον (Φουντούλης, τ. Α΄): «τὰ χέρια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατεσκευασμένα κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε μποροῦν νὰ διπλωθοῦν πρὸς τὰ κάτω»!
Πέμπτον, οἱ «Ἐσταυρωμένοι» τῶν Λατίνων μὲ τοὺς ἀντιστοίχους τῶν Ὀρθοδόξων δὲν ἔχουν καμίαν ἀπολύτως σχέσιν, καθὼς ὄντως εἰς τοὺς παπικοὺς δὲν πρόκειται δι’ ἁγιογραφίας, ἀλλὰ δι’ ἀγάλματα.
Ἕκτον, αἱ λειτουργικαὶ συνήθειαι τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν οὐδεμίαν βαρύτητα ἔχουν, διότι ἂν ἔπρεπε νὰ ἐπιβληθῆ λειτουργικὴ ὁμοιομορφία, τότε θὰ ἔπρεπε εἰς τὸν ἑλληνόφωνον χῶρον νὰ καταργηθῆ π.χ. ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, καθὼς δὲν ἀπαντᾶται εἰς τοὺς Σλάβους.
Ἕβδομον, ἡ ὕπαρξις συνεχομένων Σταυρῶν ὄχι μόνον δὲν βλάπτει, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἀρχαίαν παράδοσιν νὰ εἰκονίζεται παντοῦ ὁ Σταυρὸς (ἄμφια, στασίδια, ἱ. σκεύη, τοῖχοι ἱ. ναοῦ, εἰκονοστάσια κ.λπ.), ἐνῷ ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν ὑπάρχει καὶ ὁ «Σταυρὸς εὐλογίας». Κατὰ τὰ ἱ. ἐγκαίνια εἰς ὅλον τὸν ἱ. ναὸν τίθενται Σταυροί. Ἐκτὸς ἀπὸ κρύπτας (π.χ. Βασιλικὴ τοῦ Στουδίου) καὶ βαπτιστήρια (π.χ. Καταπολιανῆς Πάρου) κατασκευασμένα εἰς σταυροειδῆ μορφήν, ἐνίοτε ἀνοικοδομοῦντο σταυροσχήμως εἴτε τὸ ἱ. Βῆμα εἴτε καὶ ὁλόκληρος ὁ ἱ. ναὸς (π.χ. Βασιλικὴ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου, ἡ παλαιοχριστιανικὴ στὸ Khirbet Bu Addaufn).
Ὑφίσταται διάκρισις μεταξὺ ἁγιογραφημένου Τιμίου Σταυροῦ καὶ μή;
Ἡ συνεχὴς ἀναφορὰ εἰς «ἁγιογραφημένον» Σταυρόν, γίνεται διὰ νὰ ἀποφύγη ὁ Σεβασμιώτατος τὸν σκόπελον, ὅτι ὅλα ἐντός τοῦ ἱ. ναοῦ φέρουν ἁπλοῦν Σταυρόν, ὥστε νὰ καταλήξη εἰς τοὺς δύο (Ὡραίας Πύλης, Ἁγίας Τραπέζης) διὰ νὰ ἀπορρίψη τὸν ἕνα. Πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς κακοδόξου ἰσχυρογνωμοσύνης του ἀφιερώνει ὑποκεφάλαιον εἰς τὸ τευχίδιον σχεδὸν τέσσερις σελίδες μὲ τίτλον «Ἡ σύγχυση μεταξὺ τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς» καὶ τοῦ «Τιμίου Σταυροῦ», γράφων μεταξὺ ἄλλων (σ. 22-25):
«Σὲ ὅλο τὸ φάσμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸν Τίμιο Σταυρὸ ποὺ ὑπῆρξε τὸ μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον νικήθηκε ὁ θάνατος, τὸ πεδίο πάνω στὸ ὁποῖο θριάμβευσε ἡ Ζωή. Τὸν Τίμιο Σταυρὸ ὑψώνει ἡ Ἐκκλησία καὶ σταυρο-προσκυνᾶ (στὶς 14 Σεπτεμβρίου καὶ τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως) -καὶ ὄχι ἐσταυρωμένο-προσκυνᾶ-… ἐνῷ τὸν Ἐσταυρωμένο μόνον τὴν Μ. Παρασκευὴ καὶ γιὰ μία μόνον ἡμέρα… Ὅμως, ἔχετε ἀκούσει πουθενὰ νὰ ὑπάρχει «Ἀκολουθία τοῦ Ἐσταυρωμένου» σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους; Πουθενά! Ἐπίσης, ἂς βροῦν κάποιοι ἕνα ὕμνο, ἕνα τροπάριο, ποὺ νὰ ἀναφέρεται σὲ «Ἐσταυρωμένο» καὶ σὲ “λατρεία τοῦ Ἐσταυρωμένου”».
Μᾶλλον ὁ Μητρ. Περιστερίου ἔχει ἐκφύγει ἐντελῶς, καθὼς ἐμμέσως διορθώνει τὸν Ἀπ. Παῦλον, ὁ ὁποῖος εἶναι σαφὴς «Ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον» (Κορ. Α΄ 1,23). Κατὰ τὸν Μητρ. Περιστερίου λοιπὸν ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν κηρύττει λάθος, διότι κηρύττει τὸν «Ἐσταυρωμένον», ἤτοι κατὰ τὸν Μητρ. Περιστερίου ἕνα «πεθαμένο Χριστό»!
Ὅμως διὰ νὰ μὴ ἀποφύγωμεν τὴν πρόκλησιν τοῦ Σεβασμιωτάτου συγκεκριμένα διὰ τὰ τροπάρια, ἀπαντῶμεν διὰ τοῦ ἰδίου ἐπιχειρήματος: Σεβασμιώτατε, δύνασθε νὰ εὕρητε ἕνα τροπάριον νὰ γράφη «Ἀναστημένον»; Ἂν οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῶν τροπαρίων διὰ τὴν «ἑορτῶν ἑορτὴν» δὲν ἀνέγραψαν «ἀναστημένον», ἀλλὰ διεκήρυξαν τὴν «πανήγυριν τῶν πανηγύρεων» διὰ τοῦ «Χριστὸς Ἀνέστη» (καὶ ὄχι «Χριστὸς Ἀναστημένος»), σημαίνει ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος εἶναι «ἄγευστος» τῆς θεολογικῆς σημασίας τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως καὶ δὲν τὰς κατανοεῖ. Πλεῖστα τροπάρια γράφουν «ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς», εἰς ἀόριστον καὶ μὴ διαχωρίζοντα τὰ δύο γεγονότα. Τί σημαίνει ὅτι θεωροῦν τὴν Ἀνάστασιν παρελθόν, ὅπως πιστεύει ὁ Σεβασμιώτατος διὰ τὴν Σταύρωσιν;
Ὅσον περὶ «λατρείας τοῦ Ἐσταυρωμένου», οὐδεὶς Ὀρθόδοξος ἰσχυρίσθη τοιοῦτον καὶ ἁπλῶς εἶναι «προβοκάτσια» τοῦ Σεβασμιωτάτου. Ὑπάρχει ὅμως «Ἀκολουθία τοῦ Ἐσταυρωμένου», τὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἀγνοεῖ: εἶναι ἡ «Ἀκολουθία τῶν Παθῶν». Μήπως ὅμως δὲν τὴν ἀγνοεῖ, ἀλλὰ διαχωρίζει τὴν Σταύρωσιν ἀπὸ τὸ Πάθος; Ὁ ἴδιος γράφει (σ. 8): «Τὴν Σταύρωσιν ποὺ ἀκολουθεῖ κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ μετὰ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀπεικονίζουμε μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο», δηλ. ἡ Σταύρωσις δὲν εἶναι μέρος καὶ ἀποκορύφωσις τοῦ Πάθους, ἀλλὰ ἕτερον γεγονὸς μετὰ τὸ Πάθος! Δὲν εἶναι αὐτὸ κακοδοξία;
Ὑφίσταται ὅμως εἰς τὰ παρατεθέντα γραφόμενά του ἕνα πρόβλημα μεῖζον ὅλων τῶν προηγηθέντων: διολίσθησις τοῦ Σεβασμιωτάτου εἰς τὴν εἰκονομαχικὴν αἵρεσιν καὶ μάλιστα διττῶς. Ἀφ’ ἑνὸς διαχωρίζει τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τὸν Σταυρωθέντα, ἀφ’ ἑτέρου ἀποδίδει προσκύνησιν εἰς τὸν Σταυρόν, ὄχι ὅμως εἰς τὸν Σταυρωθέντα. Πρόκειται καθαρῶς περὶ εἰκονομαχικῶν θέσεων.
Τὸ πρῶτο ἐπιχείρημά του, διὰ νὰ θεμελιώση αὐτὰς τὰς δύο θέσεις, εἶναι ἡ ἀποσύνδεσις τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὸν Κύριον. Θεωρεῖ ὅτι ὅλοι οἱ Σταυροὶ πλὴν ἐκείνου «τῆς Μ. Παρασκευῆς» εἶναι ἀνεικονικοὶ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἁγιογραφῆται μόνον ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δηλώνει τὴν Σταύρωσιν, δηλ. ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ ἄνωθεν τῆς Ὡραίας Πύλης. Δυστυχῶς, διὰ τὸν Σεβασμιώτατον, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διαφωνεῖ πλήρως μαζί του (βλ. Καντάρας, Α., Βυζαντινὰ ἐπιγράμματα στὸν Σταυρό. Συμβολὴ στὴ μελέτη τῆς λατρείας τοῦ σταυροῦ καὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων στὸ Βυζάντιο, Διδακτορικὴ Διατριβή, 2021, 187 καὶ 453):
«Στὸ ἀντίπαλο στρατόπεδο τῶν εἰκονομάχων τοποθετεῖται ὁ σύγχρονός τους Θεόδωρος Στουδίτης, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνοντας τὴν ἀνατροπὴ τῶν στίχων τῶν ὁμοτέχνων του συντάσσει ὁ ἴδιος ποιήματα ὡς «ἀντεπιχειρήματα»… μᾶς παραδίνονται τρία σχετικὰ ἐπιγράμματα, τὰ δύο ἐκ τῶν ὁποίων ἀναφέρονται μὲ ξεκάθαρο τρόπο ὄχι ἁπλὰ στὴν δυνατότητα ἀπεικόνισης τοῦ σταυροῦ μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀναγκαιότητα νὰ ἀπεικονίζονται μαζὶ προκειμένου νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὁ δημιουργός τους ἐχθρὸς καὶ ἀντίπαλος τοῦ σταυροῦ».
Ἰδοὺ τὸ ἐπίγραμμα:
«Πᾶς ὁ γράφων με καὶ γράφειν Χριστὸν θέλε, ἐπεῖπερ αὐτὸς συμπέμπλεκταί μοι πάθει, ἐμοῦ γὰρ ἐχθρὸς καὶ καθαιρέτης πέλει ὁ μὴ γράφων ἐκεῖνον, εἰ καὶ μὲ γράφει»
(Ὅποιος μὲ ἀπεικονίζει πρέπει νὰ θέλη νὰ παριστᾶ μαζὶ καὶ τὸν Χριστό, ἀφοῦ αὐτὸς μαζί μου ἑνώθηκε μὲ τὸ πάθος του. Γιατί ἐχθρός μου καὶ ἀντίπαλός μου εἶναι ὅποιος δὲν παριστᾶ Ἐκεῖνον, ἀκόμη καὶ ἂν ἐμένα ἀπεικονίζη).
Ἑπομένως, ἡ θέσις τοῦ Σεβ. Περιστερίου ὅτι ὁ Τίμιος Σταυρὸς δὲν εἶναι ταυτοχρόνως καὶ «Ἐσταυρωμένος» εὑρίσκεται εἰς τὸν ἀντίποδα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, δηλ. ἀποτελεῖ ἐπιχείρημα τῶν εἰκονομάχων!
Τὸ δεύτερον ἐπιχείρημα τοῦ Σεβασμιωτάτου εἶναι ὅτι κατὰ τὰς θεσπισμένας ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰς ἑορτὰς τοῦ Σταυροῦ, προσκυνητὸς εἶναι ἀποκλειστικὰ ὁ Σταυρὸς ἄνευ τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ μόνον ἅπαξ τὴν Μ. Παρασκευὴν τυγχάνει προσκυνήσεως καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος. Κατ’ ἀρχὰς αὐτὸ ἔρχεται εἰς πλήρη ἀντίθεσιν μὲ τὴν ὑμνολογίαν τῆς ἑορτῆς π.χ. 14ης Σεπτεμβρίου τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τ. Σταυροῦ (ἀντιστοίχως καὶ τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως). Τὸ πρῶτον τροπάριον εἰς τὰ στιχηρὰ τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀναφέρει:
«Σταυρὸς ἀνυψούμενος, τοῦ ἐν αὐτῷ ὑψωθέντος, τὸ πάθος τὸ ἄχραντον, ἀνυμνεῖν προτρέπεται κτίσιν ἅπασαν».
Καὶ τὸ τελευταῖον ἀπὸ τὰ ἰδιόμελα κατὰ τὴν προσκύνησιν, τὸ δοξαστικόν, ἐπίσης, γράφει:
«Ἡ φωνὴ τοῦ Προφήτου σου, Μωϋσέως ὁ Θεός, πεπλήρωται ἡ λέγουσα, Ὄψεσθε τὴν ζωὴν ἡμῶν κρεμαμένην, ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν».
Ὡς εἶναι ἡλίου φαεινότερον, ὄχι μόνον δὲν ὑφίσταται διάκρισις μεταξὺ Σταυροῦ καὶ Κυρίου, ἀλλὰ οἱ πιστοὶ προτρέπονται νὰ Τὸν δοξάσουν διὰ τὸ Πάθος βλέποντες Αὐτὸν «κρεμάμενον»! Προτρέπονται νὰ δοξάσουν τὸν Ἐσταυρωμένον!
Κατὰ δεύτερον, ὁ τρόπος ἀναδείξεως τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι χαρακτηριστικός, «γιατί εἶναι πολὺ παλαιὸς» (Φουντούλης, τ. Δ΄, σ. 46):
«Ἡ μεγάλη ἑορτὴ ἦταν τὰ Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ (13 Σεπτεμβρίου). Ἡ Ὕψωση, ἡ δευτέρα ἑορτή… ὑψώθηκε σὲ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ –ἔγινε Δευτέρα Μεγάλη Παρασκευὴ- τόσο ποὺ ἐπισκίασε τὰ Ἐγκαίνια (τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως)».
Μήπως αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τὴν ἐθέσπισαν «νὰ κατέχη τὰ ἴσα τῆς Μ. Παρασκευῆς», νὰ εἶναι «δεύτερη Μ. Παρασκευή», ἦσαν «ἀσεβεῖς» ἢ «φονταμενταλισταὶ» ἢ «ἐσταυρωμενολάτρες» (ὅπως γράφει ὁ Σεβασμιώτατος) καὶ ἐπεσκίασαν τὴν Ἀνάστασιν; Εἶναι πλέον τοῦ βεβαίου ὅτι ἐγνώριζαν περισσότερα γράμματα ἀπὸ τὸν Σεβ. Περιστερίου, νῦν Καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου, καὶ ἐμφοροῦντο ἀπὸ τὴν ζῶσαν Θεολογίαν, ὥστε νὰ μὴ ἀποσυνδέουν οὔτε τὴν Σταύρωσιν ἀπὸ τὴν Ἀνάστασιν, οὔτε πολὺ περισσότερον τὸν Σταυρὸν ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ τὴν μίαν προσκύνησιν τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένον.