ἐξῆλθε δὲ Λὼτ …εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε. (Γενεσις 19,7)
Ο Λωτ, ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος εν μέσω πολλών ανόμων, και ζούσε στα Σόδομα με την σύζυγό του και τις δύο θυγατέρες του. Ο πιστός Αβραάμ ρώτησε τον Θεό: μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; (Θα καταστρέψεις τον δίκαιο με τον ασεβή;) (Γένεση 18:23). Ο Θεός απάντησε τότε στον πιστό Αβραάμ ότι όχι μόνο δεν θα κατέστρεφε τον δίκαιο, αλλά αν υπήρχαν δέκα δίκαιοι σε αυτήν την πόλη, θα έσωζε ολόκληρη την πόλη χάριν αυτών των δέκα. Ωστόσο, μόνον ένας δίκαιος άνθρωπος βρέθηκε στα Σόδομα, ο Λωτ, και αυτός ήταν ξένος! Ακριβώς όπως πριν από τον κατακλυσμό υπήρχε μόνο ένας δίκαιος άνθρωπος στον κόσμο, ο Νώε, έτσι και πριν από την καταστροφή των Σοδόμων υπήρχε μόνο ένας δίκαιος άνθρωπος σε αυτήν την πόλη, ο Λωτ. Ο Λωτ ήταν όμοιος με τον θείο του τον Αβραάμ σε κάθε αρετή, κυρίως δε στην υπακοή του προς τον Θεό και στη φιλοξενία του. Οι Σοδομίτες τον μισούσαν, επειδή ήταν ξένος και ακόμη περισσότερο, επειδή ήταν δίκαιος.
Αδελφοί, μη πονηρεύσησθε, τους προέτρεψε ο Λωτ. Αποκάλεσε αδελφούς του τους διεφθαρμένους ανθρώπους, για να τους ηρεμήσει και να τους υπενθυμίσει να μην διαπράξουν κακό, προκειμένου να τους σώσει. Αλλά τα αδελφικά λόγια του τους προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη οργή. Ο Λωτ κρίθηκε άξιος να τον επισκεφτούν οι άγγελοι του Θεού και να τον ελευθερώσουν από αυτή τη διεφθαρμένη πόλη, της οποίας οι μεγάλες αμαρτίες έφθαναν σαν κραυγή μέχρι τον Θεό. Και οι διεφθαρμένοι Σοδομίτες επιτέθηκαν στο σπίτι του Λωτ με πονηρό σκοπό, για να μολύνουν την ιερότητα της φιλοξενίας.
Αδελφοί, μη πονηρεύσησθε, τους
ζήτησε ο Λωτ. Αλλά γιατί να ακούσουν οι αποκτηνωμένοι αυτοί έναν
άνθρωπο, αφού δεν φοβόταν τον Θεό; Αυτός είναι ο λόγος που οι άγγελοι
του Θεού τους τιμώρησαν με τύφλωση: τοὺς δὲ ἄνδρας τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς
θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, (Και
τιμώρησαν τους ανθρώπους που ήταν στην πόρτα του σπιτιού με τύφλωση, από
μικρού εως μεγάλου (Γένεση 19:11).
Τότε οι άγγελοι οδήγησαν τον Λωτ έξω από την πόλη των αδίκων και άφησαν
να πέσει καταιγίδα από θειάφι και φωτιά πάνω στην πόλη. Έτσι, η άνομη
πόλη χάθηκε, και ο μόνος δίκαιος άνθρωπος στην πόλη σώθηκε· κρείσσων γὰρ εἷς ἢ χίλιοι (Προτιμότερος είναι ένας δίκαιος άνθρωπος από χίλιους αμαρτωλούς (Σειρ. 16: 3).
Ω Δίκαιε Θεέ, Εσύ που ουδέποτε εγκαταλείπεις τον δίκαιο άνθρωπο, διόρθωσέ μας τις αδικίες μας και σώσε μας, Κύριε.
Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» -Δεκέμβριος)