Ήταν 26 Οκτωβρίου του 1957, όταν τελείωσε η επίγεια διαδρομή του Νίκου Καζαντζάκη, ως γήϊνη πραγματικότητα – παρουσία.
Άφησε στο συγγραφικό έργο του, το ανώτερο προσωπικό του επίπεδο εσωτερικής δραματικής διαπάλης στην αντίθεσή του, ως πνευματικός πυρήνας, με την αλήθεια του Ευαγγελίου.
Ίσως αυτό το βίωμά του να είχε τις ρίζες του (πηγές) στις εσωτερικές σχέσεις της οικογένειάς του.
Είναι φανερή στα έργα του και η επιρροή του από τον Φρόϋντ, ο οποίος πίστευε, ως προσδιοριστικές αιτίες των κοινωνικών φαινομένων, (θεσμοί, θρησκεία κ.λ.π.) το σεξουαλικό ένστικτο.
Η τεράστια πρόοδος των φυσικών επιστημών (19ος αιώνας) και οι εφαρμογές του στον κοινωνικό βίο, δημιούργησαν αλληλοσυγκρουόμενα φιλοσοφικά ρεύματα, των οποίων ο θόρυβος, ο βόμβος και μυκηθμός ακούγονται μέχρι σήμερα, επηρρεάζοντα χιλιάδες ανθρώπων.
Ανάμεσα στη διαχρονική πορεία του Ορθοδόξου πνεύματος και της ηλεκτρισμένης από τον υλισμό ατμόσφαιρας ευρισκόμενος (φιλοσοφικά) ο Καζαντζάκης, δεν έλαβε (δυστυχώς), ως φιλόσοφος – ερευνητής, στα σοβαρά, προσεκτικά, την Θεόπνευστη συμβουλή του Απ. Παύλου: «πάντα δε δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε∙ από παντός είδους πονηρού απέχεσθε» (Α΄ Θεσ., Ε, 21). Δεν επέλεξε συνειδητά τη ζωή της Εκκλησίας και αυτό έγινε αιτία πτώσεών του, βλασφήμων κυρίως. Ο λόγος του Θεού σαφής και προειδοποιητικός.
Α) «Ιδού τέθηκα ενώπιόν σου σήμερον την ζωήν και τον θάνατον» (Δευτ. 30, 15).
Β) «Τι γαρ ωφελείται εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. ιστ΄, 26).
Από τη φασματική – φιλοσοφική ανάλυση των έργων του Καζαντζάκη διακρίνουμε επάνω του μια μαγνητίζουσα επιβολή του Νίτσε, της θεοσοφίας, του υπαρξισμού, του Μπέρξον∙ έναν Σάρτρειο δηλ. κόσμο αντίληψης και συναισθήματος.
Ο Φράνσις Ζανσόν, μελετητής του Γαλλικού υπαρξισμού (Σαρτρ), τόνισε: «Ο υπαρξισμός είναι η φιλοσοφία του ανθρώπινου επαμφοτερισμού».
Στο βιβλίο «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη, διαβάζουμε (σελ. 7):
«Ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα∙ ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια».
Είχε δίκιο ο Φράνσις Ζανσόν, όπως συμπεραίνουμε και από την τοποθέτηση της Ελένης Σαμίου – Καζαντζάκη (σύζυγός του), η οποία είπε: «Είναι υπαρξιστής φιλόσοφος, ναι. Αλλά, όπως πολύ ορθά είπαν πολλοί μελετητές του υπαρξισμού, οι υπαρξιστές φιλόσοφοι, αν υπάρχει κάτι που τους συνδέει, είναι οι διαφορές τους και όχι οι ομοιότητές τους» (Βιβλίο «οι παρεξηγημένοι», σελ. 31 του Κώστα Χατζιδάκη – Εκδ. ΔΡΟΜΩΝ).
Πληροφοριακά, ο Μπέρξσον (1859-1941) είναι ο κύριος εκπρόσωπος της ενορασιοκρατικής άποψης (ενόραση), η οποία προσπαθεί να κάμει υπέρβαση της εμπειρίας και της λογοκρατίας, δηλ. ένας τρόπος γνώσης χωρίς την παρέμβαση του λογικού ή (αλλιώς) η ικανότητα κάποιου να έχει συνείδηση πραγμάτων που δεν είναι αντιληπτά με τις φυσικές αισθήσεις.
Αυτή η φιλοσοφική θεωρία έγινε δεκτή από τον Καζαντζάκη με τρόπο «ενεργητικό», την δούλεψε μέσα του στα όρια αυτόχθονης σκέψης και προσπάθησε, έτσι, να ερμηνεύση το γεγονός «ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ – ΧΡΙΣΤΟΣ» σε ιδεαλιστικό (κατά Μπέρξον) ορίζοντα. Αυτό το λάθος του, ως προβολή της σκέψης του στο πρόσωπο του Ιησού, βρίσκεται στο έργο του όχι μόνο σαν αστοχία στη γνώση της ζωής του Χριστού αλλά, το χειρότερο, σε επίπεδο βλασφημίας.
Η φιλοσοφία του Καζαντζάκη γύρω από το πρόσωπο του Χριστού δεν είναι σε καμμία περίπτωση παιδαγωγούσα φιλοσοφία, ως πνευματική κατάκτηση και αναβαθμός θεολογικού πολιτισμού. Ως απλός άνθρωπος, όχι της καθημερινότητας, τον καθόριζαν οι ακραίες «υπαρξιακές» οριοθετήσεις της ανθρώπινης ζωής, έρωτας και θάνατος δηλ., τις οποίες μετέφερε φανταστικά στις συνθήκες παρουσίας του Σαρκωθέντος Χριστού.
Στις αστοχίες (αμαρτήματα) οδηγείται η ανθρώπινη διανόηση, όταν στερείται εκκλησιαστικής εμπειρίας – παιδείας, όταν ο υλισμός αποκοιμίζει τους μαθητές του, όταν κλείνουν την θύρα της ψυχής οι άνθρωποι στο φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όπως – δυστυχώς – ο Νίκος Καζαντζάκης. Στα έργα του Καζαντζάκη, στις αναφορές του στο Θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, είναι εμφανής η αποδυνάμωση των αρχών – λειτουργιών της Λογικής ως επιστήμης και της λογικής, ως φυσικής δυνάμεως του Νου.
Στο επίπεδο συνολικής θεώρησης των έργων του, ως συνισταμένη των αναφορών του στο Χριστό, διακρίνουμε ως πεδίο ορισμού των Οντολογικών και αξιολογικών προτάσεών του περί Χριστού όχι το Ευαγγέλιο, ως όφειλε, αλλά τις σκέψεις, τις συναισθηματικές αποχρώσεις και τις βουλητικές τάσεις ενός εμπαθούς – σαρκικού ανθρώπου.
Ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης, σχετικά, έχει τονίσει για το έργο του Καζαντζάκη:
Α) «Ο Καζαντζάκης προσβάλλει τον ιδιωτικό βίον του Υιού της Παρθένου, πλέκων δια της νοσηράς φαντασίας διηγήσεις, αι οποίαι ουδε κόκκον ιστορικότητος εμπερικλείουν».
Β) «Ο Καζαντζάκης, ο οποίος εκ της ψυχοσυνθέσεώς του αρέσκεται να βλέπη όλους τους ήρωας των μυθιστορημάτων του ως δίποδα κτήνη να πίπτουν και να κολυμβούν και να ηδονίζωνται μέσα εις το βορβορώδες τέναγος των σεξουαλικών επιθυμιών, επεκτείνει δυστυχώς την νοσηράν φαντασίαν του και μέχρι του Κυρίου».
Γ) «Ο άθλιος Καζαντζάκης και εις το πρόσωπον του Χριστού ήθελε να εφαρμόση με όλας τας συνεπείας της την περί σεξουαλισμού θεωρίαν Φρόϋντ, η οποία υπό τα πλήγματα της υγιούς ψυχολογίας διασήμων επιστημόνων κατέρρευσε πλέον εις ερείπια» (Βλέπε βιβλίο «Αντιβλασφημικός Αγών»).
Αβίαστα μπορούμε να ισχυρισθούμε, ότι ο Καζαντζάκης «ερμήνευσε» τον Κύριο μέσα από τον Καζαντζάκη, δεμένος με τη Γη, δίχως μάτια προς τον ουρανό, προς την Θεία Αποκάλυψη (Αγ. Γραφή και Ι. Παράδοση).
Επαναλαμβάνουμε, ότι το πρόβλημα στη διανόησή του εστιάζεται στην αντιφατική συνύπαρξη δύο οντικών σημείων της βιοθεωρίας του. Το πρώτο σημείο είναι ο αφετηριακός άξονάς του, η ιστορικότητα του Χριστού, την οποία ορθώς δέχεται, αλλά ο δεύτερος άξονας προσανατολισμού της σκέψης του, ερμηνευτικής του προσώπου του Χριστού, δεν είναι η Γραφή και η Ι. Παράδοση, δυστυχώς. Είναι η εμπαθής, εσωτερική, υποκειμενική τοπογραφία της ψυχής του. Είναι πρόβλημα Λογικής και λογικής!
1ο Σχόλιο: «Αν, όμως, επιτρέψεις στον εαυτό σου να παρασυρθεί από την μανία του νου, θα αποδειχθείς σκαθάρι που γεννιέται από την κοπριά και προσπαθεί με τα ασθενή πτερά του να ανέβει στον ουρανό, αλλά κάθε τόσο πέφτει μαζί τους κάτω» (Αγ. Μάξιμος Γραικός, Λόγος Ι΄).
2ο Σχόλιο: «Τα λόγια της θρησκείας μας, τα διαβάζουν μεν οι σπουδαγμένοι, και τα περιεργάζονται, αλλά μοναχά απ’ έξω, όπως ψηλαφεί ο τυφλός τα διάφορα πράγματα, δίχως να εινε εις θέσιν να εννοήσει τι κρύβουν παραμέσα. «Η απιστία, λέγει ένας άγιος, είναι μια λέπρα της ψυχής, όπου ψηλαφεί μεν τα λόγια της θρησκείας, αλλά δεν τα νοιώθει, διότι τα χέρια του λεπρού είναι αναίσθητα και νεκρά» (Βιβλίο «Σημείον Μέγα» - Φώτης Κόντογλου, Σελ. 17).
3ο Σχόλιο: «Πως είναι δυνατόν ένας «τετυφωμένος νους» (Β΄ Τιμ. Γ, 4), να πλησιάσει και να προσεγγίσει το «ξένον μυστήριον», το «παράδοξον μυστήριον». Τότε η ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να γίνει δέκτης και αποδέκτης της αυτοαποκαλύψεως του Θεού στο πρόσωπο του Λόγου Του, που σαρκούται στο πρόσωπο του Χριστού, για να σκηνώσει ανάμεσά μας» (Αλεξ. Βάμβας - θεολόγος).