Τον
Άγιο Βησσαρίωνα αξιώθηκα να τον συναντήσω μια και μοναδική φορά. Γύριζα
από την Αθήνα μαζί με ένα φίλο μου λιμενικό, ευσεβή άνθρωπο. Είχαμε
πάει να επισκεφτούμε τον Άγιο Ιάκωβο που νοσηλευόταν στην καρδιολογική
μονάδα του Λαϊκού Νοσοκομείου. Ο φίλος μου, μου πρότεινε να πάμε στη
Μονή Αγάθωνος για να γνωρίσω έναν «άγιο παππούλη», όπως μου είπε.
Όταν φτάσαμε στο μοναστήρι, ο Γέροντας μας
περίμενε στην είσοδο της εκκλησίας. Μας καλωσόρισε με την αδύνατη και
βραχνή φωνή του. Ο φίλος μου με σύστησε στο Γέροντα. Αφού προσκυνήσαμε
την Παναγία Αγαθωνίτισσα και την κάρα του Αγίου Αγάθωνος, κτήτορος της
Ιεράς Μονής, καθίσαμε στο νάρθηκα και συνομιλήσαμε. Όλη η ατμόσφαιρα
γύρω από τον Γέροντα ήταν ειρηνική. Αυθόρμητα τότε του είπα:
«Γέροντα,
μπορώ να εξομολογηθώ;». Πρόθυμα μου απάντησε: «Ναι, παιδί μου». Μεταξύ
των άλλων του είπα ότι κατά την επίσκεψη του Πατριάρχη Δημητρίου στο
Βόλο, στο επίσημο γεύμα προς τιμήν της εκκλησιαστικής και πολιτικής
ηγεσία της χώρας, ενώ ήταν Παρασκευή, έγινε κατάλυση ιχθύος. Ένας από
τους Αρχιερείς, ο Σάμου Παντελεήμων, με τον οποίο είχαμε παλιά γνωριμία,
ήρθε στο σπίτι μας όπου του κάναμε το τραπέζι με νηστήσιμα. Αυτός, τότε
μας είπε: «Τώρα θα με ψάχνουν στο επίσημο γεύμα, αλλά εγώ δεν θα
καταλύσω τη νηστεία της Παρασκευής». Αφού το άκουσε αυτό ο άγιος
Βησσαρίων μου είπε: «Παιδί μου, να μη σε απασχολούν τέτοια πράγματα. Εσύ
να κοιτάζεις τον εαυτό σου». Μετά μου διάβασε συγχωρητική ευχή.
Βγαίνοντας από το παρεκκλήσιο του Αγίου Χαραλάμπη, μας οδήγησε με το
φίλο μου μπροστά στη βόρεια Πύλη του Ιερού. Μπήκε μέσα και όταν βγήκε
κρατούσε ένα τετράδιο με Ευχές (χειρόγραφο Ευχολόγιο). Μου είπε να
γονατίσω και αφού έβαλε το πετραχηλάκι του στο κεφάλι μου, άρχισε να
διαβάζει χαμηλόφωνα με τη βραχνή φωνούλα του, αμέτρητες Ευχές. Δεν
μπορούσα να ξεχωρίσω τα λόγια του. Εκείνο όμως που μπορώ να βεβαιώσω
ήταν ότι όσο διάβαζε τις Ευχές, το πετραχήλι στο κεφάλι μου άρχισε να
ζεσταίνεται σαν να το είχες βάλει στην πρίζα.
Στο τέλος, σχεδόν έκαιγε! Εγώ από κάτω γονατιστός είχα ιδρώσει. Όταν
τελείωσε, σηκώθηκα και αφού φίλησα το χέρι του και το πετραχήλι του ο
Γέροντας μπήκε στο Ιερό και βγήκε κρατώντας ένα σταυρό ευλογίας με τον
οποίο άρχισε να σταυρώνει πολλές φορές το κεφάλι του φίλου μου ο οποίος
είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Εγώ πήγα πιο πίσω και έβαλα το χέρι μου στο
κεφάλι μου για να διαπιστώσω αν το πετραχήλι έκαιγε πραγματικά.
Πράγματι, το κεφάλι μου έκαιγε. Χαιρετήσαμε τον Γέροντα, τον
ευχαριστήσαμε και φύγαμε.
Καθώς προχωρούσαμε προς την έξοδο της μονής,
μου λέει ο φίλος μου: «Αν σου πω κάτι, δεν θα το πιστέψεις. Είδες ότι ο
Γέροντας με σταύρωνε με έναν μεγάλο σταυρό; Ο σταυρός έκαιγε! Πρώτη φορά
μου συμβαίνει τέτοιο γεγονός». Και εγώ με τη σειρά μου του ανέφερα τη
δική μου εμπειρία με το πετραχήλι.
Αξίζει να
αναφέρουμε μια διήγηση της γερόντισσας Μακρίνας, Πορταριάς για τον άγιο
Βησσαρίωνα. Έλεγε η Γερόντισσα: «Αυτός ο πατήρ Βησσαρίων είναι από τους
μεγαλύτερους ασκητές που έχω γνωρίσει. Μια φορά που πήγα στο μοναστήρι
συνομιλήσαμε μέσα στην εκκλησία καθισμένοι σε δυο στασίδια. Τον ρώτησα
για τη ζωή του. Πως περνάει τις μέρες του και τις νύχτες του. Τι
πρόγραμμα πνευματικό ακολουθεί». Ο άγιος επειδή ήξερε σε ποιον μιλάει,
άνοιξε την καρδιά του. Της είπε: «Άκουσε Γερόντισσα. Εγώ σχεδόν όλη την
ημέρα και όλη τη νύχτα, είμαι μέσα στην εκκλησία. Διαβάζω και
προσεύχομαι. Όταν κουραστώ πολύ, όπως κάθομαι στο στασίδι παίρνω λίγο
ύπνο και πάλι ξυπνάω και συνεχίζω το πρόγραμμά μου». Η Γερόντισσα
έκπληκτη τον ρώτησε: «Δεν έχεις δικό σου κελάκι, Γέροντα, να πας να
ξαπλώσεις και να ξεκουράσεις λίγο τα πόδια σου;». «Γερόντισσα, και κελί
έχω και κρεβάτι έχω. Αλλά δεν μου είναι απαραίτητα. Και εδώ στην
εκκλησία καλά είναι». Τελειώνοντας η Γερόντισσα είπε: «Ο π. Βησσαρίων
είναι από τους μεγαλύτερους ασκητές»!
Ο πατήρ Δαμασκηνός μας διηγήθηκε κάποτε: «Όταν ο Γέροντας
επέστρεφε στο μοναστήρι μετά από περιοδεία με την εικόνα της Παναγίας
στα γύρω χωριά, έφερνε διάφορα αγροτικά προϊόντα που του έδιναν οι
πιστοί (πατάτες, όσπρια και άλλα). Ο ηγούμενος θεωρούσε καλό ένα μέρος
από αυτά να τα χαρίζει σε διάφορα “σημαντικά” πρόσωπα, όπως προέδρους,
δασάρχες και άλλους. Ο πατήρ Βησσαρίων διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό λέγοντας:
Αυτές τις ευλογίες που έφερα είναι για το μοναστήρι και τους φτωχούς
ανθρώπους. Δεν τις έφερα να ταΐζουμε τους χορτάτους. Ο Γέροντας σε
κανέναν δεν χαριζόταν, όταν έβλεπε την αδικία και αυτό δεν ήταν χωρίς
“κόστος”.
Άλλη φορά, την ώρα της τράπεζας ο π.
Βησσαρίων έτρωγε κοτόσουπα με ένα μικρό κουταλάκι γιατί είχε δυσκολία
στην κατάποση. Μερικές σταγόνες από τη σούπα είχαν πέσει στα γένια του.
Ένας από τους πατέρες σιχάθηκε από το θέαμα αυτό και εξαγριωμένος, πήρε
το πιάτο με τη σούπα και περιέλουσε το Γέροντα. Αμέσως δε δρομέως βγήκε
από την τραπεζαρία. Ο Γέροντας χωρίς να ταραχθεί, πήρε μια πετσέτα και
σκούπιζε το πρόσωπό του και τα γένια του. Ένας από τους πατέρες πολύ
λυπημένος για το γεγονός, του είπε: Γέροντα, θέλετε να σας φέρω ένα άλλο
πιάτο σούπα; Ναι παιδί μου, απάντησε ο Γέροντας και άρχισε να τρώει σαν
να μην είχε συμβεί τίποτα!». Αυτό δείχνει την απάθεια στην οποία είχε
φτάσει ο άγιος Βησσαρίωνας.
Ο άγιος Βησσαρίωνας με
τον ασκητικότατο βίο του και την υψηλή πνευματική του πολιτεία
νοιαζόταν και για την πατρίδα και για τους συμπατριώτες του. Όταν είχε
εμφανιστεί το νεοσύστατο κόμμα, ΠΑΣΟΚ με τον “χαρισματικό” και λαοπλάνο
ηγέτη του, Ανδρέα Παπανδρέου, έλεγε ο Γέροντας: «Κάθε ψήφος σ’ αυτόν τον
άνθρωπο και σ’ αυτό το κόμμα είναι ένα καρφί στο σώμα του Χριστού!».
Έβλεπε με το προφητικό του μάτι, τις συμφορές που περίμεναν την πατρίδα
μας από αυτόν και τους διαδόχους του. Γι’ αυτό ο λόγος του ήταν φοβερός.
Για έναν από αυτούς, τον Κ. Σημίτη, που πήγε στο μοναστήρι να
συναντήσει τον π. Γερμανό, τον Ανυπόμονο, ως παλιό συναγωνιστή τους, ο
άγιος Βησσαρίων, ο πράος και ταπεινός είπε: «Ήρθε κι αυτός ο
παλιάνθρωπος!». Θυμηθήκαμε τα λόγια του Κυρίου για τον Ηρώδη:
«εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ». Ο άγιος Βησσαρίων ήταν πραγματικός μιμητής
του Διδασκάλου του!