«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
Θα σᾶς εἰπῶ τώρα δύο περιπτώσεις τραγικοῦ θανάτου γιά να ἰδῆτε πῶς πεθαίνουν αὐτοί πού δέν φοβοῦνται τον Θεό καί δέν θέλουν να μετανοήσουν.
Κάποια ἡμέρα ἦλθε μία δυστυχισμένη γυναῖκα ἀπό τήν Τρανσυλβανία (Ἀρντεάλ) καί μοῦ εἶπε:
-Πάτερ, ὁ ἄνδρας μου ἀπό τότε ποῦ παντρευθήκαμε δέν ἦλθε στήν Ἐκκλησία, δέν προσεύχεται, δέν νηστεύει, κατακρίνει τούς ἄλλους, εἶναι μέθυσος καί ἀκόλαστος. Καί ἰδού πῶς τόν ἐπαίδευσε ὁ Θεός. Τώρα τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, πρίν ἀπό τό Ἅγιο Πάσχα, ἦλθε σπίτι ἀπό τήν δουλειά του καί μέ διέταξε νά σφάξω ἕνα κοτόπουλο καί νά τοῦ ἑτοιμάσω νά φάει. Μάταια προσπάθησα νά τοῦ εἰπῶ ὅτι αὐτό εἶναι ἁμαρτία, ὅτι εἶναι ἡ Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας. Καί ἐπειδή φοβήθηκα ὅτι θά μέ κτυπήση, ἐξετέλεσα τήν ἐντολή του.
Τό βράδυ, ὅταν ἦλθε ἀπό τήν δουλειά του, μ᾿ἐρώτησε:
-Μαγείρεψες λάχανο μέ τό κρέας;
Σοῦ τό μαγείρεψα. Τοῦ εἶπα. Εἶναι στό μαγειρεῖο.
Καί ἀφ’ὅτου ἄρχισε να τρώγει, τόν τιμώρησε ὁ Θεός, διότι πνίγηκε ἀπό ἕνα μικρό κοκκαλάκι καί σέ λίγο ἀπέθανε. Γι᾿ αὐτό ἦλθα πάτερ, νά τόν βάλετε στίς προσευχές σας, στίς ἀκολουθίες. Μπορεῖ νά τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, γι’αὐτό τό μεγάλο κακό πού ἔκανε. Εἶναι καί τελείως ἄπιστος.
-Γυναῖκα, τῆς εἶπα ἐγώ: Δέν μποροῦμε νά τόν μνημονεύουμε στίς ἀκολουθίες μας διότι ἦταν ἄπιστος. Ἀπέθανε μέ δική του ἐνοχή σάν ἕνας αὐτόχειρας.
Καί τώρα θα σᾶς εἰπῶ πῶς ἀπέθανε ἕνας ἄλλος κακός ἄνθρωπος.
Μία ἡμέρα ἦλθε μία γυναῖκα ἀπό χωριό τῆς κοιλάδος τῆς Μολδαβίας καί μοῦ ἔδωσε ἕνα χαρτί μέ τό ὄνομα τοῦ συζύγου της, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει προσφάτως καί ξαφνικά. Καί τήν ἐρώτησα:
-Ἔε γυναῖκα, πές μου πῶς ἀπέθανε ὁ ἄνδρας σου νά ἐξετάσω ἄν πρέπει νά τόν μνημονεύουμε στις ἀκολουθίες μας. Διότι τούς ἀπίστους, μεθύσους, αἱρετικούς, ἀκολάστους, πού πεθαίνουν ἀμετανόητοι, δέν μποροῦμε να τούς μνημονεύουμε στό Ἅγιο Βῆμα.
-Πάτερ, ἡ ἄνδρας μου ἦταν μέθυσος καί ἀκόλαστος. Δέν ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία, δέν ἐξωμολογεῖτο καί δέν κρατοῦσε νηστεῖες οὔτε τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Δέν ἤξερε τί εἶναι Κυριακή, ποιά εἶναι ἡμέρα νηστείας ἤ γιορτή. Γι᾿ αὐτό καί ἐγώ ἐξ αἰτίας του δέν ἠμποροῦσα να κοινωνήσω γιά πολλά χρόνια. Τώρα στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Νηστείας, ἐρώτησα τόν πνευματικό μου πατέρα τί νά κάνω. Καί αὐτός μοῦ εἶπε: «Πήγαινε νά μείνης κρυφά σέ κάποιο συγγενῆ σου μία ἑβδομάδα γιά νά μείνης καθαρή ἀπό σαρκικές ἁμαρτίες μέ τόν ἄνδρα σου. Κατόπιν ἔλα νά ἐξομολογηθῆς καί ἐγώ θά σέ κοινωνήσω μέ Μεγάλο Ἁγιασμό.
Ἔτσι ἔκαμα ὅπως μοῦ εἶπε ὁ Πατήρ. Ἐπῆγα στήν νουνά μου καί τῆς εἶπα νά εἰπῆ στό παιδί μου κι αὐτό στόν ἄνδρα μου ὅτι εἶμαι στό νοσοκομεῖο. Ἔτσι ἠμποροῦσα νά νηστεύσω κι ἐγώ γιά μερικές ἡμέρες μέ ἀποχή ἀπό σαρκικές σχέσεις.
Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν δουλειά του, ἐρώτησε τό παιδί μας:
-Ἔε Βασίλη, ποῦ εἶναι ἡ μαμά σου;
-Ἔχει πάει στό νοσοκομεῖο.
-Ἔχε τόν νοῦν σου. Ὅταν ἔλθη νά ἔλθη σέ μένα τήν θέλω.
Ἀλλά βλέπετε τώρα τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Τήν στιγμή ἐκείνη ξαφνικά ἔπεσε κάτω στό πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ μας ὁ ἄνδρας μου, ἐξ αἰτίας τῆς μέθης, καί τοῦ κόπηκε μία ἀρτηρία τῆς καρδιᾶς του. Ἄρχισε νά οὐρλιάζει ἀπελπισμένος: Βοήθεια, βοήθεια. Καλέστε τό «Πρώτων Βοηθειῶν» νά μέ πᾶτε στό νοσοκομεῖο. Πεθαίνω!
Καί κατά τά μεσάνυκτα ἔβλεπε τίς φλόγες τῆς κολάσεως καί τούς δαίμονες καί ἀναφωνοῦσε μέ στεναγμούς: Τό καμίνι τῆς κολάσεως! Ὁ πύρινος ποταμός! Κοιτᾶξτε τούς διαβόλους ἔρχονται νά μέ πάρουν…! Μή μέ ἀφήνετε! Μή μέ ἀφήνετε νά μέ ρίξουν στό καμίνι τῆς κολάσεως! Ἔε γυναῖκα, μή μέ ἀφήνεις! Καί μέσα στίς φωνές του ἀπέθανε!
Εἴδατε τήν δίκαιη ὀργή τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτούς πού δέν θέλουν νά μετανοήσουν; Διότι, προσέξετε τί μᾶς λέγει καί τό Ψαλτήριο: «Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι πονηρός καί αὐτοί πού μισοῦν τόν δίκαιο, σφάλλουν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ». Μακάριοι καί τρισμακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προσεύχονται καί κρατοῦν τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ νηστεία ἐπιμηκύνει τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας λέγει: «Πολλές καί παχές τροφές ἐπιβαρύνουν τό στομάχι καί μεγάλες ἀσθένειες ἦλθαν ἀπό τήν πολυφαγία στόν κόσμο. Ἐνῶ ἡ νηστεία καί ἡ ἐγκράτεια πάντοτε διατηροῦν τήν σωματική ὑγεία».
Εἶδες τον ἅγιο Εὐθύμιο τόν Μέγα; Ἐπί τριάντα χρόνια δέν γεύθηκε τό ψωμί καί μαγειρευμένο φαγητό στήν φωτιά. Μόνο μέ χόρτα διατρεφόταν καί ἔζησε περί τά 100 χρόνια. Εἶδες τόν ἅγιο Λεόντιο ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος; (μᾶλλον τῆς Μονῆς Διονυσίου). Δέν ἤπιε ποτέ κρασί, οὔτε ἔβαλε λάδι στό φαγητό του. Καί ἔτρωγε μόνο φροῦτα καί ὠμές ρίζες ἀπό διάφορους θάμνους καί χόρτα. Δέν ἔφαγε σέ ὅλη του τήν ζωή μαγειρευμένο φαγητό, οὔτε ψωμί οὔτε κρασί! Μόνον ὅταν κοινωνοῦσε ἔπινε ἕνα κουταλάκι τοῦ γλυκοῦ κρασί. Ἔτσι! Καί εἶχε ὅλη τήν ἐλπίδα του μόνο στόν Θεό!
Τί μᾶς λέγει ὁ Σωτῆρας μας; Ὄχι μόνο μέ τό ψωμί μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά κυρίως μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέν μᾶς ἔδωσε ἐλπίδα ἀπ’αὐτό τό θνητό μας σῶμα, τό ὁποῖο γρήγορα θά πάει καί πάλι στό χῶμα. Διότι, ἐάν ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει τήν φλόγα ἑνός κεριοῦ, πῶς θα ἀντέξει ἐκεῖ στόν ἅδη τήν αἰώνια φωτιά γι᾿ αὐτούς πού ἔφυγαν ἀπ
᾿ αὐτή τήν ζωή ἀμετανόητοι; Τότε θά ἰδεῖ ὁ καθένας μας ὅλα αὐτά καί θά τρομάξει.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Δεῖτε καί:
ΠΕΝΤΕ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (1)
ΠΕΝΤΕ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (2)
ΠΕΝΤΕ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (3)