«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Πάντοτε νά εἶσαι, ἀδελφέ, μέ τήν σκέψι τοῦ θανάτου, μέ τήν τελική κρίσι, μέ τήν μνήμη τῆς κολάσεως καί μέ τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς σου. Ἀκόμη νά ἐνθυμῆσαι τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τήν δόξα τῶν δικαίων, τήν ἀπόφασι τῆς ἐσχάτης κρίσεως, διότι ὅλα αὐτά μᾶς κρατοῦν σέ ἐπαγρύπνησι. Δηλαδή, ἐάν σκέπτωμαι ὅτι πεθαίνω, χρειάζεται νά ἑτοιμασθῶ.
Ποιός ἠμπορεῖ νά μᾶς εἰπεῖ ὅτι αὔριο θά συναντηθοῦμε μέ τό φῶς τοῦ ἡλίου; Ποιός ἠμπορεῖ νά μᾶς ἐπιβεβαιώσει ὅτι θά ζήσουμε καί τήν αὐριανή ἡμέρα; Κανείς δέν ξέρει γιά τό αὔριο, διότι ἡ ζωή μας δέν εἶναι στά δικά μας χέρια. Μᾶς πιάνει ἕνας ἀβάστακτος πόνος καί ἡ ζωή μας μπορεῖ ἀμέσως νά τελειώσει. Ἐάν ὅμως ἔχουμε τήν μνήμη τοῦ θανάτου, αὐτό μᾶς βοηθεῖ πολύ νά μή ἁμαρτάνουμε. Ἤ νά ἁμαρτάνουμε λιγώτερο.
Ὁ καλλίτερος καί σοφώτερος σύμβουλος ὁ ὁποῖος θά σέ βοηθήσει στήν ζωή σου εἶναι νά ἐνθυμῆσαι καθημερινά τόν θάνατο. Ἔτσι, μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐρώτησε τόν φιλόσοφο Εὔβουλο, μεγάλο διδάσκαλο τῆς Ἀλεξανδρείας, ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἔννοια τῆς φιλοσοφίας, καί ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-Νά ἔχει τήν δύναμι ὁ ἄνθρωπος νά σκέπτεται τόν θάνατο.
Τί εἴμεθα κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου; Σκόνη καί στάκτη! Βρωμισμένα σκουλήκια τοῦ ἐδάφους! Χῶμα καί λάσπη! Μία χούφτα χῶμα μέσα στήν βάσι τοῦ τάφου! Αὐτό εἴμεθα! Καί ὅμως αὐτοεπαινούμεθα καί φανερώνουμε στούς ἄλλους τίς ἱκανότητές μας! Μήπως ἐδημιουργήσαμε ἐμεῖς ἕναν ἄλλο ἥλιο, κάτω ἀπό τόν θόλο τοῦ οὐρανοῦ; Μήπως ἐκάναμε ἔστω ἕνα ἀστέρι ἤ ἄλλους οὐρανούς; Ἡ μεγαλυτέρα τρέλλα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἀνυψώνει καί νά δοξάζει τόν ἑαυτό του. Ἡ μεγαλυτέρα τρέλλα εἶναι νά μή γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀδυναμία του.
Σέ πιάνει ἕνας δυνατός πόνος στήν καρδιά τό βράδυ καί μέχρι τό πρωΐ εἶσαι τελειωμένος! Ἔφυγες καί μάλιστα χωρίς μετάνοια. Πάει, χάθηκες!
Ποῦ εἶναι οἱ τύραννοι διά μέσου τῶν αἰώνων; Ποῦ εἶναι οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου; Ποῦ εἶναι οἱ δυνατοί αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος; Ποῦ εἶναι οἱ σάχηδες τῆς Περσίας; Ποῦ εἶναι οἱ βασιλεῖς τῆς Κίνας; Ποῦ εἶναι οἱ σουλτᾶνοι τὴς Τουρκίας; Ποῦ εἶναι οἱ Φαραώ τῆς Αἰγύπτου; Ποῦ εἶναι ὁ Ναπολέων καί ὁ στρατός του; Ποῦ εἶναι οἱ καίσαρες τῆς Ρώμης; Ποῦ εἶναι οἱ βασιλεῖς τῆς Γερμανίας; Ποῦ εἶναι τόσοι καί τόσοι μεγάλοι τῆς γῆς;
Στόν βυθό τῆς κολάσεως, ἐάν δέν ἔκαναν καλά ἔργα! Καί ἐάν ἔκαναν καλά ἔργα εἶναι μακάριοι ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τήν μία ἐπίγεια βασιλεία καί ἐπῆγαν στήν ἄλλη τήν αἰώνια.
Ὁ Θεός θά κρίνει τούς πάντες χωρίς μεροληψία. Μία ἀτομική ἔκρηξι εἶναι δίπλα μας, πίσω ἀπό τό μάνταλο τῆς πόρτας. Σέ μία στιγμούλα μπορεῖ τά μάτια μας νά ἰδοῦν ὅτι ὅλα γύρω μας ἔγιναν καπνός καί σκόνη. Καί τότε θά βλέπει ὁ ἄνθρωπος ποιός στενοχωριέται καί ποιός ὀργίζεται. Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ζωή, τόν νοῦ, τήν ὅρασι, τήν ἀκοή, τήν γεῦσι, τήν ἁφή, τήν τροφή, τόν ἀέρα, τό φῶς, τίς αἰσθήσεις. Τοῦ ἔδωσε τά πάντα καί ἐντολές νά καλλιεργεῖ τήν γῆ γιά νά παίρνει τήν τροφή του, τά φροῦτα καί τά γλυκούς χυμούς.
Καί τί δέν ἔκανε ὁ Θεός γιά ἐμᾶς; Δέν μπορεῖς νά κλείσεις τά μάτια σου καί νά λέγεις: Δέν ξέρω καί δέν βλέπω τίποτε! Σκεφθῆτε τί μεγάλη τρέλλα ὑπάρχει σήμερα στίν κόσμο! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἕτοιμοι ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά βλασφημήσουν τόν Θεό. Ὕψωσαν τό στόμα αὐτῶν, ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως λέγει τό Ψαλτήριο.
Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς! Καλλίτερα νά μήν εἴχαμε γεννηθῆ ἐπάνω στήν γῆ, παρά νά λέγωμεν βλάσφημα λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς καί σ᾿ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι μποροῦν κάποτε νά κάνουν κάτι καί χωρίς τόν Θεό. Ἀλλοίμονό μας! Μᾶς εἶπε ὁ Σωτήρας μας Χριστός: «Μένετε μαζί Μου καί ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας, διότι χωρίς ἐμένα δέν ἠμπορεῖτε νά κάνετε τίποτε». Ἀλήθεια, τί ἠμποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς; Ἰδού ἔρχεται τώρα ἐναντίον μας μία σαΐτα καί ἀμέσως πέφτουμε κάτω.
Ἀλλά ποῦ πηγαίνεις, ἀδελφέ; Διότι, ἐάν ἦταν ἡ κόλασις 200.000 χρόνια, θά ἦταν παρα πολύ λίγο διάστημα. Διότι θά ἐπίστευες καί θά ἔλεγες μετά ἀπό τά χρόνια αὐτά θά λυτρωθῆς. Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Ἡ κόλασις, ὅπως καί ὁ παράδεισος ἔχει ἀρχή καί δέν ἔχει τέλος!
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἔλεγε στούς ὑποτακτικούς του: «Πάντοτε νά σκέπτεσθε τήν αἰωνιότητα. Πάντοτε νά σκέπτεσθε ὅτι, ἐάν τό βράδυ ἔδυσε ὁ ἥλιος, δέν γνωρίζουμε ἐάν ἀνατείλη καί μέχρι τό πρωΐ. Καί, ἐάν τό πρωΐ ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, δέν εἶναι σίγουρο ὅτι θά ζοῦμε μέχρι τό βράδυ. Διότι δέν εἶναι ἡ ζωή μας στήν ἐξουσία τῶν χεριῶν μας».
Ἀλλοίμονο σέ μένα! Μᾶς λέγει τό Ψαλτήριο: «Κύριε, ἐσύ ἔβαλες ὑπό τήν παλάμη σου, τόν ἀριθμό τῶν ἡμερῶν μου».
Μακάρι, ὅταν θά ἔλθη ὁ θάνατος, νά μᾶς ἔδινε ἀκόμη ὁ Θεός παράτασι τῆς ζωῆς μας, ἔστω ἀκόμη καί μία ὥρα ἤ μία ἡμέρα! Καί τώρα θά σᾶς εἰπῶ μία ἱστόριούλα:
Ἦταν ἕνας βασιλεύς τῆς Περσίας. Ἦταν πολύ φιλάργυρος. Εἶχε φτιάξει χρυσᾶ ἔπιπλα, πολυτελῆ σπίτια, τά πάντα ἀπό χρυσάφι καί ἀσήμι. Τά ἔπιπλα τά εἶχε κάνει ἀπό ἕνα ξύλο, πού λέγεται κασπίας τό ὁποῖο δέν ἀναφλέγεται καί δέν καίγεται σέ περίπτωσι πυρκαϊᾶς. Ἐπειδή, εἴπαμε, ἦταν πολύ φιλάργυρος, συγκέντρωσε καί 75 μεγάλα χρυσᾶ νομίσματα. Ἀκόμη ἔβαλε μεγάλο φόρο στόν λαό του καί γιά κάθε ἄλλη περιουσία του. Ἡ γυναῖκα του, ἡ ὁποία ἦταν ἔξυπνη καί σοφή τοῦ εἶπε μία ἡμέρα:
-Ἐε ἄνθρωπε, ὅσο θά ζοῦμε, αὐτή θά εἶναι ἡ δουλειά μας, νά συγκεντρώνουμε χρυσάφι;
-Σιωπή! Τῆς εἶπε. Ὁ χρυσός εἶναι ἡ μεγαλύτερη δύναμις στόν κόσμο γιά κάθε ἄλλο ἔργο.
Ἦλθε ἡ ὥρα καί ἀρρώστησε ὁ βασιλεύς καί ἦλθε κοντά στόν θάνατο. Τότε ἐκάλεσε ὅλους τούς σοφούς καί τούς μάγους τῆς Περσίας καί τούς ἐρώτησε πόσα χρόνια ἀκόμη θά ζήσει. Εἶχε κοντά του καί ἕναν πολύ σοφό δάσκαλο καί γιατρό, πού λεγόταν Σινδόνιος.
Αὐτός τοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια, κατάμουτρα. Καί ὁ βασιλεύς τόν ἐμίσησε, διότι ὁ φιλόσοφος δέν τόν ἐκολάκευσε. Ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι ὑποκριτές, πονηροί, οἱ ὁποῖοι κολακεύουν τούς ἄλλους γιά κάποιο συμφέρον, λέγοντάς τους: «Ἡ ἐξοχότης σου ἔχεις νά ζήσεις στόν αἰῶνα!» Ἀλλά αὐτός ὁ Σινδόνιος τοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια: «Ἄκουσε, τί πρέπει νά κάνεις, διότι τό τέλος σου πλησιάζει».
Ὁ βασιλεύς ἤθελε νά ἐξολοθρεύσει τόν φιλόσοφο, διότι ἐπίστευε ὅτι αὐτός θά τοῦ πάρει τήν βασιλεία. Ἀλλά ἔλεγε, ὅτι θά τοῦ ἀπαντήσει ἀργότερα, ὅταν σηκωθῆ καί θά εἶναι καλλίτερα. Μονολογοῦσε κι ἔλεγε: «Αὐτός ὁ φιλόσοφος πάντοτε μοῦ ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Ἴσως νά ἔχει δίκαιο». Ἄλλοτε τόν μισοῦσε, ἐπειδή τοῦ ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Καί ὁ Σωτήρ μᾶς λέγει: «Ἐάν Ἐμένα ἐμίσησαν, νά ξέρετε ὅτι καί ἐσᾶς θά μισήσουν».
Καί ἐκάλεσε μπροστά του τούς γιατρούς του οἱ ὁποῖοι καί τοῦ εἶπαν: «Ἡ μεγαλειότης σου, ἔχεις νά ζήσεις ἀκόμη τόσα χρόνια…». Μετά ἐκάλεσε τόν σοφό Σινδόνιο καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
-Δέν θά ἔχει ἀνατείλει τό πρωΐ ὁ ἥλιος καί ἐσύ θά ἔχεις φύγει ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή!
-Ἔτσι, μοῦ λέγεις ἐσύ;
-Ναί, καί ἐάν δέν μέ πιστεύεις αὔριο τό πρωΐ τό κεφάλι μου νά ἔχουν ρίξει οἱ στρατιῶτες σου στό χῶμα.
-Ἄφησέ με νά ζήσω, ἀκόμη μία ἡμέρα. Καί ἐκάλεσε ἄλλους γιατρούς, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶπαν:
-Ἡ μεγαλειότης σου εἶσαι καλλίτερα καί θά ζήσεις ἀκόμη πολλά χρόνια.
-Ἐάν ζήσω περισσότερο ἀπό ὅτι μοῦ εἶπε ὁ Σινδόνιος, γιά κάθε ὥρα πού θά ζῶ θά σᾶς δίνω καί ἀπό μία χρυσῆ λύρα. Ἔχω 75 χρυσᾶ νομίσματα. Μέ αὐτά θά μπορέσω νά ζήσω ἀκόμη ἄλλες 75 ὧρες. Αὐτά τούς εἶπε ὁ βασιλεύς. Καί αὐτοί τοῦ ἀπήντησαν:
-Ἡ μεγαλειότης σου θά ζήσεις. Ἰδού ἐγώ τώρα σοῦ κάνω τήν τάδε ἔνεσι! Ἐγώ, τοῦ εἶπε ὁ ἄλλος, σοῦ κάνω ἐντριβή. Καί ἐγώ σοῦ δίνω τώρα φάρμακα, τοῦ εἶπε ἄλλος. «Καί ἐγώ σοῦ τραβῶ τά πόδια καί σοῦ κάνω ἐντριβές νά σηκωθῆς…». Ὁπότε νά μᾶς δώσεις τώρα καί τά χρήματα πού μᾶς ὑποσχέθηκες.
Κατόπιν ὁ βασιλεύς ἐκάλεσε τόν σοφό Σινδόνιο:
-Τί λέγεις, ἐσύ Σινδόνιε; Σοῦ δίνω καί σένα ἕνα χρυσό νόμισμα, ἐάν μοῦ εἰπῆς ὅτι θά ζήσω ἀκόμη μία ὥρα!
-Ἀκόμη καί ὅλα τά χρήματά σου, νά μοῦ δώσεις, δέν μπορῶ νά σοῦ δώσω παραπάνω οὔτε μία ὥρα, οὔτε μία στιγμούλα, διότι ἡ ζωή μας εἶναι στά χέρια καί στήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ.
-Καί τί λέγεις τώρα;
-Ὅπως σοῦ εἶπα, πρίν ὁ ἥλιος ἀνατείλει, θά φύγεις ἀπό τήν ζωή.
Ἐνῶ οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν:
-Ἡ μεγαλειότης σου, ἄφησε τόν Σινδόνιο. Ἄφησέ μας ἐμᾶς νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Σοῦ φέρουμε φάρμακα καί μάλιστα ἀπό ἄλλες χῶρες.
Ὁ βασιλεύς ἦταν ἕτοιμος νά τούς δώσει καί τά 75 χρυσᾶ νομίσματα γιά νά ζήσει ἔστω ἀκόμη λίγες ὧρες. Τούς εἶπε:
-Θά σᾶς δίνω ἀπό ἕνα νόμισμα γιά κάθε ὥρα πού θά μένω στήν ζωή! Καί νά μή γίνει αὐτό πού μοῦ εἶπε ὁ Σινδόνιος.
Καί τί τό ὄφελος, ἐάν ὁ ἄνθρωπος ζήσει ἀκόμη 75 ὧρες; Μέ τά χρήματα θά κρατηθῆ σ᾿ αὐτή τήν ζωή καί ὄχι ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ;
Βλέπε, ἀδελφέ, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἀλήθεια νά λέγεις πάντα τήν ἀλήθεια. Διότι ἡ ζωή δέν εἶναι δική μας, ἔστω καί νά πάρεις μία λύρα γιά νά ζήσεις ἀκόμη μία ὥρα.
Ἀλλά ἐγώ, δέν ζητῶ νά μάθω πότε θά ἀποθάνω, ἀλλά παρακαλῶ τόν Θεό νά μοῦ δώσει ἀκόμη μία ὥρα νά μετανοήσω! Βλέπεις πόσο πολύτιμη εἶναι ἡ ζωή! Ἀλλά, ἐάν θέλεις νά ζήσεις στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, νά εἶναι πρῶτα θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ζήσεις ἐν μετανοίᾳ κάνοντας καλά ἔργα. Ἐάν δέν ζήσεις ἔτσι, σέ περιμένει ἡ κόλασις καί τά αἰώνια βάσανα.
Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάγει ἀπ᾿ αὐτό τόν τόπο! Γι᾿ αὐτό σᾶς εἶπα νά μή στηριζώμεθα στούς ἀνθρώπους οὔτε στά λόγια τους. Καθένας ἀπό ἐμᾶς εἴμεθα μία χούφτα λάσπη στήν βάσι τοῦ τάφου μας.
Πήγαινε στό κοιμητήριο νά ἰδεῖς ποῦ εἶναι ὁ βασιλεύς καί ποῦ ὁ στρατιώτης. Ποῦ εἶναι ὁ ὑπουργός καί ποῦ ὁ στρατηγός. Πήγαινε ἐκεῖ νά ἰδεῖς αὐτούς πού ἀπέθαναν πρίν ἀπό 50-60 χρόνια. Ἐκεῖ πηγαίνετε νά μοῦ δείξετε ποῦ εἶναι ἡ μίτρα τοῦ ἐπισκόπου, πού εἶναι τό στέμμα τοῦ βασιλέως, πού εἶναι τό μπαστόῦνι τοῦ φιλοσόφου, πού εἶναι τά γαλόνια τοῦ στρατάρχη. Ἐκεῖ ὅλοι εἴμεθα ἴσοι. Εἴμεθα χῶμα ὅλοι μαζί. Καί μπορεῖς νά εἰπῆς ὅτι αὐτό δέν εἶναι μία ἀδιάψευστη ἀλήθεια;
Ἰδού λοιπόν, τί εἴμεθα! Νά μήν ἐλπίζουμε σ᾿ αὐτή τήν ζωή. Διότι ὅλους τούς ἐξαπατᾶ αὐτή ἡ ζωή καί ὅλους τούς παίζει σάν παιγνίδι. Σέ ὁδηγεῖ στόν πάτο τῆς κολάσεως, ἐάν δώσεις ἰδιαίτερη φροντίδα γι᾿ αὐτή τήν ζωή. Καί ὁ ἄνθρωπος πού θά κάνει κάτι σ᾿ αὐτή τήν ζωή γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, αὐτός θά εἶναι ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Μέσα σέ λίγο χρόνο, ὅσο κρατεῖ αὐτή ἡ ζωή, πού εἶναι ἕνας περίπατος, μποροῦμε νά κερδίσουμε τήν αἰώνια ζωή.
Γι᾿ αὐτό, δέν πρέπει νά ἔχουμε τίς ἐλπίδες μας σ᾿ αὐτό τό θνητό καί φθαρτό σῶμα μας, οὔτε στά χρήματα οὔτε στούς ἄρχοντες τοῦ κόσμου, οὔτε στίς κοσμικές δόξες, οὔτε στά παλάτια, οὔτε στά πλούτη, οὔτε στήν ἐπιστήμη ἤ στήν τέχνη ἤ στίς κοσμικές ὀμορφιές ἤ σέ ὅτιδήποτε ἄλλο κοσμικό. Διότι ὅλα εἶναι μία διερχόμενη φαντασία.
Δέν ἄκουσες τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός; Μία μεγάλη σοφία! Ὅλα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία σκιά. Ὅλα εἶναι σάν ἕνα ἀπατηλό ὄνειρο, διότι σέ μια στιγμή ἔρχεται ὁ θάνατος καί τά κυριεύει. Ἀλλά ἐλᾶτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ζητήσουμε ἀπό τόν Χριστό γιά τόν ἀποθανόντα ἀδελφό μας, τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του καί τό μέγα ἔλεος.
Αὐτό τό τροπάριο τό ψάλλουμε ὅταν μεταφέρεται τό σῶμα τοῦ νεκροῦ στόν τάφο. Ἄκουσες τί λέγει; Ὅτι ὅλα εἶναι ἀσθενέστερα κι ἀπό τήν σκιά. Ὅλα εἶναι πιό ἀπατηλα κι ἀπό τά ὄνειρα. Σέ μια στιγμή ἔρχεται ὁ θάνατος καί τά καταστρέφει ὅλα.
Καί γιατί ἔκλαιγαν οἱ ἅγιοι Πατέρες σέ ὅλη τους τήν ζωή; Γιατί ἀποξηράθηκαν τά σώματά τους καί ἀπό τά πολλά δάκρυα ἔπεσαν οἱ τρίχες τῶν ματιῶν τους; Κι αὐτό συνέβη στόν ἅγιο Ἀρσένιο τόν Μέγα. Ὁ νοῦς τους ἦταν πάντοτε στόν οὐρανό! Ἔπεσαν τά φρύδια ἀπό τά μάτια τους στίς ἐρήμους, ὅπου ἔζησαν 60 καί 70 χρόνια μέ παξιμάδι καί νερό. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιά νά σκέπτωνται καί νά ἑτοιμάζωνται γιά τόν παράδεισο.
Ἔρχεται ἕνας σέ μένα. Ἦταν και τυφλός καί μοῦ εἶπε:
-Πάτερ, δός μου σκληρό κανόνα, διότι δέν μπορῶ νά κόψω τό πάθος τοῦ τσιγάρου.
-Γέροντά μου, τοῦ εἶπα, βλέπεις εἶσαι ἡλικιωμένος καί δέν ξέρεις πότε ἔρχεται ὁ θάνατος! Τί θά κάνεις;
-Ναί, θέλω νά λυτρωθῶ ἀπ᾿ αὐτό, ἀλλά δέν ξέρω πῶς!
-Ἐάν δέν μπορεῖς νά ἀφήσεις τό τσιγάρο, πῶς θά ὑπομείνεις τήν φλόγα τῆς κολάσεως;
-Ναί, φοβοῦμαι τήν κόλασι, ἀλλά δέν μπορῶ νά κόψω τό πάθος αὐτό.
Εἶχα ἕνα κηροπήγιο μέ ἕνα χονδρό κερί μέσα καί τοῦ εἶπα:
-Ἔλα πιό κοντά! Καί βάλε τό δάκτυλό σου στό κερί!
-Ἀλλοίμονο σέ μένα. Δέν μπορῶ!
-Κράτησε τό δάκτυλό σου ἐπάνω στό κερί.
-Δέν μπορῶ, πάτερ, καίγομαι!
-Κράτησέ το λίγο, ἀδελφέ! Ὅταν ἔλθη ὁ διάβολος νά σοῦ προκαλέσει τήν ἐπιθυμία τοῦ τσιγάρου, φέρε ἕνα κερί καί βάλε ἐπάνω τό δάκτυλό σου. Θέλεις νά πᾶς στήν κόλασι; Ἀλλά ἐκεῖ δέν εἶναι ἡ φλόγα ἑνός κεριοῦ. Ἐκεῖ εἶναι σάν νά εἰποῦμε χιλιάδες φοῦρνοι μέ φλόγες ἑκατομμύρια πιό δυνατές ἀπό ἕνα κερί! Κράτησε λοιπόν τό δάκτυλό σου στήν φωτιά τοῦ κεριοῦ μέχρι νά καῆ τό χέρι σου καί νά τρέχει τό αἷμα. Τότε θά ἰδεῖς, θά ἔλθη πάλι ἡ ἐπιθυμία τοῦ τσιγάρου;
-Καλά μοῦ εἶπες, πάτερ. Ἔτσι θά κάνω! Ἀπό τώρα δέν θά κρατῶ τσιγάρα στά χέρια μου, γιά ὅσες ἡμέρες θά ἠμπορέσω.
-Καί, ὅταν σέ αἰχμαλωτίζει ἕνα πάθος, νά βάζεις τό χέρι σου στήν φλόγα τοῦ κεριοῦ, μέχρις ὅτου ἐνθυμηθῆς τήν φλόγα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καί ὁ κανόνας σου νά εἶναι ὁ ἑξῆς: «Νά λέγεις: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» καί νά ἔχεις καί τό χέρι σου στήν φλόγα. Νά ἰδοῦμε κατόπιν θά ἀγαπᾶ ἡ καρδιά σου τό πάθος;
Ἔε, ἐάν ξεχάσουμε αὐτό τό ὑλικό πῦρ, πῶς θά λυτρωθοῦμε ἀπό τό αἰώνιο πῦρ;
Ἀλλοίμονο σέ ἐμᾶς, διότι εἰς μάτην εἴδαμε ἐδῶ στήν γῆ τόσα χρόνια τό φῶς τοῦ ἡλίου. Καί νομίζεις, ἀδελφέ, ὅτι εἶναι ἀστεῖο αὐτό; Ἦλθε ὁ Χριστός, ἦλθαν παλαιότερα οἱ Προφῆτες, οἱ πατριάρχες, οἱ Δίκαιοι καί ὅλοι μᾶς ὁμιλοῦν γιά τό αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως, «ὅπου τό πῦρ δέν σβήνει καί τά σκουλήκια δέν κοιμοῦνται».
Ἐάν ἦλθε ὁ Χριστός, πού εἶναι Θεός μας καί φιλάνθρωπος καί μᾶς ὡμίλησε γιά τήν αἰώνια κόλασι, τί ἄλλες πληροφορίες καί ἀποδείξεις ζητοῦμε; Τί μᾶς λέγει ὁ Χριστός; «Πιάστε τον καί δέστε τον ἀπό τά χέρια καί τά πόδια καί πετᾶξτε τον στό σκότος τό ἐξώτερον». Εἶναι ἀστεῖο αὐτό;
Τό πῦρ ἐκεῖνο τῆς κολάσεως δέν ἔχει βυθό, δέν ἔχει ὅρια περιορισμένα στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Καί ἐκεῖ θά βασανίζωνται μαζί μέ τούς δαίμονες καί οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.
Γιά μερικούς πού ζοῦν ἐδῶ μέ μετάνοια καί ἐξομολόγησι, εἶναι ἑτοιμασμένη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ γιά τούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς εἶναι ἕτοιμη ἡ κόλασις. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει! Νά στεκώμεθα καλά ἐδῶ καί νά ἔχουμε μεγάλη προσοχή! Διότι μᾶς ἐξαπατᾶ πολύ εὔκολα αὐτή ἡ ἀθλία ζωή μας καί τό ἐλεεινό σῶμα μας μᾶς τραβᾶ πρός τόν θάνατο.
Τό σῶμα μας εἶναι ὁ καλλίτερος φίλος μέ τόν διάβολο. Μέσα σέ ὅλο τόν κόσμο αὐτοί οἱ δύο εἶναι οἱ καλλίτεροι φίλοι. Ὁ ἕνας φίλος ὁ διάβολος σπρώχνει τόν ἄλλο φίλο του, τό σῶμα στήν πολυφαγία, στήν πολυποσία, στήν ὑπνηλία, στήν πορνεία, στήν διασκέδασι, στήν ὀνηρία, στήν ἀπόλαυσι, στήν φιλαργυρία, στήν ἀπόκτησι περιουσίας καί ἄλλα κακά.
Πρόσεχε, πῶς ὁ διάβολος μᾶς παρασύρει στήν ἁμαρτία! Αὐτός εἶναι ὁ κακός καί πονηρός σύντροφος, ὁ ὁποῖος πάντοτε μᾶς σκλαβώνει, μᾶς μολύνει τόν νοῦ καί τήν καρδία, μᾶς κατατρομάζει καί μᾶς διώχνει τόν ἄγγελο ἀπό κοντά μας. Αὐτός εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας πού μᾶς τραβᾶ στόν θάνατο καί στά αἰώνια βάσανα τῆς κολάσεως. Ἡ φύσις μας εἶναι διεφθαρμένη καί έξαχρειωμένη ἀπό τόν παράδεισο, τήν ὁποία πρέπει νά τήν κυβερνοῦμε καί νά τήν καθοδηγοῦμε πρός τό καλόν, ἐνῶ αὐτή (φύσις) μᾶς τραβᾶ πρός τό κακόν.
Ἀλλά ὁ Χριστός ἦλθε καί μᾶς ἔδωσε τό δῶρο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί τόσα ἄλλα πνευματικά ὅπλα, ὅπως τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησι, τήν Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός Του, τήν προσευχή, τήν ἁγία ταπείνωσι καί ἄλλα δυνατά καί ἁγιαστικά μέσα. Ἠμποροῦμε λοιπόν, ἐάν τό θέλουμε, νά ἀγωνισθοῦμε καί νά σωθοῦμε.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου