Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

ΠΕΝΤΕ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (2)

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ΑΛΛΗ ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ποιός μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος ὅτι θά ζεῖ μέχρι αὔριο ἤ μετά ἀπό μία ὥρα; Γι᾿ αὐτό, ἐπειδή ἡ ζωή μας προσωρινή σ᾿ αὐτή τήν γῆ καί ὅλα σταματοῦν μέ τόν θάνατο, θά ὁμιλήσουμε γιά δύο θέματα τά ὁποῖα ἀκολουθοῦν, μετά τήν ζωή αὐτή. Καί εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ συνείδησις.

Πρῶτα πρῶτα, ὅπως ἐπιβάλλεται, θά ὁμιλήσουμε γιά τόν θάνατο. Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, μετά τήν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων, ἦταν αὐτή:   Θά πεθάνετε διά τοῦ θανάτου». Καί πράγματι, μετά τήν καταπάτησι τῆς θείας ἐντολῆς, ἦλθαν δύο θάνατοι ἐπάνω στό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Ἀδάμ, μετά 930 χρόνια καί ἡ Εὔα μετά 950 χρόνια, δέχθηκαν τόν σωματικό θάνατο, ἐνῶ ὁ πνευματικός θάνατος διήρκεσε ἀπό 5508 χρόνια μέχρι τήν σωματική παρουσία τοῦ Νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, Σωτῆρος καί Θεοῦ ἡμῶν.

Ἀλλά γιά ποιά αἰτία, ὁ Ἀδάμ ὠνόμασε τήν Εὔα ζωή, ἀπό τήν ὁποία ὅμως προῆλθε ὁ θάνατος στόν κόσμο; Διότι ἔτσι ἦταν τό δίκαιο. Ἀντί νά τήν ὀνομάσει θάνατο, τήν ὠνόμασε ζωή, διότι εἶναι γραμμένο: «Καί ἔδωσε ὁ Ἀδάμ ὄνομα στήν γυναῖκα αὐτοῦ Εὔα, πού ἐξηγεῖται ζωή».

Ἀλλά, πῶς μέσῳ τῆς Εὔας ἔρχεται ὁ θάνατος. ἐνῶ ὁ Ἀδάμ τήν ὠνόμασε ζωή;  Γιά ποιά αἰτία; Ποιά εἶναι ἡ λύσις τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ; Ἰδού ποιά εἶναι: Ἀκοῦμε τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Γιά δύο λόγους ὁ Ἀδάμ ἔδωσε τό ὄνομα αὐτό στήν Εὔα, πού σημαίνει ζωή. Πρῶτα διότι αὐτή ἔπρεπε νά εἶναι μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐπί τῆς γῆς, διότι αὐτή ἐγέννησε τό πρῶτο παιδί, τόν Κάϊν καί ἔτσι ἦλθε στήν ζωή ἡ πρώτη ἀνθρώπινη ὕπαρξις. Δεύτερον, διότι μέσῳ τῆς μυστικῆς Εὔας, πού ἦταν ἀπόγονος τῆς πρώτης Εὔας, δηλαδή τῆς Παναγίας, Ἀχράντου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας ἦλθε στόν κόσμο ἡ αἰώνια ζωή, δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ἰδού λοιπόν, γιά ποιά αἰτία ὁ Ἀδάμ, ὄντας ὁ ἴδιος προφήτης καί τό πρῶτο κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἐπροφήτευσε ὅτι τό ὄνομα Ζωή τῆς Εὔας, θά ἔχει αὐτά τά δύο ἀποτελέσματα.

Ὁ σατανᾶς ἐπῆρε στόν παράδεισο τρία πράγματα γιά νά καταστρέψει τό ἀνθρώπινο γένος: τήν Εὔα, τό ξύλον καί τήν παρακοή. Μέ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μ᾿ αὐτά τά τρία ἐπίσης ὅπλα, ἐνίκησε τόν σατανᾶ: Μέ τήν γυναῖκα, μέ τό ξύλο καί τήν ὑπακοή. Μέ τά ἀντίθετα ὅπλα, ἐπολέμησε τά ὅπλα τοῦ διαβόλου.

Μέ τήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου σταυρικοῦ, ὁ οὐράνιος Πατήρ ἐθεράπευσε τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ καί τήν δική μας. Μέ τό ξύλον τοῦ Σταυροῦ θεραπεύθηκε ἡ πληγή πού προῆλθε ἀπό τό ξύλο. Ἡ γεῦσις τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ θεραπεύθηκε μέ τήν γεῦσι τῆς χολῆς καί τοῦ ξυδιοῦ. Καί μέσῳ τῆς Παναγίας καί Παναχράντου Ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς μυστικῆς Εὔας, θεραπεύθηκε τό ἁμάρτημα τῆς Εὔας καί ὁ θάνατος πού εἰσῆλθε στόν κόσμο.

Ἀλλά ὁ λόγος μας ἀναφέρεται σέ ἕνα ἄλλο μέρος. Ἐπέρασαν ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τόν κατακλυσμό 2642 χρόνια. Σ᾿ αὐτή τήν περίοδο δέν χάθηκε τίποτε ἀπό τήν τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔζησε ὁ Ἀδάμ 930 χρόνια καί ἡ Εὔα 950, ἐνῶ ὁ Νῶε, ὁ δεύτερος γενάρχης τῆς ἀθρωπότητος, ἔζησε 950 χρόνια. Ὁ Νῶε ὄντας μεγάλος προφήτης εὐηρέστησε τόν Θεό ἀπό τό δικό του γένος καί εἶχε μεγάλη φροντίδα νά φυλάξει σέ ὅλη τήν ζωή του, ἀφ᾿ ὅτου γεννήθηκε, ἕνα μεγάλο δῶρο, τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ, τό σῶμα τοῦ προκοτόχου του.

Τά πιό πολύτιμα λείψανα στόν κόσμο τότε, τά διετήρησε αὐτός καί μέχρι αὐτόν τά διετήρησαν ἄλλοι παλαιότεροι πατριάρχες. Ὁ Νῶε ἦταν ὄγδοος στήν σειρά ἀπό τόν Ἀδάμ, ἐνῶ ὁ Μαθουσάλας ὁ ἕκτος. Καί ἔδωσε ὁ ἕνας στόν ἄλλον σάν ἕνα πολύτιμο δῶρο: τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ, πού ἦταν τό πρῶτο δημιούργημα πού προῆλθε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Νῶε ὅταν ἦταν 100 ἐτῶν, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἐνυμφεύθηκε καί μέσα σέ 100 χρόνια ἀπέκτησε τρεῖς γυιούς, τόν Σήμ, τόν Χάμ καί τόν Ἰάφεθ. Καί ὅταν ἦταν 600 ἐτῶν, ἄρχισε ὁ κατακλυσμός καί ἐκράτησε ἕνα ἔτος ἡ ὀργή καί ἡ καταστροφή τοῦ κατακλυσμοῦ!

Ἔβρεξε 40 ἡμέρες καί 40 νύκτες, ἐνῶ ἡ κιβωτός σταμάτησε νά κινεῖται μετά ἀπό ἕνα χρόνο, διότι ἀκούσατε, τί λέγει τό βιβλίο τῆς Γενέσεως:  Ὅτι ἀπό τόν δέκατο μῆνα μέχρι τόν ἕκτο μῆνα ἔπεσαν τά νερά καί μετά ἀπό τρεῖς μῆνες ἄρχισαν νά φαίνωνται οἱ κορφές τῶν ὑψηλοτέρων βουνῶν τοῦ κόσμου.

Ἀπό τόν ἕκτο μῆνα καί μέχρι τόν τέταρτο κατέβαιναν τά νερά καί τότε ὁ Νῶε ἀπέλυσε τά πτηνά, τόν κόρακα καί τό περιστέρι. Ὅταν ἐξῆλθε ὁ Νῶε ἀπό τό πλοῖο, ἐπάνω στό ὄρος Ἀραράτ τῆς Ἀρμενίας, τό ἔδαφος ἦταν ἔρημο γεμᾶτο ἀπό λάσπη, ἐξ αἰτίας τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ὅπου εἶχε πνιγεῖ κάθε ζωντανή ὕπαρξις, ἐκτός ἀπ᾿ αὐτούς πού ἦταν μέσα στήν κιβωτό. Ἐβγῆκαν ἔξω στήν πεδιάδα Σενάρ καί προσέφεραν θυσία στόν Θεό.

Κατόπιν φάνηκε τό περιστέρι, ὅπως γνωρίζετε, πού εἶναι σημεῖο αἰωνίας συμφωνίας μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅτι δέν θά καταστρέψει πάλι τόν κόσμο μέ κατακλυσμό. Καί βγῆκαν τά παιδιά τοῦ Νῶε, ὁ Σήμ, ὁ Χάμ καί ὁ Ἰάφεθ. Στόν Σήμ ἔδωσε ὁ Νῶε τήν Ἀσία νά κατοικήσει, στόν Χάμ τήν Ἀφρική, γι᾿ αὐτό οἱ ἄνθρωποι εἶναι μαῦροι ἐκεῖ, διότι ὁ Χάμ εἶχε καταρασθῆ ἀπό τόν πατέρα του. Ἐνῶ στόν Ἰάφεθ τοῦ ἔδωσε τήν Εὐρώπη.

Ἀφ᾿ ὅτου ὁ Νῶε διεχώρισε στά παιδιά του τήν γῆ, τούς εἶπε νά πολλαπλασιάζωνται καί νά γεμίσουν τήν γῆ μέ ἀνθρώπους, ἔτσι, ὅπως τούς εἶπε καί ὁ Θεός. Ἀκόμη τούς εἶπε: Ἐγώ δέν σᾶς δίνω χρυσό ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμες πέτρες. Αὐτά θά τά βρῆτε μόνοι σας στήν γῆ, στά βουνά καί ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ἐγώ σάν δίνω τό ἀκριβώτερο δῶρο πού εἶναι τά ὀστᾶ τοῦ πρωτοπλάστόυ Ἀδάμ.

Καί ἐμοίρασε τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ στά παιδιά του. Στόν Σήμ ἔδωσε τήν κάρα του, τά μεσαῖα  ὀστᾶ τοῦ σώματός τοῦ Ἀδάμ, τά ἔδωσε στόν Ἰάφεθ, πού κατώκησε στήν Εὐρώπη, ἐνῶ τά πόδια τά ἔδωσε στόν Χάμ, κάτοικο τῆς Ἀφρικῆς. Καί τά παιδιά του τόν ἐρώτησαν:

-Καί τί ὠφέλεια θά ἔχουμε ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτά τά ὀστᾶ;

-Θά παίρνετε μεγάλη ὠφέλεια, καί μόνο πού θά τά βλέπετε.

-Τί ὠφέλεια; Τόν ἐρώτησαν καί πάλι.

-Ὅταν θά βλέπετε τά ὀστᾶ τοῦ Πρωτοπλάστόυ Ἀδάμ, θά ἐνθυμῆσθε ὅτι ἡ ψυχή του εἶναι στόν Ἄδη, διότι ἠμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, θά εἶσθε ἄγρυπνοι στό πνεῦμα σας καί θά λέγετε μέ τό μυαλό σας: «Κύριε, φύλαξόν μας! Νά μή φθάσουμε νά κάνουμε τό λάθος τοῦ προπάτορός μας! Νά μή παροργίσουμε τόν Δημιουργό μας;, διότι ἰδού τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ εἶναι ἐδῶ, ἐνῶ ἡ ψυχή του εἶναι στά βάσανα τοῦ ἅδου, διότι κατεπάτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ!»

Ἰδού ποιά ὑψίστη φιλοσοφία ἔδωσε ὁ Νῶε στά παιδιά του: Νά μή ξεχνοῦν τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους. Νά βλέπουν τά ὀστᾶ καί νά σκέπτωνται κι αὐτοί ὅτι εἶναι σκόνη καί στάκτη. Καί ἀκόμη ὅτι, μετά τόν θάνατο, ἀρχίζει ἡ κρίσις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον πού κατεπάτησε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Ἡ μεγαλύτερη λοιπόν φιλοσοφική σκέψις, ἀπό ὅσες ὑπάρχουν κάτω ἀπό τόν οὐρανό ἐδῶ στήν γῆ, εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου.

Ἔτσι, βλέποντας ὁ σατανᾶς, ὅτι εἶναι ἄοπλοι πνευματικά οἱ πρωτόπλαστόί μας μέ αὐτό τό δυνατό ὅπλο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, τί σκέφθηκε πρῶτα νά κάνει; Νά τούς βγάλει ἀπό τό μυαλό τήν σκέψι ὅτι ὑπάρχει θάνατος. ὡμίλησε σάν φίδι, διότι, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅλα τά ζῶα, ὡμιλοῦσαν στόν παράδεισο καί τά φίδια εἶχαν πόδια καί περπατοῦσαν καί δέν ἔτρεχαν μέ τήν κοιλιά στό χῶμα.

Ἀφοῦ ὁ διάβολος πού μίλησε ἀπό τό στόμα τοῦ φιδιοῦ, ἐξηπάτησε τόν ἄνθρωπο, μετά ὁ Θεός, καταράσθηκε τό φίδι νά περπατᾶ σερνόμενο μέ τήν κοιλιά. Καί τά πόδια τοῦ φιδιοῦ εἶναι μέσα στήν κοιλιά τοῦ φιδιοῦ μέχρι σήμερα! Ἐκπληρώθηκε ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά περπατάει τό φίδι μέ τήν κοιλιά, νά τρώγει χῶμα καί νά εἶναι γιά πάντα καταραμένο, διότι μέσω αὐτοῦ τοῦ ζώου μπῆκε ὁ διάβολος καί ὡμίλησε μέ τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα.

-Τί σᾶς εἶπε ὁ Θεός; Ἐρώτησε ὁ σατανᾶς τούς πρωτοπλάστους.

-Ἰδού τί μᾶς εἶπε, ἀπήντησε ὁ Ἀδάμ: «Ἀπό ὅλα τά φροῦτα πού εἶναι στόν Κῆπο τοῦ Παραδείσου, ἠμποροῦμε νά φᾶμε, ἀλλά ἀπό τό τάδε φροῦτο νά μή φᾶμε.

-Ἀλλά γιατί σᾶς εἶπε ἔτσι; Ἐρώτησε ὁ σατανᾶς.

-Μᾶς εἶπε ἔτσι, διότι ἐάν φάγωμεν ἀπ’αὐτό τόν ἀπαγορευμένο καρπό, θά τιμωρηθοῦμε μέ θάνατο.

-Πῶς εἶναι δυνατόν; Γιατί νά ἀποθάνετε;

-Γνωρίζετε γιατί σᾶς εἶπε ἔτσι ὁ Θεός; Φοβήθηκε πολύ ὅτι ἄν θά φᾶτε ἀπ᾿ αὐτό τό φροῦτο, θά γίνετε θεοί σάν καί Αὐτόν καί θά εἶσθε ὅμοιοι μ᾿ Αὐτόν. Καί ἀπό τήν μεγάλη κακία Του πού ἔχει γιά ἐσᾶς, νά μήν ὑψωθῆτε, ὅπως εἶναι Αὐτός, σᾶς ἀπηγόρευσε νά φᾶτε ἀπ᾿ αὐτό τό φροῦτο, διότι θά ἀνοιχθοῦν τά μάτια σας καί θά εἶσθε σάν θεοί.

Ἀκούσατε; Ὁ Θεός λέγει στόν Ἀδάμ ὅτι θά ἀποθάνει καί τό φίδι-διάβολος-τοῦ λέγει ὅτι δέν θά ἀποθάνει! Καί ὁ Ἀδάμ ἄφησε τόν Δημιουργό του καί ἄκουσε τόν διάβολο. Καί πιστεύοντας στά λόγια τοῦ διαβόλου, κατεπάτησε τήν θεία ἐντολή καί ἐκληρονόμησε διπλό θάνατο, τόν σωματικό καί τόν πνευματικό θάνατο!

Ἀκοῦστε τί λέγει καί ὁ σοφός Σειράχ: «Παιδί μου, νά σκέπτεσαι τά ἔσχατά σου πάντοτε καί δέν θά ἁμαρτήσεις».

Γιατί τό λέγει αὐτό;  Ἐάν σκέπτομαι τόν θάνατο, ὁ θάνατος μοῦ ἀπαγορεύει νά κρατῶ κακές σκέψεις μέσα μου καί οὔτε θέλω νά λέγω, οὔτε καί νά πράττω τό κακό. Ἐγώ ξέρω ὅτι ὁ Θεός θά μέ ἐξετάσει γιά τούς λογισμούς μου καί τά λόγια μου καί τά ἔργα τῆς ζωῆς μου, ὅταν θά παραδώσω τήν ψυχή μου στά χέρια Του.

Συνεπῶς, ὅταν σκέπτομαι τόν θάνατο, φυλάγομαι ἀπό ὅλα. Ἄκουσε τί λέγει τό βιβλίο: «Ἡ θύρα τῆς μετανοίας», τό ὁποῖον διαιρεῖται σέ τέσσερα μέρη: Στόν θάνατο, στήν κρίσι, στόν Παράδεισο καί στόν Ἄδη. Ἐγώ πιστεύω ὅτι αὐτό τό βιβλίο, ἐάν ἐκτυπωθῆ σέ ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀντίτυπα, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού θά τό διαβάσουν, θά πᾶνε στόν Παράδεισο. Ἐάν βέβαια τό καταλάβουν καί τό ἐφαρμόσουν. Τόσο πολύ ὠφελεῖται ὁ χριστιανός ἀπό τήν μνήμη τοῦ θανάτου, διότι μᾶς δείχνει αὐτό τό βιβλίο τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, καί ποῦ πηγαίνει καί τί θά γίνει τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του καί τῆς μελλούσης Κρίσεως.

Ἐκεῖ λέγεται σ᾿ αὐτό τό βιβλίο ὅτι ὁ μεγαλύτερος σύμβουλος τῆς ζωῆς δέν εἶναι οὔτε φιλόσοφος οὔτε ἄγγελος, ἀλλά ὁ θάνατος: «’Ιδού, ὁ σύμβουλός σου, ὦ θάνατε, πού ἔχει τόση σοφία νά σέ διδάξει, τήν ὁποία δέν εἶχε οὔτε ὁ Σολομών, οὔτε ἔχουν οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ φιλόσοφοι τοῦ κόσμου, οὔτε κανείς ἄλλος μπορεῖ νά σέ βοηθήσει ὅσο ὁ θάνατος». Γιατί; Ὁ θάνατος σέ συμβουλεύει ὡς ἑξῆς: «Ἄνθρωπε, μή σκέπτεσαι τό κακό, διότι ἔχεις νά ἀποθάνεις! Μή κλέβεις, διότι ἴσως αὔριο νά ἀποθάνεις! Μή κακολογεῖς τούς ἄλλους, διότι θά πεθάνεις! Μή μισεῖς τόν ἀδελφό σου, διότι αὔριο θά ἀποθάνεις! Μήν ἁμαρτάνεις μέ σωματικές ἁμαρτίες, διότι θά ἀποθάνεις! Μή κατακρίνεις, μή καπνίζεις, μή μεθᾶς, μή καταδικάζεις τούς ἄλλους, μή σκέπτεσαι νά κάνεις κακό σέ κανέναν καί πρόσεχε τήν ψυχή σου, διότι σήμερα ἤ αὔριο θά ἀποθάνεις!

Πόσο μεγάλη φιλοσοφία μᾶς διδάσκει ὁ θάνατος! Ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ἔεε θάνατε, θάνατε, εἶναι καλλίτερα νά σέ ὠνόμαζα ζωή, διότι αὐτός πού σέ σκέπτεται πάντοτε, ζεῖ στόν αἰῶνα». Θέλεις νά ξέρεις ὅτι οὔτε ὁ Σολομῶν μέ τήν τόση σοφία του, δέν μποροῦσε νά διδάξει, ὅσα μᾶς διδάσκει ὁ θάνατος; Μᾶς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Καί ὁ Σολομών ἐκεῖνος ὁ ἐραστής τῆς σοφίας, ὅταν δέν ἐνεθυμεῖτο τόν θάνατο, τόν νικοῦσαν οἱ γυναῖκες, ἔφθανε σέ σημεῖο νά τίς ἐξευτελίζει δημόσια νά ἁμαρτάνει μαζί τους καί ἔτσι ἀρνεῖτο τόν Θεό καί προσκυνοῦσε τά εἴδωλα.

Ἰδού ὁ μέγας σοφός Σολομών, μέ τό χάρισμα τῆς σοφίας, ἔφθασε σέ σημεῖο, νά προσκυνεῖ τά ἔιδωλα καί ἔφτιαξε εἰδωλεῖα τῶν θεῶν καί ἀρνήθηκε τόν Θεό ἐπί 40 χρόνια τῆς βασιλείας του. Γιατί; Ἐξέχασε ὅτι θά ἀποθάνει. Καί τό βιβλίο τῆς σοφίας τοῦ Ἰησοῦ, υἱοῦ τοῦ Σειράχ, τόν ἤλεγχε ὡς ἑξῆς: «Ἐσύ ἔγινες δυνατός στό σῶμα καί στήν ἁμαρτία δυνατώτερος, ἀλλά ἐξέχασες τόν Κτίστη καί Θεό, ὁ Ὁποῖος σοῦ ἔδωσε τήν σοφία νά κυβερνᾶς τόν λαό σου ἐπί 40 χρόνια».

Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς, διότι, ἐάν δέν ἐνθυμούμεθα τόν θάνατο, εἶναι εὔκολο νά ἁμαρτήσουμε. Οὔτε μία ἁμαρτία δέν περνᾶ ἀπό τόν νοῦ μας στό συναίσθημα, οὔτε μία νοερά παράστασις, ἐάν ἔχουμε μπροστά στά μάτια μας τήν μνήμη τοῦ θανάτου. Ἐάν θά ξεχάσουμε τόν θάνατο, θά πεθάνουμε, ἐνῶ, ἐάν τόν ἐνθυμούμεθα, θά ζήσουμε μέ τήν ψυχή μας κοντά στόν Θεό στούς αἰῶνες.

Ποιός ἐνθυμήθηκε τόν θάνατο καί φαντάσθηκε κάτι κακό μέ τόν νοῦ του ἤ καί ἔσφαλε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ὁπότε ὁ καλλίτερος σύντροφος στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας, ὁ καλλίτερος φίλος ἤ φίλη μας καί ὁ μεγαλύτερος  μας εἶναι ὁ θάνατος. Καί δέν πρέπει νά τόν φοβούμεθα. Ὁ θάνατος δέν μᾶς διδάσκει τό κακό. Πάντοτε μᾶς λέγει: «Ἔε ἄνθρωπε, φυλάξου ἀπό τήν ἁμαρτία, διότι ἔχεις νά ἀποθάνεις!» Ὁ θάνατος μᾶς λέγει πάντοτε τήν ἀλήθεια ὅτι εἴμεθα περαστικοί σ᾿ αὐτή τήν ζωή, ὅτι θά ἀποθάνουμε, ὅτι θά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά προσέχουμέ τόύς λογισμούς μας, τί κάνουμε κάθε ἡμέρα καί ποιά κακά ἤ καλά ἔργα ἐκάναμε μέχρι τώρα.

Τί λέγει ὁ Ἕλληνας Μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος εἶχε διδαχθῆ περί ψυχῆς καί θανάτου ἀπό τόν διδάσκαλό του, τόν Ἀριστότέλη, ὅταν κατέλαβε τήν βασιλεία τῆς Περσίας, ἐπολέμησε τόν βασιλέα Δαρεῖο, τήν βασιλεία τῆς Αὐγύπτου καί κατέλαβε τήν Μεσοποταμία καί τίς ἄλλες βασιλεῖες. Τότε ἤρχοντο φιλόσοφοι καί τόν ἐρωτοῦσαν:

-Ἡ Ἐξοχότης σου ἔχεις πολύ χρυσό, πολύτιμες πέτρες, τό παλάτι καί τό σπαθί τοῦ Δαρείου, πού ἦταν ὀκταγώνιο μέ ὀκτώ ἐγκοπές καί ἡ χειρολαβή του φτιαγμένη ἀπό πολύτιμες πέτρες καί φύλλα ἀπό χρυσό. Εἶσαι λοιπόν εὐτυχισμένος βασιλεύς.

Καί αὐτός τούς ἀπαντοῦσε:

-Ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει θάνατος, τίποτε δέν ἔχει ἀξία! Τί νά κάνω ἐγώ μέ τό σπαθί τοῦ Δαρείου στόν πόλεμο; Ἔχω τό δικό μου σπαθί πού εἶναι κοπτερό σάν φλόγα καί ἐλαφρό στό χέρι μου. Αὐτό τό δένω στήν ζώνη μου, ἀνεβαίνω στό ἄλογό μου καί τί τό ὄφελος να τό βλέπει ὁ κόσμος πῶς ἀστράπτει ἡ χρυσή ζώνη μου;

-Ἔλα, βασιλεῦ, καί πάρε τήν γυναῖκα τοῦ βασιλέως Δαρείου, διότι ὁ ἄνδρας της ἔφυγε καί τόν ἐκρέμασαν δύο στρατιῶτες.

-Ποιός ἐκρέμασε τόν Δαρεῖο; Ποιός τούς ἔδωσε τήν ἄδεια; Διότι ἐγώ δέν ἔδωσα ἐντολή νά σκοτώσουν τόν ἄνθρωπο. Τοῦ εἶπα μόνο νά ἐξέλθη ἀπό τό βασίλειό του καί νά ζήσει ὅπου θέλει.

Ἄλλοι ἔλεγαν στόν βασιλέα Ἀλέξανδρο, ὅτι ὁ Δαρεῖος ἔχει δύο πανέμορφες κόρες, ἀλλά ὁ ἔνδοξος στρατηλάτης Μακεδών τούς ἔλεγε:

-Νά μή τίς φέρετε νά τίς ἰδῶ, διότι θά σᾶς κόψω τό κεφάλι. Ἐγώ κατέκτησα τόσους λαούς μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τώρα θά νικηθῶ ἀπό τήν ὀμορφιά μιᾶς γυναίκας; Αὐτός ὁ βασιλεύς ἀπέθανε σέ ἡλικία μόλις 34 ἐτῶν ἀνύπανδρος ἀπό δηλητήριο τῶν ἐχθρῶν του, ὅπως λέγει ἡ ἱστορία του.

Οἱ στρατιωτικοί του, ὅπως ὁ Πτολεμαῖος, ὁ Σενέκας, γραμματέας του, ὁ Ἀντίοχος, ὁ Νικάνωρ, ὁ Κύριλλος καί ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν:

-Ἡ ἐξοχότης σου, δέν πάσχεις ἀπό τίποτε, οὔτε εἶσαι αἰχμαλωτισμένος ἀπό τόν χρυσό ἤ τίς κοσμικές ὡραιότητες!

-Καί ὅμως εἶμαι ἀπό τόν θάνατον. Μπροστά στόν θάνατο κανείς δέν εἶναι τίποτε. Τούς ἔλεγε.

Γι᾿ αὐτό καί ὅταν ἀπέθνησκε, ἀφοῦ ἐκυρίευσε ὅλες τίς τότε βασιλεῖες, καί εἶδε ὅτι τοῦ εἶχαν δώσει γλυκό μέ δηλητήριο, εἶπε:

-Σήμερα ἤπια ἕνα ποτήρι πικρό γλυκό!

-Τί εἶναι αὐτό; Τόν ἐρώτησαν. Καί ἀπήντησε:

-Θάνατος!

Συγκεντρώθηκαν οἱ φιλόσοφοι, οἱ στρατηγοί καί οἱ αὐλικοί του γύρω του. Καί αὐτός τούς εἶπε:

-Ἐγώ δέν φοβοῦμαι τόν θάνατο! Ἐγώ πιστεύω στόν Ἕνα Θεό, ὅπως μέ ἐδίδασκε ὁ ἀρχιερεύς τῶν Ἑβραίων, ὅταν κατέκτησα τήν Παλαιστίνη. Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός.

-Πῶς ὀνομάζεται ὁ Θεός σας; Ἐρώτησα τόν ἀρχιερέα.

-Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἔπλασε τόν οὐρανό καί τήν γῆ καί ὀνομάζεται Σαββαώθ!

-Καί τί σημαίνει Σαββαώθ;

-Σημαίνει ὁ Θεός τῶν στρατιωτῶν.

-Καί πῶς κυβερνᾶ τόν ἐπίγειο στρατό;

-Ὁ Μόνος Θεός κυβερνᾶ τίς τάξεις τῶν στρατιωτῶν τοῦ οὐρανοῦ. Κι ἐσύ δέν ἠμπορεῖς νά ἀναμετρηθῆς μέ αὐτόν. Αὐτόν προσκυνῶ καί ἐγώ.

Ἔτσι ἐγνώρισε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τόν Θεό καί ἄρχισε νά εἶναι πολύ ἐλεήμων. Ὅταν ἦταν νά ἀποθάνη τόν ἐρώτησαν οἱ διάδοχοί του:

-Ἡ Μεγαλειότης σου, ἀπό τί θέλεις νά κάνουμε τόν τάφο σου; Ἀπό μάρμαρο ἤ ἀπό χρυσό; Ἀπό πολύτιμες πέτρες, ὅπως σμάραγδο, ὑάκινθο, ὄνυχα, ἀμέθυστό ἤ ἀπό ρουμπίνια;

-Καί αὐτός τούς ἀπήντησε:

-Ὅλα αὐτά πού εἴπατε δέν εἶναι τίποτε μπροστά στόν θάνατο! Ὁπότε νά μή κάνετε τό μνῆμα μου ἀπό χρυσό ἤ ἀπό πολύτιμες πέτρες, οὔτε τό φέρετρό μου ἀπό γρανίτη οὔτε νά μέ ἐνδύσετε μέ χρυσᾶ βασιλικά ροῦχα. Ἀλλά νά μέ θάψετε σάν ἕνα ἁπλό ἄνθρωπο. Καί νά κάνετε στό φέρετρό μου δύο τρύπες μία στά δεξιά καί μία στά ἀριστερά.

-Γιατί νά κάνουμε αὐτό;Τόν ἐρώτησαν.

-Ἀπό ἐκεῖ θά βγάλετε τά χέρια μου πρός τά ἔξω γυμνά γιά νά τά βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι δέν ἐπῆρα τίποτε μαζί μου.

Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τήν σοφία τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος; Νά μή πιστεύσει κανείς ὅτι μετά τόν θάνατό του, ἐπῆρε κάτι μαζί του. Τί ὠφελήθηκαν οἱ βασιλεῖς Φαραώ τῆς Αἰγύπτου, πού τούς ἔκτισαν πυραμίδες καί τούς ἔθαψαν μέ φέρετρα ἀπό χρυσό καί ἄργυρο καί τούς μετέφεραν μέ καρότσες ἀπό χρυσό; Ὅλα αὐτά τά εὑρῆκαν ἄλλοι καί ἐπλούτισαν τά μουσεῖα τους. Καί τί ὠφελήθηκαν αὐτοί οἱ βασιλεῖς ἀπό τήν δόξα καί μεγαλοπρέπεια πού τούς ἔθαψαν; Καί ξέρετε τί ἐπῆραν μαζί τους; Μόνο τά καλά τους ἔργα! Ἐάν τά ἔκαναν, ἦταν σοφοί.

Καί οἱ Φαραώ τῆς Αἰγύπτου εἶχαν μεγάλη φιλοσοφία γιά τόν θάνατο.

Εἶχαν ἕνα μεγάλο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος στεκόταν μπροστά στήν βασιλική πύλη καί ὠνομαζόταν «ὁ ἄνθρωπος τοῦ θανάτου». Καί ὅταν ὁ βασιλεύς Φαραώ ἔτρωγε ἤ ἔπινε πολύ καί διεσκέδαζε, ἐρχόταν αὐτός ὁ ὑπηρέτης μέ μία νεκροκεφαλή, τήν ἔβαζε ἐπάνω στό τραπέζι καί ἔλεγε δυνατά: «Ἔε Βασιλεῦ, φάγε, πίε καί εὐφραίνου, ἀλλά θυμήσου ὅτι θά πεθάνεις μία ἡμέρα!»

Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψουμε λέγοντας ὅτι πολλά μποροῦμε νά εἰποῦμε περί θανάτου, καί ἰδιαίτερα μ᾿ αὐτά τά μαῦρα ροῦχα πού φορᾶμε, διότι ἐμεῖς οἱ μοναχοί ἔχουμε δώσει μεγάλους ὅρκους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά σκεπτώμεθα συνεχῶς τόν θάνατο. Καί ὅτι ὁ θάνατος δέν ξεχωρίζει νέους ἤ γέρους. Δέν σοῦ ζητᾶ βαθμούς ἤ ταυτότητες καί πιστόποιητικά βιβλιάρια. Δέν σέ ἐρωτᾶ ἄν εἶσαι λαϊκός ἤ μοναχός, ἑτοιμασμένος ἤ ἀνέτοιμος γιά τό ταξίδι.

Εἴθε νά μᾶς βοηθήσει ὁ Πανάγαθος Θεός μας, ὅταν θά κλείσουμε τά μάτια, νά μήν εὑρεθοῦμε μέ τούς ἀνέτοιμους καί ἀνεξομολογήτους.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου  

Δεῖτε καί:

ΠΕΝΤΕ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (1)