ΕΟΡΤΑΖΕΙ ΣΤΙΣ 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος, κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, ἐγεννήθη στό χωριό Σηρικάρι τοῦ Νομοῦ Χανίων Κρήτης. Σέ πολύ μικρή ἡλικία στερήθηκε καί τούς δύο γονεῖς του. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ παπποῦς του τόν ἔστειλε νά ἐργαστῆ σ’ ἕνα κουρεῖο στά Χανιά. Ὅσοι τόν γνώριζαν, τόν ἀγαποῦσαν, ἐπειδή ἦταν ταπεινός καί πρᾶος, πρόθυμος καί ἐργατικός, εὐγενικός καί γλυκομίλητος.
Ἐκεῖ γνωρίστηκε μέ τήν ἀνθοῦσα τότε Ἑλληνική παροικία καί μέ Ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου καί ἔγινε πολύ γρήγορα ἀγαπητός σέ ὅλους.Ὅμως ὁ Θεός τοῦ εἶχε ὁρίσει ἕνα πολύ δύσκολο καί ὀδυνηρό ἄθλημα, πού ἄρχισε τότε, μέ τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων σημαδιῶν τῆς νόσου τοῦ Χάνσεν, τῆς γνωστῆς λέπρας. Γιά νά μήν τόν ἀντιληφθοῦν οἱ Ἀρχές καί τόν κλείσουν στό ἄνυδρο νησί τῆς Σπιναλόγκας, σέ ἡλικία μόλις δεκαέξι ἐτῶν ἔφυγε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Aἰγύπτου.
Μετά ἀπό λίγα χρόνια, πού τά σημάδια τῆς νόσου ἔγιναν πολύ ἐμφανῆ, ἔπρεπε καί ἀπό ἐκεῖ νά φύγη. Νά πάη, ὅμως, ποῦ; Κανέναν δέν γνώριζε καί πουθενά. Τότε ἕνας Ἐπίσκοπος, πού ὁ Νικόλαος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τό πρόβλημά του, τόν ἔστειλε στόν Γέροντα Ἄνθιμο, ἱδρυτή καί πνευματικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Βοηθείας στήν Χίο καί ἐφημέριο τοῦ ἐκεῖ λωβοκομείου. Μετά τρία χρόνια ὁ Νικόλαος ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικηφόρος. Ὁ εὐλογημένος Νικηφόρος ζοῦσε τήν μοναχική ζωή μέ αὐστηρή ἄσκηση καί τελεία ὑπακοή.
Κοντά στόν πατέρα Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνεκηρύχθη Ἅγιος, ὁ Πατήρ Νικηφόρος ἔφθασε σέ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς.
Ὅταν ἔκλεισε τό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, ὁ ἅγιος Ἄνθιμος τόν ἔστειλε στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό τῶν Ἀθηνῶν μέ συστατική ἐπιστολή, στήν ὁποία ἔγραφε στόν πατέρα Εὐμένιο, νά προσέξη «τόν θησαυρό πού τοῦ στέλνει ἡ Παναγία», διότι ἔχει πολλά νά ὠφεληθῆ ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖ ὁ ὅσιος Νικηφόρος πέρασε ὅλο τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.
Ὁ πατήρ Εὐμένιος τόν φρόντισε μέ πολλή ἀγάπη καί τόν εἶχε ὡς πνευματικό του πατέρα. Ἕνα βράδυ, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ὅσιο Νικηφόρο, πῆγε νά κοιμηθῆ. Εἶχε ὅμως μιά ἀνησυχία μήπως δέν ἔκλεισε τήν σόμπα. Ἐπιστρέφει στό κελλάκι, ἀνοίγει τήν πόρτα σιγά-σιγά γιά νά μήν τόν ξυπνήση. Τότε βλέπει μπροστά του τόν Ἅγιο νά αἰωρῆται ἕως ἕνα μέτρο ἀπό τό ἔδαφος μέ τά χέρια ὑψωμένα καί νά προσεύχεται. Τό πρόσωπό του δέ ἔλαμπε ὑπέρ τόν ἥλιον.
Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος ἐκοιμήθη στίς 4 Ἰανουαρίου 1964, προ-παραμονή τῶν Θεοφανείων.
Θαύματα ἐπετέλεσε ἤδη κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του, καί ἐπιτελεῖ πολύ περισσότερα μετά θάνατον, ὅπως τό ὁμολογοῦν πολλοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εὐεργετήθηκαν ἀπό αὐτόν.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ Συνοδική Πράξη τῆς 3ης Δεκεμβρίου τοῦ 2012, κατέταξε τόν Ὅσιο Νικηφόρο τόν Λεπρό τόν Θαυματουργό στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
ΘΑΥΜΑΤΑ
Λύτρωση σε αδιέξοδο ιερέα
Γιά
τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου εἶχα ἀκούσει στίς ἀρχές τῆς
δεκαετίας τοῦ 2000 καί εἶχε φτάσει στά χέρια μου τό βιβλίο τοῦ π.
Σίμωνος μοναχοῦ. Πλήν ὅμως δέν τό εἶχα μελετήσει καί τό ἐδώρισα σέ
κάποιον γνωστό μου.
Ἀκούγοντας
τά τελευταία χρόνια τόν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο νά ἀναφέρει συχνά
στίς ὁμιλίες του τήν ὑπομονή καί τό μαρτυρικό φρόνημα τοῦ Ἁγίου
Νικηφόρου, ἔνιωσα μία ἔντονη ἐσωτερική παρόρμηση νά ἐπικοινωνήσω μέ τόν
ἀδελφό τοῦ π. Σίμωνος, Γρηγόριο, καί νά τοῦ ζητήσω νά μεσολαβήσει στον
π. Σίμωνα, προκειμένου νά λειτουργήσω κάποια ἡμέρα στό ἰδιωτικό
ἐκκλησάκι του, ὅπου φυλάσσονται τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου. Μέ τή Χάρη
τοῦ Θεοῦ καί ἔνεκα τῆς φιλόξενης καρδίας τοῦ καταδεκτικοῦ π. Σίμωνος,
ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά λειτουργήσω τρεῖς φορές καί νά προσκυνήσω τά
χαριτόβρυτα λείψανά του, νοιώθοντας μία ἰδιαίτερη καί εὐχάριστη εὐωδία,
πού γέμισε τήν ψυχή μου μέ θεία παρηγοριά καί χαρά.
Ἐπιπλέον,
μετά τό τέλος τῆς πρώτης Θ. Λειτουργίας, ὁ π. Σίμων μοῦ ἐδώρισε τό
βιβλίο του γιά τόν Ἅγιο Νικηφόρο. Τό ἴδιο βράδυ ξεκίνησα νά τό μελετῶ μέ
ἱερό πόθο. Ὠφελήθηκα πολύ διαβάζοντας γιά τίς ἀρετές καί τήν ἰώβεια
ὑπομονή τοῦ λεπροῦ Ἁγίου μας καί συγκλονίστηκα ἀπό τό πλῆθος τῶν
θαυμάτων πού ἐπιτελεῖ σέ ἁπλούς καί ταπεινούς ἀνθρώπους μετά τήν ὁσιακή
κοίμησή του.
Λίγες
ἡμέρες ἀργότερα, ἐνόψει μίας σοβαρῆς ἀπόφασης πού ἔλαβα γιά τήν
προσωπική μου ζωή, βρέθηκα ἐνώπιον μίας δυσάρεστης κατάστασης καί
ἀνθρωπίνως φαινόταν ἐξαιρετικά πιθανό ὅτι θά ὁδηγούμασταν σέ ρήξη μέ
πολύ ἀγαπητά συγγενικά μου πρόσωπα. Ἀναμφισβήτητα, αὐτό τό γεγονός μέ
ἔθλιβε καί μέ στενοχωροῦσε. Ἡ κρίσιμη συνάντηση μαζί τους εἶχε
προγραμματισθεί μία Τρίτη τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 2020. Τό ἀδιέξοδο φάνταζε
βέβαιο πρίν τήν συνάντηση αὐτή, λόγω τῶν ὅσων εἶχαν προηγηθεῖ. Ὁ Θεός μέ
φώτισε νά καταφύγω στόν Ἅγιο Νικηφόρο, τό βίο τοῦ ὁποίου εἶχα ἤδη
μελετήσει. Ἐπικοινώνησα μέ τόν π. Σίμωνα τήν Δευτέρα, παραμονή τῆς
συνάντησης καί τοῦ ζήτησα νά προσευχηθεῖ στόν Ἅγιο γιά τό θέμα μου αὐτό.
Πράγματι ὁ ἀγαπητός π. Σίμων μέ ρώτησε τί ὤρα θά γινόταν ἡ κρίσιμη
συνάντηση καί μοῦ εἶπε ὅτι ἐκείνη τήν ὤρα θά ἔκανε τήν παράκληση στόν
Ἅγιο καί θά ἄναβε μία λαμπάδα γιά τό πρόβλημά μου.
Καί
ὁ Ἅγιος ἔκανε τό θαῦμα του! Γιατί περί θαύματος πρόκειται, ἀφοῦ χωρίς
νά τό περιμένω εἶδα ὅτι ἡ συμπεριφορά τῶν συγγενῶν μου ἦταν έντελῶς
διαφορετική ἀπέναντί μου, δείχνοντας πλέον σεβασμό στήν προσωπική μου
ἐπιλογή καί παύοντας νά ἔχουν τήν προηγούμενη ἐχθρική τους στάση.
Ὁμολογῶ
αὐτό πού εἶπα καί κατ’ ἰδίαν στόν π. Σίμωνα, ὅτι δηλαδή ὁ Ἅγιος
Νικηφόρος εἶναι ταχύτατος σέ βοήθεια, ὅταν τοῦ τό ζητοῦμε μέ πίστη καί
ἁπλότητα. Τήν θαυματουργικἡ ἐπέμβασή του, τήν ἔζησα καί τόν εὐχαριστῶ
θερμά, ἔχοντάς τον πλέον στούς προστάτες Ἁγίους τῆς οἰκογένειάς μου.
π. Ε. Κ.
Μαρτυρία Ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Γιαννακοπούλου
Ἐγνώρισα
τόν π. Νικηφόρο τό ἔτος 1961 στό Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Νόσων, τό τότε
Λεπροκομεῖο. Πηγαίναμε, μιά συντροφιά νέων τότε, μέ τόν τότε διάκονο καί
μετέπειτα Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο Σελέντη. Αὐτός μᾶς παρακινοῦσε
νά δώσουμε λίγη χαρά στούς κοινωνικά ἀπομονωμένους ἀσθενεῖς ἀδελφούς
μας, νά τούς ἀγκαλιάσουμε, νά φᾶμε μαζί τους ἀπό τό ἴδιο πιάτο τους, νά
κοινωνήσουμε μετά ἀπό αὐτούς.
῞Ενας
ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ π. Νικηφόρος. Ἔφερε πασιφανῆ τά σημάδια τῆς
νόσου. Τυφλός, ἀκρωτηριασμένος, καταβεβλημένος σωματικά. Ἀμέσως ὅμως
διέκρινες, μέσα ἀπό τό ἀσθενικό ἐκεῖνο σῶμα, νά βγαίνη μιά δύναμη
πνευματική, ἕνας ἔνθεος ζῆλος, μιά ἀπέραντη ἀγάπη καί μιά εἰρήνη, πού σέ
διαπότιζε ὁλόκληρον.
Ἐκεῖνο,
πού ἰδιαιτέρως θυμᾶμαι ἀκόμα, ἦταν ἡ πάλη του μέ τούς δαίμονας. Δεχόταν
πολλές ἐπιθέσεις καί ὡρισμένες φορές οἱ συμπλοκές ἔφθαναν καί σέ
σωματική πάλη. Καί ὅταν «τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ» τούς ὑπέτασσε, ἐν τῷ
ὀνόματι τοῦ ᾽Ιησοῦ τούς ἐμάστιζε καί τούς ἐξανάγκαζε νά ὁμολογοῦν τίς
δαιμονικές τους δραστηριότητες. Ἔλεγε σ᾽ αὐτούς: «Πές μου, κασσίδη, ποῦ
ἤσουν ἀπόψε;» Καί, ὅταν τό δαιμόνιο ὡμολογοῦσε τίς ἧττες του, ὁ πατήρ
Νικηφόρος χαιρόταν καί δόξαζε τόν Θεό. Καί, ὅταν κάποιος Χριστιανός
ἔπεφτε στίς παγῖδες του, λυπόταν καί προσευχόταν.
Τό
μικρό νοσοκομειακό δωμάτιό του ἦταν γιά μᾶς τόπος πνευματικῆς βοηθείας
καί ἀγαλλιάσεως. Εἴχαμε ἐμπρός μας ἕναν ἀγωνιστή τοῦ «καλοῦ ἀγῶνος» καί
παίρναμε δύναμη. Ἡ παρρησία του στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, μέ τίς πυρφόρες
προσευχές του, μᾶς χάριζε τή δρόσο τοῦ Πνεύματος, μᾶς συμπαρέσυρε σέ
πνευματική ἀνάταση, σέ θεῖο ζῆλο, ἔστω καί ἄν γιά τόν γράφοντα ὁ ζῆλος
μαραινόταν εὔκολα.
Μέ
πολλή ἁπλότητα, χωρίς πολλές διδασκαλίες, ἦταν πνευματικός ὁδηγός,
γιατί ἦταν ὁ ἴδιος μέ τή ζωή του μιά πηγαία διδασκαλία, Ἔδειχνε σέ
ὅλους, πολλές φορές καί μέ τή σιωπή του, τόν λαλοῦντα μέσα του Θεόν –«οὐ
γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν
ἐν ὑμῖν» (Ματθ. 10:20).
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του, καί ἄς πρεσβεύη γιά νά εὕρωμεν ἔλεος ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
Μαρτυρία του Σεβ. Μητροπολίτου Αχελώου κ.κ. Ευθυμίου
Κατά
τή δεκαετία 1955-1965 διετέλεσα Γενικός Γραμματεύς τῆς «Παγκοσμίου
Ἀδελφότητος Ὀρθοδόξων Νεολαιῶν SYNDESMOS». Τό ἔτος πού ἤμουνα διάκονος
(1962-1963) ἐπισκέφθηκα τό Νοσοκομεῖο Λοιμωδῶν Νόσων, στήν Ἁγία Βαρβάρα,
ὅπου διακόνησα στή Θεία Λειτουργία.
Μετά
τή θεία Λειτουργία, μέ ὡδήγησαν σέ ἕνα μικρό δωμάτιο, ὅπου ἔμενε ὁ
μοναχός Νικηφόρος, πού ἦταν λεπρός, τυφλός καί κατάκοιτος. Δέν τόν
γνώριζα οὔτε μέ γνώριζε. Ἦταν ἡ πρώτη καί μοναδική φορά πού
συναντηθήκαμε.
Εὔκολα
ἀνοίξαμε μιά πνευματική συζήτηση. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι ὁ λεπρός καί
τυφλός μοναχός συμμετεῖχε μέ πολύ ἐνδιαφέρον καί ζωηρότητα στή συζήτηση
καί ὅτι ἐκεῖνος ἦταν πού μιλοῦσε πιό πολύ. Θυμᾶμαι πώς δέν τόν κούραζε
καθόλου ἡ πνευματική συζήτηση.
Κατά
τή διάρκεια τῆς συζητήσεως, ἰδιαίτερη ἔκπληξη μοῦ προκάλεσε ἡ ἑξῆς
λεπτομέρεια (καί γι’ αὐτό ἄλλωστε τή θυμᾶμαι, ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια):
Λόγῳ τῆς ἰδιότητός μου, ὡς Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Ἀδελφότητος SYNDESMOS,
ὅπως προανέφερα, ἐπικοινωνοῦσα μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό
Ἀθηναγόρα, καθώς καί μέ ἄλλους πατριάρχες, ἀρχιερεῖς καί ἀξιωματούχους
τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό θέμα αὐτό δέν τό συζητήσαμε μέ τόν Νικηφόρο, ἴσως
ὅμως ἐκεῖνος νά εἶχε πληροφορηθῆ τήν ἰδιότητά μου αὐτή. Αὐτό δέν τό
γνωρίζω.
Σέ μιά στιγμή καί ἐντελῶς αὐθόρμητα, ὁ λεπρός Μοναχός διετύπωσε τήν ἑξῆς σκέψη:
— Μερικοί κληρικοί φαντάζονται πώς θά γίνουν πατριάρχες!
Τά
λόγια αὐτά τοῦ μοναχοῦ μέ ἔκαναν νά ἀπορήσω. Καί τοῦτο γιατί ἦταν σάν
νά διάβαζε μιά ἔμμονη σκέψη μου πού δέν θυμᾶμαι μέ ποιά ἀφορμή
γλιστροῦσε σάν σκουλήκι μέσα μου ἐκεῖνο τόν καιρό…
Τό
περιστατικό αὐτό μέ ἔκανε νά πιστεύσω πώς ὁ λεπρός Νικηφόρος, μέσα στό
σκοτάδι τῆς μακρᾶς καί ὀδυνηρῆς δοκιμασίας του, εἶχε δεχθῆ ἀπό τό
Πανάγιο Πνεῦμα τό χάρισμα τῆς διορατικότητος.
Ζητῶ καί τώρα τίς προσευχές καί τίς πρεσβεῖες του!
17 Σεπτεμβρίου 2002