Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

ΠΕΡΙ ΙΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

 

Πατερικά

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

ΠΕΡΙ ΙΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΩΝ *

    Ο ΚΥΡΙΟΣ λέγει εις το Ευαγγέλιον, ο άπιστος εις το ολίγον θα αναφανεί άπιστος και εις πολλά, «Έφη αυτώ ο Κύριος αυτού εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω» (Ματθ. κε’, 21). Διά της λέξεως «ολίγα» εννοεί ο Κύριος τα ζητήματα, πού απασχολούν τον παρόντα βίον, όπως π.χ. τροφάς, ενδύματα και όσα εν γένει αναφέρονται εις την περιποίησιν τού σώματος. Διά τα ζητήματα αυτά μάς διέταξεν ο Κύριος να μη μεριμνώμεν, αλλά να αναθέτωμεν την φροντίδα των πραγμάτων αυτών εις Εκείνον.

 «Μη ούν μεριμνήσατε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα, πάντα γάρ ταύτα τα έθνη επιζητεί, οίδε γάρ ο Πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων, ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν τού Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 31-33). Διά της λέξεως «πολλά» εννοεί τα αγαθά, τα οποία θα δωρήση κατά τον μέλλοντα αιώνα, και τα οποία, βεβαίως, υπεσχέθη να παραχωρήση εις αυτούς πού τον πιστεύουν και φροντίζουν διαρκώς και εναγωνίως δι’ αυτά και επιζητούν πάντοτε αυτά «Υμείς γάρ», είπεν ο Κύριος, «ζητείτε πρώτον την  Βασιλείαν τού Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».

Ώστε αυτά τα ασήμαντα και πρόσκαιρα αποβαίνουν κριτήριον και δοκιμαστήριον της πίστεώς μας εις τον Χριστόν διότι εκείνος ο οποίος θα πιστεύση, ότι, εφ’ όσον ημείς δεν θα μεριμνώμεν καθ’ ολοκληρίαν δι’ αυτά τα πρόσκαιρα, αλλ’ αποκλειστικώς και μόνον φροντίζομεν διά τα μέλλοντα, τότε ο Θεός θα μας εξασφαλίση και τα πρόσκαιρα αφθόνως, συμφώνως προς την υπόσχεσίν του, ο τοιούτος, είναι φανερόν, ότι έχει πιστεύσει και περί των αιωνίων και ειλικρινώς επιζητεί αυτά. Αυτό θα φανεί από τα εξής :

Πιστεύεις ότι είναι δυνατόν να γίνης υιός τού Θεού και επομένως να καταστής συγκληρονόμος τού Χριστού συμβασιλεύων μετ’ Αυτού εις την ατελεύτητον αιωνιότητα; «Ει δε τέκνα και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν» (Ρωμ. Η’ 17). Οπωσδήποτε εις την ανωτέρω ερώτησιν θα απαντήσης μετά βεβαιότητος, ναι, διότι ακριβώς δι’ αυτήν την αιτίαν εγκατέλειψα τον κόσμον και τα ευχάριστα τού κόσμου και εξέλεξα ελευθέρως την υπηρεσίαν αυτήν προς τον Κύριόν μου.

Θαυμασία η απάντησις αυτή! Εξέτασε λοιπόν μετά προσοχής τον εαυτόν σου, μήπως και πάλιν σε αιχμαλωτίζουν αι βιοτικαί μέριμναι και υπερβολικά φροντίζεις δια, το σώμα σου, κατ’ αντίθεσιν προς την διαταγήν, την οποίαν έλαβες να μη μεριμνάς δι’ όλα αυτά. Εάν δε πράγματι αυτό συμβαίνη, τότε ψευδώς ισχυρίσθης, ότι μετά βεβαιότητος πιστεύεις εις τα μέλλοντα.

Διότι, εάν πράγματι μετά σταθεράς και αμετακινήτου πίστεως είχες προσηλωθή εις εκείνα τα άφθαρτα και μεγάλα αγαθά του μέλλοντος αιώνος, και επίστευες, ότι θα τα απολαύσης, ουδόλως πλέον θα αμφέβαλλες, ότι ο Κύριος, όπως υπεσχέθη, ανελλιπώς θα εχορήγει εις σε και αυτά τα ελάχιστα και φθειρόμενα του καθ’ ημέραν βίου, τα οποία άλλωστε, επειδή είναι αγαθός, τα προσφέρει γενναιοδώρως και εις τα θηρία και εις τα πετεινά και εις τούς ασεβείς ανθρώπους. Πώς λοιπόν ισχυρίζεσαι, ότι πιστεύεις περί των επουρανίων και αϊδίων εκείνων αγαθών, εφ’ όσον δι’ αυτά τα ασήμαντα και γήινα δεν έχεις εμπιστοσύνην εις τον Κύριον;

Επί πλέον σε ερωτώ και διά το εξής· Πιστεύεις, ότι, είναι δυνατόν ο Χριστός να θεραπεύση την ψυχήν σου από τα πάθη της και τα τραύματά της; Θα απαντήσης βεβαίως, ότι πιστεύω, διότι εις αυτήν την ελπίδα επάνω έχω στηριχθή. Σκέψου όμως μήπως και εις την περίπτωσιν αυτήν εξαπατάς τον εαυτόν σου, εφ’ όσον προσκαλείς ιατρούς διά την σωματικήν σου ασθένειαν, κατηγορών ούτω τον Χριστόν δι’ αυτήν, ότι δήθεν δεν δύναται να σε θεραπεύση, καίτοι συ ενεπιστεύθης τον εαυτόν σου εις Εκείνον.

Διότι είναι ολοφάνερον, ότι όπως ακριβώς το σώμα αξίζει, περισσότερον από το ένδυμα, συμφώνως με τον λόγον του Κυρίου, «ουχί η ψυχή πλείον εστι της τροφής και το σώμα του ενδύματος;» (Ματθ. ς΄25) τοιουτοτρόπως και η ψυχή είναι πολυτιμοτέρα του σώματος, και εάν πραγματικώς έχης πιστεύσει, ότι τα αθεράπευτα, από τούς ανθρώπους, τραύματα της ψυχής, είναι ιάσιμα από τον Χριστόν, πολύ περισσότερον θα επίστευες ότι τα σωματικά τραύματα δύναται να τα θεραπεύση ο Χριστός και Αυτόν μόνον θα παρεκάλεις, παραβλέπων τας ιατρικάς συνταγάς.

Άλλ’ ίσως αντιπαρατηρήσης εις όσα λέγω, ο Θεός δεν έχει εμποδίσει τούς ανθρώπους να κάνουν χρήσιν των φαρμάκων των ιατρών, εφ’ όσον ο ίδιος εκβλαστάνει τα θεραπευτικά βότανα δια την θεραπείαν του σώματος. Και εγώ συμφωνώ μαζί σου, πλην όμως μάθε εις ποίους ανήκουν αυτά. Αφού ο άνθρωπος, εξ αιτίας τής παραβάσεως της εντολής, εξέπεσε της απολαύσεως του Παραδείσου και παρεπέμφθη εξόριστος εις τον κόσμον αυτόν, περιέπεσε και εις σωματικά πάθη και νοσήματα, τότε ο Θεός, από πολλήν αγαθότητα και μακροθυμίαν κινούμενος, παρεχώρησε την χρήσιν των φαρμακευτικών αυτών βοτάνων εις τούς ανθρώπους του κόσμου αυτού, οι οποίοι δεν έχουν την δύναμιν να πιστεύσουν εις τον Θεόν και να αφιερωθούν εξ ολοκλήρου εις Αυτόν. Διά σε όμως, ο οποίος επιθυμείς να γίνης τέλειος και να αποξενωθής του κόσμου αυτού, διά να γίνης υιός του Θεού κατά χάριν, ανώτερος ακόμη και αυτού του πρώτου και απαθούς ανθρώπου, εφ’ όσον άλλωστε εδέχθης δι’ αυτήν σου την προαίρεσιν και μεγαλυτέρας τας υποσχέσεις εκ του Θεού, επιβάλλεται να αποκτήσης και τελειοτέραν πολιτείαν και διάνοιαν και πίστιν περισσοτέραν από τούς άλλους ανθρώπους του κόσμου αυτού.

Άλλωστε εάν δεν είχες τοιαύτην πρόθεσιν, τί σε ημπόδιζε και να υπανδρευθής και πλούτη να αποκτήσης και τα άλλα αγαθά τού πρόσκαιρου τούτου κόσμου να απολαύσης; Και αυτά ο Θεός, κατ’ οικονομίαν, παρεχώρησεν εις τον άνθρωπον διά να απολαμβάνη μετά την πτώσιν, αφού κατέστη υπεύθυνος πλέον λόγω της αμαρτίας· από αυτά όλα λοιπόν σύ απεξενώθης, διά να ενωθής με τον Θεόν. Όπως λοιπόν εκουσίως απεξενώθης από τα αγαθά αυτά, τοιουτοτρόπως επιβάλλεται να απέχης και από τας ιατρικάς συνταγάς, εφ’ όσον επίστευσες και εξ ολοκλήρου αφιερώθης εις τον Χριστόν, ο οποίος υπεσχέθη να τα εξασφαλίζη όλα πλουσίως εις τούς δούλους Του.

Ώστε εκείνος ο οποίος επιθυμεί να γίνη πράγματι άνθρωπος τού Χριστού και επίστευσεν εις τας υπέρ λόγον φρικτάς αληθείας, όπως είναι η κληρονομία της Βασιλείας των ουρανών, η αιώνιος και ατελεύτητος απόλαυσις αυτής, ο αγιασμός τής καρδίας και η τελεία κάθαρσις της ψυχής διά τού Αγίου Πνεύματος, οφείλει να εμπιστευθή εις τον Θεόν και όλην την φροντίδα του σώματος. Και επί πλέον, οφείλει να θεωρή την πενίαν ως πλούτον, την κακουχίαν ως ανάπαυσιν, την καταισχύνην ως τιμήν, και την ύβριν και την περιφρόνησιν ως δόξαν. Αυτά όλα είναι τα γνωρίσματα των γνησίων δούλων του Χριστού, οι οποίοι έχουν πραγματικώς πιστεύσει εις τούς λόγους του.


*Ο τίτλος δόθηκε από τον επιμελητή του κειμένου.

ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΥ Γ’  – ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΙΔ’, σελ. 190-192

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ