«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ἦταν μιά χειμωνιάτικη ἡμέρα τοῦ 1987. Μέ τήν βάρκα τῆς Μονῆς μας, ξεκινήσαμε γιά τήν Μονή τοῦ ὁσίου Διονυσίου. Ἀποκλειστικό πρόγραμμά μας, ἡ συνάντησις καί συνομιλία μέ τόν Γέρο Θεόκτιστο Διονυσιάτη. Τόν βρήκαμε ἔξω στίς αὐλές. ῾Η δουλειά του, ὅταν βγῇ ἀπό τό Κελλί του, εἶναι νά ρωτᾷ τούς προσκυνητές: «Προσκύνησες τόν τάφου τοῦ ἁγίου Νήφωνος τοῦ βουρδουνάρη (ὑπεύθυνος τῶν ζώων), πού ἦταν πρίν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Ἐάν ἔλεγον ὄχι, τούς ἔπαιρνε σχεδόν στανικῶς καί τούς ὁδηγοῦσε στόν τάφο τοῦ ῾Αγίου, πού βρίσκεται στό κοιμητήρι τῆς Μονῆς. Προσκυνοῦν, ἀνάβουν τό ἀκοίμητο καντήλι του, καί μετά τούς διηγεῖται τόν βίον καί τά θαύματά του. Κατόπιν θά τούς μεταφέρῃ στό Κελλί τοῦ ῾Αγίου Νήφωνος, πού εἶναι τώρα καί δικό του Κελλί.
Σύμφωνα μέ τήν βιογραφία τοῦ ῾Αγίου, ἦλθε μία νύκτα ὁλόσωμος ὁ Χριστός, ἐχαιρέτισε τὀν ἅγιο Νήφωνα, τόν εὐλόγησε καί ἐξέφρασε τήν εὐαρέσκειά του, γιά τόν ἀγῶνα καί τήν ταπείνωσι του. Στό τόπο πού ἐμφανίσθηκε, ὑπάρχει σήμερα, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, μία τοιχογραφία πού παριστάνει τόν Χριστό. Ἐκεῖ πηγαίνουν μέ τήν προτροπή τοῦ π. Θεοκτίστου πολλοί προσκυνητές ν᾿ ἀκούσουν, νά ἰδοῦν καί ν᾿ ἀσπασθοῦν τόν Χριστό.
-Πάτερ Θεόκτιστε, εὐλογεῖτε.
-῎Ααα ἀπό ποῦ ἤλθατε ἐσεῖς; Ἀπό τήν Γρηγορίου εἶσθε;
-Ναί Γέροντα, ἤλθαμε νά προσκυνήσουμε τόν ῞Αγιο Νήφωνα.
Πρόσχαρος ὅπως πάντα ὁ Παπποῦς, μᾶς παρέλαβε νά μᾶς ξεναγήση, νά μᾶς ἐξιστορήσῃ τήν ζωή τοῦ ῾Αγίου, νά μᾶς συμβουλεύσῃ...
Μᾶς πῆγε στό Κελλί του. Προσκυνήσαμε τόν Χριστό καί καθίσαμε νά μιλήσουμε λιγάκι. Μᾶς ἔκανε ἐντύπωσι τό Κελλί του, πού ἔμοιαζε μέ θρησκευτικό βιβλιοπωλεῖο. Παντοῦ εἰκόνες, χάρτινες, ξύλινες, μεταλλικές, σχεδόν ὅλες σκονισμένες. Τά βιβλία, φυλλάδες, Προσευχητάρια, Παρακλήσεις, Ἀκολουθίες ῾Αγίων, Πατερικά καί Νηπτικά κείμενα, ὅλα ἐδῶ καί ἐκεῖ στοιβαγμένα, ἑτοιμόρροπα, σκονισμένα, τά πιό πολλά μέ τόν σελιδοδείκτη τους, ἕτοιμα νά προσφέρουν τήν τερπνή τροφή τους στόν διψασμένο ἀναγνώστη. Μόνο στό ταβάνι ἦταν καθαρά σανίδια. Μά καί ἐκεῖ ἄν ἦτο δυνατόν νά ἐτοποθετοῦντο ράφια, θά τακτοποιοῦσε καί ἐκεῖ ὁ σοφός Γέρο Θεόκτιστος, τήν πολλή του περιουσία ἀποτελουμένη ἐξ ἀφθόνων εἰκόνων καί κατά τό πλεῖστον πεπαλαιωμένων βιβλίων.
-Πάτερ Θεόκτιστε, εἶσθε πολλά χρόνια ἐδῶ;
-Εἶμαι μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας μας 26 χρόνια ἀπό τότε πού ἦλθα, σχεδόν εἶμαι πάντοτε γηροκόμος. Καί ποιός ἄλλος νά πάῃ; Ἐγώ τούς ἐσυνήθισα πλέον. Τούς ἀγαπῶ καί μ᾿ ἀγαποῦν. Πέρασαν πολλοί γέροντες ἀπό τά χέρια μου. Τί νά σᾶς πῶ, βρέ Πατέρες μου! Τήν ὥρα πού πεθαίνουν, ἄλλοι εἶναι χαρούμενοι καί εἰρηνικοί, καί ἄλλοι φοβοῦνται καί τρέμουν. Καί αὐτό εἶναι ἑπόμενο, ἀνάλογα μέ τόν ἀγῶνα πού κάνουμε στήν ζωή μας, ἀνάλογη θά εἶναι καί ἡ κατάστασίς μας τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας.
-Ποῦ γεννήθηκες, Γέροντα, καί πῶς ἀπεφάσισες νά γίνῃς Μοναχός;
-Γεννήθηκα στό χωριό Λάϊστα τῆς Ἠπείρου τό 1919 ἀπό πολύ πιστούς γονεῖς. Ἀπέθαναν ὅμως πολύ ἐνωρίς καί μ᾿ ἄφησαν ὀρφανό ἐμένα ἕνδεκα ἐτῶν καί τήν ἀδελφή μου ἑπτά ἐτῶν. ῞Οταν ἐμεγάλωσα λίγο, ἐπῆγα στό Ρουμάνικο σχολεῖο πού λειτουργοῦσε τότε στό χωριό μου γιά μερικές οἰκογένειες βλάχων πού εἴχαμε στό χωριό.
῞Οταν ξέσπασε ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ἤμουν στρατιώτης. Μετά τήν ἀπόλυσί μου, ἔπασχα ἐπί πέντε χρόνια ἀπό φυματίωσι. Φάρμακα δέν ὑπῆρχαν, οἱ ἰατροί μέ εἶχαν καταδικάσει σέ θάνατον. Τότε ἐγώ σκέφθηκα καί εἶπα: «Ἄς πάω νά ἐξομολογηθῶ, νά κοινωνήσω γιά νά εἶμαι ἕτοιμος». Ἐκείνη τήν νύκτα, παρουσιάζεται ὁ ῞Αγιος Νικόλαος στό ὕπνο μου. Μέ εὐλόγησε τρεῖς φορές, καί μοῦ εἶπε: «Ἄϊντε, καί ἄλλη φορά νά νηστεύῃς Τετάρτες καί Παρασκευές». Παιδεύτηκα πολύ, ἀλλά αὐτή ἡ ἀρρώστια μοῦ ἔκανε καλό. Τήν ἄλλη ἡμέρα, ἐβγῆκα νά βρῶ ἐκκλησία καί Πνευματικό πατέρα. Εἶδα μπροστά μου μία. Μπῆκα μέσα καί ἦταν πρός τιμήν τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. Κυττάζω τήν εἰκόνα του καί ἦταν ἀκριβῶς ὅπως μοῦ παρουσιάσθηκε ὁ ῞Αγιος τό προηγούμενο βράδυ. Ἐξωμολογήθηκα, κοινώνησα καί ἐπέστρεψα στό Σανατόριο, ὅπου ἐνοσηλευόμουν. Ἐδῶ εἶναι τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου. Ἐκεῖνος ὁ ἰατρός πού μέ κατεδίκασε σέ θάνατο, ὁ ἴδιος μοῦ ἔβγαλε ἀκτῖνες καί μοῦ ἔδωσε ἐξιτήριο λέγοντας: «Πήγαινε, δέν ἔχεις τίποτε».
Μετά ἀπό τόσες ἐπικίνδυνες ἀρρώστιες καί θεῖες ἐπεμβάσεις τῶν ῾Αγίων τοῦ Θεοῦ, μοῦ ἦλθε πόθος, ν᾿ ἀφήσω τόν κόσμο καί νά μονάσω γιά νά σώσω τήν ἄσωτη ψυχή μου. Ἐδίσταζα ὅμως, γιατί δέν ἤξερα ἄν ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σκέφθηκα καί εἶπα: «Θά πάω στήν Παναγία τῆς Τήνου, καί ἅμα τήν ἰδῶ μέ τά μάτια μου, τότε εἶναι τό θέλημά της νά γίνω Καλόγερος».
Ἐν τῷ μεταξύ πολλές φορές ἔβλεπα τόν ὅσιο Νικόδημο τόν ῾Αγιορείτη, νά μέ παρακινῇ νά πάω γιά Μοναχός. Ἐδιάβαζα τό βιβλίο του «Πνευματικά Γυμνάσματα», καί ἀπό ἐκεῖ ἐγνώρισα τήν μορφή του, ὅτι αὐτός ἦταν.
Πράγματι, ἐπῆγα στίς 15 Αὐγούστου τοῦ 1959 στήν Τῆνο. Εἶδα τήν Παναγία μας μαυροφορεμένη νά πετάῃ μέσα στό Ναό τήν ἡμέρα τῆς πανηγυρικῆς μνήμης της καί νά εὐλογῇ τόν λαό. Τήν εἶδε ὅλος ὁ κόσμος καί ἀπό τά μάτια μας ἔτρεχαν «βροχή» τά δάκρυα ἀπό χαρά καί συγκίνησι. ῞Ολοι οἱ Χριστιανοί ἐφώναζαν: «Παναγία μας, Παναγία μας, σῶσε μας, ἐλέησέ μας». Καί ἐγώ ἔλεγα τότε μέ δάκρυα: Πώ, πώ!! ποῖος εἶμαι ἐγώ πού ἀξιώνομαι νά ἰδῶ τήν Παναγία μας; Ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἄσωτος καί διεφθαρμένος τῆς κοινωνίας;
Πατέρες μου, μυστήρια καί ἀπερίγραπτα πράγματα ἔχει ἡ πίστις μας. Χαρά σ᾿ αὐτόν πού πιστεύει καί ἀγαπᾶ τόν Θεό. Πολλά θαύματα γίνονται ἐκεῖ. Μεγάλη δουλειά νά πιστεύῃς στόν Θεό καί στό ἔλεός του.
-Γέροντα Θεόκτιστε, θυμᾶσαι ἄλλες ἱστορίες ἀπό τήν ζωή σου;
Ναί, καί ἀκοῦστε. ῾Η Θεία μου ἡ ἀδελφή τῆς Μάνας μου, εἶδε τήν ῾Αγία Παρασκευή καί συνωμίλησε μαζί της μισή ὥρα. ῞Οταν εἶδα τήν θεία μου τἄχασα. ῏Ηταν κατακίτρινη σάν τό φλουρί.
-Τήν ρώτησα: Τί ἔχεις θεία;
-Καί κείνη μοῦ εἶπε, ὅτι κουβέντιασε μέ τήν ῾Αγία, ἀλλά ἀρνήθηκε νά μοῦ πῇ τί εἶπαν.
Κάποια ἡμέρα, πρίν ἔλθω ἐδῶ γιά Μοναχός, ἤμουν στό καφενεῖον τοῦ χωριοῦ μου. Ἐκεῖ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ὑπάρχουν δαίμονες, καί ἄλλοι ὅτι δέν ὑπάρχουν. Μπῆκα ἐγώ ἀνάμεσά τους καί τούς εἶπα: «῎Αϊντε βρέ, δαίμονες, κολοκύθια πράγματα. Τίποτε δέν ὑπάρχει. Μή πιστεύετε τέτοια πράγματα».
῎Ακουσε ὅμως τά λόγια μου αὐτά ὁ Θεός. Τό βράδυ, ὅταν ξάπλωσα, δέν πρόλαβα νά ἀποκοιμηθῶ, καί πέφτει ἐπάνω μου ἕνα δαιμόνιο, βαρύ σάν μολύβι. Μόλις μποροῦσα νά ἀναπνέω. Πῶς δεν ἔπαθα συγκοπή καρδίας. ῎Ελεγα ὅτι δέν ὑπάρχουν δαιμόνια, ἀλλά πῶς γλυτώνω τώρα; Θυμήθηκα τόν δάσκαλό μου πού εἶχα στό σχολεῖο καί μᾶς ἔλεγε: «Ἄν ἔχετε κάποιο πειρασμό, νά λέτε τό "Πιστεύω..." καί τό "Πάτερ ἡμῶν». ῞Οταν ἄρχισα νά λέγῳ αὐτά, ἔε αὐτό ἦταν! Ἐλευθερώθηκα, καί ὅλη τήν νύκτα δέν ἔπαυα νά λέγω αὐτές τίς δύο προσευχές.
Τήν περίοδο τοῦ ἀνταρτοπολέμου, ὑπηρετοῦσα στό Ε.Α.Μ. ῞Οταν τό μέτωπό μας κατέρρευσε, οἱ Γερμανοί μάζευαν τούς αἰχμαλώτους μέ τά τραῖνα καί τούς ὡδηγοῦσαν στήν Γερμανία. Τότε εἶχαν συγκεντρώσει 500 ἄτομα. ῎Εβλεπα ὅμως μερικούς ἀπ᾿ αὐτούς τούς ἀπέλυαν καί ἄλλους ἔσπρωχναν μέσα στά τραῖνα. Μπῆκα ὑποχρεωτικά στήν σειρά καί πρόσεχα νά ἀκούσω τί ἔλεγαν καί τούς ἀπέλυαν. Τούς ἄκουσα νά λέγουν: «Μωχαμεντάν Ξάνθη». ῏Ηλθε καί ἡ σειρά μου. Φώναξα: «Μωχαμεντάν Ξάνθη» καί μέ ἀπέλυσαν. Ναί, ἀλλά δέν εἶχα ἀντιληφθῆ, ὅτι αὐτό ἦτο ἄρνησις Χριστοῦ. Πῆγα σέ πολλούς Πνευματικούς καί ὅλοι μέ συμβούλευσαν νά λάβω πάλι τό ῞Αγιο Χρῖσμα. Πράγματι, ἕνας Πνευματικός τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Παύλου, μέ ἔχρισε καί εἰσῆλθα πάλι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Κάποια χρονιά, ἤμουν Κοναξῆς (οἰκιακός βοηθός) στό Ἀντιπροσωπεῖον τῶν Καρυῶν. Στίς 2 Αὐγούστου εἴχαμε τήν πανήγυρι τοῦ ῾Αγίου Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος. Εἴχαμε καλέσει καί ἕνα Ρῶσσο ῾Ιερομόναχο, τόν π. Δομέτιο, ἄνθρωπον μεγάλης ἀρετῆς. ῞Οταν ἐκεῖνος μπῆκε στήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας, κοντοστάθηκε.
-Γιατί δέν μπαίνεις μέσα νά λειτουργήσῃς, π. Δομέτιε;
-Δέν βλέπετε ὅτι λειτουργεῖ καί θυμιατίζει ἄλλος μέσα; Τί χρειάζεται νά εἶμαι κι ἐγώ;
῏Ηταν ὁ ῞Αγιος Στέφανος ὁ πολιοῦχος καί προστάτης τοῦ Κονακίου μας, τόν ὁποῖον ἐμεῖς ἐκείνη τήν στιγμή δέν τόν ἐβλέπαμε.
Μιά ἄλλη φορά πού εἶχα κοινωνήσει, μοῦ ἦρθε νά κάνω ἐμετό. Τότε μοῦ εἶπε ὁ λογισμός μου: «Πάρε λάδι ἀπό τό καντήλι τοῦ ῾Αγίου Στεφάνου καί νά χρισθῇς στό μέτωπο.῎Εεε, αὐτό ἦταν. Ζωντανή εἶναι ἡ πίστις μας, βρέ Πατέρες μου. ῎Εχω καί ἄλλα πολλά νά σᾶς εἰπῶ, ἀλλά δέν πρέπει γιατί μέ τά πολλά λόγια θά ξεχάσωμε τόν Θεό.
Στήν ἐπιμονή μας, συνέχισε ἄλλη μία ἱστορία. Κάποτε ἤμουν μάγειρας, καί μοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά βράσω ρεβύθια.. Τρεῖς ὧρες τά ἔβραζα καί δέν ἔβραζαν. Τελείωσε ἡ Λειτουργία καί οἱ Πατέρες ἔπρεπε νά φᾶνε. Ἀναγκάσθηκα καί κατέβασα τό φαγητό, ἀλλά τά ρεβύθια ἀκόμα σκληρά σάν πέτρες. Θεέ μου τί νά κάνω; ῾Ο λογισμός μου μοῦ εἶπε: «Πήγαινε καί ρίξε μέσα λάδι ἀπό τό καντήλι τοῦ ῾Αγίου Στεφάνου. Ἀφοῦ τό ἔριξα, μέσα, τά ρεβύθια ἔγιναν φάβα!!
-῎Εχετε γνωρίσει τήν ἰδιαίτερη προστασία τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πάτερ Θεόκτιστε;
῎Οχι ἐγώ, ὁ π. Βησσαρίων τόν εἶδε. Κάποτε πήγαινε πρός τήν παραλία, καί ἐκεῖ πού εἶναι τό Προσκυνητάρι τοῦ ῾Αγίου, παρουσιάσθηκε ὁ ῞Αγιος, τόν εὐλόγησε τρεῖς φορές καί τόν ἔκαμε μηχανικό, χωρίς νά ἔχῃ πάῃ οὔτε μία τάξι στό σχολεῖο.
Μιά ἄλλη φορά, θυμᾶμαι, εἶχα ἀρρωστήσει ἀπό γρίππη μέ βήχα καί ὑψηλό πυρετό. Μοῦ εἶπε τότε ὁ λογισμός μου: «Πήγαινε νά προσκυνήσῃς 15 Λείψανα Ἁγίων καί θά γιατρευθῇς. Πράγματι εὑρῆκα τόν ὑπεύθυνο ῾Ιερέα, μοῦ ἔβγαλε τά ῾Αγια Λείψανα, τά προσκύνησα καί ἔγινα ἀμέσως καλά.
Γέροντα Θεόκτιστε, ποίαν ἐργασίαν πρέπει νά ἐπιμελούμεθα περισσότερον γιά τήν σωτηρία μας;
῞Ολες, καί τήν εὐχή καί τήν ὑπακοή, τήν ἀγάπη, τήν σιωπή, τίς Ἀκολουθίες! Εἶδες γιά τό φαγητό; Θέλεις καί τό ψωμί καί τό νερό, τήν σκορδαλιά, τό φροῦτο κλπ. Σιγά-σιγά Πατέρες, ὅλα θά ἔρθουν. Ἀρκεῖ νά ἀγωνιζώμεθα. Σιγά- σιγά γίνεται ἡ ἀγουρίδα μέλι.
Πολύ ἀγαποῦσε ὁ Γέρο Θεόκιστος τήν Θεία Κοινωνία. Μοῦ ἔλεγε, ὅτι αὐτή (ἡ Θ. Κοινωνία), τόν ἔφερε στό Μοναστήρι, ἀλλοιῶς στόν κόσμο θά ἦταν γιά πάντα χαμένος. Τό εἶχε καμάρι, νά λέγῃ στούς ἄλλους, ὅτι "ἐγώ πηγαίνω μέ τούς νέους". Ἀκολουθῶ τήν τάξι τῶν νέων στήν Θεία Κοινωνία, ἐν ἀντιθέσει μέ τούς ἄλλους Γέροντες πού κρατοῦσαν τήν δική τους παλαιά τάξι μέ τήν Θεία Κοινωνία ἀραιότερα.
῾Ο Γέρο Θεόκτιστος, δέν ἐντυπωσίαζε μέ τήν ἐξωτερική του παρουσία τούς προσκυνητάς. Περπατοῦσε συνήθως σκυφτός καί σπανίως κυττοῦσε τούς ἄλλους στά μάτια. Ἐπειδή περνοῦσε ὁλόκληρα νυχθήμερα πάνω στά κρεβάτια τῶν ἀσθενῶν τοῦ Γηροκομείου του, ἐκύρτωσε ἀρκετά. Στό ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε ἕνα μεγάλο κομβοσχοίνι καί ἔλεγε συχνά τήν εὐχή. Ἀπέφευγε νά λέγῃ περιστατικά τῆς ζωῆς του, καί μόνο γιά τούς ῾Αγίους διηγόνταν πολλά ἔνθεα κατορθώματά τους. ῾Ο τρόπος τῆς διηγήσεώς του, ἦταν πολύ ἐκφραστικός καί ζωντανός. Ἐχάραζε βαθειά στήν καρδιά τῶν συνομιλητῶν του τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ καί τά βιώματά του μέ τόν ἰδικό του αὐθόρμητο καί γραφικώτατο τρόπο. ῎Ετσι γινόταν ἀπ᾿ὅλους ἀγαπητός. ῞Οσοι ἠμπόρεσαν νά τόν γνωρίσουν εἰς βάθος, κυριολεκτικά τόν «κυνηγοῦσαν» μόνο γιά νά τόν ἰδοῦν καί λιγώτερο νά τόν ἀκούσουν. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες συγχρόνων συνασκητῶν του ὁ Γέρο Θεόκτιστος, ἦταν πολύ φιλακόλουθος καί ὑπάκουος.
῾Υπηρετοῦσε ἐκτάκτως, ὅπου τόν καλοῦσαν, στό μαγειρεῖο, στήν τράπεζα, ὡς διαβαστής στήν ἐκκλησία. Παντοῦ ἔτρεχε μέ παιδική ἁπλότητα καί χάρι. Ἐσκόρπιζε τήν χαρά καί τήν εἰρήνη. Οὐδέποτε ἐκοιμήθη ἔχοντας κάποιο λογισμό μέ τόν ἀδελφό του. Ἰδιαίτερα ἐφρόντιζε νά ἔχῃ συμφιλιωθῆ, ἐάν εἶχε προηγηθῆ κάποια δυσαρέσκεια, μέ κάποιον.
Κάποτε εἶχε στενοχωρηθῆ μέ ἕναν ἀδελφό. Ἐκεῖνος εἴτε ἐκ προθέσεως, εἴτε ἐκ δαιμονικῆς σκληρότητος, δέν τόν συγχωροῦσε. ῾Ο Παπποῦς τρεῖς φορές ἔσκυψε καί τοῦ φίλησε τά πόδια γιά νά πάρη συγχώρησι καί νά κοινωνήσῃ. ῎Αλλοτε μερικοί ἀδελφοί, κινούμενοι ἀπό τόν πειρασμό, τόν ὕβριζαν καί μάλιστα τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ἀλλά καταισχύνοντο, καθώς ἀντίκρυζαν τό πρᾶο καί ὑπομονετικό πρόσωπο τοῦ Γέροντος Θεοκτίστου.
Καί ἕνα ἄλλο χαριτωμένο περιστατικό μᾶς διηγήθηκε ὁ ῾Ιερομ. π. Π. τῆς Μονῆς τοῦ ὁσίου Διονυσίου:
Κάποια ἡμέρα, ἕνας εὐλαβής προσκυνητής ἔχασε τό κομβοσχοίνι του. Λυπήθηκε πολύ ὄχι τόσο γιά τήν ἀξία του, ἀλλά γιατί τό κρατοῦσε ὡς δῶρο κάποιου ἁγιορείτου Μοναχοῦ, καί προσευχόταν πάντοτε μέ αὐτό. Τό ἀνεκοίνωσε στόν Πνευματικό του π. Π. καί ἄρχισε θερμά τήν προσευχή γιά τήν ἀνεύρεσί του. Στό: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν...» ἐκείνης τῆς πρωϊνῆς Λειτουργίας γονατισμένος ὁ προσκυνητής, δέχθηκε ξαφνικά τό δυνατό σκούντημα τοῦ Γέρο Θεοκτίστου: «Νά πάρτο τό κομποσχοίνι σου». ῾Ο ἄνθρωπος ἐξεπλάγη, ἀλλά καί ἐχάρηκε. Δέν ἤξερε πῶς νά ἑρμηνεύσῃ τό γεγονός, γιατί κανείς δέν ἤξερε γιά τό χαμένο κομποσχοίνι του, παρά μόνο ὁ Πνευματικός του.
Στό Μοναστήρι μας, τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου, ἀρεσκόταν νά ἔρχεται συχνά στήν πανήγυρι τῆς ῾Αγίας Ἀναστασίας, τήν ὁποίαν ὑπεραγαποῦσε καί προσευχόταν νά τόν ἰατρεύσῃ. Ὅταν ἔφευγε, ἔπαιρνε μαζί του καί Κόλλυβα γιά τά ἀγαπημένα Γεροντάκια του. Πρίν χαιρετίση τόν ἀρχοντάρη τῆς Μονῆς τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τῆς ῾Αγίας Ἀναστασίας, Ὀκτώβριος 1993, ἐπῆρε τά Κόλλυβά του, καί δέχθηκε ξαφνικά τό φακό φωτογραφικῆς μηχανῆς, παρότι δέν ἤθελε νά φωτογραφίζεται.
Τά τελευταῖα χρόνια ὑπέφερε ἀπό τό στομάχι του. Τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ 1995 εἴδαμε ξαφνικά μέσα στό λαμπροστολισμένο Καθολικό τῆς Μονῆς μας, ἕνα Διονυσιάτη ἀδελφό. Ζητοῦσε τόν ἰατρό, διότι ὁ Γέρο Θεόκτιστος ἦταν πολύ σοβαρά. Εἶχε ὑποστεῖ ἐσωτερική αἱμορραγία. Τόν ἐπῆγαν στήν Θεσσαλονίκη. Ἀπό τότε ἐπῆρε τό κατήφορο στό θέμα τῆς ὑγείας του. Εἶχε ἀναιμία, δέν μποροῦσε νά φάῃ, οἱ δυνάμεις του τόν ἐγκατέλειπον συνεχῶς. Διατηροῦσε ὅμως πολύ καλά τόν ἡγεμονικό τοῦ νοῦ του. ῏Ητο πραότατος καί συνεβούλευε τούς Πατέρες τῆς Μονῆς του, ὅτι ὅλα αὐτά: Ἀρρώστειες καί δοκιμασίες, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρίαν μας.
Σέ λίγες ἡμέρες ἦλθε ἡ ὥρα γιά τήν ἀναχώρησι πρός τίς αἰώνιες Μονές. Εἶχε εἰρηνικό θάνατο. Ὅλοι οἱ ἀδελφοί τοῦ εὐχήθηκαν καλή ἀνάπαυσι.
Δέν κούρασε καί δέν στενοχώρησε κανέναν. Ἀγαποῦσε τήν ταπείνωσι καί τήν προσευχή. Ἔκρυβε τόν ἑαυτόν του, κάνοντας μάλιστα καί τό σαλό τίς τελευταῖες ἡμέρες του. Ἀγαποῦσε πολύ τούς ῾Αγίους καί ἐδιάβαζε τίς Ἀκολουθίες στό Κελλί του. ῞Ολο τόν νοῦ του τόν εἶχε στή θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό σχεδόν ποτέ δέν περιποιήθηκε τό Κελλί του, δέν ξεσκόνισε τά βιβλία του, δέν φρόντιζε ἰδιαίτερα γιά τήν ἐνδυμασία του, οὔτε γιά τό πλύσιμο τῶν μαλλιῶν του, καί ὅμως δέν ἐμύριζε. ῾Η ἁγιορείτικη ἁπλότης του μᾶς τραβοῦσε σάν μαγνήτης κοντά του. Τόν ἀγάπησαν γνωστοί καί ξένοι, Μοναχοί καί λαϊκοί. Γνώριζε καλά καί τήν Ρουμάνικη γλῶσσα, καί γιά τούς Ρουμάνους προσκυνητές, ἦταν πολύτιμος ξεναγός τους.
Μέ τήν κοίμησί του, ἔκλεισε γιά πάντα αὐτή ἡ πηγή μεταδόσεως θείων μηνυμάτων καί στούς Ρουμάνους ὀρθοδόξους Ἀδελφούς μας.
Σεβαστέ μας, Γέρο Θεόκτιστε,, σέ ἀγαπήσαμε γιά τήν πολλήν σου ἁπλότητα καί χάρι, γιά τήν ἀνυπόκριτη ἀδελφική συμπεριφορά σου, γιά τό ζωντανό σου παράδειγμα μέ τό ὁποῖο πάντα θά μᾶς διδάσκης καί θά μᾶς καθοδηγῆς.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε Γέροντα. Μνήσθητι καί ὑπέρ ἡμῶν στόν Ἐπουράνιο Πατέρα μας. Ἀμήν.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου