Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Ηδονική «Κυριοκτονία»

Ιησούς Χριστός - ΒικιπαίδειαΓράφει ο Ιωάννης Γ. Κουρεμπελές
Καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας ΑΠΘ
Εισαγωγικά
Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας η ιοφοβία εκδηλώνεται ως μια ιδιαίτερου τύπου πανδημία, καθώς η τεχνική ψυχή καθίσταται ενδημική στον βίο του σύγχρονου ανθρώπου και οι φαλκιδευμένες πληροφορίες γίνονται καλωδιακά, «μετά φόβου ιού», παρελκυστικές της εύρεσης της Αλήθειας.
Έτσι, αντί κανείς να αντιμετωπίσει επιστημονικά ένα ιατρικό πρόβλημα (με όλα τα απαραίτητα και άκρως αρμόζοντα μέτρα για τη σωματική υγεία του ανθρώπου), στοχεύει τελικά στο να διαιρέσει την καθολική ζωή, αδυνατώντας, βέβαια, να δει τη σωτηρία που προσφέρει ο σαρκωμένος Θεός (πνεύματι και σώματι) στον άνθρωπο.
Θεωρώ ότι η επίκαιρη στόχευση κατά της ορθόδοξης ευχαριστιολογίας, με σκοπό τέτοιο που να αμαυρώνεται συστημικά η εικόνα της θεραπευτικής σημασίας του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, σχετίζεται άμεσα με την ιδεολογία του σύγχρονου ηδονοδοξιτισμού.
Ως εκ τούτου, για τον χριστιανό που ενδιαφέρεται για την εύρεση νοήματος μέσα από τις γραφές των Πατέρων της Εκκλησίας, θα σημειώσω ορισμένα σημαντικά σημεία έκφρασης στη μικρή σε έκταση παρούσα συγγραφή μου.

1. Αφιλότιμη ηδονή και «Κυριοκτονία»

Δυστυχώς, η σύγχρονη παραθεολογική ηδονοδοξία1προσπαθεί να επιβάλει στον φιλοτιμούμενο άνθρωπο την Ευχαριστιοφοβία (=Χριστοφοβία). Λειτουργεί έτσι υπέρ της σωτηρίας της διαιρετικότητος του ανθρώπου. Λειτουργεί, δηλαδή, υπέρ της αφιλοτιμίας. Ενώ, μάλιστα, έως τώρα, και όλον τον τελευταίο καιρό, πάσχισε για νά διαφημίσει τα ηδονιστικά δικαιώματα του ατομικού (διαιρεμένου) ανθρώπου, τώρα προσπαθεί να επιβάλει με δικαιικούς καταναγκασμούς τον ατομικό εγκλεισμό του ανθρώπου στον απόλυτο φόβο του θανάτου (φιλατομία), τον όποίο διαχειρίζονται κατά σύστημα τα εγκόσμια εξουσιαστικά εργαστήρια. Το ψευδερώτημα, λοιπόν, «Ἰησοῦν ἢ Βαραββᾶν;» παραμένει διαχρονικό.
Πράγματι, στο θανατοφοβικό σύστημα της ηδονολατρείας δεν θα μπορούσε να δεχθεί κάποιος τον έσχατο άνθρωπο (που θέλει, βέβαια, να σωθεί ως όλος άνθρωπος) ακριβώς όπως τον πρώτο. Στο σύστημα του Πιλάτου δεν αναγνωρίζεται ως Οικοδεσπότης ο φιλότιμος (και ανεξουσίαστος) Θεός2, ούτε είναι αποδεκτή η καθόλου Κοινωνία (θεανθρώπινη Κοινωνία). Γίνεται παραδεκτή μόνο η συνάθροιση ατομικοτήτων και η αφιλόθεη οχλοβοή των θρησκευτικοπολιτικών τελετών. Δεν θα ήθελε κανείς στο εν λόγω εξωεκκλησιαστικό παραπέτασμα των οπαδών του Βαραββά και των συναθροισμένων ατομισμών έτσι, ώστε ο ασθενέστερος (και ο ασθενών άνθρωπος εν γένει) να μην γίνεται δούλος στη συστημική ηθική του ανταλλακτικού ωφελιμισμού, που λατρεύει την ανθρωποκεντρική εξουσιαστική θεραπεία και εχθρεύεται τη θεοκεντρική θεραπευτική εξουσία.
Ατυχώς, στον παραγοντικό «εκκλησιαστικό βίο», η εμβύθιση ατόμων και ατομικών ομάδων στην ιδεολογία του ηδονικού (α)μοραλισμού έκανε πάντα τα πράγματα ούτως, ώστε να προκαλούνται έσωθεν (δι)αιρέσεις, οι οποίες έθεταν σε αμφισβήτηση το θεϊκό υποκείμενο της εκκλησιαστικής-ευχαριστιακής ζωής, που είναι, βέβαια, το αντικείμενο μετοχής από τον οικειοθελώς μετέχοντα τον Θεό άνθρωπο3. Έγραφε, λοιπόν, ενάντια σε αυτόν τον «Κυριοκτόνο» κολασμό, αιώνες πριν, υπέρ του ευχαριστιακού τρόπου ζωής, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Γίνεται τοίνυν τοῖς πίστει ἀξίως μεταλαμβάνουσιν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶεἰς ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς φυλακτήριον ψυχῆς τε καὶ σώματος· τοῖς δὲἐν ἀπιστίᾳ ἀναξίως μετέχουσιν, εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν, καθάπερ καὶ ὁτοῦ Κυρίου θάνατος, τοῖς μὲν πιστεύουσι γέγονε ζωὴ καὶ ἀφθαρσία εἰς ἀπόλαυσιν τῆς αἰωνίου μακαριότητος· τοῖς δὲἀπειθοῦσι καὶτοῖς κυριοκτόνοις, εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν αἰώνιον»4.

Σύγχρονοι «Κυριοκτόνοι», λοιπόν, εργαλειοποιούν τον τρόπο μετάδοσης της Θείας Ευχαριστίας έτσι, ώστε να πλήξουν την αδιάφθορη (και αδιαίρετη) ουσία της, παραγκωνίζοντας τον Θεό Λόγο ως αδιάφορο για τη σωτηρία του κόσμου. Αν, λοιπόν, για τους ίδιους η Ευχαριστία γίνεται κόλαση, θέλουν, προφανώς, χωρίς να έχουν το θάρρος να το δηλώσουν ευθέως, αυτή την κόλασή τους να την επιβάλουν και σε όσους ασκούμενους χριστιανούς επιθυμούν ελεύθερα να προσέρχονται (στή σωτήρια Ευχαριστία) «ἀξίως τῇπίστῃ»5.

Παραβλέπουν, βεβαίως, ότι o τρόπος Μετάληψης είναι αναπόσπαστος από τη Θεοκοινωνία και δεν προσβλέπει στην εξατομίκευση του ανθρώπου ή στη στήριξη της δυσπιστίας του για το Υποκείμενο που κάνει ενυπόστατα τα Θεία Δώρα, δηλαδή τον Θεό Λόγο. Αυτός ο ορθόδοξος τρόπος δεν υπερκειμενοποιεί τον ανθρώπινο φόβο του θανάτου ενώπιον του ενοποιητικού για την ανθρωπότητα με τον Θεό αναστάσιμου μυστηρίου, αλλά γίνεται εν τόπω και χρόνω αίτημα προαίρεσης για αδιάλειπτη μετοχή που δείχνεται και ως τροπική έξοδος του ευχαριστιακού Χριστού (σώματι καὶ αἵματι) στον αναγκεμένο άνθρωπο (ασθενή, ετοιμοθάνατο,φυλακισμένο, ασκητεύοντα στην ερημία) σε κάθε τόπο.

Συνεπώς, στην ανάγκη του ανθρώπου να μετέχει τον Θεό συγκαταβαίνει αδιαιρέτως και φιλανθρώπως ο Θεός6. Αντίθετα, στην ψευδοκοινωνία των Ηδονοδοξιτών αναγκεμένος είναι ένας μολυσματικός-ταφικός θεός, που τον δημιουργεί ο άνθρωπος κατ’ ανάγκη, και κατ’ εικόνα του, για την εκροφορούσα και διαιρετική ατομικότητά του, την οποία προσπαθεί να προφυλάξει με νόμους και διατάγματα εν τόπω και χρόνω, δίχως τον πάνδημο και άχρονο Θεό. Στην επιλογή, δηλαδή, του ετερόφθαλμου ανθρώπου να μεγαλύνει τη διαιρετική ατομικότητά του διαφθείρεται η όρασή του προς τον μετεχόμενο από τον άνθρωπο Θεό.

Ανάγκη ζωής, λοιπόν, στην περίπτωση της ορθόδοξης πνευματικότητας, ανάγκη Θεοκοινωνίας, έχει ο πάντα εμπερίστατος και κτιστός άνθρωπος που ασθενεί παντοιοτρόπως. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποταχθεί ο χριστιανός στη θεώρηση της Θεοκοινωνίας ω διατομικής συνάθροισης, ενώπιον μιας εξωεκκλησιαστικής προπαγάνδας που επιδιώκει να παρουσιάσει κακοτρόπως την Ευχαριστία ως φθορική. Έτσι, και η παρεκκλησιαστική εκζήτηση «τρόπων μετάληψης», όχι υπέρ της μετοχής του αναγκεμένου ανθρώπου με τον Θεό ενυπόστατα, αλλά για να ικανοποιηθούν οι «ἀναξίως τῇπίστῃ» επισκέπτες και υπερόπτες θρησκειο-εργαλειοποιοί, είναι οπωσδήποτε εκζήτηση Κυριοκτονική και παραβλέπει το θεοποιό γεγονός της μυστηριακής και ενυπόστατης Ευχαριστίας που κοινωνικοποιεί (δεν συνωστίζει)τον άνθρωπο.

2. Η του Μετεχομένου ταυτότητα
Με το παρόν κείμενό μου επιδιώκω εν τάχει και απλά να τονίσω τη σημασία της Ευχαριστίας στην αναγκαία προσπάθεια της σύγχρονης χριστιανικής ζωής να καταδείξει το ήθος της, μέσα από τον επανατονισμό (και επαναπατρισμό) της φιλοθεΐας της στην ευχαριστιακή της πράξη.
Σε αντίθεση με την προπαγάνδα που έγινε (και γίνεται συνεχώς στις μέρες μας) από ραδιοτηλεοπτικούς παραθεολόγους, να προκριθεί, δηλαδή, μια εικόνα του διαφθορικού χριστιανού (ή της διεφθαρμένης Ορθοδοξίας), πιστεύω ότι στην ευχαριστιακή αγαθοτοπία ανασταίνονται στοιχεία αντισυστημικής ηθικής που πηγάζουν από το βαθύτερο ήθος της Πασχάλιας Τράπεζας, αυτής που φέρει αιώνες τώρα μέσα της η απλή ζωή του εκκλησιαζόμενου τόπου μας. Αυτή η ζωή αντιστέκεται στο να παραδεχθεί ότι όλα στον κόσμο είναι διεφθαρμένα και ηδονοταφικά (βέβηλα και αφιλότιμα).
Αναφέρω, λοιπόν, εν προκειμένω ένα σημείο έκφρασης του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού στη Θεία Μετάληψη: «Μετάληψις δὲ λέγεται· δι’αὐτῆς γὰρ τῆς Ἰησοῦ θεότητος μεταλαμβάνομεν. Κοινωνία δὲ λέγεται τε καὶ ἔστιν ἀληθῶς, διὰ τὸ κοινωνεῖν ἡμᾶς δι’ αὐτῆς τῷ Χριστῷ, καὶ μετέχειν αὐτοῦ τῆς σαρκὸς τε καὶ τῆς θεότητος· κοινωνεῖν δέ, καὶ ἑνοῦσθαι ἀλλήλοις δι’ αὐτῆς· ἐπεὶ γὰρ ἐξ ἑνὸς ἄρτου μεταλαμβάνομεν, οἱ πάντες ἕν σῶμα Χριστοῦ, καὶ ἕν αἷμα, καὶ ἀλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστοῦ χρηματίζοντες»7.

Ο άγιος διευκρινίζει εδώ την έννοια της Μεταλήψεως και της Κοινωνίας, τονίζοντας την πραγματικότητα της ταυτότητας του Μετεχόμενου, που είναι ο ίδιος ο Θεάνθρωπος8. Αυτός παρέχει από το μετεχόμενο σώμα του την πραγματική ενότητα των ανθρώπων. Έτσι,υπογραμμίζοντας την ταυτότητα του υποκειμένου που υποστασιοποεί τον θείο Άρτο και τον Οίνο, επικρίνει ο άγιος τη μετάληψη των αιρετικών, που προφανώς δεν θεωρούν στα Θεία Δώρα ως πραγματική την ενύπαρξη του ίδιου του Θεού, ο οποίος γίνεται έτσι αυτός ο ίδιος μεθεκτός από τους ανθρώπους: «Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μή λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν, μήτε διδόναι. Μὴ δῶτε γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν, ὁ Κύριός φησι, μηδὲ ῥίπτετε τοὺς μαργαρίτας ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως. Εἰ γὰρ πάντως ἕνωσίς ἐστι πρὸς Χριστόν, καὶ πρὸς ἀλλήλους, πάντως καὶ πᾶσι τοῖς συμμεταλαμβάνουσιν ἡμῖν κατὰ προαίρεσιν ἑνούμεθα. Ἐκ προαιρέσεως γὰρ ἡ ἕνωσις αὕτη γίνεται,οὐ χωρὶς τῆς ἡμῶν γνώμης. Πάντες γὰρ ἕν σῶμά ἐσμέν, ὅτι ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μεταλαμβάνομεν, καθὼς φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος»9.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος τονίζει εν προκειμένω την ανθρώπινη γνώμη, δηλαδή την ανθρώπινη ελευθερία (και άσκηση) ως προϋπόθεση κοινωνίας με τον Θεό. Δεν εξαναγκάζεται να ευχαριστιοποιηθεί όποιος δεν παραδέχεται έμπιστα ότι ο ζωοποιός Θεάνθρωπος είναι πραγματικά μεθεκτός στα ευχαριστιακά Δώρα. Η Εκκλησία δεν αποτελεί αυλή αλόγων προβάτων, όπως προσπαθούν πολλοί σήμερα να την παρουσιάσουν.
Κανείς όντως χριστιανός δεν επιβάλλει σε κάποιον την παραδοχή της Θεομέθεξης. Αντιθέτως, η «Κυριοκτονία» (που είναι και Κυριακοκτονία) επιδιώκει μανικώς να εξαναγκάσει τους εν πίστει ασκούμενους χριστιανούς να αρνηθούν τη μετοχή στον αδιαίρετο Ζωοδότη Θεό.
Επιλογικά
Έγινε εκ των ανωτέρω σαφές ότι η ευχαριστιολογία που εκφράζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το υποκείμενο του κοινωνούμενου από τον άνθρωπο Θεού είναι άνευ ουσίας. Όταν, δηλαδή, γίνεται απλά παραδεκτό ότι η Ευχαριστία είναι μυστήριο, έτσι αφηρημένα, δίχως την πίστη ότι μετεχόμενος είναι ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, που θεοποιεί τον άνθρωπο διά της μετεχόμενης, ζώσας στα ευχαριστιακά δώρα, σάρκας του, τότε χρησιμοποιείται το «μυστηριακό τρίκ», για να ειπωθεί από αντεκκλησιαστικούς παράγοντες σήμερα ότι:
1. Παραδεχόμαστε τη μυστηριακότητα της ευχαριστίας, όμως,
2. η μυστηριακότητα αυτή δεν έχει σωστικό υποκείμενο, το οποίο είναι μεθεκτό πραγματικά από τον άνθρωπο.
Συνεπώς:
3. ο Άρτος και ο Οίνος είναι σχετικής σωτηριακής σημασίας και ως τέτοιας σημασίας έχουν αυτά (σαν ανενέργητα σύμβολα πλέον) ανθρωπικό και όχι θεανθρώπινο χαρακτήρα.
Δυστυχώς, οι «εξυπνάδες» τέτοιου τύπου από Κυριοκτόνους Κυριακοκτόνους γίνονται εργαλεία στην αφιλότιμη προσπάθεια αποδόμησης της ορθόδοξης πνευματικότητας. Χτίζουν τον ιδεοληπτικό άνθρωπο. Έτσι, δηλαδή, προκρίνεται η άρνηση της σωτηριακής δύναμης που προσφέρει πράγματι ο ευχαριστιακός Χριστός στον θεοδόχο άνθρωπο.

1 Βλ. για το θέμα αυτό στο βιβλίο μου Ἡδονοδοξία: Κριτική στή μεταπατερική θεώρηση της Παρθενίας της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 2019, όπου καταδεικνύεται με κριτικό λόγο το γεγονός ότι αποδομείται συστημικά από το ηδονοδοξιτικό ιδεολόγημα η Αειπαρθενία της Θεοτόκου και το περιεχόμενο της θεολογικής μάθησης. Στη συναποδόμηση της ευχαριστιολογίας επιδίδονται στις μέρες μας έντονα οι ηδονοδοξίτες (με αφορμή την απειλή του κορωνοϊού). Την αναπόσπαστη σύνδεση της αδιάφθορης γέννησης του Θεού Λόγου με την ευχαριστιολογία τονίζει, πάντως, ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ως εξής (με υποκείμενο τον Θεό Λόγο): «εἰ θελήσας αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος ἐγένετο ἄνθρωπος, καὶ τὰ τῆς ἁγίας Ἀειπαρθένου καθαρὰ καὶ ἀμώμητα αἵματα ἑαυτῷ ἀσπόρως σάρκα ὑπεστήσατο, οὐ δύναται τὸν ἄρτον ἑαυτοῦ σῶμα ποιῆσαι, καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ὕδωρ αἷμα;» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1140C).\

2 «Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως· εἲ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· εἲ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαβέτω νῦν τὸ δηνάριον. Εἲ τις ἀπὸ πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα· εἲ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαριστῶν ἑορτάσῃ· εἲ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται· εἲ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην, προσελθέτω μηδὲν ἐνδοιάζων· εἲ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδύτητα. Φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον» (PG 59, 721-722).

3 Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ενώπιον τέτοιου κινδύνου, διευκρίνιζε: «... Σῶμά ἐστιν ἀληθῶς ἡνωμένον θεότητι, τὸ ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου σῶμα, οὐχ ὅτι τὸ ἀναληφθέν σῶμα ἐξ οὐρανοῦ κατέρχεται, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ὁ ἄρτος καὶ οἶνος μεταποιοῦνται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Θεοῦ. Εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται,ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διὰ Πνεύματος Ἁγίου, ὥσπερ καὶ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διὰ Πνεύματος Ἁγίου ἑαυτῷ, καὶ ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο· καὶ πλέον οὐδὲν γινώσκομεν, ἀλλ’ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθής ἐστι, καὶ ἐνεργής, καὶ παντοδύναμος, ὁ δὲ τρόπος ἀνεξερεύνητος... οὕτως ὁ τῆς προθέσεως ἄρτος, οἶνος τε, καὶ ὕδωρ διὰ τῆς ἐπικλήσεως καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὑπερφυῶς μεταποιοῦνται εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οὐκ εἰσὶ δύο, ἀλλ’ ἕν καὶ τὸ αὐτό» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1145A)· «Οὐκ ἔστι τύπος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ (μὴ γένοιτο), ἀλλ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον, αὐτοῦ τοῦ κυρίου εἰπόντος· Τοῦτό μου ἐστι, οὐ τύπος τοῦ σώματος, ἀλλὰ τὸ σῶμα· καὶ οὐ τύπος τοῦ αἵματος, ἀλλὰ τὸ αἷμα. Καὶ πρὸ τούτου τοῖς Ἰουδαίοις, ὅτι Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκά τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καί πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθὴς ἐστι βρώσις, καὶ τὸ αἷμα μου ἀληθὴς ἐστι
πόσις. Καὶ πάλιν· Ὁ τρώγων με, ζήσεται» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1148Α-1149Α).

4 Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1148A.

5 Δυστυχέστατα κάποιοι θεωρούν στις μέρες μας ότι η ευχαριστιακή ζωή είναι για τους ανελεύθερους ανθρώπους. Έτσι, ανελεύθερα και εξαναγκαστικά προσπαθούν να εμποδίσουν την ελεύθερη μετοχή στον ίδιο τον Δημιουργό της Ελευθερίας Θεό.

6 Ως χαρακτηριστική λειτουργική έκφραση του ευχαριστιακού γεγονότος μπορεί να δει κανείς τον λόγο του Συμεών Θεσσαλονίκης: «Ὑπὲρ ἡμῶν γὰρ μερίζεται ὁ ἀμέριστος, ἵνα πάντες αὐτοῦ μετέχομεν· καὶ ἀδιαίρετος ὤν, δι’ ἡμᾶς διαιρεῖται, ἑνῶν ἡμᾶς ἑαυτῷ, καὶ ἕν ποιῶν, ὥσπερ ηὔξατο. Ἡ τοῦ ποτηρίου δὲ ἕνωσις, τὸ εἰσαγαγεῖν ἐν τῷ ποτηρίῳ τὸν θεῖον ἄρτον, ὅτι εἷς ἐστιν ὁ Χριστός, εἰ καὶ ἐν ποτηρίῳ καὶ ἄρτῳ καθορᾶται... Κατὰ τάξιν δὲ καὶ αὕτη, ὡς προειρήκαμεν, γίνεται διὰ τὴν εὐταξίαν τε καὶ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἀπὸ τῆς ταπεινοφροσύνης εὐλάβειαν... Ὅθεν
καὶ ἀμέσως μὲν τούτου καὶ μόνος καὶ πρῶτος κοινωνεῖ ὁ ἀρχιερεύς· ὡς καὶ ἐν τοῖς ἀρχαγγέλοις οἱ πρῶτοι τὸ πρῶτον μετέχουσι, καὶ δι’ αὐτῶν οἱ μέσοι, καὶ μετ’ ἐκείνους οἱ λοιποί, ὡς φησι Διονύσιος. Ὅθεν καὶ δι’ ἀρχιερέως ἐπίσκοποι τε καὶ ἱερεῖς, καὶ διὰ τῶν ἱερέων οἱ λοιποὶ πάντες ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Ὕστερον δ’ αὔθις εἰσκομισθέντων τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ θείου ἄρτου ἐν τῷ ἱερῷ ποτηρίῳ, δείκνυται τοῦτο πᾶσιν, ὅπερ ἐστὶν ὁ Χριστός, αὐτό αὐτοῦ ἀληθῶς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα, ἃ διὰ τὸν λαὸν αὐτοῦ τὸν περιούσιον ἡμᾶς ἑρούργησε, καί γεύεσθαι καὶ βλέπειν καὶ ἅπτεσθαι παρέχει τε καὶ ἐφίεται. Διὸ καὶ ὁ ἱερὸς λαὸς ἐκ ψυχῆς ὁρᾷ τοῦτον, καὶ προσκυνεῖ, καὶ τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτεῖται· τοῦ διακόνου μὲν βοώντοςτὸ προσελθεῖν μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως, ἵνα μετασχεῖν τινες προσελθόντες, μὴ εἰς κρίμα μετάσχωσιν ἑαυτοῖς· τοῦ ἀρχιερέως δὲ τοῖς προσελθοῦσι μεταλαβεῖν διδόντος διὰ λαβίδος· καὶ τοῦτο κατὰ τὴν ὀπτασίαν τοῦ Ἠσαΐου, ὅτι οὐ χρὴ πάντας ἀμέσως μετέχειν, ὡς εἴρηται, τῶν θείων καί φρικτῶν· καὶ ὅτι ἐπὶ τοῖς θέοις εὐλαβεῖσθαι δεῖ καὶ συστέλλεσθαι.... Καὶ αὐτὸν δὴ τὸν ἐν τῷ ποτηρίῳ ζῶντα ἄρτον μετὰ τοῦ αἵματος ἄχρις ἐδάφους ὁλοψύχως δεῖ προσκυνεῖν· καὶ αὕτω τὰς χείρας δεσμεῖν σταυρικῶς εἰς ἔνδειξιν τῆς δουλείας καὶ τῆς τοῦ ἐσταυρωμένου ὁμολογίας... οὔτε γὰρ ἐντὸς τοῦ βήματος πλὴν ἀρχιερέων, πρεσβυτέρων καὶ διακόνων τις ἄλλως μεταλαμβάνει, ὅτι καὶ αἱ τρεῖς τάξεις αὕται ἐντὸς μόναι χειροτονοῦνται τοῦ βήματος. Οἱ λοιποί δὲ ἔξωθεν τούτου οὔτε εἰς τὰς χεῖρας τὸν θεῖον ἄρτον λαμβάνουσιν, ὑποβεβηκότες τῇ τάξει καὶ τοῦ ἐσχάτου μέρους τελοῦντες τῷ βαθμῷ, κἂν ἀρετῇ ὑπερέχωσι...» (Συμεών Θεσσαλονίκης, Περὶ τῆς ἱερᾶς Λειτουργίας, PG 155, 300B- 301A).

7 Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, PG94, 1153Α.
8 Έτσι και ο Νικόλαος Καβάσιλας λέει χαρακτηριστικά: «Οὐ γὰρ τι τῶν αὐτοῦ, ἀλλ’αὐτὸν μετέχομεν» (Λόγος Δ ́, SC355, σ. 268).
9 Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, PG94, 1153 B-C.