Τὰ πάθη σκοτίζουν τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦ
ἀφαιροῦν τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή. Ὁ νοῦς του
εἶναι θολωμένος ἀπὸ τὶς πολλὲς φροντίδες καὶ τὴ σωρεία τῶν ἐπιθυμιῶν.
«Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ μὴ καταστρέφουν αὐτὰ τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅπως
κάποιοι ἄγριοι ἄνεμοι ποὺ ξεσποῦν σὲ γαλήνιο πέλαγος τὸ ἀνακατεύουν ἀπὸ
τὸν πυθμένα του, ὥστε ἀκόμα καὶ ἡ ἄμμος νὰ ἀναμιγνύεται μὲ τὰ κύματα,
ἔτσι καὶ τὰ πάθη αὐτά, ὅταν μποῦν στὴν ψυχή, τὰ κάνουν ὅλα ἄνω κάτω,
τυφλώνουν τὴ διορατικότητα τοῦ νοῦ, καὶ ἰδιαίτερα ἡ μανία τῆς δόξας»6,
λέει ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ ἀπρόσεκτοι ἄνθρωποι, ποὺ ἐπὶ χρόνια
ζοῦν μὲ ἀκαταπολέμητα τὰ πάθη, χάνουν τὴ λογικὴ καὶ πιστεύουν ὅτι ὁ
ὀρθὸς τρόπος ζωῆς εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν. Δύσκολα ἀναθεωροῦν καὶ
ἀναγνωρίζουν τὶς ἐσφαλμένες ἐπιλογές τους. Τὰ πάθη τοὺς ἔχουν γίνει
δεύτερη φύση. Ἡ συνήθεια εἶναι ἰσχυρὴ καὶ ἐμποδίζει τὸ νέο καὶ
διαφορετικὸ στὴ ζωή τους. Εἶναι καταδικασμένοι, χωρὶς ἐλπίδα ἀλλαγῆς.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ σ’ ἕνα
πνευματικὸ κίνδυνο ποὺ ἀντιμετωπίζουν πολλοὶ καλοπροαίρετοι. Ὁ Ὅσιος
Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐπισημαίνει αὐτὸν τὸν κίνδυνο: «Μερικὲς φορές,
καθὼς ἀντλούσαμε νερὸ ἀπὸ τὶς πηγές, ἀντλήσαμε μαζὶ μὲ αὐτό, χωρὶς νὰ τὸ
καταλάβωμε, καὶ ἕνα βάτραχο. Παρόμοια πολλὲς φορές, καθὼς καλλιεργοῦμε
τὶς ἀρετές, ὑπηρετοῦμε καὶ τὶς κακίες ποὺ χωρὶς νὰ φαίνονται εἶναι
συμπλεγμένες μαζί τους. Ἐπὶ παραδείγματι: Μὲ τὴν φιλοξενία συμπλέκεται ἡ
γαστριμαργία, μὲ τὴν ἀγάπη ἡ πορνεία, μὲ τὴν διάκριση ἡ δεινότης
(ἱκανότητα, πανουργία, ἐφευρετικότητα), μὲ τὴ φρόνηση ἡ πονηρία, μὲ τὴν
πραότητα ἡ ὑπουλότης καὶ ἡ νωθρότης καὶ ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀντιλογία καὶ ἡ
ἰδιορρυθμία καὶ ἡ ἀνυπακοή. Μὲ τὴν σιωπὴ ἡ διδασκαλικὴ ὑπεροψία, μὲ τὴν
χαρὰ ἡ οἴησις, μὲ τὴν ἐλπίδα ἡ ὀκνηρία, μὲ τὴν ἁγνότητα ἡ πικρὴ
συμπεριφορά, μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη ἡ παρρησία. Σὲ ὅλα δὲ αὐτὰ ἀκολουθεῖ
ὡσὰν κοινὸ κολλύριο ἤ μᾶλλον δηλητήριο, ἡ κενοδοξία»7.
Στὴν ἀντιμετώπιση τῶν παθῶν κυρίαρχο
ρόλο ἔχουν οἱ διαλογισμοί, ὅταν δὲν ἔχουν κυριευθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. Γι’
αὐτὸ χρειάζεται προσοχὴ νὰ μὴ μένουν στὸ νοῦ οἱ φιλήδονοι διαλογισμοί,
ποὺ εἶναι ἔμπνευση τῶν παθῶν, «γιατὶ ὅταν προσβάλουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν
ἐξουσιάσουν, ἀνάβουν μεγάλη φλόγα, ὅπως ἀκριβῶς ἡ σπίθα ποὺ πέφτει στὸ
δάσος»8. Οἱ διαλογισμοὶ πρέπει νὰ εἶναι σὲ διαρκῆ πάλη μὲ τὰ πάθη, γιὰ
νὰ καταστέλλονται καὶ νὰ μὴ ὁδηγοῦν στὴν ἁμαρτία. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει
σχετικά: «Ὅταν ὁ λογισμὸς παλεύει ἐνάντια στὸ πάθος, ἐὰν μὲν νικήσει τὸ
πάθος μὲ τὴ σταθερότητα καὶ τὴν προσοχή, παίρνει τὸ βραβεῖο τῆς νίκης
ἐναντίον τοῦ πάθους καὶ κατὰ κάποιον τρόπο διὰ μέσου τοῦ ἑαυτοῦ του
στεφανώνει τὸν Θεό. Ὅταν ὅμως ὁ λογισμὸς δείξει ἀδυναμία καὶ ὑποκύψει
στὴν ἡδονή, γίνεται δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας καὶ προσθέτει
στὸν ἐχθρὸ διάβολο καύχημα καὶ ἀλαζονεία καὶ ἀφορμὴ ὑπερηφάνειας»9.
Ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι οἱ
πονηρὲς καὶ ἁμαρτωλὲς σκέψεις ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ
ὁδηγοῦν σὲ φοβερὰ ἁμαρτήματα: «Μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων πηγάζουν
οἱ κακὲς σκέψεις, μοιχεῖες, πορνεῖες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες,
πονηριές, δόλος, ἀκολασία, φθόνος, βλασφημία, ἀλαζονεία, ἀφροσύνη. Ὅλα
αὐτὰ τὰ κακὰ πηγάζουν μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν ἀκάθαρτο»10.
Ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν γίνεται, ὅταν
ὑπάρχει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ δύναμη τῆς λογικῆς, ἡ διαρκὴς ἐνατένιση
τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν. Ὅταν δὲν ὑπάρχουν
αὐτά, τὰ πάθη θεριεύουν καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἁμαρτωλὲς ἀποφάσεις, ποὺ βυθίζουν
στὸ σκοτάδι τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στὴ μεγάλη δυστυχία.
Ἡ ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν τοῦ Γεροντικοῦ
λέει ὅτι τὰ πάθη ζοῦν μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οἱ πνευματικοὶ ἀγωνιστὲς
μὲ τὸ θεῖο ἔρωτα ποὺ τοὺς διακατέχει πετυχαίνουν νὰ τὰ δέσουν καὶ δὲν
ἐνοχλοῦνται ἀπὸ αὐτά. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξασφαλίζουν τὸ εἰσιτήριο γιὰ
τὴν εἴσοδό τους στὴ μακαριότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Σημειώσεις:
6. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ
ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Γ΄, Ἀθήνα 1995, σελ. 583. 7.
Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Ὠρωπὸς 1978, σελ. 294. 8. Βασιλείου Δ.
Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Γ΄, Ἀθήνα
1995, σελ. 582. 9. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου
Βασιλείου, τόμος Γ΄, Ἀθήνα 2004, σελ. 97. 10. Μᾶρκ. ζ΄ 21-23.