Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
Ο πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης[1]
γεννήθηκε τό 1880 στό χωριό Χουρμικιάντο τῶν Σουρμένων τοῦ
Πόντου, τό ὁποῖο ἀπέχει ὀκτώ ὧρες μέ τό καΐκι ἀπό τήν Τραπεζοῦντα.
Οἱ
γονεῖς του Παναγιώτης καί Ἀθηνᾶ ἦταν φτωχοί ἀλλά μέ φόβο
Θεοῦ. Ἀπέκτησαν τρία παιδιά, τόν Κωνσταντῖνο, τόν Γεώργιο
καί τόν Ἠλία. Τό 1888 ἀφοῦ στερέωσε τά παιδιά της στήν εὐλάβεια
ἐκοιμήθη ἡ Ἀθηνᾶ. Ὁ Παναγιώτης ξαναπαντρεύτηκε καί πῆρε
μιά γυναῖκα βάρβαρη καί κακιά, τήν Καντίνα. Ἡ μητρυιά
κακομεταχειριζόταν καί βασάνιζε τόν μικρό Ἠλία. Μέ δάκρυα
διηγεῖτο ἀργότερα πολύ ἐμπιστευτικά σέ μιά ὀρφανή τά
βάσανα τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, μέ σκοπό νά τήν στηρίξη.
Ἡ
μητρυιά του τόν κρεμοῦσε ἀνάποδα σέ δένδρο ἐπί μιά ὥρα καί
παρακολουθοῦσε ἀνάλγητη τό μαρτύριό του, ἐνῶ ἐκεῖνος τήν
παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τόν λύση. Τόν ξεγύμνωνε καί μέ ἕνα
μάτσο τσουκνίδες τόν χτυποῦσε στά ἀπόκρυφα μέρη. Τύλιγε τά
γεννητικά του ὄργανα μέ κλωστή προξενώντας ἀφόρητους πόνους
ὄχι μόνο ἀπό τό δέσιμο ἀλλά καί ἀπό τήν ἀδυναμία
διούρησης. Ἔβαζε φωτιά στά ροῦχα του καί τό παιδί ἔτρεχε
τρομαγμένο νά τήν σβήση. Ὅλη τήν ἡμέρα τόν ἄφηνε νηστικό,
δίνοντάς του μόνο λίγο ξερό ψωμί. (Αὐτή ἦταν ἡ ἀπαρχή τῆς
μεγάλης του ἐγκράτειας πού ἐτήρησε σ᾿ ὅλη του τήν ζωή). Τόν
ἔστελνε σ᾿ αὐτήν τήν ἡλικία νά βόσκη μοσχάρια καί τόν
ἀπειλοῦσε μέ βασανιστήρια, ἄν τά ζῶα ἔκαναν ζημιά. Ὅταν
ἐπέστρεφε τό βράδυ τόν ρωτοῦσε ὁ πατέρας του ἄν ἔφαγε τίποτε
καί ἀπαντοῦσε γι᾿ αὐτόν ἡ μοχθηρή μητρυιά του: «Τόν τάϊσα, τόν
τάϊσα».
Στά πολλά βασανιστήρια ποτέ δέν παραπονέθηκε. Ἐφάρμοσε τό «ἀσχημοσύνην μητρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις»[2]. Ἀπό ὅλα αὐτά πού ὑπέμεινε μέ ἀμνησικακία ἔλαβε ἀπό μικρός ὁ Ἠλίας ἄφθονη τήν θεία Χάρι.
Ἀργότερα
πού ἐκοιμήθη ὁ πατέρας του, ἡ μητρυιά του, γηρασμένη πιά,
εἶχε τόν φόβο μήπως ὁ Ἠλίας τήν ἐκδικηθῆ γιά ὅσα τοῦ ἔκανε.
Ἐκεῖνος ὅμως τήν καθησύχαζε: «Μή φοβᾶσαι μητέρα, θά σέ
κοιτάξω καλά». Ἔμεινε κατάκοιτη στό κρεββάτι καί ὁ Ἠλίας δέν
ἄφηνε κανέναν ἄλλο νά τήν περιποιῆται. Ὁ ἴδιος μέ πολλή
ἀγάπη τήν τάϊζε, τήν ἔπλενε, τῆς προσέφερε τά πάντα. Ἀντί τῆς
χολῆς καί τοῦ ὄξους τῆς ἀνταπέδωσε μάννα καί ὕδωρ. Ἐκείνη
συντετριμμένη ἔλεγε καί ξανάλεγε: «Ἠλία, πολύ σέ
τυράννησα, πολλά κακά σοῦ ἔκανα, συγχώρεσέ με, παιδί μου»,
καί ἐκεῖνος ἀνεξίκακα τῆς ἔλεγε: «Μή στενοχωριέσαι,
μητέρα, εἶσαι συγχωρημένη».
Ὁ
Ἠλίας λόγῳ οἰκονομικῆς δυσχέρειας δέν πῆγε στό σχολεῖο καί
δέν ἔμαθε γράμματα. Μέχρι τά δεκαεπτά του ἐργαζόταν ὡς
ντενεκετζῆς στά Πλάτανα Τραπεζοῦντος, στόν ξάδερφό του Πέτρο
Διαμαντίδη.
Τό
1897 ὁ μεγάλος του ἀδελφός Κωνσταντῖνος καί ἡ μητρυιά του
ἐπέμεναν νά τόν παντρέψουν μέ μιά κοπέλλα τριάντα χρόνων πού
ὅμως δέν ἦταν ἀπό καλή γενεά γιά τήν περιουσία της. Ὁ Ἠλίας
δέν ἤθελε γι᾽ αὐτό τή νύχτα τοῦ γάμου ἔφυγε καί μέσα ἀπό τά
βουνά Χοτσεράντο ἔφτασε στό χωριό Καρακατζή. Πῆγε στούς
γονεῖς μιᾶς φτωχῆς νέας, τῆς Σωτήρας, τήν ὁποία συμπαθοῦσε καί
ἤθελε γιά γυναῖκα του. Μέ τήν εὐχή τῶν γονέων της,
Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, νυμφεύφθηκε τήν δεκαεπτάχρονη
Σωτήρα Γεροντίδου.
Ἔζησε
μέ τήν γυναῖκα του στήν ἀρχή πολύ φτωχικά. Δούλευε ὡς
ὑπάλληλος στόν φοῦρνο τοῦ Παναγιώτη Χατζηλιά. Ὁ Παναγιώτης
εἶδε τόν Ἠλία πού δούλευε τίμια καί φιλότιμα καί τοῦ ἔδωσε
τόν φοῦρνο του. Ἀλλά καί ὁ Θεός τόν εὐλογοῦσε καί κέρδιζε πολλά.
Τότε ἀγόρασε ἕνα μεγάλο σπίτι στό Καρακατζή στό Χάνι. Τό
σπίτι του ἔγινε πανδοχεῖο γιά ξένους καί φτωχούς. Βοηθοῦσε
κρυφά τούς πεινασμένους. Χρησιμοποιοῦσε τουρκάλες γιά νά
κρύβεται ὁ ἴδιος, νά νομίζουν ὅτι Τοῦρκοι κάνουν τίς
ἐλεημοσύνες. Τίς πλήρωνε καί μετέφεραν τή νύχτα τρόφιμα σέ
σπίτια πού εἶχαν ἀνάγκη. Ἔδινε αὐστηρή ἐντολή νά μήν τόν
μαρτυρήσουν. Σέ μιά χήρα μέ τέσσερα μωρά ἔστελνε μέ μιά
τουρκάλα ἀλεύρι καί καθόταν ἡ τουρκάλα καί βοηθοῦσε τήν χήρα
στό ζύμωμα.
Ὁ
Ἠλίας μέ τήν Σωτήρα ἀπέκτησαν ἕξι κορίτσια. Τήν Ἀγάπη, ἡ
ὁποία παντρεύτηκε καί μετά τήν χηρεία της ἔγινε μοναχή μέ τό
ὄνομα Μαρία στήν Κούμα τοῦ Σοχούμ, τήν Βασιλική, τήν Ἑλένη,
τήν Καλλιόπη (Κάλλη), τήν Ἀθηνᾶ καί τήν Ὄλγα.
Ὁ
Ἠλίας ἦταν προκομμένος καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό.
Στενοχωριόταν ὅμως πού δέν ἤξερε γράμματα. Φάνηκε λοιπόν
κάποτε στόν ὕπνο του Ἄγγελος καί ἄρχισε νά τοῦ μαθαίνη
γράμματα, ψαλτική καί ἁγιογραφία. Κάθε βράδυ τόν ἔβλεπε
στόν ὕπνο του καί συνέχιζε τό μάθημά του, μέχρι πού ἔμαθε ὁ
Ἠλίας νά διαβάζη, νά γράφη καλά, νά ψέλνη καί νά ἁγιογραφῆ.
Τίς Κυριακές ἔψελνε στήν Ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό
χωριό Τσίτα τῶν Σουρμένων. Ἦταν ἐξαιρετικά καλλίφωνος καί
ἔψελνε μέ εὐλάβεια, ὅπως εἶχε διδαχθῆ ἀπό τόν Ἄγγελο.
Ἔχοντας ἀγάπη καί ἔφεση γιά τήν προσευχή ξυπνοῦσε πάντα
νωρίς γιά νά προσεύχεται.
Τό
1918 ἡ ζωή τους, ὅπως καί ὅλων τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, ἔγινε
ἀφόρητη ἀπό τίς βιαιότητες τῶν Τούρκων. Ἀνήμερα τῶν Φώτων,
τήν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ οἱ Τοῦρκοι περικύκλωσαν τήν Ἐκκλησία τοῦ
χωριοῦ. Ὁ στρατός τῶν Ἀρμενίων ὅμως τούς διεσκόρπισε. Ἔτσι
ξεκίνησαν τήν ἴδια μέρα πολλές οἰκογένειες νά φύγουν γιά τήν
Ρωσσία. Μεταξύ αὐτῶν καί ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἠλία. Ὁ ἴδιος
ἔφυγε ἀργότερα, ὁδοιπορώντας ἐπί δεκαπέντε ἡμέρες μέσα
στά χιόνια.
Στό
Βατούμ στό χωριό Μαχμουτία ἦταν ἐγκατεστημένη ἡ κόρη του
Ἀγάπη μέ τόν σύζυγό της Ἀβραάμ ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ πλούσιος.
Ἀγόρασε γιά τόν πεθερό του Ἠλία μιά μεγάλη ἔκταση στό βουνό
καί ἐκεῖ ὁ Ἠλίας ἔχτισε μόνος του τό σπίτι του. Ἐξακολουθοῦσε
νά ἀσκῆ τό ἐπάγγελμα τοῦ φούρναρη ἀλλά καί νά βοηθᾶ τούς
φτωχούς. Ἀνάγκαζε τούς ξένους νά ἔρθουν νά φιλοξενηθοῦν στό
σπίτι του. Ἔστελνε τήν κόρη του Κάλλη στά σταυροδρόμια μέ τήν
διεύθυνσή του γραμμένη στό χαρτί νά τήν δίνη στούς ξένους καί νά
τούς προσκαλῆ γιά φιλοξενία. Ἔκλαιγε ἀπό χαρά ὅταν τόν
ἐπισκέπτονταν ζητιᾶνοι, πρόσφυγες καί φτωχοί. Κάθε βράδυ εἶχε
πέντε–δέκα ἄτομα. Ἔβαζε τά παιδιά του νά τούς ξεψειρίσουν, νά τούς
πλύνουν τά πόδια, τά ροῦχα τους καί μετά τούς ὡδηγοῦσαν στό
μεγάλο δωμάτιο, τό «μουσαφίρ–ὀντά», πού τό εἶχε εἰδικά γιά τήν
φιλοξενία τῶν πτωχῶν. Ὁ ἴδιος τούς ὑπηρετοῦσε καί τούς
τάϊζε μέχρι νά χορτάσουν. «Φᾶτε, πιέτε, μήν ντρέπεστε»,
ἔλεγε. Ὁ ἴδιος ἔτρωγε τελευταῖος. Εἶχε ξεχωριστό δωμάτιο
γιά τούς ἀρρώστους.
Κάποτε
φιλοξένησε γιά χρόνια δυό ἀδέλφια μοναχούς, τόν Παχώμιο καί
τόν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἦταν ντυμένοι μέ κοσμικά ροῦχα γιά τόν
φόβο τῶν ἀθέων κομμουνιστῶν καί ἀσκήτευαν σέ βράχο τοῦ
Σοχούμ. Ἀπό αὐτούς ὁ Ἰωάννης κοιμήθηκε ἀργότερα στόν Πόντο
καί ὁ Παχώμιος στό Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ
καλή του σύζυγος τόν βοηθοῦσε στήν φιλοξενία καί τόν
συναγωνιζόταν στήν ἐλεημοσύνη. Ρωτοῦσαν νά μάθουν ποιός
ἔχει ἀνάγκη καί τή νύχτα ἔστελναν τσουβάλια ἀλεύρι, τυριά,
φροῦτα σέ χῆρες καί ὀρφανά, σέ φυλακές καί ἱδρύματα.
Μιά
νύχτα, ἡ ὀρφανή Αὐγούλα πού τήν μεγάλωναν στό σπίτι τους,
εἶδε τήν Σωτήρα νά βγαίνη κρυφά ἀπό τό σπίτι καί τήν ρώτησε ποῦ
πάει τέτοια ὥρα. «Ἡσύχασε», τῆς εἶπε, «πάω ν᾿ ἀρμέξω τίς
ἀγελάδες». «Τέτοια ὥρα;», ρώτησε πάλι ἡ Αὐγούλα. «Θά πάω τό
γάλα στίς φυλακές».
Ἐκτός ἀπό τήν Αὐγή μεγάλωσε καί πάντρεψε καί ἄλλο ὀρφανό κοριτσάκι, τήν Ἐλπινίκη.
Μιά
νύχτα ὁ Ἠλίας εἶδε στόν ὕπνο του τόν ἅγιο Γεώργιο ὁ ὁποῖος
τοῦ παρήγγειλε νά κτίση κοντά στό σπίτι του Ἐκκλησία στό
ὄνομά του. Τοῦ ὑπέδειξε μάλιστα καί τό σημεῖο πού θά κρεμοῦσε
τήν εἰκόνα του καθώς καί τίς ἄλλες εἰκόνες, ἐνῶ τοῦ ὑποσχέθηκε
ὅτι θά τόν βοηθοῦσε καί θά ἐνεργοῦσε θαύματα.
Κάποια ἡμέρα πού ὁ Ἠλίας ἔσκαβε στό κτῆμα
Διακρίνονται
ἀπό ἀριστερά: ὄρθιος ὁ πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης, κάτω ἡ θετή κόρη
Ἐλπινίκη, ἡ σύζυγος Σωτήρα, ἡ θυγατέρα Ἀγάπη Παρασκευοπούλου (μοναχή
Μαρία), Κώστας Κυριακίδης, πίσω του ἡ ἀδελφή του Δέσποινα, ἡ θυγατέρα
του Κάλλη Κυριακίδου καί ἡ κόρη της Μαρία Πιλιτσίδου.
του
σφηνώθηκε ὁ κασμᾶς καί δέν ἔβγαινε. Ἔσκαψε γύρω του μέ κοπίδι
καί σφυρί καί τότε βρῆκε τοῖχο Ἐκκλησίας. Ἔσκαψε μέ προσοχή.
Ἀμέσως φάνηκαν οἱ τρεῖς πλευρές τοῦ ναοῦ καί στόν τοῖχο μιά
τοιχογραφία τοῦ ἁγίου Γεωργίου πού διετηρεῖτο καλά.
Ἔφτιαξε
τήν Ἐκκλησία μέ σανίδια καί τήν σκέπασε μέ χορτάρια. Ἀπ᾿ ἔξω
ἔμοιαζε μέ ἀχυρῶνα, ὥστε νά μήν δίνη ὑποψία στούς
κομμουνιστές. Ζωγράφισε μόνος του τίς εἰκόνες καί τίς
τοποθέτησε ὅπως ἤθελε ὁ ἅγιος Γεώργιος. Ἡ κόρη του Ἀγάπη
πού ἦταν κρυφή μοναχή περιεποιεῖτο τήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἠλίας τῆς
παρήγγειλε νά κρατᾶ ἀκοίμητο τό καντήλι τοῦ ἁγίου
Γεωργίου. Ὅταν πήγαινε νά σβήση, αὐτή ἄκουγε ἕναν ἦχο
χαρακτηριστικό καί τότε πήγαινε νά προσθέση λάδι καί νά
καθαρίση τό φυτίλι του. Αἰσθάνονταν μέ διάφορους τρόπους τήν
παρουσία τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ὅταν ἐρχόταν ὁ Ἅγιος ἄκουγαν
ποδοβολητό καί ἔβλεπαν τά πατήματα τοῦ ἀλόγου του στόν
χωμάτινο δρόμο.
Ὁ
Ἠλίας ἀγωνιζόταν πολύ καί τό παράδειγμά του παρακινοῦσε
καί τούς ἄλλους. Ξυπνοῦσε στίς 3 τή νύχτα καί μέχρι τό πρωΐ
προσευχόταν. Βίαζε τόν ἑαυτό του πολύ στήν προσευχή. Ἔκανε
κομποσχοίνι καί ἔτρεχαν τά δάκρυά του συνέχεια. Ἄν κάποτε δέν
ξυπνοῦσε, τόν σκουντοῦσε ὁ ἅγιος Γεώργιος λέγοντας: «Σήκω, ἡ
ὥρα πέρασε». Ὁ ἴδιος ξυπνοῦσε καί τήν οἰκογένειά του γιά νά
προσευχηθοῦν ἐνῶ τήν ὀρφανή Αὐγούλα τήν ξυπνοῦσε στίς 3.30΄ μέ
πραεῖα φωνή.
Πῆγε στόν ἱερέα τῆς περιοχῆς ὁ Ἠλίας καί τοῦ ἀνέφερε γιά τήν Ἐκκλησία πού ἀνακάλυψε. Ἐκεῖνος ἦταν
γέρος καί γιά τόν φόβο τῶν ἀθέων κομμουνιστῶν δέν φοροῦσε
ράσα. Παρακίνησε τόν Ἠλία νά χειροτονηθῆ ἱερέας γιά νά μπορῆ
νά βαπτίζη καί νά κοινωνᾶ τούς χριστιανούς. Δέχθηκε καί
χειροτονήθηκε ἱερέας ἀπό τόν ἐπίσκοπο τοῦ Βατούμ. Φοροῦσε
μιά ἱερατική στολή πού εἶχε κληρονομήσει ἀπό ἕνα θεῖο του
ἱερέα, τόν παπα–Γιώργη, καί λειτουργοῦσε κρυφά στήν Ἐκκλησία
τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί σ᾿ ἄλλα ἐρημοκκλήσια.
Ὅταν
οἱ πιστοί τῆς περιοχῆς ἔμαθαν ὅτι ὑπάρχει ἱερέας στό
χωριό, πήγαιναν γιά νά λειτουργηθοῦν τή νύχτα στό Ἐκκλησάκι
τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Οἱ Τοῦρκοι τῆς περιοχῆς τό
πληροφορήθηκαν καί τό κατέδωσαν στήν Ἀστυνομία, ἡ ὁποία
ἔκανε ἐφόδους. Ὅμως ὁ πατήρ πάντα εἰδοποιεῖτο ἔγκαιρα ἀπό
καλούς ἀνθρώπους καί πρίν ἔρθη ἡ Ἀστυνομία, σκορπίζονταν καί
ἔκαναν ὅτι μαζεύουν ξύλα ἤ ὅτι ἀπασχολοῦνται μέ κάποια
ἄλλη ἐργασία. Ὁ π. Ἠλίας δήλωνε εὐθαρσῶς ὅτι ἦταν
χριστιανός, καί οἱ ἄνθρωποι ἔλεγαν στήν Ἀστυνομία ὅτι ἦταν
ἐργάτες του. Σέ κάθε ἔφοδο τῶν ἀστυνομικῶν τόν
συνελάμβαναν, τόν ἀνέκριναν, τόν ἔκλειναν στήν φυλακή, τόν
χτυποῦσαν καί τόν ἄφηναν νηστικό. Ὑπέστη πολλά βασανιστήρια
χωρίς νά λυγίση, ὅμως παρέμεινε σταθερός ὁμολογητής. Ὅταν
ἔβγαινε ἀπό τήν φυλακή, ἐνῶ ἀκόμη πονοῦσε ἀπό τά
βασανιστήρια, πήγαινε κρυφά κάθε νύχτα στό Ἐκκλησάκι του καί
μέ τούς πιστούς τελοῦσαν τήν θεία Λειτουργία.
Ἦταν
ἀσκητικός καί λιτοδίαιτος. Συνήθως τό φαγητό του ἦταν λίγο
ρυζάκι νερουλό ἤ λίγα καρύδια ἤ λίγο λάχανο βραστό. Στά
τέλη του ἔπινε τσάϊ μέ παξιμάδι. Κρατοῦσε τά τριήμερα καί τό
βράδυ ἔτρωγε μόνο τρία φουντούκια. Νήστευε μέ ζῆλο τίς
Σαρακοστές. Συχνά πάθαινε γαστρορραγίες καί ἦταν πολύ
ἀδύνατος. Συνήθισε καί τά παιδιά του ἀπό μικρά στή νηστεία.
Τήν
ἡμέρα ἐργαζόταν στό κτῆμα του. Καλλιεργοῦσε λαχανικά καί
πολλῶν εἰδῶν καρποφόρα δένδρα, ἀκόμη καί τσάγια.
Ὁ πατήρ εἶχε ὡς εὐλογία τό δεξί χέρι τοῦ παπα–Γιάννη Τριανταφυλλίδη[3]
πού ἁγίασε. Ἐπίσης μιά ἡγουμένη ἀπό τό Σοχούμ τοῦ χάρισε
τήν καρδιά καί τό δακτυλάκι μιᾶς παιδούλας, ὀνόματι Μαρίας,
πού διατηρήθηκαν ἄφθαρτα μετά τήν ἐκταφή της. Τό κοριτσάκι
αὐτό καταγόταν ἀπό τήν Σάντα τοῦ Πόντου. Οἱ γονεῖς της ἦταν
πάμπλουτοι ἀλλά ὑπερβολικά φιλάργυροι καί ἄσπλαχνοι. Ὅταν
ἐκοιμήθη ἡ μητέρα της ἡ μητρυιά ἐβασάνιζε τή Μαρία καί τήν
ἄφηνε νηστική. Αὐτή μοίραζε κρυφά τίς νύχτες σέ φτωχούς καί
ἐγκυμονοῦσες γυναῖκες πολλά ὑλικά ἀγαθά. Ἔδινε ἀκόμη καί τό
λιγοστό ψωμάκι της σέ πεινασμένους καί αὐτή ἔμενε νηστική.
Ἐκοιμήθη σέ ἡλικία δώδεκα χρόνων καί στήν ἐκταφή της βρέθηκαν
ἄφθαρτα τό δεξί της χέρι καί ἡ καρδιά της μέσα σέ μύρο. Ἔβλεπαν
πρίν στόν τάφο της κάθε νύχτα ἕνα φῶς πού ἀνεβοκατέβαινε
τρεῖς φορές, καί αὐτό τούς παρακίνησε νά κάνουν ἀνακομιδή
ὅπου βρέθηκε ὁ τάφος της νά εὐωδιάζη γεμᾶτος μύρο.
Ὅπως ὑποσχέθηκε ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἔδωσε
στόν
παπα–Ἠλία τό χάρισμα νά θεραπεύη ἀσθενεῖς. Τούς διάβαζε τό
Εὐαγγέλιο, τούς σταύρωνε καί τούς ἔδινε νά ἀσπασθοῦν τά
λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ νέου ἐλεήμονος καί τῆς
Μαρίας.
Σταύρωνε
ἀκόμη καί Τούρκους καί Ἀρμενίους οἱ ὁποῖοι θεραπεύονταν. Γιά
κάποιον εἶπε ὅτι θά ἔλθει ἀπό μακρυά ἀλλά δέν θά γίνει καλά,
γιατί δέν ἔρχεται μέ πίστη. Ἔτσι τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Γεώργιος καί
ἔτσι ἔγινε.
Ἕνα
ὀρφανό παιδί, ὁ Κώστας ἀπό τήν Κριμαία, ἔπασχε ἀπό
ἐπιληψία. Τόν θεράπευσε ὁ π. Ἠλίας καί ἡ κόρη του, ἡ Ἀγάπη,
τόν στεφάνωσε.
Μιά
μέρα ὁ ἅγιος Γεώργιος τοῦ ἔδειξε στό βουνό ἕνα λουλούδι πού
ἔμοιαζε μέ μαργαρίτα. Εἶχε δυό χρώματα, ἄσπρο καί κίτρινο.
Τοῦ εἶπε νά τά βράζη ξεχωριστά. Τά ἄσπρα ἀφοῦ τά βράσει, νά τά
δίνη στούς ἀτέκνους ἄνδρες καί τό ζουμί ἀπό τά κίτρινα στίς
γυναῖκες. Ἐπειδή φοβήθηκε μήπως εἶναι ἀπό τόν πειρασμό γιά
νά φαρμακώση τούς ἀνθρώπους, ἔβρασε, ἤπιε πρῶτα ὁ ἴδιος καί,
ἀφοῦ εἶδε ὅτι δέν ἔπαθε τίποτε τό ἔδινε καί στούς ἀτέκνους
καί τεκνοποιοῦσαν. Ὁ ἴδιος βάπτιζε τά παιδιά τους.
Ἡ
ἐγγονή τοῦ π. Ἠλία Μαρία, κόρη τῆς Κάλλης, πού ζεῖ ἀκόμη,
θυμᾶται τό ἑξῆς περιστατικό: «Κάποια ἡμέρα ἤμασταν ἔξω στό
κτῆμα καί σκαλίζαμε. Ξαφνικά ἀκούστηκε ἀπό τόν δρόμο θόρυβος
καί γαύγιζαν τά σκυλιά. Ἐμεῖς δέν βλέπαμε γιατί παρεμβαλλόταν
τό δάσος. Ὁ παπποῦς (π. Ἠλίας) μονολογοῦσε: “Κάτι γίνεται”.
Μᾶς εἶπε νά μποῦμε μέσα στό σπίτι καί αὐτός κάθησε ἔξω. Μετά ἀπό
λίγο φάνηκαν δύο καβαλλάρηδες ἀγανακτισμένοι καί ρωτοῦσαν:
“Ποιός ἦταν αὐτός μέ τό ἄσπρο ἄλογο πού μᾶς ἐμπόδιζε τόση ὥρα νά
ἔρθουμε; Ποῦ εἶναι νά τόν σκοτώσουμε;”. Ὁ παπποῦς τούς εἶπε νά
καθήσουν νά ξεκουραστοῦν καί τούς κέρασε. Ὕστερα τούς ρώτησε
ἄν τόν δοῦν θά τόν γνωρίσουν καί εἶπαν “ναί”. Τότε τούς ἔφερε τήν
εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί αὐτοί ἔκπληκτοι ἀναγνώρισαν
τόν καβαλλάρη πού τούς ἐμπόδιζε. Συγκλονίστηκαν καί
βαπτίστηκαν καί οἱ δύο χριστιανοί».
Ἕνας
Τοῦρκος, ὀνόματι Χουσεΐν, ζοῦσε στό σπίτι τῆς κόρης του στήν
Μαχμουτία. Δίπλα τους ἔμενε ἕνας Διοικητής Ἀστυνομίας πού ἡ
γυναῖκα του ἦταν τρελλή καί τήν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες. Ὁ
Χουσεΐν τόν λυπήθηκε καί τοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει ἕνας Ἕλληνας
πού μπορεῖ νά θεραπεύση τήν γυναῖκα του. Ἀμέσως ζήτησε νά τόν
φέρη στό σπίτι του. Ὁ π. Ἠλίας εἶπε νά φέρουν τήν ἄρρωστη στό
σπίτι τῆς κόρης τοῦ Χουσεΐν. Ἐκεῖ ἐπί δώδεκα ἡμέρες τήν
διάβαζε, τήν σταύρωνε καί μετά ἔγινε καλά καί ἦρθε στά
λογικά της. Ἀπό τότε ἡ Ἀστυνομία δέν τόν ξαναενόχλησε. Ὁ
Διοικητής ἔγινε κρυφά χριστιανός καί ὁ π. Ἠλίας βάπτισε ὅλη
τήν οἰκογένειά του.
Τρεῖς
Τοῦρκοι πού ζοῦσαν στήν Ρωσσία ἔμαθαν ὅτι ὁ πατήρ κάνει
θαύματα καί ἀποφάσισαν νά τόν σκοτώσουν ἤ νά τόν ἀπαγάγουν καί
νά σφραγίσουν τήν Ἐκκλησία. Πηγαίνοντας μέ τ᾿ ἄλογά τους τή
νύχτα, ἕνας καβαλλάρης μέ ἄσπρο ἄλογο τούς ἔκοβε τόν δρόμο.
Τ᾿ ἄλογά τους φοβήθηκαν καί γύρισαν πίσω. Ἦταν ὁ ἅγιος
Γεώργιος πού τούς ἔδιωξε. Μετανοιωμένοι διηγήθηκαν τό
πάθημά τους στόν π. Ἠλία ζητώντας συγχώρηση.
Τό
ἰαματικό χάρισμα τοῦ πατρός ἔγινε γνωστό παντοῦ. Ἔρχονταν
ἀπό πολύ μακρυά Ἀρμένιοι, Ρῶσσοι, Γεωργιανοί, ἀκόμη καί
Τοῦρκοι γιά νά θεραπευθοῦν. Ὁ παπα–Ἠλίας κοιτάζοντάς τους
προσεκτικά προγνώριζε ἄν θά γίνουν καλά. Καταλάβαινε ποιοί
θά θεραπεύονταν καί τούς τό ἔλεγε. Μετά τούς διάβαζε. Ὅταν
ὅμως “ἔβλεπε” ὅτι δέν θά γίνονταν καλά, τούς ἔλεγε νά φύγουν.
Ὁ
γυιός ἑνός ἀξιωματικοῦ τοῦ στρατοῦ ἀρρώστησε βαριά. Οἱ
γιατροί στό Λένιγκραντ καί στήν Μόσχα τόν ἀπογοήτευσαν.
Ἄκουσε γιά τόν παπα–Ἠλία καί ἔφερε τόν γυιό του στήν
Μαχμουτία. Ὁ πατήρ τόν κράτησε λέγοντας στόν πατέρα: «Ἐσύ
πήγαινε στό σπίτι σου ἥσυχος. Ὁ γυιός σου θά μείνει τρεῖς
βδομάδες ἐδῶ. Ἄν θέλης, νἄρχεσαι νά τόν βλέπης». Κάθε φορά πού
ἐρχόταν τόν ἔβλεπε καλύτερα μέχρι πού θεραπεύθηκε τελείως.
Ἐκτός
ἀπό τά πολλά θαύματα πού ἔκανε προέλεγε γεγονότα πού
ἐπαληθεύονταν, γιατί εἶχε τό προορατικό χάρισμα. Εἶπε στήν
ὀρφανή Αὐγούλα κάποτε: «Κορίτσι μου, Αὐγή, αὐτόν τόν δρόμο
πού βαδίζεις σ᾿ αὐτόν θά μείνεις καί θά βγεῖς στό τέλος καθαρή.
Θά πᾶς στόν οὐρανό Χριστοῦ νύμφη. Ρώτησα τόν ἁη–Νικόλα καί μοῦ
εἶπε πώς ἡ Αὐγή θά πάει Χριστοῦ νύμφη ἐπάνω. Ἐσύ δέν θά
παντρευτεῖς». Πολλοί τήν ζήτησαν νά τήν παντρευτοῦν. Ἔγινε ὅμως
ὅπως προέβλεψε ὁ π. Ἠλίας.
Ὅ,τι
εἶχε ὁ ἄλλος στήν καρδιά του τό γνώριζε καί πολλές φορές τό ἔλεγε.
Ξεκινοῦσαν νά ᾿ρθοῦν στήν Ρωσσία μερικοί ἀπό τόν Πόντο καί αὐτός τό
γνώριζε. Ξεκίνησαν κάποτε τρεῖς Ἕλληνες ἀπό τό χωριό Ἀχαλσενί γιά νά τόν
ἐπισκεφθοῦν. Ἔχασαν τόν δρόμο καί νυχτώθηκαν στήν ὕπαιθρο. Ὁ π.Ἠλίας
ἀνέφερε γιά τούς τρεῖς πού χάθηκαν καί μόλις ἔφθασαν τούς εἶπε: «Καλά
εὐλογημένοι, πῶς χάσατε τόν δρόμο καί ταλαιπωρηθήκατε;».
Ἔλεγε
μερικές φορές: «Σήμερα θά ἔλθουν οἱ τάδε, πιστεύουν καί θά
γίνουν καλά», ἤ «αὐτός πού ἔρχεται δέν πιστεύει καί δέν θά
γίνει καλά», καί γινόταν ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἠλίας. Ἄλλοτε
ἔβλεπε μέ τό χάρισμά του κάποιον πού ἐρχόταν νά τόν δῆ καί
εἶχε χαθῆ στό δάσος. Τότε ἔστελνε ἕνα γνωστό του στό σημεῖο
πού βρισκόταν ὁ χαμένος, τόν εὕρισκε καί τόν ἔφερνε κοντά του.
Εἶπε κάποτε: «Ἔρχεται ὁ Πέτρος καί ἔχει αὐτήν τήν ἀρρώστια καί
θά γίνει καλά. Πέντε ἡ ὥρα τό πρωΐ θά εἶναι ἐδῶ», καί ἔτσι ἔγινε.
Συχνά
προφήτευε λέγοντας: «Θά ᾿ρθεῖ ἕνας καιρός πού θά γίνουν οἱ
ἄνδρες γυναῖκες καί οἱ γυναῖκες ἄνδρες. Τότε θά πέσει μεγάλη
κατάρα στόν κόσμο. Θά γίνει πόλεμος στήν Κωνσταντινούπολη καί
ὁ Ρῶσσος θά νικᾶ˙ θά πάει ὡς τόν Εὐφράτη ποταμό. Θ᾿ ἀνοίξει ἡ
Ἁγιά Σοφιά καί θά λειτουργηθῆ. Ἕνας ἑξαδάκτυλος βασιλιάς θά
εἶναι τότε». Καί ἔλεγε: «Ξύπνα Ρωσσία καί δράξον τά ὅπλα σου».
Δηλαδή ἔλα σέ μετάνοια, σέ πίστη καί ἀπόρριψε τήν ἀθεΐα.
Ἔβλεπε
συχνά τόν ἅγιο Γεώργιο. Κάποτε τοῦ εἶπε: «Θἄρθουν Τοῦρκοι νά
κάψουν τήν Ἐκκλησία καί θά προσπαθήσουν νά σᾶς σκοτώσουν». Τό
εἶπε στήν οἰκογένειά του ἀλλά δυσπίστησαν. Τό κτῆμα τους τό
ζήλευαν οἱ Τοῦρκοι καί ἤθελαν νά τό πάρουν.
Ὁ π. Ἠλίας μέ τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου
Μαζεύτηκαν
πολλοί μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἀχμέτ Κιτιάκ καί τή νύχτα πῆγαν καί
χτύπησαν τήν πόρτα τους, ζητώντας δῆθεν νά τούς δείξη τόν δρόμο.
Δέν τούς ἄνοιξαν, αὐτοί ὅμως σκότωσαν τό σκυλί καί ἄρχισαν νά
πυροβολοῦν. Οἱ σφαῖρες πήγαιναν δῶθε–κεῖθε ἀλλά καμμία δέν
ἄγγιξε τό σπίτι. Ἡ Κάλλη ἔβλεπε στήν πόρτα τόν ἅγιο Γεώργιο μέ
ἀνοιχτά τά χέρια νά τούς προστατεύη. Τέλος ἔβαλαν φωτιά
δίπλα στόν ἀχερῶνα ὅπου μέσα ἦταν ἡ Ἐκκλησία καί κάηκε. Πῆρε
φωτιά καί ἡ σκεπή τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλά τήν ἔσβησαν. Ὁ π. Ἠλίας
ὕστερα πῆγε καί προσευχήθηκε μπροστά στά εἰκονίσματα καί
ρώτησε τόν Χριστό: «Ποιοί εἶναι αὐτοί πού ἔκαψαν τήν
Ἐκκλησία;». Καί ὁ Χριστός τούς ἀπαρίθμησε ἕναν–ἕναν.
Ὁ
φθόνος ὅμως τῶν ἀνθρώπων δέν τόν ἄφησε ἥσυχο. Ἕνας ἐξ
ἀγχιστείας συγγενής του τόν κατηγόρησε στούς κομμουνιστές
ὅτι κρύβει χρυσαφικά. Εἶπε ὅτι μέ τά θαύματα πού κάνει
μαζεύει ὅ,τι τοῦ δίνουν, ἐνῶ ὁ π. Ἠλίας δέν ἔπιανε χρήματα στά
χέρια του. Ἦρθαν καί ρήμαξαν τό σπίτι του, ἅρπαξαν τά πάντα,
ἐνῶ αὐτόν καί τήν πρεσβυτέρα του Σωτήρα τούς φυλάκισαν. Τόν π.
Ἠλία τόν βασάνισαν πολύ γιατί ἦταν πιστός, δέν ἤξεραν ὅτι
εἶναι καί ἱερέας. Τόν ἔβαλαν σ᾿ ἕνα λάκκο στενό τόσο πού νά
μήν μπορῆ νά καθήση οὔτε νά γυρίζη ἀπό τήν μιά καί τήν ἄλλη
μεριά. Οὐροῦσαν καί ἀποπατοῦσαν πάνω του καί τόν ἄφηναν
νηστικό.
Ὅταν
τό ἔμαθε ὁ Ρῶσσος Διοικητής τῆς Ἀστυνομίας, τοῦ ὁποίου εἶχε
θεραπεύσει τήν γυναῖκα, ἐνήργησε καί ἀπελευθέρωσε σ᾿ ἕνα
μῆνα τήν Σωτήρα καί στούς τρεῖς μῆνες τόν π. Ἠλία, τό ἔτος 1938.
Τοῦ ἔδωσε ροῦχα, χρήματα καί τρόφιμα, ἀλλά ὁ π.Ἠλίας πλέον
ἦταν πολύ ἄρρωστος ἀπό τίς κακουχίες καί τά βασανιστήρια πού
τοῦ ἔκαναν. Εἶχε αἱματουρία ἀπό τόν προστάτη καί πονοῦσε
πολύ.
Ὅταν
κάπως συνῆλθε ἄρχισε πάλι νά λειτουργῆ καί νά βαπτίζη. Οἱ
λειτουργίες γίνονταν τή νύχτα κρυφά καί μέ προφυλάξεις.
Ἔρχονταν εἴκοσι–τριάντα πιστοί. Ὁ π. Ἠλίας λειτουργοῦσε στά
Ἑλληνικά μέ πολλή εὐλάβεια καί κατάνυξη. Τίς νύχτες ἐπίσης
ἔκανε τίς βαπτίσεις στό σπίτι κάποιου καλοῦ Τούρκου γιά νά μήν
δίνη ὑποψίες. Κάποια νύχτα βάπτισε τριάντα ἑπτά, πού τούς
ἀναδέχθηκε ἡ Σωτήρα, καί ἄλλους ἐνενήντα ἐννιά μέ ἀνάδοχο
τήν κόρη του Ἀγάπη (Μαρία μοναχή).
Μιά
γυναῖκα διηγήθηκε πώς κάποτε τήν ὥρα πού λειτουργοῦσε ὁ π.
Ἠλίας βγῆκε φῶς ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί
στάθηκε πάνω του.
Ἔκανε
συχνά λιτανεῖες γιατί προέβλεπε κάποια συμφορά πού
ἐρχόταν. Ἔλεγε: «Ἀπό τά ξερά ξύλα καίγονται καί τά χλωρά. Ἀπό
τούς ἁμαρτωλούς καίγονται καί οἱ καλοί», «χωρίς καλά ἔργα ἡ
πίστις νεκρά ἐστι».
Ἕνα
ἀπόγευμα μόλις ἄρχισε νά σκοτεινιάζη, ὁ ἐγγονός τοῦ π.
Ἠλία Γιῶργος Κυριακίδης εἶδε ἕνα περίεργο φῶς πού ἄρχισε
νά ἀνεβαίνη ἀπό τό δάσος χαμηλά πρός τό βουνό πού ἦταν τό
σπίτι, καί ὅλο δυνάμωνε. Σάν νά πῆρε φωτιά ὅλος ὁ τόπος καί τό
παιδί ἄρχισε νά κλαίη. Τόν ρώτησε ὁ π. Ἠλίας γιατί κλαίει καί
τό παιδί τοῦ ἀνέφερε γιά τό φῶς. Γέλασε ὁ πατήρ καί τοῦ εἶπε:
«Μήν κλαῖς παιδί μου, αὐτός εἶναι ὁ ἁη–Γιώργης. Εἶναι ὁ καιρός
πού ἔρχεται στήν Ἐκκλησία».
Στά
τελευταῖα του χρόνια δέν μποροῦσε νά περπατήση. Οἱ συχνές
γαστρορραγίες, ὁ καρκίνος τοῦ προστάτη, ἡ αἱματουρία τόν
εἶχαν καταβάλει ἀφάνταστα. Σηκωτό τόν πήγαιναν στήν
Ἐκκλησία. Ὅλη τήν μέρα ἦταν σάν νεκρός ἀλλά τήν ὥρα τῆς
προσευχῆς σάν νά ἔμπαινε μιά θεία δύναμη στό ἀδύνατο σῶμα του
καί παρακαλοῦσε νά τόν πᾶνε στόν ἁη–Γιώργη. Διάβαζε ἐπί
τρεῖς ὧρες τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο, ὕστερα λειτουργοῦσε
καί κοινωνοῦσε τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονταν ἀπό μακρυά μέσα
στά χιόνια.
Στίς
6 Δεκεμβρίου 1939 ἡμέρα Παρασκευή, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς τοῦ
ἁγίου Νικολάου, ἄργησε, δέν σηκώθηκε κατά τό σύνηθες στίς
3. Ὁ ἅγιος Νικόλαος τόν ἀγαποῦσε πολύ, συχνά τοῦ
ἐμφανιζόταν καί συνωμιλοῦσαν. Ἦρθε λοιπόν ἐκείνη τήν ἡμέρα
ὁ ἅγιος Νικόλαος λουσμένος σέ φῶς, τόν ξύπνησε μ᾿ ἕνα
θωπευτικό ἁπαλό χτύπημα καί γελοῦσε ὅλος ἀπό ἱλαρότητα.
Τό
ἴδιο ἔτος 1939 ἔφυγαν τά παιδιά του γιά τήν Ἑλλάδα. Ὁ π. Ἠλίας
ἐνέτεινε τούς ἀγῶνες του καί ἄρχισε νά προετοιμάζεται γιά
τήν ἔξοδό του ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο.
Ὅταν
πλησίασε ὁ καιρός τῆς κοιμήσεώς του, τίς τελευταῖες μέρες
ἔμεινε κατάκοιτος. Δέν δεχόταν φαγητό τρεφόμενος ἀπό τήν
προσευχή. Κοιμήθηκε ὁσιακά μέ μεγάλη εἰρήνη τόν Ἰούλιο τοῦ
1946. Τήν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του ἕνα φῶς κατέβηκε ἀπό τόν
οὐρανό καί τό δωμάτιό του πλημμύρισε ἀπό εὐωδία. Τό δεξί του
χέρι ἔγινε σάν τό κερί καί μαρτυροῦσε τίς κρυφές του
ἐλεημοσύνες. Ἐτάφη κατά τήν ἐπιθυμία του στήν αὐλή τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ ἀγαπημένου του Ἁγίου. Δεξιά του ἀργότερα
ἐτάφη ἡ πρεσβυτέρα του Σωτήρα πού κοιμήθηκε τό 1963 σέ
ἡλικία 83 ἐτῶν καί ἀριστερά του ἡ κόρη του Ἀγάπη (Μαρία
μοναχή).
Ἀπό
τόν τάφο του τίς νύχτες ἔβγαινε φῶς. Οἱ στρατιῶτες ἀπό τά γύρω
ρωσσικά φυλάκια τό ἔβλεπαν χωρίς νά μποροῦν νά τό ἐξηγήσουν
καί αὐτό τούς φόβιζε. Κάθε νύχτα στίς δώδεκα ἀκριβῶς τά
μεσάνυχτα, ἔβγαινε τό φῶς ἀπό τόν τάφο του καί ἔρρεε μύρο.
Ὅσοι χρίονταν ἀπό τό μύρο, ἀπό ὅποια ἀρρώστια καί ἄν ἔπασχαν,
ἀμέσως γίνονταν καλά. Αὐτά ἔγιναν γνωστά καί πλέον ἦταν
τόσοι αὐτοί πού πήγαιναν νά θεραπευθοῦν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία,
πού δέν μποροῦσαν νά κρυφθοῦν˙ ἔγινε φανερό προσκύνημα.
Τότε
ὁ Διοικητής τῆς Ἀστυνομίας βρέθηκε σέ δύσκολη θέση. Ἤθελε
μέν νά προστατεύση τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ μεγάλη συρροή τῶν
πιστῶν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία δημιουργοῦσε προβλήματα καί ἡ
κατάσταση ξέφευγε ἀπό τόν ἔλεγχό του, γι᾿ αὐτό ἀπεφάσισε νά
κάνουν τήν ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν. Ἄνοιξαν τόν τάφο σηκώνοντας
τήν πλάκα καί βγῆκε φῶς ἀπό τόν τάφο. Τό λείψανο τοῦ παπα–Ἠλία
ἦταν ἀκέραιο καί εὐωδίαζε. Τό ἔθαψαν πάλι καί ἀπαγόρευσαν
στόν κόσμο νά προσέρχεται στόν τάφο. Ἀργότερα, ὅταν ἄλλαξαν τά
πράγματα καί δόθηκε ἐλευθερία, οἱ πιστοί ἄρχισαν πάλι νά
πηγαίνουν στόν τάφο τοῦ π. Ἠλία, τόν ἀνακήρυξαν Ἅγιο στό
Βατούμ καί ἔβαλαν τήν εἰκόνα του στήν Ἐκκλησία.
Τό
1962 Γεωργιανοί Ἐπίσκοποι ἄνοιξαν πάλι τόν τάφο του. Τό
λείψανό του δέν βρέθηκε. Ὁ τάφος του εἶχε συληθῆ. Μετά τήν
κοίμησή του ἀνέβλυσε ἁγίασμα πού θαυματουργεῖ σέ ὅσους
ἀρρώστους πλύνονται ἤ πίνουν.
Σήμερα στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου λειτουργεῖ ὁ δισέγγονος τοῦ π. Ἠλία, ὁ π. Ἀβραάμ Παρασκευόπουλος.
Πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Ἠλία τοῦ μυροβλήτου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
[1].
Τά στοιχεῖα πού συνθέτουν τόν σύντομο βίο τοῦ π.Ἠλία
προέρχονται ἀπό διηγήσεις τῆς κόρης του Καλλιόπης (Κάλλης) καί
τῶν ἐγγονῶν του Μαρίας καί Ὄλγας (κόρες τῆς Καλλιόπης).
Εὐχαριστίες ὀφείλονται στούς κ. Κλημεντίδη Παναγιώτη καί κ.
Πιλιτσίδη Μιχαήλ, δισέγγονο τοῦ π. Ἠλία, πού κατέγραψαν
ἀντιστοίχως τίς διηγήσεις. Ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε διαβάσει
τόν βίο, ἔκανε τίς παρατηρήσεις του καί τόνισε ὅτι ὁ π.Ἠλίας
ἀπό μικρός πῆρε τήν θεία Χάρι γιατί ὑπέμεινε μέ ἀνεξικακία
τά βασανιστήρια τῆς μητρυιᾶς του.
[2]. Λευϊτ. ιη΄, 7.
[3]. Βλ. στήν σελ. 38 τοῦ παρόντος.