«καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέµασσε» (Λουκ. ζ, 38). (Δηλ: καὶ ἀφοῦ στάθηκε πλησίον τῶν ποδῶν του (ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα), σκεπτοµένη τὶς ἁµαρτίες της, ξέσπασε σὲ λυγμούς, καὶ ἄρχισε νὰ βρέχη τὰ πόδια τοῦ Κυρίου µὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά της καὶ τὰ σπόγγιζε µὲ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της).
Ρώτησαν ἕνα Γέροντα τί εἶναι τὸ δάκρυ καὶ ἀπάντησε: «Τὸ ἐκχύλισμα τῆς καρδιᾶς». Ἕνας ἄλλος Γέροντας εἶπε: «Εἶναι τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ».
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει σχετικά: «Ἄς σβήσουμε τὴν πυρκαγιὰ τῶν ἁμαρτημάτων, ὄχι μὲ πολὺ νερό, ἀλλὰ μὲ λίγα δάκρυα. Εἶναι μεγάλη ἡ φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ σβήνεται μὲ λίγα δάκρυα. Γιατὶ τὸ δάκρυ σβήνει τὴν πυρκαγιὰ τῶν ἁμαρτημάτων καὶ καθαρίζει τὴ δυσωδία τῆς ἁμαρτίας. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ὁ μακάριος Δαυίδ, λέγοντας καὶ δείχνοντας πόσα κατορθώνει ἡ δύναμη τῶν δακρύων. Γιατί λέγει, θὰ λούσω τὴν κλίνη μου κάθε νύκτα, μὲ δάκρυα θὰ βρέξω τὸ στρῶμα μου (Ψαλμ. 6, 7). Καὶ βέβαια, ἄν ἤθελε νὰ δείξη τὴν ἀφθονία τῶν δακρύων, θὰ ἦταν ἀρκετὸ νὰ πῆ, «μὲ τὰ δάκρυά μου θὰ βρέξω τὸ στρῶμα μου». Γιατὶ λοιπὸν εἶπε πρὶν ἀπ’ αὐτὸ τὸ «θὰ λούσω»; Γιὰ νὰ δείξη ὅτι τὰ δάκρυα εἶναι λουτρὸ καὶ καθάρσιο τῶν ἁμαρτημάτων».
- Παραθέτουμε ἕνα συγκλονιστικὸ ἀπόσπασμα «ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥΣ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ»:
«Στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ 12ου αἰώνα, εἶχαν κοινοβιάσει δύο μοναχοί, ὁ Θεόφιλος καὶ ὁ Ἰωάννης, φίλοι στενοὶ ἀπὸ τὰ παιδικά τους χρόνια. Ἀλλὰ καὶ μέσα στὴ μονὴ εἶχαν γίνει ὑπόδειγμα ἀδελφικῆς ἀγάπης.
Ἐπειδὴ θέλησαν νὰ μείνουν ἀχώριστοι ἀκόμα καὶ στὸν τάφο, παρακάλεσαν τὸν ἁρμόδιο μοναχό, τὸν π. Μᾶρκο, νὰ τοὺς ἑτοιμάση ἕνα κοινὸ τόπο ταφῆς.
Κάποτε ὁ Θεόφιλος ἔλειψε γιὰ ἕνα διάστημα ἀπὸ τὴ Λαύρα. Στὴ διάρκεια ὅμως τῆς ἀπουσίας του, ἀσθένησε ὁ Ἰωάννης κι ἔφυγε γιὰ τὸν οὐρανό. Ἐπιστρέφοντας ὁ Θεόφιλος ἔκλαψε πικρὰ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ πνευματικοῦ ἀδελφοῦ του, ἀγανάκτησε ὅμως, γιατὶ βρῆκε τὸ νεκρὸ θαμμένο στὴν πρώτη θέση τοῦ κοινοῦ τάφου.
– Πάτερ Μᾶρκε, διαμαρτυρήθηκε, γιατὶ τὸν ἔβαλες ἐδῶ: Στὴν πρώτη σειρὰ πρέπει νὰ ταφῶ ἐγώ, σὰν μεγαλύτερος.
Ὁ ταπεινὸς καὶ ἁπλὸς Μᾶρκος ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὸν ὀργισμένο μοναχὸ καί, γυρίζοντας στὸ νεκρό, πρόσταξε:
-Σήκω, ἀδελφέ, καὶ παραχώρησε τὴν πρώτη θέση στὸν μεγαλύτερό σου.
Μὲ φρίκη τότε εἶδαν ὅλοι τὸν νεκρὸ νὰ σηκώνεται καὶ νὰ ἀλλάζη θέση.
Ὁ Θεόφιλος ἀμέσως συνῆλθε. Μετανοημένος πικρά, ζήτησε συγχώρηση ἀπὸ τὸν π. Μᾶρκο, ποὺ τοῦ ἀπάντησε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια:
«-Θὰ ἔπρεπε π. Θεόφιλε, νὰ μὴ βγῆς ἀπὸ δῶ μέσα, ἀλλὰ νὰ ξαπλώσης ἀμέσως στὴν πρώτη θέση, ποὺ τόσο ζηλότυπα ἐπιζητεῖς. Δὲν εἶσαι ὅμως ἕτοιμος. Πήγαινε λοιπὸν ν’ ἀγωνισθῆς γιὰ τὴ σωτηρία σου, γιατὶ δὲν θ’ ἀργήσης νὰ ἔλθης ἐδῶ ὁριστικά.
Τρομαγμένος ἐκεῖνος ἔφυγε κατ’ εὐθεῖαν γιὰ τὸ κελλί του. Κλείστηκε μέσα κι ἐπιδόθηκε συστηματικὰ σὲ μιὰ ἀξιέπαινη μετάνοια. Ὁ θρῆνος του ἦταν ἀπαρηγόρητος.
Πέρασαν ἀρκετὰ χρόνια. Ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία ἔμεινε πετσὶ καὶ κόκκαλο. Ἀπὸ τὸ ἀδιάκοπο κλάμα ἔχασε τὴν ὅρασή του. Στὸ διάστημα, αὐτὸ κοιμήθηκε καὶ ὁ μοναχὸς Μᾶρκος. Τότε ὁ π. Θεόφιλος αὔξησε τὴ νηστεία καὶ τὰ δάκρυα. Ἔβαζε μπροστά του ἕνα μεγάλο πήλινο δοχεῖο κι ἔκλαιγε πάνω σ’ αὐτὸ χύνοντας μέσα τὰ δάκρυά του.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ τὸ δοχεῖο γέμισε! Τότε ἀπέκτησε πάλι τὴν ὅρασή του. Κι ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίζεται μπροστά του ἕνας λευκοντυμένος ἄγγελος καὶ τοῦ λέει:
– Τὰ δάκρυά σου δὲν εἶναι μόνο αὐτὰ ποὺ μάζεψες ἐσύ. Εἶναι κι ἐκεῖνα ποὺ μάζεψα ἐγώ, ὅταν στεκόμουν δίπλα σου ὅσο προσευχόσουν· ἐκεῖνα, ποὺ σκούπιζες μὲ τὸ χέρι σου καὶ μὲ ζωστικό σου. Ὅλ’ αὐτὰ βρίσκονται μέσα σὲ τοῦτο τὸ δοχεῖο ποὺ κρατάω. Μ’ ἔστειλε τώρα ὁ Θεός, γιὰ νὰ σοῦ ἀναγγείλω ὅτι φεύγεις ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Φεύγεις γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» καὶ «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».
Λέγοντας αὐτὰ ὁ ἄγγελος, ἄφησε στὰ πόδια τοῦ π. Θεοφίλου ἕνα μεγάλο ἀγγεῖο ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε ἄρρητη εὐωδία, κι ἔγινε ἄφαντος.
Σὲ λίγο ἡ ψυχή του ἀναχώρησε γιὰ τὸν οὐρανό. Τὸ σῶμα του τὸ ἔθαψαν δίπλα στοῦ π. Ἰωάννη. Τότε ὁ ἡγούμενος, σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία ἐπιθυμία του, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ περιχύσουν πάνω του τὸ περιεχόμενο τοῦ ἀγγελικοῦ δοχείου.
Ἀμέσως γέμισε ὁ χῶρος ἀπὸ μεθυστικὴ εὐωδία.
Ὕστερα ἄδειασαν ἐπάνω του καὶ τὰ δάκρυα τοῦ δικοῦ του δοχείου, τὰ δάκρυα ἐκεῖνα ποὺ πότισαν τὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ θερίση στὸν ἀγρὸ τ’ οὐρανοῦ τὰ στάχυα τῆς αἰώνιας εὐδαιμονίας.