Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Μετάνοια και ψυχική υγεία κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη

 Τράπεζα Ἰδεῶν - Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: Περί της μελλούσης Κρίσεως

 ΜΕΤΑΝΟΙΑ & ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[1]

Ἱεροθέου Κρητικοῦ, Διακόνου

1.     Γενικά τινά.

    Ἡ συσχέτιση μετάνοιας καί ψυχικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τό κλειδί στήν ἀντιμετώπιση τῶν πολλῶν ψυχολογικῶν προβλημάτων, πού ἀντιμετωπίζει πλῆθος ἀνθρώπων στήν ἐποχή μας. Μάλιστα, δέν θά ἦταν ἄτοπο καί τολμηρό νά τονισθεῖ ἡ δραματική διαπίστωση τῆς νοσώδους κατάστασης κάθε ἀνθρώπου, ἔξωθεν τῆς ὑγιοῦς πνευματικῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ ἀπόλυτη θέση ἴσως νά φανεῖ ἀκραία καί νά παρουσιάσει τόν γράφοντα ὡς προκατειλημμένο καί δογματιστή, παρά ταῦτα δύναται νά κατανοηθεῖ πλήρως μόνο ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης.

    Προκειμένου, λοιπόν, νά γίνει κατανοητή ἡ πιό πάνω θέση, ἀλλά καί νά δοθεῖ ἡ εὐκαιρία διερεύνησης ὕπαρξης σχέσης τῆς μετάνοιας μέ τήν ψυχική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐκτεθοῦν ἀρχικά κάποια ἀνθρωπολογικά προλεγόμενα, πού ἀφοροῦν στή φυσική καί παρά φύση κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί ὕστερα νά ἐξεταστεῖ ἡ σχέση τῆς μετάνοιας μέ τήν ψυχική εὐεξία.

    Ἡ ὅλη μελέτη θά βασισθεῖ στή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, μιά καί ὅπως εὔστοχα ἔχει σημειωθεῖ τά ἔργα του «…συνιστοῦν ἀνακεφαλαίωση ὅλης τῆς πατερικῆς παραδόσεως»[2]. Ὁ ἅγιος Νικόδημος μέσω τῶν θέσεών του, καί κυρίως στό ἔργο του Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο, εἰσηγεῖται ἕνα σύστημα θεώρησης τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τό πρίσμα τοῦ σωτηριολογικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται ὅτι οἱ ψυχικές καί σωματικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἀπό τή φύση τους δέν ἔχουν γνώση τοῦ κακοῦ, ἀλλοτριώνονται ἀπό τή φυσική τους κατάσταση, ἐξαιτίας τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ[3]. Ἡ μετάνοια ὅμως καί ἡ ἐξομολόγηση καθαρίζουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τόν νοῦ καί τήν καρδιά, καί ὁ πιστός πλησιάζει στήν πρό τῆς πτώσης κατάσταση καί στή θέωσή του, ἐγκαταλείποντας τό παρά φύσιν καί ἐπανερχόμενος στό κατά φύσιν[4]. Κάθε διαταραχή, ἑπομένως, στήν ψυχική ἤ σωματική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου κάνει αὐτόν νά πάσχει καί νά δυσλειτουργεῖ[5].

2.     Γενικά ἀνθρωπολογικά στοιχεῖα τῆς νικοδημικῆς διδασκαλίας.

    Ἄς πάρουμε ὅμως τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι συνδεδεμένη μέ τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν πτώση του στήν ἁμαρτία. Βεβαίως, ὁ Θεός δέν ἀφήνει τό πλάσμα του, ὕστερα ἀπό τήν πτώση, καί ἔτσι γίνεται λόγος γιά ἀναδημιουργία. Ἐντός αὐτῆς τῆς βιβλικῆς κτισιολογίας τοποθετεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος τή διδασκαλία του. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβάνεται ἐντός τῆς ἐν γένει δημιουργίας. Βασική προϋπόθεση ἐπί τῆς ὀποίας κινεῖται ἡ σκέψη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου σέ ὅλη τήν κτισιολογία του εἶναι ἡ διάκριση κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Μόνο δυό πράγματα ὑπάρχουν: ἡ θεότητα καί ἡ κτίση, τά ὁποῖα διακρίνονται σαφῶς μεταξύ τους[6].

    Ὡς κτίσμα ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁμόδουλος μέ τήν κτίση. Καθότι κάθε κτίση ὁρατή καί ἀόρατη προέρχεται ἀπό τόν Θεό, βρίσκεται ἅπαξ διά παντός σέ πλήρη ἐξάρτηση ἀπό αὐτόν, γιά τό λόγο ὅτι ἡ θεότητα ἀποτελεῖ τήν πηγή τοῦ εἶναι[7]. Ὁ πλάσας τά πάντα  Θεός δέν θεωρεῖται μόνον ὡς ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἀλλά καί ἡ πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ, ὡς φύσει ἅγιος, στήν ὁποία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά μετέχει[8].

   Ἐντός μιᾶς ἀριστοτεχνικῆς παραγράφου, ὁ ἁγιορείτης πατέρας παρουσιάζει τόν ἄνθρωπο ὡς ἕνα μεγαλόκοσμο ἐντός τοῦ μικρόκοσμου: «…τὸν ἀόρατον πρῶτον Κόσμον, καὶ τὸν ὁρατὸν δεύτερον δημιουργήσας Θεός: ‘‘διὰ νὰ δείξῃ σοφίας μείζονος γνώρισμα καὶ τῆς περὶ τὰς φύσεις πολυτελείας’’, ὡς εἶπεν ἡ θεολόγος τοῦ Γρηγορίου φωνή, ὕστερον πάντων δημιουργεῖ καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκ ψυχῆς ἀοράτου, καὶ σώματος ὁρατοῦ. Ὅθεν…κατασταίνει τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός, ὡσὰν ἕνα Κόσμον μεγάλον μέσα εἰς τὸν μικρόν. Μεγάλον μὲν Κόσμον, διὰ τὸ πλῆθος τῶν δυνάμεων ὁποῦ περιέχει· καὶ μάλιστα τῆς λογιστικῆς, καὶ νοερᾶς, καὶ θελητικῆς· τὰς ὁποίας ὁ αἰσθητὸς καὶ μέγας Κόσμος οὐκ ἔχει· μέσα δὲ εἰς τὸν μικρὸν Κόσμον, διὰ τὴν αἴσθησιν μόνον ὁποῦ αὐτὸς περιέχει…»[9].

   Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀνάγεται στόν Τριαδικό Θεό[10], ὁ ὁποῖος ἐκ τοῦ μή ὄντος φέρει τόν ἄνθρωπο στήν ὕπαρξη[11], ἐλεύθερα καί κινούμενος ἀπό ἄπειρη ἀγάπη καί σοφία[12], προβάλλοντας τόν ἄνθρωπο ὡς τήν κορωνίδα τῆς δημιουργίας, δηλαδή τό τελειότερο δημιούργημα ἐπί τῆς γῆς[13]. Μέ τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, αὐτομάτως, διακρίνεται καί ἀντιδιαστέλλεται ὁ κτιστός ἄνθρωπος ἀπό τόν ἄκτιστο Θεό, καθώς καί ἀπό τήν προηγηθείσα ἀπό αὐτόν -τόν ἄνθρωπο- δημιουργία[14]. 

   Ὁ ἄνθρωπος εὐρισκόμενος στό μεταίχμιο μεταξύ πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ κόσμου[15] γνωρίζεται ὡς διφυής[16]. Εἶναι δηλαδή διπλός, «ὁ ἔξω ἄνθρωπος», πού εἶναι ὁρατός, καί «ὁ ἔσω», πού εἶναι ἀόρατος, πνευματικός. Τό διφυές τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμαρτυρεῖται ἐκ πλείστων χωρίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐπισφραγίζει τή διδασκαλία τοῦ ὁσίου. Ὁ Θεός κατασκευάζει τόν ἄνθρωπο πλάθοντάς τον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, διαφοροποιώντας τόν τρόπο δημιουργίας του ἀπό τῶν λοιπῶν κτισμάτων[17]. Ὁ ἄνθρωπος πέραν τοῦ λόγου, μέσω τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκαν τά λοιπὰ κτίσματα, εἶναι θεόπλαστος[18] .

   Στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου κατοικεῖ ἡ ψυχή, πού εἶναι καί αὐτή δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συγκειμένου τοιουτοτρόπως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὕλη καί πνεῦμα. Ἡ ὑλική καί πνευματική φύση ἐναρμονίζονται πλήρως, ἀποτελώντας καί συγκροτώντας μία ψυχοσωματική ἑνότητα, χωρίς ἡ μία νά ἀντίκειται στήν ἄλλη, καί ἀλληλοεπιδρώντας μεταξύ τους[19]. Ὁ τεχνίτης συνέδεσε τή δύναμη τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα κατά τέτοιο ἔξοχο τρόπο, ὥστε, φθάνοντας αὐτή μέχρι τά πέρατά του, νά ὁδηγεῖ σέ σύμπνοια καί κοινωνία τά διαφορετικά μέλη. Ἡ πνευματική φύση μέ τήν ὁποία προικοδοτήθηκε ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτή, πού ζωοποιεῖ τήν ὑλική[20].

   Ἡ ψυχή ἔχοντας χαρακτήρα ἀσώματο εἶναι ἀόρατη, δέν γίνεται ἀντιληπτή μέ τά σωματικά μάτια, καί γνωρίζεται μόνο ἀπό τίς ἐνέργειές της. Εἶναι λογική, πνευματική καί ἀθάνατη καί βρίσκεται «ἐν τῷ μεσαιτάτῳ τῆς καρδίας»[21]. Ἡ βαθύτερη οὐσία τῆς ψυχῆς παραμένει ἄγνωστη σέ ἐμᾶς. Ἡ ψυχή προικισμένη μέ μιά ἀξιοθαύμαστη δύναμη παρά τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαπητική, παρακινεῖται σέ ὤθηση πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἡ ψυχή διακρίνεται σέ δύο μέρη, τό ἄλογο παθητικό, πού περιλαμβάνει τό θυμοειδές καί τό ἐπιθυμητικό, καί τό λογικό ἀπαθές, ἀλλοτρόπως λεγόμενο λογιστικό ἤ ἡγεμονικό[22] .

   Ἡ ὑπερέχουσα ἀξία τῆς ψυχῆς ἔναντι τοῦ σώματος διαφαίνεται στή διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός, ὅταν αὐτός ἀποδίδει τόν τελικό σκοπό ὅλου τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας στή σωτηρία της[23]. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη ἀποδέχεται τή δυναμική φορά τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος πρός τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ὄχι μόνον τόν ἀποχρῶντα λόγο τῆς ὕπαρξής του, ἀλλά καί αὐτόν τόν προορισμό του· «ὁ Θεὸς εἶναι, ὄχι μόνον ἡ πρώτη σου ἀρχή, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑστερινόν σου τέλος. Διὰ τὶ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ διαφυλάττει διὰ ἀυτὸ μόνον τὸ τέλος, διὰ νὰ τὸν ἀγαπᾶς, διὰ νὰ τὸν δοξάζεις, καὶ ἀπλῶς διὰ νὰ τὸν δουλεύῃς εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν»[24].

   Ἡ προσωπική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό θεμελιώνεται στό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ὁλοφάνερη εἶναι ἡ ἀνωτερότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς ὑπόλοιπης θείας τεχνουργίας χάριν αὐτῶν τῶν δυό ἰδιοτήτων, πού παρέχονται ἀπό τόν Θεό[25]. Τό «κατ’ εἰκόνα» ἀναφέρεται στή φύση τοῦ ἀνθρώπου καί ὑποδηλώνει τήν πνευματική συγγένεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Πλάστη του. Συμφωνώντας μέ τήν προγενέστερη πατερική παράδοση, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀποδίδει τό κατ’ εἰκόνα στήν ψυχή, στό λόγο, στόν νοῦ, στό αὐτεξούσιο, στήν ἐξουσιαστικότητα, πράγμα πού φανερώνει ὅτι αὐτός τό ἀποδίδει στό σύνολο τῆς ἀνθρώπινης φύσης[26]. Τό κατ’ εἰκόνα ἀναμφισβήτητα κατά τόν ἁγιορείτη πατέρα ἐντοπίζεται καί στό τριμερές τῆς ἀνθρώπινης φύσης (νοῦς-λόγος-πνεύμα), «μὲ τὰ ὁποῖα ἐκοσμήθῃ εἰς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος»[27].

3.     Ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου πρίν τήν πτώση.

    Ἡ ἀρχέγονη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται κατά φύσιν ζωή. Ὁ πρωτόπλαστος δημιουργήθηκε μέ ἔμφυτη τήν ἀγαθότητα· «ὁ νοῦς ἐκτίσθη ὑπὸ Θεοῦ φύσει ἀγαθός, καὶ ἔλαβεν οἱονεὶ ἔμφυτον, καὶ οἰκείαν παρὰ Θεοῦ τὴν ἀγαθότητα». Ὁ νοῦς ἦταν τελείως «…ἁπλοῦς, ἀνείδεος, ἀσχημάτιστος καὶ χάρτης καὶ πίναξ ἄγραφος»[28]. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πλάσθηκε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, γιά νά εἶναι εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ ἁπλοῦ, χωρίς μορφή καί σχῆμα, δημιουργοῦ του[29].

    Ταυτόχρονα, ὁ νοῦς ἦταν αὐτεξούσιος, πού εἶναι βασικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν ἐπέβαλε τήν ἀναμαρτησία καί τό καλό, ἀλλά ἔδωσε τήν ἐλευθερία ἐπιλογῆς, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μπορεῖ εἴτε νά ἑνωθεῖ μέ τό ἀρχέτυπο, ἐάν διατηροῦσε τό «ἁπλοῦν, ἀνείδεον, καὶ ἀσχημάτιστον» τοῦ νοῦ του, εἴτε νά διαφοροποιηθεῖ ἀπό αὐτό μορφώνοντας τό νοῦ του μέ διάφορες ἰδέες καί φαντασιώδεις γνώσεις τῶν φυσικῶν καί ἀνθρώπινων πραγμάτων[30].  

    Σέ αὐτήν τήν προπτωτική κατάσταση ἡ νοερή ἐνέργεια τοῦ νοῦ βρισκόταν ἐντός τοῦ φυσικοῦ ὀργάνου της, τήν καρδιά, καί παρατηροῦσε νοερά τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο[31]. Ἡ νοερή ἐνέργεια ἐκινεῖτο κυκλικά, προσευχόμενη ἐντός τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου καί μέ αὐτήν τήν «κυκλικὴ καὶ ἀπλανὴ κίνησι τοῦ νοός» ὁ νοῦς βρισκόταν ἑνωμένος μέ τόν Θεό[32]. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὑπαρκτικῶς ἄνω, θεωρώντας τό καλό καί τά νοητά. Ὁλόκληρη ἡ ψυχοσωματική ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου βρισκόταν σέ κοινωνία μέ τόν Θεό καί κατ’ ἐπέκταση σέ κατάσταση ἀρετῆς καί ἁγιότητας. Ἡ φυσική ἡδονή τοῦ νοῦ ἦταν τά νοητά κάλη[33] καί τό φυσικό γνώρισμά του ἡ ἐνασχόληση μέ τά συγγενή νοητά «καθ’ ὅ νοῦς, εἰς τὰ συγγενῆ νοητά· καθ’ ὅ ἄυλος, εἰς τὰ ἄυλα· καθ’ ὅ ἀθάνατος, εἰς τὰ ἀθάνατα…»[34]. Ὁ ἀδαμικός ἄνθρωπος, κατά τόν θεῖο πατέρα, ἀνέβαινε ἀπό «τὰ αἰσθητὰ εἰς τὰ νοητά· ἀπὸ τὰ αἰτιατὰ εἰς τὰ αἴτια· καὶ ἀπὸ τὰς εἰκόνας καὶ τύπους, εἰς τὰ πρωτότυπα καὶ εἰκονιζόμενα»[35], καθώς ἐπίσης ἀνερχόταν ἄμεσα στούς νοητούς λόγους τῶν ὄντων, σέ ἀντίθεση μέ τόν μετά τήν πτώση ἄνθρωπο[36]. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος ἐστερεῖτο τήν φαντασία[37], ὅπως καί ὁ νοῦς τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ πλάσαντος καί ἀναπλάσαντος τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἐστερεῖτο αὐτήν, μιά καί «τὴν φαντασίαν οὐ προσέλαβε»[38].

4.     Ὁ ἀσθενής μετά τήν πτώση ἄνθρωπος.

       Ὁ ἄνθρωπος μή στερούμενος τῆς τρεπτότητας ὡς κτίσμα εἶχε τή δυνατότητα νά τάσσεται πρός τή μία ἤ τήν ἄλλη πλευρά καί νά προοδεύει ἀναλόγως στό ἀγαθό ἤ στό κακό. Ἡ παραδείσια κατάσταση καί κατά φύσιν ζωή βρισκόταν ὑπό αἵρεση καί γι’ αὐτό δέν ἦταν σταθερά καί ὁριστική. Ὁ ἄνθρωπος ὤφειλε νά καταστεῖ ἀπερίτρεπτος τῆς ἀρετῆς καί νά τελειωθεῖ, ὅπως οἱ ἄγγελοι. Αὐτός ἦταν ἱκανός, ἔχοντας τήν ἐξουσία, δύναμη καί γνώση, νά διαφυλάξει τήν κατά φύσιν ζωή, μένοντας στή μακαριότητα τοῦ Θεοῦ.

   Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε νά χρησιμοποιήσει τήν ἐλευθερία του, βρέθηκε πρό τῆς ἀμφιταλαντεύσεως καί τοῦ διλήμματος νά παραμείνει ὑποκείμενος τοῦ Θεοῦ, πορευόμενος πρός τή θέωση σέ ἐξάρτηση πάντοτε ἀπό τόν Θεό, ἤ νά χρησιμοποιήσει τήν ἀπό τόν Θεό δοσμένη ἐλευθερία του καί νά ἀνυψωθεῖ σέ Θεό, ἀντικείμενος τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή προτίμησε τό δεύτερο, κατέστη ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ, ἐπιφέροντας τόν θάνατο. Ἡ ζηλοτυπία καί ἡ ἔχθρα τοῦ διαβόλου ὑπῆρξαν ἀποτελεσματικές, ὥστε νά ἀλλοτριώσουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό καί τήν ἄλυπη ζωή.

    Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, ἡ ἰδέα τοῦ κακοῦ εἰσῆλθε στήν ψυχή μέσω τῶν αἰσθητηρίων[39]. Δηλαδή τό κακό δέν προῆλθε μέσα ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά εἶναι «παρὰ φύσιν», «ἐπείσακτον, καὶ ξένον τῆς τοῦ νοὸς φύσεως» καί «οὐδαμόθεν ἄλλοθεν τοῦτο δύναται νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν νοῦν, εἰμὴ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἔξωθεν»[40].   

    Βεβαίως, ἡ καταστροφή τῆς εὐδαιμονίας τοῦ ἀνθρώπου στήν προπτωτική κατάσταση ἀποδίδεται στό φθόνο τοῦ διαβόλου καί στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Κύριο ρόλο στή μετάσταση ἀπό τή ζωή τοῦ παραδείσου καί τήν κατά Θεό διαβίωση καί κοινωνία στή μακράν τοῦ παραδείσου ζωή, τήν παρά φύσιν καί τήν ἀποκεκομμένη ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐπέχει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Λόγω τῆς μοχθηρῆς του προαίρεσης, ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε καί πέθανε. Τό αὐτεξούσιο, στό ὁποῖο ὑποτάσσεται ὁ νοῦς, καί τό ὁποῖο εἶναι ἀξίωμα τῆς ψυχῆς, ἀπό τόν Θεό δοσμένο, γιά νά ὑποτάσσει ὅλες τίς δυνάμεις της καί νά ὑποτάσσεται μόνο στόν Θεό, ἔχασε τόν ὀρθό προσανατολισμό του καί διέπραξε τό κακό, παραβαίνοντας τόν θεῖο νόμο[41]. Μέ τήν προπατορική παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς τό αὐτεξούσιο πλέον καί ἡ ἀνθρώπινη θέληση «ἐχωλάνθη καὶ ἐκολοβώθη»[42].

    Μέ τή σειρά τους τά αἰσθητήρια ἐνεργοποίησαν τήν κίνηση τῆς φαντασίας, πού θεωρεῖται «μεθόριον νοῦ, καὶ αἰσθήσεως» καί «χάρτης τοῦ Βασιλέως νοῦ…ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον καταγράφονται» τά αἰθητά[43]. Ἡ φαντασία χρησιμοποιήθηκε ὡς ὄργανο τοῦ Διαβόλου, ὁ ὁποῖος «τὸν Ἀδὰμ ἐπλάνησεν, ἐμβάσας εἰς τὸν νοῦ του φαντασίαν ἰσοθεΐας»[44]. Ὅ ἄνθρωπος, ἐπειδή προσδώκησε τά μεγαλύτερα καί ἔσπευσε νὰ ἁρπάξει τό ἀνέφικτον, ἔχασε καί τό κατεχόμενο. Ἡ θεόσδοτη τάξη παραγκωνίσθηκε, ὑπερέβη, καί ἐπῆλθε ἡ διατάραξη τῆς μακαρίας κατάστασης, ἐξαιτίας τῆς μή τήρησης τῶν ὀφθαλμῶν τῶν προπατόρων, καθότι «ἂν ἤθελον φυλάξωσι τοὺς ὀφθαλμούς των καὶ οἱ προπάτορες, δὲν ἤθελαν ἐξορισθοῦν μακρὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ Παραδείσου»[45]. Πρός τή θέωση ἐκινεῖτο ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτή ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ τόν προορισμό του, ἀλλά πάντοτε ὑπό τά ὅρια τῆς ἀμφίδρομης σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἐναρμόνισης θείας καί ἀνθρώπινης θέλησης καί συνέργειας. Ἀντιθέτως, ὁ Διάβολος εἰσηγεῖται φενάκη ἰσοθεΐα ἄνευ τῶν προαναφερθέντων προαπαιτουμένων.

    Ἡ ἐσωτερική ὄψη τοῦ ἐπεισοδίου τῆς πτώσης εἶναι ὅτι ἡ ἁμαρτία σκότησε τόν νοῦ[46]. Ἡ ἡδονή πλέον τοῦ νοῦ ἀπό τά νοητά ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν ἡδονή τῶν αἰσθητῶν καί ὁ ἄνθρωπος ἄρχισε νά ἀντιλαμβάνεται τήν αἰσθητή κτίση μέ «ἐμπάθεια», μιά καί «τὸ ξύλον ἐκεῖνο τὸ γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ, ἡ ἐμπαθὴς αἴσθησίς ἐστι τῆς φαινομένης Κτίσεως»[47]. Τό κατ’ εἰκόνα ἀμαυρώθηκε καί ἡ προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου ὑπέστη διάσπαση καί διατάραξη. Ἡ πρότερη τέλεια ψυχοσωματική σχέση καί ἑνότητα ἐντός τοῦ ἀνθρώπου καί τά φρονήματα τῆς σάρκας καί τοῦ πνεύματος καθίστανται μαχόμενα πρός ἄλληλα καί ἀλληλοεχθρεύονται. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀλλοίωσης τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, ἐπικρατεῖ ἐσωτερική ταραχή καί σύγχυση, πού προέρχεται ἀπό τά πάθη. Ὁ νοῦς σκοτίζεται στερούμενος τῆς φωτιστικῆς θείας ἐνέργειας καί ἀδυνατεῖ νά ἐπιτύχει πάντοτε τό καλό, ἀφοῦ καθίσταται βραδύς στήν ἀρετή· «τώρα θέλει νὰ κινηθῇ εἰς τὸ καλὸν, καὶ οὐ δύναται, ἂν δὲν δυναμωθῇ ἡ θέλησίς του ἀπὸ τὴν προκαταρκτικὴν καλουμένην τοῦ Θεοῦ χάριν»[48].

    Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἐξωτερική ὄψη ἀφορᾶ στή βιολογική μεταβολή τοῦ ἀνθρώπου καί ἀλλοίωση. Τό σῶμα νωρίτερα, στήν προπτωτική κατάσταση, ἐφέρετο σέ ἀπάθεια, ἀφθαρσία καί ἀθανασία, ὄχι καθ’ ἑαυτό ἀλλά κατά τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρός τή μετά τοῦ Θεοῦ κοινωνία. Τώρα ἀναδεικνύεται ἡ δύναμη τῆς φθορᾶς, ἡ ὁποία ἐπιφέρει συνεχή τάση πρός διάλυση καί ἀποσύνθεση. Σέ ἕνα χωρίο ὁ ἅγιος Νικόδημος περιγράφει ὅλη τή δραματική κατάσταση τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου:

«Εὐθὺς δὲ ὁποῦ ἐμβήκεν ἡ ἁμαρτία αὐτὴ εἰς τὸν κόσμον, ἔσυρεν ὀπίσω της ὅλον τὸ πλῆθος τῶν κακῶν. ἐπειδὴ ὅλα τὰ κακὰ, καὶ ἡ στέρησις τῆς καθόλου δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς, καὶ ἡ διαφθορὰ τῆς φύσεως, καὶ ἡ ἀντίστασις εἰς ὅλας τὰς ἀρετὰς, καὶ ἡ κλίσις εἰς ὅλας τὰς κακίας, καὶ τὰ πάθη, καὶ οἱ πόλεμοι, καὶ οἱ λοιμοὶ, καὶ οἱ σεισμοὶ, καὶ αἱ φθοραὶ, καὶ οἱ κατακλυσμοὶ, καὶ τελευταῖον ὁ θάνατος…»[49].

   Ἡ ἀχρείωση τοῦ κατ’ εἰκόνα καί ἡ ἀπώλεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος  ματαίωσε πρόσκαιρα τή μελλοντική ἀπόκτηση τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν. Ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε τοῦ παραδείσου, τοῦ πραγματικοῦ τρόπου ζωῆς καί τῆς προσεδρείας τοῦ Θεοῦ. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ διαπροσωπική σχέση μέ τόν Θεό διεταράχθηκε, ἀλλοτριούμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό καί περιπίπτοντας κατ’ ἀνάγκη στήν ἐξουσιαστικότητα τοῦ Διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.

    Στή νοσοῦσα κατάσταση «ὑπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξὺ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου (δηλαδὴ τῆς κατὰ τοὺς πατέρας νοερᾶς ἐνεργείας) καὶ τοῦ ἐγκεφάλου». Ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνει τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ του στά ἐξωτερικά ἀπό αὐτόν πράγματα καί ἡ νοερή ἐνέργεια δέν κινείται κυκλικά, ὅπως λέχθηκε γιά τή φυσιολογική κατάσταση[50], ἀλλά «ξεδιπλωμένη καὶ ριζωμένη εἰς τὴν καρδίαν κολάει στὸν ἐγκέφαλο καὶ δημιουργεῖ βραχυκύκλωμα μεταξὺ ἐγκεφάλου καὶ καρδίας. Ἔτσι τὰ νοήματα τοῦ ἐγκεφάλου, ποὺ εἶναι ὅλα ἀπὸ τὸ περιβάλλον, γίνονται νοήματα τῆς νοερᾶς ἐνεργείας ριζωμένη πάντα στὴν καρδίαν. Ἔτσι ὁ πάσχων γίνεται δοῦλος τοῦ περιβάλλοντός του»[51].

   Ἐνῶ ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα εὐθύνονται γιά τήν πτώση, οἱ συνέπειες αὐτῆς μεταδίδονται σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. «Μὲ ὅλον τοῦτο τὸ φαρμάκι ἐκείνης τῆς ἁμαρτίας ὁποῦ ἐφαρμάκοσε τὴν ῥίζαν, ἤτοι τὸν Ἀδὰμ, φαρμακεύῃ καὶ αὐτὸν αἰωνίως»[52].  

5.     Ἡ θεραπεία τῆς νόσου.

    Ἡ θεραπεία τῆς νόσου ἀρχίζει μέ τήν κάθαρση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τοῦ ἔσω ἀνθρώπου ἤ τῆς νοερῆς ἐνέργειας. Τότε τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἐπιστρέφει στή φυσιολογική του λειτουργία, στήν κυκλική κίνηση· ὁ νοῦς ἀποκαθίσταται ἀπό δοῦλος σέ βασιλιάς τῆς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας· καί τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου προσεύχεται ἀδιαλείπτως ἐντός τῆς καρδίας.

    Ὁ ἀγώνας γιά τήν κάθαρση ἀποτελεῖ θεμελιώδους σημασίας ἔργο τοῦ χριστιανοῦ. Ὁ νοῦς τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου ἀδυνατεῖ νά θεωρήσει τήν ἀλήθεια, ἐξαιτίας τοῦ σάρκινου πλέον χαρακτήρα του καί τοῦ ἀλλότριου πρός τό θεῖο θέλημα φρονήματός του. Ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς εἶναι ἐκ τῶν ὤν οὐκ ἄνευ γιά τήν πορεία πρός τήν τελείωση. Τά πάθη ἐκταράσσουν τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς καί εἶναι ἀδύνατον ὁ τεθολωμένος ὀφθαλμός νά ἀντιληφθεῖ ἀκριβῶς τά ἀόρατα καί νά κατανοήσει τήν ἀλήθεια.

    Πρωταρχικῆς σημασίας ρόλο στή θεραπεία τῆς νόσου διαδραματίζει ἡ μετάνοια[53], δηλαδή ἡ πνευματική κατάσταση κατά τήν ὁποία ὁ ἁμαρτωλός ἐγκαταλείπει τό παρά φύσιν, δηλαδή τήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, καί ἐπανέρχεται στό κατά φύσιν, πού εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ἐνάρετης ζωῆς καί ἡ πορεία πρός τό καθ’ ὁμοίωση[54] ἤ ὅπως εὔστοχα τή χαρακτηρίζει ὁ ἱερός πατέρας: «ἐπαναστροφή ἀπό τοῦ διαβόλου πρός τόν Θεόν, ἡ ὁποία γίνεται μέ πόνον καί ἄσκησιν»[55]. Αὐτή, μαζί μέ τά θερμά δάκρυα, ἀποτελεῖ τή μοναδική θεραπεία γιά τήν ἁμαρτία[56].

    Ἡ μετάνοια ἔγκειται στήν ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτίας ἀπό τόν ἄνθρωπο, στή συντριβή, ταπείνωση καί ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους. Σπουδαία σημασία διαδραματίζει ὁ ἐσωτερικός ἔλεγχος τῆς συνείδησης, διότι αὐτός εἶναι ὁ κριτής πού τέθηκε ἀπό τόν Θεό ἐντός κάθε ἀνθρώπου προκειμένου νά ὑποδεικνύει τίς ἁμαρτίες καί νά τόν ὠθεῖ στή μετάνοια[57]. Ἡ μετάνοια θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τήν ἀπόφαση τοῦ πιστοῦ νά διακόψει τήν ἁμαρτία καί νά ζήσει μέ βάση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει νά ἀλλάξει μέσω τῆς προσευχῆς καί τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, συμβάλλοντας σέ αὐτό ἡ ἀποφασιστική του θέληση, δέεται νά διακόψει τήν ἁμαρτία καί νά ὁδηγηθεῖ στό δρόμο τῆς ἀρετῆς[58].

        Ὁ ἅγιος Νικόδημος τονίζει ὅτι ἡ μετάνοια στή ζωή τῶν χριστιανῶν δέν εἶναι περιστασιακή κατάσταση. Αὐτή πρέπει νά εἶναι μιά διαρκής ἐπιδίωξη τοῦ πιστοῦ. Σκοπός τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας ἐκτός ἀπό τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι νά δοθεῖ ἡ δυνατότητα στόν πιστό μιᾶς πιό σταθερῆς καί κατ’ ἐπίγνωση πορείας στόν πνευματικό ἀγώνα. «Όπως οι πληγές με την διάγνωση και φροντίδα του γιατρού θεραπεύονται έτσι και οι αμαρτίες με την εξομολόγηση διορθώνονται και οι πιστοί απελευθερώνονται από τα πάθη και θεραπεύονται. Η συχνή εξομολόγηση είναι μεγάλη ευεργεσία, γιατί οι αμαρτίες δεν μπορούν να ριζώσουν στην καρδιά του πιστού που εξομολογείται συνέχεια»[59]. Διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης δίδεται ἡ συγχώρεση καί οἱ ἁμαρτωλές ἕξεις ἀντικαθίστανται ἀπό τίς ἀγαθές μέ τήν συνέργεια τῆς θείας χάριτος[60].

    Τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί ἐξομολόγησης παραλληλίζεται μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Σημειώνει συγκεκριμένα ὁ ἅγιος:

«Ὁ Θεός, καθὼς εἰς τὴν τάξιν τῆς φύσεως δὲν ἐπρονόησε µόνον τὸ νὰ γεννώµεθα εἰς τὴν ζωὴν ὑγιεῖς· ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν ἀκόµη καὶ τὸ νὰ ἀναλαµβάνωµεν πάλιν τὴν ὑγείαν, ὅταν σωµατικῶς ἀσθενήσωµεν, µὲ λουτρὰ καὶ ἰατρικὰ διάφορα· τοιουτοτρόπως καὶ εἰς τὴν τάξιν τῆς χάριτος, δὲν ἐπρονόησε µόνον τὸ νὰ ἀναγεννώµεθα πνευµατικῶς ὑγιεῖς διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσµατος· ἀλλ᾿ ἐπρονόησε καὶ τὸ νὰ ἀνακαλοῦµεν πάλιν τὴν πνευµατικὴν ὑγείαν, ὅταν ψυχικῶς ἀσθενήσωµεν, µὲ ἕνα καθαρτικὸν λουτρὸν καὶ ἰατρικὸν θαυµάσιον· καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἄλλο, πάρεξ τὸ µυστήριον τῆς ἱερᾶς ἐξοµολογήσεως»[61].

    Ἡ ἐξομολόγηση καί μετάνοια ὁδηγεῖ ἀπό τήν παρά φύσιν ζωή στήν κατά φύσιν, πού εἶναι ἡ ἐπιστροφή στόν Θεό καί στήν ἐνάρετη ζωή. Ὁ ἄνθρωπος, πού μετανοεῖ, θεραπεύεται καί καθαρίζεται ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία καί τό ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαθιστᾶ αὐτόν στή νέα ζωή τῆς χάριτος. Ὁ σκοτισμένος καί ἀμαυρωμένος νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καθαρίζεται καί ἐπανέρχεται στήν πρότερη κατάσταση τῆς ὑγείας, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωρεῖ καθαρά καί νά κατανοεῖ τά ὑπερώου μυστήρια τοῦ Πνεύματος[62].

    Ἡ ἄσκηση μαζί μέ τήν μετάνοια παρουσιάζεται ὡς ἡ μέθοδος πού κατακτᾶ τήν πνευματική ζωή καί ὑπερνικᾶ τά πάθη καί τίς ἁμαρτωλές ἕξεις. Ὅταν καθαρθεῖ ἡ καρδιά ἀπό τά πάθη, πού σκοτίζουν τό νοῦ καί τήν ψυχή, καί γίνει κατοικητήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τότε αὐτό θά χαρίσει στόν ἄνθρωπο τή θεογνωσία καί τή θεωρία. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιζόμενος θά φθάσει στό ὑπέρ φύσιν καί πνευματικό καί θά ἁγιασθεῖ ἡ ψυχή του. Θά καταξιωθεῖ τοῦ χαρίσματος τῆς θεοπτίας[63] καί ἡ κάθαρση τοῦ κατ’ εἰκόνα ἀπό τά πονηρά ἔργα καί τούς λογισμούς διά τῶν δακρύων καί τῆς μετάνοιας θά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν πρό τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ κατάσταση[64].



[1]. Ὁμιλία πού ἐκφωνήθηκε σέ ἱερατική σύναξη τῆς Ἱ.Μ. Κυθήρων & Ἀντικυθήρων κατά τήν 22 Μαρτίου 2024.

[2]. Πρωτ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τουρκοκρατία, οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 19892, σ. 107).

[3]. Βλ. Ι. ΜΑΝΘΟΥ, Η θέωση κατά το Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο του αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη, μ.δ., 2012, αναρτήθηκε από: https://ikee.lib.auth.gr/record/131214/files/GRI-2013-9987.pdf

[4]. Βλ. Α. ΓΚΡΕΚΑΣ, Η ησυχαστική πνευματικότητα στο έργο του Νικοδήμου του Αγιορείτη, δ.δ., 2015, αναρτήθηκε από: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/36911.

[5]. Βλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ, Ψυχοσωματική φυσιολογία και παθολογία κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, εκδ. Ι. Κοινοβίου Οσίου Νικοδήμου, Πεντάλοφος Παιονίας 2019.

[6]. Ἑρμηνεύοντας τὴν Β΄ Πέτ. 1,4 σημειώνει: «Κανένας δὲ ἀκούοντας τὸν κορυφαῖον νὰ λέγῃ ὅτι ἐχαρίσθη εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τὸ νὰ γένουν κοινωνοὶ θείας φύσεως, ἄς µὴν ἀπατηθῇ καὶ νοµίσῃ πὼς λέγει ὅτι ἔχει νὰ µεθέξῃ τινὰς ἀπὸ τὴν φύσιν καὶ οῦσίαν τοῦ Θεοῦ. Ἄπαγε! Τοῦτο γάρ εἶναι ἀδύνατον εἰς κάθε λογικὸν κτῖσµα, τόσον ἀγγέλους ὅσον καὶ ἀνθρώπους. Καὶ τοῦτο εἶναι φρόνηµα τῶν αἱρετικῶν Μασσαλιανῶν πρότερον καὶ τῶν Βαρλααµιτῶν καὶ Ἀκινδυνιαστῶν ὕστερον καὶ τῶν ἀκολούθων αὐτοῖς, ἐπειδὴ ἡ ὑπερούσιος ἐκείνη καὶ ἄπειρος οὐσία καὶ φύσις τοῦ Θεοῦ, ὄχι µόνον εἶναι ἀµέθεκτος ἀπὸ τὰ κτίσµατα, ἀλλὰ καὶ ἀόρατος καὶ ὄχι µόνον ἀόρατος, ἀλλὰ καὶ ἀκατάληπτος καὶ πάντῃ ἀνεπινόητος καὶ ἀνεξιχνίαστος. Τὸ γὰρ πεπερασµένον δὲν ἠµπορεῖ νὰ χωρήσῃ τὸ ἄπειρον. Ἡ κοινωνία λοιπὸν τῆς θείας φύσεως ὁποῦ λέγει ἐδῶ ὁ κορυφαῖος εἶναι τὸ νὰ κοινωνήσουν καὶ νὰ µεθέξουν οἱ διὰ πίστεως καὶ ἐναρέτου βίου καθαρθέντες καὶ τελειωθέντες Χριστιανοὶ ἀπὸ τὰς τοῦ Θεοῦ τελειότητας καὶ ἐνεργείας καὶ δυνάµεις καὶ χάριτας καὶ ἀπλῶς ἀπὸ τὰ προσόντα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὠνόµασε φύσιν Θεοῦ ὁ κορυφαῖος. διατὶ εἶναι ἡνωµένα µὲ τὴν τοῦ Θεοῦ φύσιν καὶ ἀπὸ αὐτὴν εἶναι ἀχώριστα, καὶ ἀκολούθως διατὶ εἶναι οὐσιώδη καὶ φυσικὰ τοῦ Θεοῦ. Φύσις γὰρ λέγονται καὶ τὰ φυσικά. Καὶ καθὼς ἡ θεία φύσις εἶναι ἀΐδιος καὶ ἄκτιστος, ἔτσι καὶ αὐτὰ εἶναι συναΐδια τῷ Θεῷ καὶ ἄκτιστα. Τούτων λοιπὸν τῶν φυσικῶν τελειοτήτων τοῦ Θεοῦ οἱ κεκαθαρµένοι κοινωνοῦντες θεοῦνται καὶ θεοὶ γίνονται κατὰ χάριν» (Ἑρµηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ καθολικὰς ἐπιστολὰς τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 346).

[7]. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, ἔκδ. 1801, σ. 26.

[8]. Βλ. τὸ ἀνωτέρω σχόλιο γιὰ τὴν διάκριση κτιστοῦ-ἀκτίστου.

[9]. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 26-27. Βλ. ἐπίσης τὴ µελέτη τοῦ Πρωτ. Γ. ΜΑΡΝΕΛΛΟΥ, Ὁ “µεγαλόκοσµος” ἄνθρωπος κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδηµο τὸν Ἁγιορείτη ὡς βάση τῆς ἑλληνικῆς ἀγωγῆς καὶ παιδείας, ἐκδ. Κέντρου Μελέτης Ὀρθοδόξου Πολιτισµοῦ, Ἅγιος Νικόλαος Κρήτης 1990.

[10]. Ἀόρατος Πόλεμος, τύποις Καραμπίνη καὶ Βαφᾶ, Ἀθῆναι 1853, σ. 73: «Ὦ Τριὰς ὑπερούσιε, Πάτερ, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιον· ἂς εἶσαι δεδοξασμένη εἰς τοὺς αἰῶνας. Πόσον χρεωστῶ νὰ σὲ εὐχαριστῶ πάντοτε, ὄχι μόνον διότι μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὴν γῆν…». Πρβλ. Ἑορτοδρόµιον, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 400.

[11]. Πνευματικὰ Γυμνάσαμτα,  ἔκδ. Βενετίας 1800, σ. 11: «…πόσω μᾶλλον τώρα εἶσαι χρεώστης εἰς τὸν Θεὸν ὁποῦ σὲ ἐμετάβαλεν, ὄχι ἀπὸ τὸ σπειρὶ τῆς ἄμμου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μηδαμῆ μηδαμῶς μηδέν, εἰς ἕνα τέλειον ὄν;». Αὐτόθι, σ. 2: «Διὰ τὴν ἐδικήν σου σωτηρίαν ἐδημιούργησεν ὁ Θεός, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι, ὅλον ἐτοῦτον τὸν αἰσθητὸν κόσμον». Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 199: «…τὰ κτίσματα…τὰ ἔφερεν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι…αὐτὰ ἦτον μὴ ὄντα, καὶ μηδέν, πρὸ τοῦ νὰ κτισθοῦν». Αὐτόθι, σ. 226 κ. ἑ.

[12]. Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 160: «…ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐστάθη αἰώνιος ὁμοῦ καὶ ἄπειρος· αἰώνιος, διὰ τὶ αὐτὸς δὲν ἠγάπησε τὸν ἑαυτόν του, καὶ τὸ ἐδικόν του ἀγαθὸν πρωτύτερα ἀπὸ ἐσένα ἀλλὰ καθὼς ἀνάρχως καὶ αἰωνίως ἠγάπησε τὸν ἑαυτό του, ἔτζι ἀνάρχως καὶ αἰωνίως ἠγάπησε καὶ ἐσένα, καὶ ἐπεθύμησεν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος νὰ σὲ κάμῃ κοινωνὸν καὶ μέτοχον τοῦ ἰδίου του ἀγαθοῦ, καὶ τῆς μακαριότητος…». Αὐτόθι, σ. 11: «…ἐμεταχειρίσθη εἰς ὠφέλειάν σου μίαν ἄπειρόν του δύναμιν, ἡ ὁποία ἐχρειάζετο ἀναγκαίως, διὰ νὰ νικήσῃ τὸ ἄπειρον διάστημα ὁποῦ εὐρίσκεται ἀνάμεσα εἰς τὸ ὂν, καὶ εἰς τὸ μὴ ὂν, καὶ οὕτω νὰ σὲ δημιουργήςῃ; Καὶ τὸ περισσότερον, ὁποῦ ἐμεταχειρίσθη ὁ Θεὸς δι’ ἐσὲ ἀκόμη, καὶ μίαν ἀγάπην ἄπειρον». Αὐτόθι, σ. 257. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 199.

[13]. Αὐτόθι, σ. 3: «…σὲ ἐκατέστησε βασιλέα ἐπάνω εἰς ὅλα του τὰ ποιήματα…».

[14]. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ.’ ἀνωτ., σ. 262 κ.ἑ.

[15]. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’, ἀνωτ., σ. 36: «Κόσμον, ὁποῦ συνδέει τὰ δύω ἄκρα τοῦ ἄνω καὶ κάτω Κόσμου, καὶ κάμνει νὰ φαίνεται ἕνας ὁ τούτων Δημιουργός». Βλ. καί αὐτόθι, σ. 163. Πρβλ. καὶ Ἀόρατος Πόλεμος, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 73: «…μόνος ἐσὺ εἶσαι ὀρθοσχήμων καὶ λογικὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ζώα, καὶ πὼς εἶσαι μία ἕνωσις, καὶ ἕνας σύνδεσμος τῶν ἀύλων καὶ ὑλικῶν κτισμάτων».

[16]. Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 260.

[17]. Αὐτόθι, σ. 12, ὑποσημ. 1.

[18]. Ἑορτοδρόµιον, τ. Α´, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 218: «Κυρίως μὲν ἡ πλάσις λέγεται ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἡ δὲ ποίησις ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κατὰ τὸν Δαβὶδ λέγοντα· ‘Αἱ χεῖρες σου ἐποίησάν με (κατὰ τὴν ψυχὴν) καὶ ἔπλασάν με (κατὰ τὸ σῶμα)’».

[19]. Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 38: «εἰς ἐκείνην τὴν μακαρίαν διαγωγὴν καὶ ἀθωότητα εὐρισκομένου τοῦ Ἀδάμ, ἡ μὲν ψυχή του, ἦτον πάντῃ ὑποτεταγμένη μὲ ὅλας της τὰς δυνάμεις εἰς τὸν Θεόν. Τὸ δὲ σῶμα του, ἦτον ὑποτεταγμένον μὲ ὅλας του τὰς δυνάμεις εἰς τὴν ψυχήν. Ὅλα δὲ πάλιν τὰ Κτίσματα, καὶ τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, ἦσαν ὑποτεταγμένα εἰς τὸ σῶμα του καὶ καμμία ἐναντιότης καὶ προσβολὴ δὲν ἐγίνετο εἰς αὐτό».

[21]. Αὐτόθι, σ. 151.

[22]. Ἀόρατος Πόλεμος, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 40, ὑποσημ. 1.

[23]. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 289: «Τόσον πολύτιµον πρᾶγµα εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τόσον ἀκριβὴ εἶναι ἡ σωτηρία της, ὥστε ὅπου, µιᾶς ψυχῆς, δὲν εἶναι ὅλος ὁ κόσµος ἀντάξιος, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος (Μᾶρκ. 8,36). Διὰ τὴν ψυχὴν ἔγινεν ὅλη ἡ κτίσις· διὰ τὴν ψυχὴν ἐδόθη νόµος, προφητεῖαι, Εὐαγγέλια· διὰ τὴν ψυχήν, ἀγγέλων διακονίαι, προπάτορες προφῆται, ἀπόστολοι, δίκαιοι, τὰ ἑνεστῶτα, τὰ µέλλοντα. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ τὸ µεγαλήτερον, διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς, αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθεν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ἐκοπίασε καὶ ἐπαίνασε καὶ ἐδίψησε καὶ ἔπαθε τόσα πάθη καὶ ἐσταυρώθη, καὶ ἔχυσεν ὅλον τὸ αἷµά του, καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη». Σημειώνεται ἀπὸ τὸν ἱερὸ συγγραφέρα ἀκόμη ὅτι ὁ Θεὸς «ἐδημιούργησε τὰ Κτίσματα πᾶντα, καὶ ὅλον τὸν Κόσμον, διὰ τὴν χρείαν τῶν ἀνθρώπων» (Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 263).

[24]. Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 13.

[25]. Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 38: «Αὐτὸς ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν κατ’ εἰκόνα του καὶ ὁμοίωσιν, καὶ ἐβάλθη μέσα εἰς τὸν ἐπίγειον Παράδεισον, πλουτισμένος ἀπὸ ὅλα τὰ χαρίσματα…δεσπότης ὅλων τῶν ἐπιγείων κτισμάτων».

[26]. Αὐτόθι, σ. 38. Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα Ψαλμοὺς τοῦ προφητάνακτος καὶ θεοπάτορος Δαβίδ, ἔκδ. Κωνσταντινουπόλεως 1819, σ. 54, 88, 237, 400. Παύλου τοῦ θείου καὶ ἐνδόξου Ἀποστόλου αἱ ΙΔ΄ ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἐνετίησιν 1819, σ. 308 κ.ἑ.

[27]. Ἑορτοδρόµιον, τ. Α´, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 153.

[28]. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ.126.

[29]. Πρβλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 127. Ἡ κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, βεβαίως, πλάση τοῦ νοῦ συνίσταται ἐπιπλέον στήν κυριαρχική ἐξουσία του σέ ὅλη τήν ὁρατή κτιστή πραγματικότητα καί στή δυνατότητά του νά δέχεται τή θεία μακαριότητα: «Διὰ τὶ μόνος ὁ νοῦς ἐκτίσθη κατ’ εἰκόνα, καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ ἰδίου Κτίστου· διὰ τὶ ὁ νοῦς εἶναι Ἄρχων, καὶ Βασιλεύς, ὅλης τῆς παμμεγίστης ταύτης σφαίρας τῶν ἐπιγείων κτισμάτων· καὶ διὰ τὶ ὁ νοῦς εἶναι δεκτικὸς καὶ χωρητικὸς τῆς ἀϊδίου μακαριότητος».

[30]. Πρβλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 127: «…καθὼς ὅλος ὁ ἀγὼν τῶν ἐξωτερικῶν, καὶ κατὰ Κόσμον φιλοσόφων εἶναι, τὸ νὰ μορφόνουν τὸν νοῦν τους μὲ διαφόρους ἰδέας, καὶ φαντασιώδεις γνώσεις τῶν φυσικῶν καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων…ἔτζι ἐκ τοῦ ἐναντίου ὅλος ὁ ἀγὼν, καὶ ἡ τελειότης τῶν σπουδαίων καὶ ἐναρέτων εἶναι, τὸ νὰ ἐξαλείψουν μὲν ἀπὸ τὸν νοῦν τους κάθε σχῆμα, καὶ εἶδος, καὶ νόημα ὁποῦ ἐτυπώθησαν εἰς αὐτὸν, νὰ τὸν καταστήσουν δὲ ἀπλοῦν, ἀνείδεον, ἀσχημάτιστον, καὶ ἄμορφον· καὶ οὕτω διὰ τῆς τοιαύτης ἁπλότητος, καὶ μὲ τὸν Θεὸς νὰ ἑνωθοῦν, καὶ πρὸς τὴν πρώτην ἐκείνην καὶ νηπιώδη κατάστασιν νὰ ἐπιστραφοῦν».

[32]. Βλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 158 – 160: «ἡ κυκλικὴ κίνησις τοῦ νοὸς, ἥτις γίνεται διὰ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ νοὸς εἰς τὴν καρδίαν, καὶ τῆς ἐν καρδίᾳ νοερᾶς προσευχῆς…εἶναι ἀπλανής· διατὶ εἶναι ἡ κυριωτέρα καὶ ὑψηλοτέρα τοῦ νοὸς ἐνέργεια· διατὶ ἑνώνοι τὸν νοῦν μὲ τὸν ὑπὲρ πάντα Θεόν· καὶ συντόμως εἰπεῖν, ἡ κυκλικὴ αὕτη κίνησις τοῦ νοός, περισσότερον καθαίρει, φωτίζει, καὶ τελειοῖ τὸν νοῦν». Τό ἴδιο γράφει ὡς ἐξῆς ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Εἰς τὴν φυσιολογικήν της κατάστασιν ἡ νοερὰ ἐνέργεια κινεῖται κυκλικῶς ὡσὰν στρόφαλος προσευχομένη ἐντὸς τῆς καρδίας» καί ἀναφερόμενος στή θεραπεία «τῆς ἀναζητούσης τὴν εὐδαιμονίαν νόσου τῆς ἀνθρωπότητος» σημειώνει ὅτι «ἡ θεραπεία αὐτὴ ἤρχιζεν μὲ τὴν κάθαρσιν τῆς καρδίας, ἔφθανεν εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς καρδίας εἰς τὴν φυσικήν της κατάστασιν τοῦ φωτισμοῦ καὶ ἐτελειοποιεῖτο ὁ ὅλος ἄνθρωπος εἰς τὴν ὑπὲρ φύσιν κατάστασιν τοῦ δοξασμοῦ, δηλαδὴ τῆς θεώσεως» (Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 20096, σ. 10 και 12).

[33]. Πρβλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 45.

[34]. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 29.

[35]. Αὐτόθι, σ. 34.

[36]. Πρβλ. αὐτόθι, σ. 35 κ.ἑ.

[37]. Πρβλ. αὐτόθι, σ. 144.

[38]. Αὐτόθι, σ. 144 κ. ἑ.

[39]. Βλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 128: «κάθε ἰδέα κακοῦ, καὶ κάθε τύπος πάθους, διὰ τῆς μεσιτείας καὶ διακονίας τῶν αἰσθητηρίων εἰς τὴν ψυχὴν εἰσέρχεται».

[40]. Αὐτόθι, σ. 128.

[41]. Βλ. Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 480.  

[42]. Αὐτόθι, σ. 542. Πρβλ. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, σ. 29 – 30.

[43]. Αὐτόθι, σ. 138.

[44]. Αὐτόθι, σ. 144.

[45]. Αὐτόθι, σ. 55-56.

[46]. Βλ. αὐτόθι, σ. 237.

[47]. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 43. Πρβλ. καί αὐτόθι, σ. 28.

[48]. Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 542.

[50]. Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 158 κ.ἑ.

[51]. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 10.

[52]. Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 39.

[53]. «Δύω εἶναι µοναχαῖς αἱ στράταις τοῦ Παραδείσου, ἡ ἀθωότης, καὶ ἡ µετάνοια· λοιπὸν ἐγὼ ἐφύλαξα ἕως τώρα τὴν ἀθωότητα τοῦ Βαπτίσµατος; ὄχι· διὰ τὶ τὴν ὑστερήθην καὶ τὴν ἐµόλυνα µὲ τόσας ἁµαρτίας…». Ἐπομένως, εννοεῖται ὅτι ἀπέμεινε ἡ ὀδός τῆς μετανοίας (Αὐτόθι, σ. 437).

[54]. Βλ. Α. ΓΚΡΕΚΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 84.

[55]. Ἐξομολογητάριον, ἐκ τῆς ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Φοίνικος 1893, σ. 175.

[56].  Πνευματικά Γυμνάσματα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 54.

[57]. Νέα Κλῖμαξ ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τοὺς ἐβδομήκοντα πέντε ἀναβαθμούς τῆς ὀκτωήχου. Βόλος: τυπογραφεῖο τῆς Ἁγιορειτικῆς Βιλιοθήκης Σ. Σχοινᾶ, σ. 78.

[58]. Ἐξομολογητάριον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 88 κ.ἑ., 222.

[59]. Βλ. Α. ΓΚΡΕΚΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 89.

[60]. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 180.

[61]. Ἐξομολογητάριον, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 171.

[62]. Νέα Κλῖμαξ, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 162.

[63]. Βλ. Νέα Κλῖμαξ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 188-189.

[64]. Βλ. αὐτόθι, σ. 243, 246. 

http://aktines.blogspot.com/2024/04/blog-post_898.html#more