Σάββατο 13 Απριλίου 2024

ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ ΤΟ 1984

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Oi ορθόδοξες Εκκλησίες της Ελλάδος καί Ρουμανίας είναι γει­τονικές καί 'Αδελφές, τόσο λόγω της γεωγραφικής των θέσεως, ό­σο καί της πνευματικής συγγενείας μέ τις κοινές θρησκευτικές εμ­πειρίες στην ιστορία της Εκκλησίας καί προπαντός μέ τήν αληθινή καί μοναδική πίστι στόν Χριστό, τήν οποίαν διατηρούμε, ομολογού­με καί φυλάττομε από κοινοῦ εδώ καί δύο περίπου χιλιετίες.

Είμεθα δύο 'Αδελφές Εκκλησίες, τόσο στενά συνδεδεμένες με­ταξύ μας!

Έβαδίσαμε μαζί τήν όδό τοῦ Ευαγγελίου τοῦ Χρίστου, δοκιμα­σθήκαμε καί ζήσαμε τήν χαρά μαζί μέσα στήν οικογένεια τών βαλκα­νικών καί ευρωπαϊκών χωρών. "Εχουμε μία κοινή όρθόδοξο παράδοσι πού διατηρείται καλλίτερα από όποιαδήποτε άλλη χριστιανική χώρα. 'Έχουμε δύο λαούς ευσεβείς, φιλειρηνικούς, πού αγαπούν τόν Θεό καί τους ανθρώπους. 'Έχουμε μία παράδοσι καί όρθόδοξο πνευ­ματική καί έκπολιτιστική εμπειρία πού συγγενεύει πολύ καί από τήν όποία τρεφόμεθα καί προσφέρουμε μέ καλωσύνη oi μέν στούς δέ.

Τόσο τά πατερικά έργα, λειτουργικά βιβλία, όσο καί τά θεολογι­κά καί ανθρωπιστικά μεταφράσθηκαν στήν Ρουμανία από τήν αρ­χαία έλληνική καί νεοελληνική γλώσσα, από τά όποια έμεῖς τώρα πνευματικά τρεφόμεθα, άγωνιζόμεθα γιά τήν 'Ορθοδοξία καί δοξάζομε τόν Θεό.

Μέ αυτή τήν ευκαιρία έκφράζομε τήν πολλή μας ευγνωμοσύνη στήν 'Αδελφότητα της 'Ιεράς Μονής 'Οσίου Γρηγορίου 'Αγίου "Ο­ρους, ἡ όποία κυβερνάται άπό τόν Πανοσιολογιώτατο Άρχιμ. Γεώρ­γιο, διότι μετέφρασε καί έξέδωκε προσφάτως τό Ρουμανικό Γεροντι­κό στήν έλληνική γλώσσα. 'Ομοίως έχαρήκαμε γιά τήν έπίσκεψι στά μοναστήρια της Ρουμανίας τοῦ μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, ό όποιος έπισκέφθηκε περί τά 60 μοναστήρια, σκήτες, ενορίες καί έπισκοπές καί πιστεύουμε ότι πολύ πνευματικά θά ωφελήθηκε άπό την χιλιετή όρθόδοξο ευλάβεια καί έμπειρία τοῦ ρουμάνικου λα­ού.

Ώς καρπός αύτοῦ τοῦ προσκυνήματος του στήν Ρουμανία προ­σφέρεται στό φως της δημοσιότητος τό παρόν βιβλίο, πού τιτλοφο­ρείται «Όδοιπορικόν τής 'Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας». Μέ αυτό τό έργο τόσο τό Κοινόβιο τής Μονής Γρηγορίου όσο καί ό συγ­γραφεύς του έπιθυμοῦν νά πληροφορήσουν τήν Ελλάδα, τους πι­στούς χριστιανούς της, ποιές είναι οί πνευματικές αξίες τοῦ ρουμανι­κού μοναχισμού καί ιδιαίτερα νά ομιλήσουν γιά τά μοναστήρια κατά τό παρελθόν καίτό παρόν, μεταξύ των όποιων μερικά έχουν παγκό­σμια φήμη.

Κατά παράκλησι τοῦ συγγραφέως αύτοῦ τοῦ βιβλίου, έγραψα αυ­τόν τόν πρόλογο στόν όποιον στήν συνέχεια θά παρουσιάσω τό ιστο­ρικό των ρουμανικών μοναστηριών εν συντομία, αρχίζοντας από τήν έποχή τής ίδρύσεώς των καί μέχρι σήμερα.

Ό όρθόδοξος μοναχισμός εμφανίσθηκε στό έδαφος τής Ρουμα­νίας αμέσως μετά τόν έκχριστιανισμό τών εντοπίων κατοίκων, δηλ. κατά τό τέλος τοῦ 3ου καί αρχές τοῦ 4ου αιώνος, όταν συνεστήθηκε γιά πρώτη φορά όρθόδοξος Επισκοπή στήν Τόμις (σημερινή Κωνστάντζα) πλησίον τής Μαύρης Θαλάσσης. Ή περιοχή από τίς εκβο­λές τοῦ Δουνάβεως καί νοτίως μέχρι τής Κωνστάντζας, όνομάζεται από τότε Μικρά Σκυθία, κατόπιν Παριστριών, ένώ σήμερα λέγεται Ντομπρότζεα.

Οί πρώτοι γνωστοί επίσκοποι τής Επισκοπής Τόμεως ήταν οί Ευαγγελικός, Εύφραίμ, Τίτος καί Γορδιανός, οί όποιοι έμαρτύρησαν έπί Διοκλητιανοῦ καί Λικινίου. "Ολοι προήρχοντο από τά μέρη τής Καππαδοκίας. Αυτοί μετέφεραν στήν Ντομπρότζεα τους πρώτους ιε­ραποστόλους μοναχούς, οί όποιοι καί τούς έβοήθησαν στήν κατήχησι τών έντοπίων.

Διάδοχοι αυτών στήν Επισκοπή Τόμεως ήταν οί άγιοι επίσκοποι Βρεττάνιος (369), Γερόντιος (381) καί θεότιμος ό 1ος ό Σκύθης ή Φι­λόσοφος, μαθητής τοῦ άγίου Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Αυτοί έστερέωσαν τήν 'Ορθοδοξία στήν Σκυθία, ώδήγησαν στήν αληθινή πίστι όλους σχεδόν τους κατοίκους αυτής, μετέφεραν άρκετούς μο­ναχούς έκεῖ, σταλμένους άπό τόν Μέγα Βασίλειο καί καππαδόκας στήν καταγωγή καί έτσι ίδρυσαν πολλές εκκλησίες ρυθμού βασιλι­κής, μοναχικές εστίες στήν Ντομπρότζεα τόσο στά αιωνόβια δάση πλησίον τοῦ δέλτα τοῦ Δουνάβεως, όσο καί στίς δακο-ρουμανικές πόλεις πού υπήρχαν τότε, όπως: Τήν Τόμι (σημερινή Κωνστάντζα), πιθανώς θεμελιωμένη άπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο, τήν Γαλάτη (ση­μερινή Μαγκάλια), τό Τρόπαιο Τραῖανού (σήμερα Άνταμκλίσι), τήν Άλμυρίδα, τήν 'Αξιόπολι (σήμερα Τσερναβόδα), τήν Καπιδάβα, τήν Ίστρία, τό Νικολιτσέλ καί άλλες.

Ή φροντίς αυτών τών επισκόπων καί μοναχών ήταν νά προστα­τεύσουν τήν όρθοδοξο πίστι, Ιδιαίτερα μετά τό έτος 325, όπότε ό αι­ρετικός "Αρειος έξωρίσθηκε νοτίως τοῦ Δουνάβεως καί απέκτησε πολλούς προσηλύτους. Επίσης τόν 4ον αιώνα έξωρίσθηκε στήν Ντομπρότζεα ένας σύριος αιρετικός ηγούμενος, όνόματι Αῦδιος μέ τούς μαθητάς του καί ίδρυσε μερικά μοναχικά έκεῖ κέντρα, όπως γράφει καί ό άγιος Έπιφάνιος στό βιβλίο του «Πανάριον ή Κατά 80 αιρέσεων». Αλλά oi μεγάλοι ντόπιοι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι καί ό­σοι έστάλησαν άπό τόν Μέγα Βασίλειο, όπως ό άγιος Μεγαλομάρτυς Σάββας (+ 372) καί Ευτύχιος επανέφεραν στήν αληθινή πίστι τούς αιρετικούς αυτούς.

Τόν 5ον αιώνα ό δακο-ρουμανικός μοναχισμός γνωρίζει μία με­γάλη άνάπτυξι στήν Ντομπρότζεα μέ τούς μεγάλους έπισκόπους της Τόμεως Τιμόθεο (+ 431) τόν 'Ιωάννη, τόν Αλέξανδρο (+ 451), oi ό­ποιοι καί έλαβαν μέρος στήν Σύνοδο της Χαλκηδόνος, καθώς καί ό Θεότιμος ό 2ος. Τήν έποχή αυτή ό μοναχισμός αναδεικνύει δύο με­γάλους όρθοδόξους θεολόγους καί διδασκάλους, γνωστούς μέχρι καί τήν Ρώμη, τόν άγιο 'Ιωάννη τόν Κασσιανό καί τόν όσιο Διονύσιο τόν Μικρό. "Ενα μέρος άπό τούς μοναχούς της Ντομπρότζεα, πού ή­ταν έρασταί τής ήσυχίας, έπέρασαν τόν Δούναβι καί έθεμελίωσαν στά βουνά τοῦ Μπουζέου τήν πρώτη γνωστή στά Καρπάθια ήσυχαστική κοινότητα.

Τόν 6ον αιώνα τά δακο-ρουμανικά μοναστήρια τής μητροπόλεως Τόμεως, γνωρίζουν τήν ῖδια υψηλή πνευματική ζωή, πού ώφείλετο στίς φιλοκαλικές συγγραφές τοῦ αγίου 'Ιωάννου τοῦ Κασσιανοῦ καί τών μητροπολιτών Πατέρνου καί Βαλεντινιανού, ώς καί τών σκυθών μοναχών τής Ντομπρότζεα, οί όποιοι ύπερήσπισαν τό δόγμα τής 'Αγίας Τριάδος στήν Κωνσταντινούπολι καί Ρώμη, μέσω τοῦ διακεκριμένου θεολόγου μοναχού 'Ιωάννου Μαξεντίου.

Στίς άρχές τοῦ 7ου αιώνος έλαβε χώρα ή εισβολή τών νομάδων βουλγάρων από τήν άνατολική Ευρώπη μέσω τής Ντομπρότζεα γιά τά νότια τοῦ Δουνάβεως. Καθ' όδόν κατέστρεψαν πολλά μοναστή­ρια, έκκλησίες καί πόλεις τών δακορουμάνων. Οί μοναχοί αναγκά­σθηκαν νά καταφύγουν στά βουνά, στίς σπηλιές καί πολλοί απ' αυ­τούς έφυγαν γιά τά Καρπάθια όρη, όπου έφτιαξαν σπηλιές, μικρές έκκλησίες καί ξύλινες σκήτες.

Άπ' αυτόν τόν αιώνα πιθανώς καί ή μητρόπολις τής Τόμεως νά καταστράφηκε καί ή έδρα της μεταφέρθηκε στήν πόλι Βιτσίνα, στά βόρεια τής Ντομπρότζεα. Πλησίον αυτής τής πόλεως ήταν μοναστή­ρι, κοντά στήν σημερινή πόλι Νικολιτσέλ, όπου ευρέθησαν 4 σκελε­τοί άγίων μαρτύρων μέσα σέ μία κρύπτη κατά τό 1971 καί σήμερα διατηρούνται στό γειτονικό μοναστήρι Κοκός. Τά όνόματά των είναι Άτταλός, Φίλιππος, Ζωτικός καί Κάμασις. Τόν 9ον αιώνα ιδρύθηκε ένα φημισμένο μοναχικό συγκρότημα στό χωριό Μπασαράμπη τής Τόμεως μέ πέντε μικρές έκκλησίες, κελλιά καί σπηλιές σκαλιστές στά βράχια. Αυτός ό παλιός μοναχικός χώρος είναι μοναδικός στήν Ρουμανία καί αποκαλύφθηκε τό 1957.

Κατά τήν διάρκειαν τοῦ 10ου μέχρι καί τοῦ 13ου αιώνος ό μοναχι­σμός μεταφέρεται σ' όλα τά γεωγραφικά τμήματα τής Ρουμανίας. Τά κυριώτερα μοναχικά κέντρα τής Ντομπρότζεα ήταν: Τό Μπασαράμ­πη, τό Δερβέντ, ό άγιος 'Αθανάσιος στό Νικολιτσέλ, τά Κελλία καί ό άγιος Γεώργιος. Στά βόρεια τοῦ Δουνάβεως ήταν τά ησυχαστήρια στά βουνά τοῦ Μπουζέου καί τά μοναστήρια τοῦ άγίου 'Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στήν Μωρίσενα, τοῦ Καλουγκάρου καί ή Σαράκα στό Μπάνατ, ένώ στήν Τρανσυλβανία τό μοναστήρι Μποντρόγκ (12ος αιών), τό Ριμέτς (δηλ. τών έρημιτών) τοῦ 13ου αιώνος, καθώς καί αρκετές σπηλιές καί ξύλινα έρημητήρια στά δάση καί τά βουνά.

Τόν 14ον αιώνα ό ρουμανικός μοναχισμός λαμβάνει μία τεράστια διάδοσι. Κατασκευάζονται ήσυχαστικές έστίες, σκήτες καί μονα­στήρια κτισμένα μέ πέτρα πλέον, άλλα ιδιόρρυθμα καί άλλα κοινο­βιακά καί αναρίθμητες σπηλιές καί καλύβες στά βουνά καί αιωνόβια δάση. Αυτή τήν έποχή έρχεται άπό τόν "Αγιον "Ορος στήν Ρουμανι­κή Χώρα καί ό άγιος Νικόδημος Τισμάνα, ό όποιος όργανώνει μερικές κοινοβιακές μονές στήν Όλτένια, κατά τά πρότυπα καί τήν τάξι τοῦ "Αθωνος μεταξύ τών έτών 1364-1406. Τά περιφημότερα μονα­στήρια αύτοῦ τοῦ αιώνος, τά πλείστα τών όποίων Ιδρύθηκαν άπό η­γεμόνας τής Μολδαβίας καί Ούγγροβλαχίας, ήταν: ΤοΝεάμτς, ή 'Α­γία Τριάς, ή Προμπότα καί ή Μπογδάνα στήν Μολδαβία. Ή Βοντίτσα, τό Τισμάνα, τό Κόζια, τό Πρισλόπ, τό Κοτμεάνα καί ή Κούρτεα τοῦ "Αρτζες στήν Μουντένια, ένώ τό Μποντρόγκ, τό Ριμέτς καί τον Αρχαγγέλου Μιχαήλ στήν Τρανσυλβανία.

Ό 15ος αιών αποτελεί τήν χρυσή έποχή καί τήν κορυφή τής άνθήσεως τοῦ ρουμανικού μοναχισμού, προπαντός στήν Μολδαβία, ό­που oi μεγάλοι ήγεμόνες 'Αλέξανδρος ό Καλός καί Στέφανος ό Μέ­γας Ιδρυσαν περί τις 50 έκκλησίες καί μοναστήρια, τά όποια και υ­πάρχουν μέχρι σήμερα. Σ' αυτό τόν αιώνα καί ό άσκητικός βίος έγνώρισε τήν ῖδια πνευματική πρόοδο καί έκπροσωπεῖται άπό άγιους ήσυχαστάς καί θαυματουργούς, όπως: τόν άγιο Δανιήλ τόν Ήσυχαστή, Πνευματικό τοῦ Μεγάλου Στεφάνου, τόν άγιο Βασίλειο τής Μολντοβίτσας, τόν άγιο Αεόντιο τοῦ Ράνταουτς, 'Αγάπιο καί Ευ­φρόσυνο τής 'Αγαπίας, τόν 'Ιωσήφ άπό τό Μπισερικάνι μέ 17 μαθητάς του, oi όποιοι όλοι άσκήτευσαν στήν Μολδαβία. Ένώ ό όσιος Γελάσιος τοῦ Ριμέτς, ό Γαβριήλ, πρώτος ηγούμενος τής μονής Κό­ζια, ό άγιος Νικόδημος Τισμάνα καί άλλοι προέρχονται άπό τήν Ρουμανική Χώρα ή λεγόμενη καί Ούγγροβλαχία.

'Επίσης άπό τις αρχές τοῦ 15ου αιώνος λαμβάνουν ῦπαρξι στά μεγάλα ρουμανικά μοναστήρια περίφημες σχολές καλλιγραφίας, άντιγραφής κωδίκων καί μεταφράσεως πατερικών έργων άπό τήν αρ­χαία έλληνική στήν σλαβωνική, τήν δεύτερη ιερά γλώσσα τής λει­τουργικής μας ζωής μετά τήν έλληνική. Αυτές oi σχολές ύπήρξαν πραγματικά έθνικά καί θρησκευτικά κέντρα τής πατρολογίας, αγιο­γραφίας καί φιλοκαλίας. Oi μεγαλύτερες σχολές θεολογικής κινήσε­ως υπήρχαν στά μοναστήρια Μπίστριτσα καί Νεάμτς κατά τό 1407 - 1450. Ένώ στήν Μουντένια τά μοναστήρια Κόζια καί Τισμάνα, κατά τά έτη 1386-1450. Oi σχολές στά μοναστήρια τής Μολδαβίας ιδρύθη­καν άπό τόν ήγεμόνα Αλέξανδρο τόν Καλόν (1400-1432), φίλον τοῦ βασιλέως τοῦ Βυζαντίου Μανουήλ Παλαιολόγου. Ό μοναχός Γαβρι­ήλ Ούρίκ ήταν ό λογιώτερος διδάσκαλος, συγγραφεύς, καλλιγάφος καί μεταφραστής βιβλίων τοῦ όρθοδόξου ρουμανικού μοναχισμού στό παρελθόν. Συνέστησε μία μοναχική σχολή πατερικών σπουδών στήν Μολδαβία, έδίδαξε τήν αρχαία ελληνική καί σλαβωνική γλώσ­σα, συνέγραψε βιβλία, μετέφρασε καί καλλιγράφησε περίτά 100 λει­τουργικά καί πατερικά βιβλία καί άφησε μία συνοδεία από 10 μονα­χούς καλλιγράφους καί μεταφραστάς. Κατά τό δεύτερο ήμισυ τοῦ 15ου αιώνος ιδρύθηκε τό μοναστήρι Πούτνα από τόν ηγεμόνα τής Μολδαβίας Στέφανο τόν Μέγα. Στήν περίοδο τών έτών 1470-1500 έλειτούργησε έκεῖή δεύτερη σχολή πατερικών καί θεολογικών σπου­δών τής Μολδαβίας.

Στόν ῖδιο αιώνα λειτουργούν καί σχολές τής βυζαντινής εκκλη­σιαστικής μουσικής στά ίδια σχεδόν μεγάλα μοναστήρια. Μετά τήν Ελλάδα, ή 'Ορθόδοξος Ρουμανική Εκκλησία είναι ή δεύτερη Εκ­κλησία, πού χρησιμοποιεί στήν λατρεία της τήν έκκλησιαστική μου­σική. Γι'αυτό τά μοναστήρια έγιναν από τήν αρχή τής ίδρύσεώς των κέντρα μαθήσεως θεολογίας, κατηχήσεως καί ψαλτικής μονσικής τόσο γιά τους μοναχούς, όσο καί γιά τους υποψηφίους 'ιερείς και ίεροψάλτας όλων τών έπαρχιών. Έπί χρονικό διάστημα έξ αιώνων, δηλαδή μέχρι τοῦ 19ου αιώνος, όπότε ιδρύθηκαν τά θεολογικά σεμι­νάρια γιά ένοριακούς έφημερίους, τά ρουμανικά μοναστήρια είχαν καί τόν ρόλο σεμιναρίου, παιδαγωγικής καί σχολής βυζαντινής μου­σικής γιά τίς ανάγκες όλων τών ένοριών τής χώρας από ιερείς καί ίεροψάλτας. Επίσης στά μοναστήρια αντέγραφαν καίμετέφραζαν τά βιβλία τής λατρείας.

Κατά τόν 16ον αιώνα σ' όλες τίς έπαρχίες τής χώρας υπάρχουν δεκάδες σκήτες καί μοναστήρια, ή πλειονότης τών όποιων ιδρύθη­καν από ηγεμόνας καί πιστούς χριστιανούς. Τά μεγαλύτερα μονα­στήρια πού διετήρησαν άσβεστο τόν αγώνα γιά τη πίστι καί τήν ορ­θόδοξο ευλάβεια σ' αυτό τόν αιώνα ήταν: Τό Νεάμτς, ή Πούτνα, ή Μολντοβίτσα, τό Βορονέτς, ή Προμπότα, ή Σλάτινα, τό Ρίσκα, ή Μπίστριτσα, ή Παλαιά Άγαπία, τό Μπισερικάνι καί τό Ταζλέου στήν Μολδαβία· Τό Σναγκώβ, τό Ντεάλου, τό Κούρτε ντε "Λρντζες, τό Κόζια, ή Μπίστριτσα Όλτένιας καί τό Τισμάνα στήν Μουντένια- τό Ριμέτς, τό Μποντρόγκ, τό Πέρι στήν Τρανσυλβανία. Άπ' αύτόν τόν αιώνα τό μοναστήρι Μπισερικάνι άναδεικνύεται τό μεγαλύτερο ελληνικό κέντρο στήν Μολδαβία καί τό μοναδικό μοναστήρι μέ τό κοινοβιακό τυπικό τών Άκοιμήτων, κατά τήν τάξι τής μονής τοῦ Στουδίου Κων/λεως. "Ενα μοναστήρι μέ σπουδαία πατερική καί θε­ολογική κίνησι καί μέ πολλές μεταφράσεις άπό τήν αρχαία έλληνική γλώσσα. Κατ' αυτή τήν περίοδο άνεγνωρίσθηκαν ώς άγιοι πολλοί ό­σιοι μοναχοί τής Μολδαβίας καί Μουντένιας, τόσο άπό κοινόβια ό­σο καί άπό σκήτες καί τήν έρημο. Τέτοιοι είναι ό άρχιεπίσκοπος 'Ιω­άννης άπό τό Ρίσκα, oi άγιοι Ίννοκέντιος καί Ευστάθιος άπό τήν Προμπότα, ό Γελάσιος άπό τό Ριμέτς, ό Συμεών καί Άμφιλόχιος ά­πό τό Πινγκαράτς, ό Παχώμιος άπό τήν Σλάτινα· ένώ ανάμεσα στους όσιους ήσυχαστάς μνημονεύουμε τούς πλέον όνομαστούς: τόν άββά Πίωνα άπό τό Τσεαχλέου, τόν Κυριακό άπό τά βουνά Νεάμτς, τούς Παχώμιο καί Σέργιο άπό τήν Άγαπία, τούς 'Αγάθωνα καί 'Ιω­σήφ άπό τά βουνά Μπουζέου (14-15ος αιών) κλπ.

Τόν ίδιο αιώνα, παράλληλα μέ τήν άνάπτυξι τοῦ κοινοβιακού μο­ναχισμού άναπτύχθηκε καί ή ζωή τών σκητών καί ήσυχαστικών έστιών. "Ολα τά βουνά τών Καρπαθίων, τά δάση, τά όροπέδια, τά ξέ­φωτα κατοικούντο άπό έκατοντάδες μοναχούς, πού σέ εμάς τώρα παραμένουν όλοι σχεδόν άγνωστοι, καί διακρίθηκαν ώς ίκέται τών άνθρώπων, θεράποντες τών άσθενειών, περίφημοι Πνευματικοί, σο­φοί σύμβουλοι τών πιστών καί θεμελιωταί ξυλίνων έκκλησιών στίς ένορίες καί άλλοῦ.

Μόνο στήν Τρανσυλβανία ή 'Ορθοδοξία αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες λόγω τοῦ προσηλυτισμού τών καθολικών άπό τόν 11ov ακόμη αιώνα, ευρισκομένη άπό τότε υπό τήν ούγγρική κατοχή. Από τόν 12ον μέχρι καί τόν 15ον αιώνα τό μαρτύριο τών όρθοδόξων ρου­μάνων ύπό τών καθολικών ήταν συνηθισμένο. Τήν μοναδική άντίστασι στήν Τρανσυλβανία έκαναν oi μοναχοί τών σκητών καί μονα­στηριών, oi πιστοί χωρικοί, oi ιερείς καί oi επίσκοποι. 'Από τόν 16ον αιώνα ή Τρανσυλβανία δοκιμάσθηκε σκληρά άπό τήν μεταρρύθμισι τοῦ Λουθήρου καί 'Ιωάννου Καλβίνου. Oi ορθόδοξοι ρουμά­νοι, oi όποιοι ήταν καί περισσότεροι, άντεστάθηκαν μέχρι καί τοῦ μαρτυρίου. Μέ τόν ερχομό τών αποίκων Γερμανών καί Ούγγρων στήν Τρανσυλβανία, ή κατάστασις γιά τήν 'Ορθόδοξο Εκκλησία έ­γινε άκόμη χειρότερη. Oi μοναχοί όμως μέ τόν κλήρο καί τούς πι­στούς χωρικούς έκράτησαν μέ άπεριγράπτους άγώνας τήν πίστι, κα­τά τήν διάρκεια τών αιώνων, παρ' όλες τίς καταδιώξεις πού ύφίσταντο. Τά μοναστήρια καί oi ορθόδοξοι ηγεμόνες τής Μολδαβίας καί Μουντένιας όμως τούς βοηθούσαν πάντοτε μέ τήν άποστολή όρ­θοδόξων βιβλίων, μέ υλικά άγαθά, μέ μοναχούς καί ιεραποστόλους ίεράρχας. Ή μάχη γιά τήν έπικράτησι τής Όρθοδοξίας ήταν σκλη­ρά, άλλά μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ένίκησε ό λαός τοῦ Θεού καί ή άληθινή πίστις.

Κατά τόν 17ον αιώνα κτίζονται καί άλλα μεγάλα μοναστήρια στήν Μολδαβία καί Μουντένια, ένώ ό μοναχισμός παραμένει στό ί­διο πνευματικό του ῦψος. Τότε 'ιδρύονται τά μοναστήρια Ντραγκο- μίρνα (1609), τών Τριών Ιεραρχών στό Ιάσιο, τό όποιο είναι τό ώραιότερο ηγεμονικό έργο τής Μολδαβίας (1639), όπου γιά πρώτη φο­ρά μεταφέρθηκε άπό τήν Κων/πολι τό 1641 τό 'Ιερό Σκήνωμα τής Όσιας Παρασκευής καί τοποθετήθηκε εκεί. Κατόπιν τό μοναστήρι Σέκου (1602), Τσετατσούῖα στό Ιάσιο (1672) καί άλλα. Στήν Μουν­τένια ό ήγεμών τής Χώρας Ματθαίος Μπασαράμπ ίδρυσε καί άνεκαίνισε περί τά 30 μοναστήρια καί έκκλησίες. Τά σπουδαιότερα άπ' αυτά είναι: Τό Καλνταρουσάνι, ή Άρνότα, ή Τυργκόβιστα, Τσερνίκα (1608) κλπ.

Ό αριθμός τών σκητών καί ησυχαστηρίων σ' όλόκληρη τήν Ρου­μανία είναι αύτόν τόν αιώνα μεγαλύτερος άπό ό,τι στό παρελθόν. 'Ο­μοίως καί ό αριθμός τών μεγάλων Πνευματικών, ερημιτών καί άσκητών. Τό "Ορος Τσεαχλέου, άπό τόν 16ον άκόμη αιώνα Αναδει­κνύεται « Ό "Αθως τής Ρουμανίας». Οί ήσυχασταί άπό εδώ, μερικοί τών όποιων έζησαν έπί χρόνια καί στό Άγιον "Ορος, μετέφεραν τήν αθωνική παράδοσι στήν πατρίδα των, έτίμησαν αύτό τό "Όρος μέ τήν εορτή τής θείας τοῦ Χριστού Μεταμορφώσεως, ιδρύοντας στήν κορυφή του μικρή εκκλησία καί τοποθέτησαν μεγάλη καμπάνα έκεῖ γιά να ξυπνά όλους τούς ήσυχαστάς, πού ζοῦσαν γύρω στά δάση γιά νά άρχίζουν τήν καθορισμένη των προσευχή. Γύρω άπό τό Τσεαχλέ­ου υπήρχαν 12 μικρές σκήτες, μοναστήρια καί ήσυχαστικές έστίες, άπό τίς όποιες δύο άνήκαν σέ μοναχές άσκήτριες. Κάθε χρόνο στίς 6 Αυγούστου, έορτή τοῦ "Ορους, έκαναν στήν μικρή εκκλησία, στήν κορυφή του αγρυπνία, όπως καί στό "Αγιον "Ορος, πράγμα τό όποιο διατηρείται μέχρι σήμερα.

Οί σπουδαιότεροι άγιοι τής Εκκλησίας μας πού έζησαν στά βου­νά τής Μολδαβίας είναι: Ό όσιος Κυριάκος άπό τό Μπισερικάνι, ό όποιος έζησε έπί 60 χρόνια γυμνός στά δάση (1660), ό Κυριάκος άπό τό Ταζλέου (1660), ό Ραφαήλ καί Πάρθένιος άπό τήν Παλαιά Αγαπία (16-17ος αιών), ό 'Ονούφριος, οί όσιες μοναχές Κασσιανή, Σοφία, Μελανία και Μαύρα άπό τό Τσεαχλέου. Άπό τήν Μουντένια προέρχονται ό ήσυχαστής Ίωαννίκος (1638), ό Δανιήλ, Μισαήλ, Νεόφυτος καί Μελέτιος (17ος αιών), πού αγωνίσθηκαν στά γειτονι­κά βουνά τής μονής Κόζια.

Τά σπουδαιότερα μοναστήρια μέ υψηλή κοινοβιακή ζωή στήν Μολδαβία, κατ' αυτόν τόν αιώνα ήταν: Τό Νεάμτς, τό όποιον άριθμούσε περί τούς 300 μοναχούς, τό Μπισερικάνι, ώς κέντρο ησυχίας καί προσευχής όπου διετηρείτο η κοινοβιακή ταξις τών Άκοιμήτων. Oi Τρεις Ίεράρχαι στό Ιάσιο ήταν μεγάλο κέντρο πολιτιστι­κό μέ τυπογραφείο, θεολογικές εκδόσεις, μεταφράσεις, σχολή εκ­κλησιαστικής μουσικής καί μέ συνοδεία 100 μοναχών. Κατόπιν ή Πούτνα, ή Ντραγκομίρνα, τό Σέκου καί ή Προμπότα έδωσαν μερι­κούς μεγάλους ίεράρχας στήν Μολδαβία, όπως τόν Βαρλαάμ, τόν Δοσίθεο, τόν Αναστάσιο Κρίμκα, ένώ στήν Μουντένια τόν Άνθιμο τόν Ιβηρα, τόν Θεοδόσιο, τόν Βαρλαάμ καί άλλους. Τουναντίον στήν Τρανσυλβανία ενισχύεται ό προσηλυτισμός τών καθολικών καί προτεσταντών εναντίον τών ορθοδόξων. Δύο ίεράρχαι όμολογηταί, μητροπολῖται τής Τρανσυλβανίας πού αγωνίσθηκαν μέ θάρρος εναντίον τοῦ προσηλυτισμού τών έτεροδόξων, προστατεύοντας τήν 'Ορθοδοξία, κλείσθηκαν στίς φυλακές καί άπέθαναν έν μέσω σκλη­ρών πόνων γιά τήν άγάπη τοῦ Χριστού, ό πρώτος τό 1657 καί ό δεύ­τερος τό 1683. Ανακηρύχθηκαν άγιοι τό 1955.

Έδώ πρέπει νά μνημονεύσουμε καί τήν ονομαστή σχολή άγιογραφίας καί ζωγραφικής τών ρουμανικών μοναστηριών πού άρχίζει άπό τόν 16ον αιώνα. Ιδιαίτερα στήν βόρειο Μολδαβία άναπτύχθηκε ή εξωτερική στίς εκκλησίες άγιογραφία (νωπογραφία). Τέτοιες σχο­λές άγιογραφίας υπήρχαν σ' όλα τά ρουμανικά μοναστήρια, άλλά νωπογραφία στούς έξωτερικούς τοίχους τών εκκλησιών, θαυμαστή σ' όλο τόν κόσμο, υπήρχε μόνο στήν Μολδαβία, υπό τήν φροντίδα τοῦ ήγεμόνος Μεγάλου Στεφάνου. Αύτή άρχισε άπό τόν 15ο αιώνα καί έπαυσε νά υφίσταται τόν 17όν. Oi πρώτες έκκλησίες μέ εξωτερι­κή ίστόρησι (FRESCO) ήταν στά μοναστήρια Πάτραουτς καί Μπαλινέστ, oi όποιες καί κτίσθηκαν άπό τόν Μέγα Στέφανο. Ή πρώτη ζωγραφίσθηκε τό 1487 καί ή δεύτερη τό 1493. Ή χρυσή έποχή τής χρι­στιανικής ζωγραφικής μέ έξωτερικές αγιογραφίες ήταν κατά τήν πε­ρίοδο ηγεμονίας τοῦ Πέτρου Ράρες (1527-1550), υιού τοῦ Μεγάλου Στεφάνου. Σ' αυτό τό διάστημα στήν βόρειο Μολδαβία, στόν νομό Σουτσεάβα αγιογραφήθηκαν εξωτερικά περί τάς 10 μοναστηριακός εκκλησίας, άπό τίς όποιες οί πέντε διατηρούνται σέ καλή κατάστασι μέχρι σήμερα. Αυτές είναι: Στό μοναστήρι Βορονέτς, ή ωραιότερη εξωτερική άγιογραφία, στό Χονμόρ, στήν Μολντοβίτσα, στό Αρμπόρε καί στήν Σουτσεβίτσα. Λιγώτερο διατηρήθηκαν στό μοναστήρι τοῦ αγίου Ιωάννου τής Σουτσεάβας καί τής Ρίσκας. 'Αγιογράφοι αυ­τών ήταν μοναχοί καί ιερείς άπό τήν Μουντένια καί Μολδαβία. Οί ίδιοι μέ μαθητάς των έζωγράφιζαν ενοριακές καί επισκοπικές έκκλη­σίες.

Στίς αρχές τοῦ 18ου αιώνος ό ρουμανικός μοναχισμόc, ιδιαίτερα ό ήσυχαστικός, διατηρεί τήν πνευματική του άνθησι. Μόνο στήν Μολδαβία, κατά μαρτυρίες τοῦ βιβλίου «Περιγραφή τής Μολδαβίας τοῦ μεγάλου συγγραφέως Δημητρίου Καντεμίρ, άριθμοῦντο κατά τό 1700 περί τά 800 μοναστήρια, σκήτες και μετόχια, μεταξύ τών ό­ποιων συγκαταλέγοντο καί τά ήγεμονικά μοναστήρια Νεάμτς, Μπί­στριτσα, Πούτνα καί Σλάτινα. Τά ίδια περίπου μοναχικά καθιδρύματα άριθμοῦντο καί στήν Μουντένια (Ρουμανική Χώρα). Ένώ στήν Τρανσυλβανία ήταν περίπου 175 μοναστήρια καί σκήτες.

Αλλά καί ό αριθμός τών ήσυχαστών σ' αυτή τήν περίοδο ήταν μεγάλος. Τότε ιδρύθηκαν περί τίς 200 νέες σκήτες καί 40 περίπου μο­ναστήρια, άπό τά όποια μνημονεύουμε τά σπουδαιότερα: Τό Βαράτεκ (1785), τό Αγάθωνος, Γκοροβέῖ, Ντουρέου, Χωραῖτσα καί Συχάστρον στήν Μολδαβία. Ένώ στήν Μουντένια τό Τσιγκανέστ, ή Σουζάνα, Αντίμ, Παντελιμόν καί Βακαρέστ στό Βουκουρέστι, τό Φρασινέῖ, τό Δαῖνίτσι στήν Όλτένια καί άλλα. Τόν 18ον αιώνα άσκοῦντο περισσότερο οί μοναχοί στίς σκήτες, οί ήσυχασταί στίς έρημικές καλύβες παρά στά κοινοβιακά μοναστήρια, όπου υπήρξε όλιγώτερη ησυχία. Επίσης αυτόν τόν αιώνα, σέ μερικά μοναστήρια καί σκήτες, δημιουργήθηκε ένα ρεῦμα πνευματικής αναγεννήσεως ο­λοκλήρου τοῦ ρουμανικού μοναχισμού.

Τήν πρώτη αρχή έκανε ή σκήτη Ποκρώβ, πού ευρίσκεται κοντά στό μοναστήρι Νεάμτς, καί θεμελιώθηκε άπό τόν ήσυχαστή επίσκο­πο Παχώμιο τό 1714. Αυτή συγκέντρωσε περίτούς 100 ήσυχαστάς έκει καί επεβλήθη ή τάξις τής κοινοβιακής ασκητικής ζωής μέ ακατά­παυστη προσευχή, τράπεζα φαγητού μία φορά τήν ημέρα μέ κύρια τροφή τά χορταρικά, συχνή άναχώρησι στήν έρημο, εβδομαδιαία έξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία κάθε δεύτερη εβδομάδα. Έδώ άσκήθηκαν μεγάλοι ήσνχασταί, φημισμένοι Πνευματικοί καί έξορκισταί τών άκαθάρτων πνευμάτων μέχρι τό τέλος τοῦ 19ου αιώνος.

Ή δεύτερη σκήτη μέ τήν ῖδια άναγέννησι στήν Μολδαβία ήταν ή Βορόνα ή όποία είχε μέχρι 100 άναχωρητάς καί κοινοβιάτας μονα­χούς. Ή αυτή ζωή διατηρήθηκε μέχρι τις άρχές τοῦ αιώνος μας, ό­ποτε καί ό άριθμός τών ήσυχαστών ελαττώθηκε στούς 30 στήν Βο­ρόνα καί 10 στά ήσυχαστικά κελλιά τής Βορόνας.

Ό τρίτος μεγάλος σταθμός τής πνευματικής άναπτύξεως στήν Μολδαβία δημιουργήθηκε μέ τόν έρχομό τοῦ μεγάλου ήγουμένου Παῖσίου Βελιτσικόβκσυ άπό τόν Άθωνα μέ τούς 64 μαθητάς του στό μοναστήρι Ντραγκομίρνα τό έτος 1764. Έδώ ή άδελφότης τοῦ Παῖσίου έμεινε μέχρι τό 1775. Τότε δημιουργήθηκε στήν Ντραγκομίρνα ή πρώτη οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, όπου άριθμοῦντο 250 μοναχοί. Επίσης έκεῖ ό Παῖσιος ῖδρυσε τήν πρώτη φιλοκαλική σχολή μετα­φράσεως τών πατερικών έργων άπό τήν άρχαία έλληνική γλώσσα στήν ρουμανική καί σλαβωνική, μεταφράζοντας περί τά 20 σπουδαιότερα άσκητικά έργα. Είναι oi πρώτες μεταφράσεις στήν έθνική ρουμανική γλώσσα άπό τήν έλληνική.

Μετακινούμενος έν συνεχεία στό μοναστήρι Σέκου (1775-1779) καί κατόπιν Νεάμτς (1779-1794) ό όσιος Παῖσιος συγκέντρωσε στό Νεάμτς περί τούς χίλιους μοναχούς γιά τούς όποιους είχε 24 έμπει­ρους Πνευματικούς, 10 ήσυχαστάς καί διδασκάλους τής νοεράς προσευχής, μία σχολή μεταφράσεως καί μαθήσεως τής άρχαίας ελ­ληνικής γλώσσης, μοναδική σ' όλόκληρη τήν Ευρώπη. Αυτή ή σχο­λή μετέφρασε δεκάδες πατερικά έργα πρό δόξαν Θεοῦ καί ωφέλεια τοῦ ορθοδόξου ρουμανικού λαού.

Στήν Μουντένια τό πρώτο έναυσμα τής πνευματικής άναγεννήσεως δόθηκε άπό τόν άγιο ήγούμενο καί Πνευματικό πατέρα τοῦ ό­σιου Παῖσίου, μεγαλόσχημο Βασίλειο άπό τήν σκήτη Ποῖάνα Μάρε (1767). Αυτός έθεμελίωσε καί διωργάνωσε περί τίς 50 σκήτες καί μοναστήρια στήν επαρχία τοῦ Μπουζέου. Μέ τόν μεγάλο ήγούμενο Γεώργιο, προερχόμενον άπό τό μοναστήρι Νεάμτς, ώργανώθηκε καί ανακαινίσθηκε τό 1786 τό μοναστήρι Τσερνίκα, τό όποιον κατέλαβε τήν δεύτερη θέσι τόν 19ον αιώνα μετά τό Νεάμτς.

Oi σπουδαιότεροι όσιοι αύτοῦ τοῦ αιώνος ήταν: Ή Όσία Θεοδώ­ρα τής Σύχλας, ή όποία άσκήτευσε 30 χρόνια σέ μία σπηλιά, ό όσιος Παύλος ό Πνευματικός της, ό όσιος 'Ονούφριος, 'Ιωάννης, Βασίλείος, Άγάθων, Σεβαστιανός καί άλλοι.

Ένα δυνατό πλήγμα δέχθηκε ό ρουμανικός μοναχισμός τό δεύτε­ρο ήμισυ του 18ου αιώνος στήν βόρειο Μολδαβία λόγω τής κατακτή­σεως τής Μπουκοβίνας άπό τους αυστριακούς, μέ αποτέλεσμα τήν διάλυσι όλων τών σκητών καί τών περισσοτέρων μοναστηριών καί τίς δοκιμασίες τοῦ λαοῦ μέχρι τής καταδιώξεώς των. Μεγαλύτερες ήταν οί καταστροφές στά μοναστήρια τής Τρανσυλβανίας τά όποια άριθμοῦντο στά 175 καί διαλύθηκαν μέ βόμβες περί τά 150 κατά τό 1762-1763, άπό τήν βασίλισσα τής Βιέννης, καθολική στό θρήσκευ­μα, Μαρία Τερέζα καί τόν στρατηγό Μπούκωφ, οί όποιοι είχαν κα­ταλάβει τήν Τρανσυλβανία καί προσπαθούσαν νά προσηλυτίσουν στόν καθολικισμό όλους τούς ρουμάνους. Περισσότερο εστράφησαν έναντίον τών μοναχών καί τών μοναστηριών, τά όποια άντεξαν καί διατήρησαν τήν ορθοδοξία σ' όλες τίς πόλεις καί τά χωριά. Γι' αυτό σήμερα έχουμε μόνο τέσσερα μοναστήρια στήν Τρανσυλβανία, πού ήταν ρουμανική έπαρχία καί ένσωματώθηκε μέ τήν υπόλοιπη χώρα τό 1918.

Άφοῦ είδαν οί καθολικοί ότι δεν μπορούν νά προσηλυτίσουν εύ­κολα τούς ρουμάνους, έφεῦρον τήν λεγομένη «Ούνία», μέ αποτέλε­σμα νά άποκόψουν ένα μέρος τών όρθοδόξων ένοριών καινά τούς ύποτάξουν στόν πάπα. Λύτή ή εκκλησία ονομάζεται σήμερα «ρουμανο-καθολική». Έναντίον τής Ούνίας αγωνίσθηκαν πολλοί ιερείς, ίεράρχαι καί μοναχοί τής Τρανσυλβανίας· μερικοί κλείσθηκαν καί στίς φυλακές καί ύπέμειναν μέχρι θανάτου τά βασανιστήρια, όπως ήταν οί άγιοι όμολογηταί Βησσαρίων, Σωφρόνιος καί 'Όπρεα, οί όποιοι αγιοποιήθηκαν άπό τήν 'Ορθόδοξο Ρουμανική Εκκλησία τό 1955. Τό έτος 1948 οί ρουμάνοι ούνῖται τής Τρανσυλβανίας επανήλθαν πά­λι στούς κόλπους τής Μητρός Εκκλησίας καί άντικατεστάθηκε ό κλήρος τών ουνιτών μέ τόν κλήρο τών όρθοδόξων.

Ή αρχή τοῦ 19ου αιώνος συμπίπτει μέ μία κατάπτωσι τής πνευ­ματικής ζωής. Ό άριθμός τών μοναχών έλαττώνεται σημαντικά, οί μεγάλοι Πνευματικοί είναι σπάνιοι καί πολλές άπό τίς έκκλησίες τών σκητών μετατρέπονται σέ ένοριακούς ναούς. Αυτόν τόν αιώνα μόλις λίγες σκήτες καί μοναστήρια ιδρύονται. Είναι ή εποχή τών Φαναριωτών ήγεμόνων, οί σκληρές καταπιέσεις τών Τούρκων. Κα­τά τήν ήγεμονία τοῦ 'Αλεξάνδρου Ιωάννου Κούζα, ό όποιος ένωσε τήν Μολδαβία μέ τήν Μουντένια καί συνέστησε τήν Ρουμανία, ή Έκκλησία καί ό ρουμανικός μοναχισμός έπέρασαν μία μεγάλη κρίσι. Oi μοναχοί ώλιγώστευσαν καί ή πνευματική ζωή περιήλθε σέ μαρασμό. Τά σπουδαιότερα μοναστήρια πού φπέμειναν στήν Μολδαβία ήταν τό Νεάμτς μέ 250 μοναχούς καί ή Άγαπία μέ τό Βαράτεκ καί τά δύο 'ιδιόρρυθμα μέ 1.000 περίπου μοναχές. Ένώ στήν Μουντένια ή Τσερνίκα έκυβερνάτο άπό τόν άγιο Καλλίνικο μέ 200 μοναχούς καί τό Φρασινέῖ μέ 60, ή όποία θεμελιώθηκε άπ' αυτόν. Έκεῖ στό Φρασινέῖ ό άγιος Καλλίνικος έθεσε άπαράβατο νόμο νά μή εισέρχεται καμμία γυναίκα, κατά τήν υπάρχουσα τάξι τοῦ 'Αγίου "Ορους. Κατά τό τέ­λος τοῦ 19ου αιώνος ό ρουμανικός μοναχισμός άριθμεῖ περί τά 250 μόλις μοναστήρια καί σκήτες καί μέ 4.000 μοναχούς καί μοναχές.

Τό πρώτο ήμισυ τοῦ 20ου αιώνος τά μοναστήρια διατηρούνται στό ίδιο επίπεδο. Ή Λαύρα τοῦ μοναχισμού τών ρουμάνων, δηλ. τό Νεάμτς έχει 200 μοναχούς καί άκολουθοῦν τό Σέκου, ή Άγαπία καί τό Βαράτεκ στήν Μολδαβία, ένώ στήν Μουντένια ή Τσερνίκα καί τό Φρασινέῖ.

Κατά τό διάστημα τών δύο παγκοσμίων πολέμων ό μοναχισμός διέρχεται μία υλική καί πνευματική κρίσι. Ένα μέρος τών σκητών καί μικρών μοναστηριών μετατρέπονται σέ ένορίες. Είναι αισθητή ή έλλειψις εμπείρων Πνευματικών γιά τήν καθοδήγησι τών νέων κυ­ρίως μοναχών. 'Αλλά ή έψεσις καί ό ζήλος γιά τόν Χριστό, γιά τήν μοναχική ζωή υπήρξαν πάντοτε στήν Ρουμανία. Σ' όλα τά μοναστή­ρια προσέρχονται νέοι μοναχοί γιά νά άφιερωθούν στόν Χριστό, νά προσεύχωνται καί νά υπηρετούν τήν Εκκλησία.

Κατά τήν περίοδο τών ετών 1950-1980 εγκαινιάζεται μία λαμπρά εποχή άνακαινίσεως, έπιδιορθώσεως τών σκητών καί πνευματικής αναγεννήσεως τών μοναχών τής Ρουμανίας. Μεγάλα μοναστήρια μέ ιστορική σπουδαιότητα άνακαινίζονται μέ χρήματα τοῦ κράτους, έ­νώ οί μικρότερες σκήτες καί έκκλησίες είχαν άνακατασκευασθή ά­πό τούς πιστούς χριστιανούς τών έπαρχιών.

Σήμερα υπάρχουν στήν Ρουμανία πάνω άπό 100 μοναστήρια καί σκήτες πού λειτουργούν, μέ 2.000 περίπου μοναχούς. Σέ 50 καί πλέ­ον τελείται ή Θεία Λειτουργία καθημερινώς ένώ σέ όλα oi γνωστές, κατά τήν παράδοσι, ακολουθίες τής Εκκλησίας. Σέ κάθε μεγάλη έορτή, κάθε Παρασκευή καί στίς τέσσερεις μεγάλες νηστείες συγκεντρώνονται πολλοί πιστοί σ' όλα τά μοναστήρια. Πολλοί άπ' αυτούς έξομολογοῦνται καί έχουν μεγάλη εύλάβεια στούς μοναχούς, διότι oi ρουμάνοι είναι πιστός λαός, αγαπά τόν Θεό, τήν Εκκλησία καί τόν πλησίον.

Τά πλέον πολυσύχναστα άπό τούς πιστούς μοναστήρια κατά τίς τελευταίες δεκαετίες είναι: Ή μονή Συχαστρία, ή Παλαιά Άγαπία καί ή σκήτη Σύχλα στήν Μολδαβία, ένώ στήν Μουντένια τό Φρασινέῖ καί τό Ντίντρουν-Λέμν. 'Ιεραποστολικά μοναστήρια πού προσελ­κύουν πλήθος λαού, κυρίως στίς πανηγύρεις των, είναι αυτά πού έ­χουν άφθαρτα σκηνώματα άγιων καί θαυματουργές εικόνες, όπως: Ό καθεδρικός ναός τοῦ Ιασίου, όπου καί τό Ί. Σκήνωμα τής Όσιας Παρασκευής, τό μοναστήρι τοῦ αγίου 'Ιωάννου τής Σουτσεάβας μέ όλα τά Λείψανα τοῦ άγιου Νεομάρτυρος 'Ιωάννου, τό μοναστήρι Μπίστριτσα μέ τήν Θαυματουργό Εικόνα τής 'Αγίας Άννης καί τό μοναστήρι Νεάμτς μέ τήν εικόνα τής Θεοτόκου, τήν λεγομένη Αὐδιάνκα. Ένώ στήν Μουντένια είναι: Ό καθεδρικός Πατριαρχικός Ναός τοῦ Βουκουρεστίου μέ τό  Σκήνωμα τοῦ Όσιου Δημητρίου τοῦ Μπασαράμπη, τό μοναστήρι Τσερνίκα μέ τά Λείψανα τοῦ αγίου Καλλινίκου καί τό μοναστήρι Κούρτεα στό "Αρντζες μέ τό Ί. Σκή­νωμα τής 'Αγίας Μάρτυρος Φιλοθέης.

Γενικά οί μοναχοί καί τά μοναστήρια τής Ρουμανίας άγωνίζονται νά δοξάζουν τόν Θεό άκατάπαυστα νά διαφυλάττουν τήν 'Ορθοδοξία στήν Ρουμανία, ή όποια καταπολεμείται άπό τίς παντός είδους αιρέ­σεις, να διατηρή τήν πατροπαράδοτη ευλάβεια στήν 'Ορθόδοξο Ρου­μανική Εκκλησία, ή όποία σήμερα έχει 19 εκατομμύρια ορθοδόξους πιστούς, καί νά όδηγή τούς άνθρώπους στήν όδό τής σωτηρίας, κα­τά τό Ευαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν δόξα τής 'Αγίας Τριάδος.

Ιερομόναχος Ίωαννίκιος Μπάλαν

Πνευματικός καί Ίεροκήρυξ 'Ιερά Μονή Μπίστριτσα Μολδαβίας 'Απρίλιος 1985

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τό παρόν βιβλίο αποτελεί τόν καρπό τής προσκυνηματικής μου επισκέψεως στήν Ρουμανία κατά τό φθινόπωρο του 1984. 'Αφορμή στάθηκε ή ανάγκη γνωριμίας μέ τά σπουδαιότερα μοναστικά κέν­τρα τής Ρουμανικής Εκκλησίας, τών οποίων τήν άνά τούς αιώνας παρουσία καί προσφορά στόν πιστό Ρουμανικό λαό, είχα γνωρίσει μεταφράζοντας τό Ρουμανικό Γεροντικό στήν ιδική μας γλώσσα.

Πρός διευκόλυνσι αύτοῦ τοῦ προσκυνήματος δέχθηκα καί τήν φιλόφρονα πρόσκλησι τοῦ συγγραφέως τοῦ Ρουμάνικου Γεροντι­κού, ίερομονάχου Ίωαννικίου Μπάλαν, ό όποιος μαζί μέ άλλους δύο κληρικούς, τόν ιερομόναχο Νικόδημο άπό τήν Σκήτη Κράσνα καί τόν Ιεροδιάκονο Βαρθολομαίο άπό τήν Μονή Συχαστρία, ύπήρξαν οί άμεσοι συνοδοί μου καί εξαιρετικοί άδελφοί έν Χριστώ, οί όποιοι έθυσίασαν πολλές ήμέρες γιά νά μέ εξυπηρετήσουν σ' αύτό τό προσκύνημά μου καί νά μοῦ προσφέρουν πολλά στοιχεία γιά τήν σύνταξι αύτοῦ τοῦ βιβλίου.

Ή συγγραφή τοῦ παρόντος «Όδοιπορικοῦ τής 'Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας» έγινε κατόπιν υπακοής στόν σεβαστό μου Γέροντα καί Ήγούμενο τής 'Ιεράς μου Μετανοίας, Πανοσιολογιώτατο 'Αρχιμανδρίτη Γεώργιο, ό όποιος μοῦ έδωσε καί τήν ευ­λογία του γι' αυτό τό ταξείδι μου.

Στίς σελίδες του θα γνωρίση ό ευσεβής άναγνώστής τήν διοίκησι συνοπτικώς τής όμοδόξου 'Αδελφής Εκκλησίας καί τήν ποι­μαντική της δραστηριότητα πρός στηριγμό καί σωτηρία τοῦ εύσεβοῦς κλήρου καί λαοῦ της.

Σ' άλλο εκτεταμένο κεφάλαιο άναφέρονται ξεχωριστά τό κάθε μοναστήρι ή σκήτη πού επισκεφθήκαμε. Εκτός άπό τά Ιστορικά, αρχαιολογικά, εθιμοτυπικά, εορταστικά καί μορφολογικά στοι­χεία πού πλουτίζουν τό περιεχόμενο γιά έκάστη Μονή, διανθίζεται τό βιβλίο καί μέ πνευματικούς διάλογους πού είχαμε τήν δυνατότη­τα να συνάψουμε μέ μερικούς άπό τούς σπουδαιοτέρους έκπροσώπους τής Ρουμανικής Εκκλησίας.

Έν συνεχεία εκτίθεται ό ανεκτίμητος θησαυρός γιά μία Εκκλη­σία, τά 'Ιερά Λείψανα τής Ρουμανικής Εκκλησίας, μερικά τών ό­ποιων είναι άφθαρτα καί εορτάζονται πανηγυρικώς μέ τήν πάνδημη συμμετοχή χιλιάδων προσκυνητών άπ' ολόκληρη τήν Ρουμανία καί τίς γειτονικές ορθόδοξες χώρες.

"Ενα άλλο κεφάλαιο άναφέρεται στίς θαυματουργές εικόνες, εκ τών οποίων μερικές έχουν τήν προέλευσι άπό τό ένδοξο Βυζάντιο. Μαζί μέ αύτές σημειώνονται καί μερικά θαύματά των άντιπροσωπευτικώς.

Στό τέλος έχουν τοποθετηθή πίνακες μέ όλα τά μοναστήρια, τίς σκήτες μέ τά ονόματα τών ήγουμένων, τόν άριθμό τών μοναχών καί τήν επαρχία στήν όποία εύρίσκονται τό καθένα, ώστε να γνωρί­ζουν, όσοι θέλουν νά επισκεφθούν τήν Ρουμανία, πού μπορούν νά υ­πάγουν γιά νά ώφεληθοῦν πνευματικώς καί νά άντικρύσουν τήν ώραία άρχιτεκτονική καί τήν παράδοσι τών Μονών.

Θεωρώ επιβεβλημένο καθήκον μου νά εύχαριστήσω ταπεινώς ό­λους όσους συνήργησαν γιά νά έπιτευχθή αυτό τό προσκύνημά μου καί νά γραφή τό παρόν βιβλίο, τό όποιον θά μας κατατόπιση γιά τήν Ρουμανική ορθόδοξο πνευματικότητα καί τήν μοναστική της παράδοσι.

Κατ' άρχάς ευχαριστώ τόν σεβαστό μου Γέροντα καί όλους τούς άδελφούς τής Ιεράς μου Μετανοίας, διότι μέ τίς εύχές καί προσευχές τους μέ ενίσχυσαν καί μέ συνώδευσαν σ' αυτό τό προ­σκύνημά μου.

Εύχαριστώ μέ βαθειά ευλάβεια τόν Μακαριώτατο Πατριάρχη τής Ρουμανικής Εκκλησίας κ. κ. Ίουστῖνο, διότι εύλόγησε καί εύχήθηκε γιά τήν πραγματοποίησι αύτής τής επισκέψεως στά μονα­στήρια τής Εκκλησίας του.

'Ιδιαιτέρας ευχαριστίας άπευθύνω στούς τρεις προμνημονευθέντας στήν άρχή κληρικούς τής Ρουμανικής Εκκλησίας γιά τήν άδελφική ίων συμπαράστασι, τήν φιλοξενία στίς Μονές των καί τήν προσφορά τών πολυτίμων στοιχείων γι' αύτό τό μικρό μου έργο.

Τέλος εύχαριστώ δλους τούς καθ' οιονδήποτε τρόπο συμβαλόντας στήν απρόσκοπτη καί άνετη διακίνησι καί έπίσκεψί μου στίς ρουμανικές εστίες τοῦ μοναχικού πολιτεύματος, Πανοσιωτάτους πατέρας, ηγουμένους, Πνευματικούς καί τίς Γερόντισσες μοναχές καί δλους τούς έργάτας τής αγάπης τοῦ Χριστοῦ, οί όποιοι μέ έβοήθησαν έκαστος μέ τόν τρόπο του σ' αυτό τό προσκύνημά μου στήν χώρα τους.

Ικετεύω τόν Κύριό μας Ίησοῦ Χριστό νά εύλογήση τό ταπεινό αυτό πόνημά μου καί νά άποβή πρός δόξαν τοῦ 'Αγίου 'Ονόματος Του καί τής Άγιωτάτης Μητρός μας 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκ­κλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ό εν μοναχοῖς ελάχιστος Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Έγραφον εν τή Ίερα Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ 'Ο­σίου Γρηγορίου τήν 13ην Φεβρουαρίου 1986 εορτή τοῦ 'Οσίου Μαρτινιανοῦ καί τοῦ 'Οσίου Συμεών τοῦ Μυροβλύτου τοῦ Χιλανδαρινοῦ.

 

1) Ή άναχώρησις

Μέ τήν ευλογία τοῦ σεβαστού μου Γέροντος καί τίς άγγελικές προσευχές τών εν Χριστώ άδελφών τής 'Ιεράς Μετανοίας μου τήν 20ήν Σεπτεμβρίου παλαιού ήμερολογίου 1984 εγκατέλειψα τά.αγα­πητά ελληνικά σύνορα καί, γιά πρώτη φορά στήν ζωή μου, διέσχι­σα ξένα εδάφη καί πατρίδες μέ τουριστικό ποῦλμαν τοῦ Πρακτο­ρείου Ταξειδίων «Αρίων».

Μαζί μου, εκτός τών προσωπικών άντικειμένων μου, επήρα μι­κρή ποσότητα άγιορειτικοῦ θυμιάματος, σταυρουδάκια καί χάρτι­νες είκονίτσες. "Ολα αύτά προκειμένου νά εισαχθούν άνεμπόδιστα στήν Ρουμανία συνωδεύοντο άπό σφραγισμένο γράμμα τής Μονής καί έπάνω στά κουτιά ή διεύθυνσις «Πρός τήν Ρουμανικήν Όρθόδοξον Έκκλησίαν» μέ σφραγίδα επίσης τής Μονής.

Στά έλληνο-σερβικά σύνορα, διότι μέσῳ Σερβίας ταξιδεύσαμε, έγινε σύντομος έλεγχος, ιδιαίτερα τών διαβατηρίων μας και, άφοῦ έπληρώσαμε έκαστος ταξιδιώτης ώς φόρο στό κράτος αύτό 600 δραχμές, συνεχίσαμε τό ταξείδι μας.

Σέ μήκος πολλών χιλιομέτρων μας συνώδευε ό Αξιός ποταμός πού άλλοτε όρμητικά καί άλλοτε άθόρυβα, μέσα άπό χαράδρες καί πεδιάδες, κατέβαζε τά νερά του στόν Θερμαῖκό κόλπο. Ή φθινο­πωρινή όμίχλη, οί πρωινές δροσοσταλίδες, οί ψιλές καί άραιές βροχές ήλθαν νά μάς προῦπαντήσουν καθώς διανύαμε έπί εννέα ώ­ρες τό σερβικό έδαφος.

Έκεῖ άντίκρυσα ένα κράμα παλαιάς καί νέας αρχιτεκτονικής δομής τών σπιτιών καί πολυορόφων κτιρίων. Είδα καθ' όδόν χω­ριουδάκια χωρίς τήν έπίδρασι τοῦ τεχνικού λεγομένου πολιτισμού. Τά σπίτια κτισμένα μέ πλίνθους, τά μπαλκόνια ξύλινα, οί άνθρω­ποι ντυμένοι μάλλον πτωχικά, έβάδιζαν βιαστικοί γιά τίς δουλειές τους, λόγω τοῦ ψύχους. Στό μέσον κάθε χωριοῦ ύψωνόταν ή σταυ­ροειδής μετά τρούλλου έκκλησία τους, ώς σωστική κιβωτός καί παρήγορη μητέρα γι' αύτούς πού ύπομένουν τά δεινά τής παρούσης ζωής γιά τήν άπόλαυσι τής μελλούσης.

Σέ λίγο διάστημα, εντός άκόμη τοῦ σερβικοῦ εδάφους, βλέπου­με νά άπλώνεται ό Δούναβις ποταμός, παράλληλα σχεδόν πρός τήν διαδρομή μας. Είναι τόσο πλωτός, ώστε ή έρώτησίς μου πού έ­κανα στόν διπλανό μου, ποιά λίμνη είναι αύτή, δέν προκάλεσε θυμηδία.

Σέ λίγο άφήνουμε τήν Σερβία καί μπαίνουμε στό Τελωνείο τών συνόρων τής Ρουμανίας. 'Εδώ ή καθυστέρησις διήρκεσε δύο ώρες. Ό τελώνης συγκέντρωσε τά διαβατήρια, έγραψε τά στοιχεία κάθε ταξιδιώτου, τόν σκοπό επισκέψεως στήν χώρα των, έγινε σύντομος ό έλεγχος τών άποσκευών, έλαβαν άδεια εισόδου, όσοι δέν είχαν προμηθευθή άπό τό Ρουμανικό Προξενείο 'Αθηνών, καί συνεχίσθη­κε τό ταξείδι μας μέσα στήν Ρουμανία.

Γιά άρκετά χιλιόμετρα δεξιά μας συνώδευε ό Δούναβις καί άριστερά ή σιδηροδρομική γραμμή. Ή Ρουμανία, καθώς βλέπαμε, εί­ναι μία άπέραντη σχεδόν πεδιάδα, άν βέβαια εξαιρέσουμε τίς δα­σώδεις εκτάσεις τών Καρπαθίων ορέων, πού έκτείνονται στά κεν­τρικά εδάφη τής Χώρας ύπό μορφήν σχεδόν κύκλου καί συνεχίζον­ται πρόν τήν βόρειο Μολδαβία. Ή έκτασίς τους καλύπτει τό ένα πέμπτο τής όλης έπιφανείας τής Χώρας.

Καί εδώ ή ἴδια σχεδόν εικόνα, όπως στήν Σερβία. Έκεῖ τά χω­ριά συνήθως είναι κτισμένα κατά μήκος άμαξιτών όδών, γιά νά μή καλύπτουν πεδινές περιοχές τίς όποιες καλλιεργεί τό κράτος. Τά σπίτια πτωχά περιφραγμένα μέ ξύλινα-άκομψα κιγκλιδώματα, ό­που στό ελάχιστο έδαφος πού παραχωρεί τό κράτος, περίπου ένα στρέμμα, θά πρέπει νά συζήσουν ολίγα δένδρα, λουλούδια, λαχανι­κά καί έλάχιστα κατοικίδια ζώα.

Οί ρουμάνοι ορθόδοξοι, κατά τό πλείστον, άδελφοί μας, δέν γνωρίζουν άλλο δρόμο, εκτός άπ' αύτόν πού όδηγεῖ άπό τό σπίτι στό εργοστάσιο ή τίς κρατικές καλλιέργειες. Δέν έχουν χρόνο γιά άλλες κοινωνικές άσχολίες, πολιτικολογίες, φλυαρίες σέ χώρους πού συχνάζουν οί τεμπέληδες τής ήμέρας. Ζουν μέ τό μεροκάματο, τήν ύπομονή καί τήν τελευταία έλπίδα τους στόν παντοδύναμο Θεό. Δέν έχουν τήν δυνατότητα νά δημιουργήσουν άτομική περιου­σία. Μά καί άν κατορθώσουν έπί παραδείγματι νά κτίσουν ένα μι­κρό σπιτάκι, δέν έχουν δικαίωμα άπό τό κράτος νά τό κληρονομή­σουν κατόπιν τά παιδιά των, άλλά γίνεται κρατικό. Έκεῖ τά πάντα κατέχει τό κράτος καί δλοι εργάζονται γιά νά ζήσουν, νά πληρώ­σουν ενοίκιο, φώς, νερό, εφορίες κλπ. Οί διάφορες στό παρελθόν εθνικές καί πολιτικές δοκιμασίες τούς έχουν διδάξει τήν άδιάστατη ύπομονή. "Ετσι μπορούν νά περνούν τήν ημέρα τους μέ τό «Δόξα σοι ό Θεός...».

Στό πέταγμα τής ματιάς δεξιά καί άριστερά του δρόμου, έβλέπαμε τίς άχανεῖς εύφορες έκτάσεις. Μέ τίς άμέτρητες ποσότητες παραγωγής σέ άραβόσιτο, σιτάρι, τεύτλα, φρούτα, κυρίως μήλα, λαχανικά καί άλλα είδη. Ή Ρουμανία, μέ τόν λιτό τρόπο ζωής πού έχει επιβάλει στούς κατοίκους της, όχι μόνο συντηρείται άλλά καί εξάγει στό έξωτερικό.

Διανύοντας τήν δημόσια όδό γιά τό Βουκουρέστι — ήταν άπόγευμα — παραξενεύθηκα όταν είδα παιδάκια, σέ καιρό φθινοπώρου νά άνηφορίζουν δρομάκια άνάμεσα στίς άπέραντες πεδινές εκτά­σεις. Σκέφτηκα γιά λίγο ότι πηγαίνουν γιά έκδρομή νά παίξουν καί ξεκουρασθοῦν άπό τήν ύπερέντασι τών σχολικών των μαθημάτων. Ερώτησα όμως τόν διπλανό μου, έλληνα φοιτητή στήν Ρουμανία, καί ιδού ή άπάντησις: Τό κράτος, όταν έχει άνάγκη στίς γεωργικές έργασίες, επιστρατεύει τούς πάντες. "Ετσι λοιπόν, εδώ παιδιά Δη­μοτικού σχολείου, άλλού στρατιώται, χωρικοί, φοιτηταί, φοιτή- τριαι, άκόμη καί τσιγγάνοι δίνουν τό παρόν στό έκτακτο κάλεσμα τής πατρίδος των. Στήν Ρουμανία δέν ύπάρχει άνεργία. "Οσοι θέ­λουν εργάζονται καί ύπάρχει γιά όλους εργασία στά χωράφια κυ­ρίως καί στίς βιομηχανίες. Μά όταν δέν θέλουν νά έργάζωνται καί οί παραγωγές κινδυνεύουν νά χαθούν, λόγω τοῦ πρώιμου έκεῖ χειμώνος, τότε τό κράτος άναγκάζεται νά καλέση σέ βοήθεια τόν στρατό, τόν φοιτητόκοσμο καί τούς μαθητάς τής μέσης καί στοι­χειώδους εκπαιδεύσεως. Μάλιστα γιά τούς φοιτητάς ή στρατιωτική θητεία έχει όρισθή έτσι, ώστε άπό τούς 18 μήνες νά υπηρετούν μόνο τούς μισούς, ένώ τούς υπόλοιπους νά τούς υπηρετούν ώς έ­κτακτοι εργαζόμενοι στίς καλλιέργειες τοῦ κράτους, συγχρόνοκ νά είναι καί φοιτηταί.

 

2) Ή πρωτεύουσα τής Ρουμανίας

Μετά άπό οκτώ ώρες, άφ' ότου άναχωρήσαμε άπό τά ρουμανι­κά σύνορα, έφθάσαμε στήν πρωτεύουσα τής Ρουμανίας, τό Βου­κουρέστι.

Τό Βουκουρέστι είναι ή τέταρτη κατά σειράν πρωτεύουσα τής Ρουμανικής Χώρας ή Ούγγροβλαχίας. Οί παλαιότερες πρωτεύου­σες ήταν: τό "Αρντζες, τό Κίνπου-Λούνγκ καί ή Τιργκόβιστα, ό­που, ·ώς γνωστόν, έχρημάτισε μητροπολίτης, μετά τήν άναχώρησί του άπό τόν πατριαρχικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, ό άγιος Νήφων Διονυσιάτης.

Είναι παλαιά πόλις μέ ώραιότατα άρχιτεκτονικά κτίρια, πέριξ τής όποιας εχει κτισθή ή σύγχρονη πόλις μέ τίς πανύψηλες πολυκα­τοικίες καί τίς μεγάλες λεωφόρους. Σήμερα έχει πληθυσμό περίπου δύο εκατομμύρια κατοίκους καί είναι ό κεντρικός συγκοινωνιακός κόμβος τής χώρας.

Κτισμένη στήν πεδιάδα τοῦ Δουνάβεως, διασχίζεται άπό τόν ποταμό Ντιμποβίτσα καί περιλούζεται στό βόρειο μέρος άπό τόν παραπόταμο Κολεντίνα, πού σχηματίζει μία όλόκληρη σειρά άπό μικρές λίμνες, οί όποιες σάν περιδέραιο τήν περικοσμοῦν.

Ή ιστορία τής πόλεως άρχίζει άπό τήν παλαιολιθική έποχή, κα­θώς τό μαρτυροῦν άρχαιολογικά εύρήματα σέ διάφορες συνοικίες της. Οί κάτοικοι τότε ώνομάζοντο Γότθοι, Δάκες, Σκῦθες καί Δακορουμάνοι. Έπίστευσαν στόν Χριστό, μέσφ τοῦ 'Αποστόλου 'Αν­δρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, καί προσέφεραν μάρτυρας στόν βωμό τής πίστεως καί άγιους ίεράρχας στήν 'Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τέ­τοιοι είναι οί 'Επίσκοποι τής τότε επισκοπής Τόμεως στήν Ντομ­πρότζεα Εύαγγελικός, Τίτος, Γορδιανός, οί μάρτυρες 'Επίκτητος ιερεύς καί Άστίων μοναχός, Σάββας, Νικήτας καί άλλοι.

Χρήσιμο θά είναι έδώ νά σημειώσουμε μερικά άπό τά σπουδαιό­τερα θρησκευτικά μνημεία τής πρωτευούσης:

Ή έκκλησία τοῦ Εύαγγελισμοῦ τής Θεοτόκου, δίπλα στά έρείπια τοῦ ήγεμονικοῦ παλατιού. Είναι τό παλαιότερο διασωζόμενο οικοδόμημα τής πόλεως, τό όποιον ιδρύθηκε άπό τόν ηγεμόνα Μίρτσεα Τσιομπάν τό 1558. "Αλλη εκκλησία είναι τοῦ ήγεμόνος Μι­χαήλ τοῦ Γενναίου, αντιπροσωπευτικό μνημείο άρχιτεκτονικής τοῦ 16ου αιώνος.

Ό μητροπολιτικός ναός τοῦ Βουκουρεστίου, πρός τιμήν τών ά­γιων Ίσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ελένης, ιδρύθηκε άπό τόν ήγεμόνα Κωνσταντίνο Σερμπάνο τό 1657. Είναι σύνθεσις βυζαντι­νού ρυθμοῦ μέ ντόπιες έπιδράσεις. "Εχει άνοικτό νάρθηκα πού στη­ρίζεται σέ κολώνες μέ σκαλιστά τόξα. Ό κυρίως ναός έσωτερικά δέν χωρίζεται σέ έσωνάρθηκα, άλλά είναι ένα τεράστιο χάος, τό ό­ποιον πρό τοῦ τέμπλου επεκτείνεται δεξιά καί άριστερά, σχηματί­ζοντας έτσι τούς δύο άγιορειτιστί λεγομένους χορούς.

Δεξιά μας, μετά τήν είσοδο, άντικρύζουμε δύο μαρμαρίνους τά­φους. 'Ανήκουν στούς πρώτους πατριάρχας τής Ρουμανικής 'Εκ­κλησίας, Μύρωνα καί Νικόδημο. 'Αριστερά μας, έπί ειδικής εξέ­δρας, είναι τοποθετημένος ό πολυτιμώτερος θησαυρός τών πιστών τοῦ Βουκουρεστίου, άλλά καί όλης τής Ρουμανίας. Είναι τό ολό­σωμο καί εύωδιάζον Λείψανο τοῦ Όσίου Δημητρίου τοῦ Μπασα- ράμπη. Θά όμιλήσουμε εκτενέστερα γιά τόν "Οσιο Δημήτριο, όταν τό πρόγραμμα τοῦ προσκυνήματος μας φέρει τά βήματά μας στόν έορτασμό τής μνήμης του, πού τελείται πανηγυρικά τήν 27ην 'Ο­κτωβρίου εκάστου έτους.

"Αλλο άξιομνημόνευτο χριστιανικό μνημείο τής πόλεως είναι τό Πατριαρχικό Μέγαρο, τό όποιον εύρίσκεται απέναντι άπό τόν προμνημονευθέντα καθεδρικό ναό. Ή άνοικοδόμησίς του άρχισε ταυτόχρονα μέ τόν μητροπολιτικό ναό, άλλά άποπερατώθηκε τό 1708. Έδώ μένει ό Μακαριότατος Προκαθήμενος τής Ρουμανικής 'Εκκλησίας Κύριος Κύριος Ίουστῖνος, ό όποιος ποιμαίνει τούς ορ­θοδόξους ρουμάνους άπό τό 1977.

Ή έκκλησία Κόλτσεα είναι έργο τοῦ πρωτοσπαθαρίου Μιχαήλ Κατακουζηνοῦ άπό τό 1702. Πλησίον αύτής ήγειρε καί ένα νοσοκο­μείο, τό όποιον άνακαινίσθηκε τόν περασμένο αιώνα. Ό νάρθηξ περιβάλλεται άπό κολώνες μέ πέτρινα σκαλιστά κιγγλιδώματα. 'Αξιοπρόσεκτα είναι καί τά πέτρινα προπύλαια, στολισμένα μέ πλούσιες σκαλιστές διακοσμήσεις.

Τό μοναστήρι τοῦ άγίου ίεράρχου τοῦ Βουκουρεστίου, 'Ανθίμου τοῦ "Ιβηρος είναι δικό του δημιούργημα άπό τό 1715. 'Εδώ (βλέπε Ρουμανικό Γεροντικό σελ. 114) εγκατέστησε ό 'ίδιος τυπογραφείο καί έξέδωκε πολλά βιβλία σέ διάφορες γλώσσες, τά περισσότερα έκ τών όποιων ήταν μεταφράσεις άπό ελληνικά πατερικά κείμενα. Ό ίδιος ήταν κάτοχος πολλών ξένων γλωσσών καί, παρότι προερ­χόταν άπό τήν 'Ιβηρία, ύπηρέτησε μέχρι θυσίας καί τής ζωής του ά- κόμη τήν Ρουμανική Έκκλησία. Ό έξωνάρθηξ έχει ένα μεγαλο­πρεπή πέτρινο διάκοσμο, ένώ ή θύρα εισόδου στήν έκκλησία είναι στολισμένη μέ πλούσιες, σκαλιστές παραστάσεις άπό τήν έποχή τοῦ άγίου 'Ανθίμου. Εντός καί δεξιά τοῦ ναοῦ εύρίσκεται μία άργυρά θήκη μέ τεμάχια ιερών Λειψάνων, τά όποια άνήκουν στόν άγιο Παντελεήμονα, στούς άγιους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας καί στόν άγιο Νεόφυτο.

Ή Μονή τιμάται στήν μνήμη τών 'Αγίων Πάντων. Σήμερα είναι ένα μικρό κοινόβιο άπό πέντε ίερομονάχους καί μέ ήγούμενο. τόν έβδομηκονταετή άρχιμανδρίτη π. Σοφιανό. Ή προσωπικότης του είναι γνωστή σ' όλο σχεδόν τόν θρησκεύοντα ρουμανικό λαό σήμερα. Εἶναι ό μεγαλύτερος καθηγητής βυζαντινής αγιογραφίας κα πρώτος άγιογράφος, σπουδαίος Πνευματικός, ενάρετος μοναχός καί γλυκύφθογγος πρωτοψάλτης.

 Γεννήθηκε τό 1912 στήν Βεσσαραβία, τήν παλαιά Μολδαβία, ό όποία άπό τό 1944 άνήκει στήν Ρωσία. Μετέβη γιά μοναχός στήν μονή Ντομπροῦσα σέ ήλικία 14 έτων, ένώ στήν μονή τοῦ 'Ανθίμου εύρίσκεται άπό τό 1940.

Μαζί του είχαμε καί τόν παρακάτω διάλογο βάσει ερωτήσεων τίς όποιες άπηύθυνε ό άγαπητός φίλος έν Χριστώ ιερομόναχος π. Ίωννίκιος Μπάλαν.

  Ποιό είναι, πάτερ Σοφιανέ, τό μεγαλύτερο έργο τοῦ μοναχοῦ, άλλά καί τοῦ λαῖκού;

  Τό σπουδαιότερο έργο είναι νομίζω ό άγιασμός τής προσωπι­κής μας ζωής έν πνεύματι ταπεινώσεως. Πραγματική ώφέλεια έ­χουμε, όταν ύπάρχη διάκρισις, ή όποία εξασφαλίζει εσωτερική ει­ρήνη καί ψυχική ισορροπία.

   Ποιός είναι ό πρωταρχικός σκοπός τής έκκλησιαστικής ζω­γραφικής στήν ορθόδοξη εικονογραφία;

  Σκοπός τής έκκλησιαστικής ζωγραφικής είναι νά δημιουρ- γήση σκέψεις καί στοχασμούς στόν πιστό χριστιανό πού προσεύχε­ται, προκειμένου αύτός νά κατανοήση καί ζήση καλλίτερα τήν α­γία χριστιανική πίστι.

Σήμερα, άριστερά τοῦ μοναστηριακού ναού, σ' ένα κτίριο μεγά­λης άρχιτεκτονικής άξίας, στεγάζεται ή Γραμματεία τής Τεράς Συ­νόδου, τής όποιας τήν διεύθυνσι έχει ό πρώτος βοηθός Επίσκοπος τοῦ Πατριάρχου, Θεοφιλέστατος Βασίλειος Κωστίν. Αύτός έτελείωσε θεολογικός σπουδάς στήν 'Αθήνα, έργάζεται μέ νεανικό ένθουσιασμό καθότι τεσσαρακονταετής στήν ήλικία καί ύποδέχεται πρόθυμα κάθε πιστό καί ιδιαίτερα έλληνα προσκυνητή ή φοιτητή, προκειμένου νά παράσχη κάθε δυνατή έξυπηρέτησι.

Στό Βουκουρέστι, πλησίον τής Ελληνικής Πρεσβείας, ή όποία πρόσφατα μεταφέρθηκε άλλοῦ, ύπάρχει καί ή Έλληνική έκκλησία. Ιδρύθηκε τό 1907 έπί βασιλείας τοῦ έλληνος Γεωργίου τοῦ Α' καί τοῦ ρουμάνου Καρόλου τοῦ Α'. Είναι μετρίων διαστάσεων, ρυθμοῦ Βασιλικής, όλομάρμαρος καί όμοιάζει εξωτερικά μέ τήν Άκρόπο- λι 'Αθηνών. Περιστοιχίζεται έξωτερικά μέ μαρμάρινες κολώνες πού σχηματίζουν παράλληλες ή καθεμία ραβδώσεις καί έξέχουν κατά τό ήμισυ άπό τήν τοιχοδομία.

Εκτός τών θρησκευτικών μνημείων πού ξεπερνούν τά εκατό εντός τής πρωτευούσης, θά άπαριθμήσουμε άκόμη μερικά άπό τά 32 εξέχοντα μουσεία, τά όποια άλλωστε άναφέρονται καί στόν ρουμα­νικό τουριστικό όδηγό τοῦ 1982. Τά σπουδαιότερα άπ' αύτά είναι: Τό μουσείο τέχνης τής σοσιαλιστικής Ρουμανίας, τό μουσείο συλ­λογής τής τέχνης μέ έργα ρουμάνων καί ξένων καλλιτεχνών, τό μουσείο τοῦ έθνικοῦ θεάτρου, τό μουσείο τής ρουμανικής μουσι­κής, τό μουσείο τής ιστορίας τοῦ Βουκουρεστίου καί άλλα. Εκτός άπ' αύτά ό έπισκέπτης εδώ θά πρέπει νά έπισκεφθή τόν Βοτανικό Κήπο, τόν Ζωολογικό καί τό πάρκο τής νεολαίας.

Τό παλαιό Βουκουρέστι διακρίνεται γιά τά μεγαλοπρεπή κτίριά του, τά όποια έχουν γεωμετρικές άποκλίσεις, είναι διακοσμημένα μέ άνάγλυφες παραστάσεις, άετώματα, βρεφικά άγαλματίδια καί άλλα ιδιάζοντα έντόπια σχέδια που προκαλούν στόν επισκέπτη τόν θαυμασμό.

 

3) Συναντήσεις μέ εξέχουσες θρησκευτικές προσωπικότητες

Μέσα στό πλήθος τών διανοουμένων πού άντικείμενό τους έ­χουν τόν φθαρτό κυρίως άνθρωπο, ύπάρχουν καί πολλοί δέκται τοῦ ούρανίου μηνύματος, πού άναγγέλλουν μέ τό τάλαντο τους στίς καλοπροαίρετες ψυχές τό «Υιέ μου, δός μοι σήν καρδίαν». Άνάμεσά τους ξεχωρίζουν τρεις προσωπικότητες: ό ένας θεολόγος, ό άλ­λος ιατρός καί ό τρίτος ποιητής. Είναι καί οί τρεις στενοί φίλοι καί συνεργάται τοῦ άγαπητοῦ μου εν Χριστῶ π.Ίωαννικίου Μπάλαν.

Τό πρώτο κιόλας βράδυ, άφ' ότου έφθασα στό Βουκουρέστι, ε­πισκέφθηκα μέ τόν π. Ίωαννίκιο τόν κορυφαίο τής 'Ορθοδοξίας θεολόγο καί ακούραστο εργάτη τοῦ Ευαγγελίου τοῦ Χριστού Πρω­τοπρεσβύτερο π. Δημήτριο Στανιλοάε. Μένει μέ τήν πρεσβυτέρα του Μαρία στήν ὁδό Τσερνίκας 7, σ' ένα διαμέρισμα δύο δωμα­τίων. Στό ένα εύρίσκεται τό γραφείο του, τ' άφθονα βιβλία σέ διά­φορες γλώσσες, οί σημειώσεις, μεταφράσεις, δοκίμιά του, ένώ στό άλλο δωμάτιο του είναι ή κρεββατοκάμαρά τους. Ή σπουδαιότερη τώρα άπασχόλησίς του είναι ή μετάφρασις ελληνικών πατερικών κειμένων, χάριν τής όποιας διέδωσε, μέσω τών δεκάδων μεταφρα­στικών του βιβλίων, τόν πλούτο τής ορθοδόξου πνευματικότητος καί πατερικής σοφίας στούς ομογενείς του. Μέ φοίτησι μόνο οκτώ μηνών ώς πρωτοετής φοιτητής τής θεολογικής σχολής 'Αθηνών, κατώρθωσε μέ προσωπική του μελέτη καί επιμέλεια νά έκμάθη καλά τήν αρχαία έλληνική γλώσσα καί νά προσφέρη έτσι τόν έαυτό του, σ' όλη του τήν ζωή στό έργο τής Εκκλησίας. 'Αναδείχθηκε γιά μία καί πλέον πεντηκονταετία δογματολόγος παγκοσμίου φή­μης, προστάτης τής 'Ορθοδόξου πίστεως, καθηγητής τής πατερικής θεολογίας, μεταφραστής πατερικοῦ θησαυροῦ, άκάματος συγ­γραφεύς θεολογικών έργων, πρότυπον έναρέτου ιερέως καί Πνευ­ματικός πατήρ πολλών εύλογημένων ψυχών. 'Εκτός άπό τά διάφο­ρα σέ περιοδικά θεολογικά του άρθρα ό πατήρ Δημήτριος μας αφή­νει ώς πλούσια κληρονομιά, δύο μνημειώδη έργα του: Τήν Ρουμανι­κή Φιλοκαλία τών νηπτικών Πατέρων, ή όποία άποτελεῖται άπό 12 τόμους καί έχει μεταφρασθή καί σχολιασθή άπό τόν ῖδιον καί τήν 'Ορθόδοξη Δογματική του σέ τρεις τόμους.

Μά καί τώρα στά 83 χρόνια του τόν εύρήκαμε νά μεταφράζη τό «Περί τών δύο θελήσεων του Χριστού» έργο τοῦ αγίου Μαξίμου τοῦ Όμολογητοῦ, άφού προηγουμένως είχε τελειώσει τόν άββά Βαρσανούφιο. Τοῦ προσέφερα ολίγο άγιορείτικο θυμίαμα, τόν όσιο Σάββα τόν Βατοπεδινό καί τήν έργασία τοῦ άδελφοῦ τής Μονής μας ίερομ. Συμεών «Τό "Αγιο "Ορος σήμερα». Τά δέχθηκε μέ πρωτοφα­νή χαρά καί μέ άνοικτές τίς άγκάλες μας άσπάσθηκε. Στήν συνέ­χεια μοῦ είπε: «Ἀγαπώ τόν π. Γεώργιο (ήγούμενο τής Ἱεράς Μονής Γρηγορίου καί Γέροντά μου) καί χαίρομαι γιά τό έργο πού έκανε τό­σο στόν κόσμο όσο καί στό μοναστήρι μέ τήν έπάνδρωσι τής Μο­νής. Πολύ μέ χαροποιεί ή έπάνδρωσις τοῦ 'Αγίου "Ορους». Τόν έρώτησα:

  Πάτερ Δημήτριε, πέστε μου κάποιο ψυχωφελή λόγο νά τόν μεταφέρω ώς εύλογία στόν Γέροντά μου καί στούς πνευματικούς α­δελφούς μου.

  Νά είπήτε ότι άγαπώ καί εκτιμώ τόν Γέροντά σας καί εύχο­μαι οί πατέρες τής Μονής σας καί όλοκλήρου τοῦ 'Αγίου "Ορους νά επαυξήσουν τήν πίστι τους γιά νά λάβουν άξία καί ζωή τά έργα τους καί νά γίνουν λαμπρό παράδειγμα καί στούς άλλους.

  Τόν έρώτησα νά μοῦ είπή κάτι γιά τόν σημερινό κόσμο καί μοῦ άπήντησε:

   Ό κόσμος δέν θά μπορέση νά ζήση μέ τόν τρόπο ποῦ ζή σή­μερα περισσότερο άπό δέκα χρόνια. "Ενας μεγάλος πόλεμος θά ξεσπάση καί θά άλλάξη τήν παροῦσα κατάστασι. "Οταν ή Εκκλησία διωκόταν άπό τούς ρωμαίους τυράννους καί άλλους εχθρούς της, οί μοναχοί έξεσηκώνοντο κατά χιλιάδες καί έπήγαιναν στίς πό­λεις, έδίδασκον τόν λαόν, ώμολογοῦσαν τόν Χριστό, ύπερασπίζοντο τήν πίστι καί, όταν έκόπαζε ό σάλος τών διωγμών καί αιρέσεων, έπέστρεφαν στήν έρημο. "Ετσι καί ή Εκκλησία σήμερα έχει τήν άνάγκη τής παρουσίας τοῦ μοναχισμού κοντά της. Τώρα δέν είναι καιρός νά μένουμε στά μοναστήρια. Πρέπει νά εξέλθουν οί κατάλ­ληλοι γιά νά βοηθήσουν τόν λαόν τοῦ Κυρίου, πού λυμαίνονται οί ε­χθροί τής πίστεως.

Στό έρώτημά μου, «τί θέλετε νά κάνη ή ιδική μας 'Εκκλησία ώς εύγνωμοσύνη γιά τήν προσφορά σας στήν πατερική θεολογία;» έκείνος μοῦ απάντησε:

— Επιθυμώ νά μεταφράσετε τήν Δογματική μου στήν έλληνική γλώσσα.

Φεύγοντας μας αποχαιρέτησε ώς στοργικός πατήρ, αφήνοντας έτσι στήν μνήμη μας ανεξίτηλες τίς στιγμές εκείνης τής συνατήσεώς μας.

Τό δεύτερο έξέχον πρόσωπο στό Βουκουρέστι είναι ό ιατρός Κωνσταντίνος Δανιήλ. Εκτός άπό τήν επιστήμη του, άσχολήθηκε σ' όλόκληρη τήν ζωή του μέ τήν έκμάθησι ξένων γλωσσών. "Ετσι σήμερα στήν ήλικία τών 72 ετών γνωρίζει, ομιλεί μερικές καί μεταφράζει οκτώ γλώσσες: τήν άρχαία έλληνική, λατινική, συριακή, ε­βραῖκή, άραβική, ρωσική, αγγλική καί γαλλική. "Οταν τόν έπισκεφθήκαμε μετέφραζε άπό τά άραβικά τό βιβλίο τοῦ Όσίου Έφραίμ τοῦ Σύρου «Εξηγήσεις έπί τών Ευαγγελικών περικοπών». Είναι συγγραφεύς πολλών βιβλίων ποικίλου περιεχομένου καί καταρτίζει μαθητάς γιά τήν έκμάθησι τών δυσκολωτέρων γλωσσών, όπως εί­ναι τά άραβικά. "Ετσι, ένώ είναι ό διασημότερος γνώστης ξένων γλωσσών στήν Ρουμανία σήμερα καί έπιστήμων ιατρός, είναι συγ­χρόνως καί ευλαβέστατος χριστιανός.

Τό τρίτο πρόσωπο τό όποιον έπισκεφθήκαμε ήταν ό ποιητής καί καθηγητής τής Λογοτεχνίας 'Ιωάννης 'Αλεξάνδρου. Κατάγεται άπό τήν Τρανσυλβανία. Οί εύσεβεῖς γονείς του τοῦ έφύτευσαν τήν πρός τόν Χριστόν πίστι στήν καρδιά του καί ό ίδιος τώρα μέ τό σπάνιο ποιητικό του τάλαντο πού ό Θεός τόν έπροίκισε ομολογεί τήν 'Ορθοδοξία, εκθειάζει τούς πατερικούς θησαυρούς, καί καλεί μέ τόν τρόπο του κυρίως τούς φοιτητάς στήν έν Χριστώ ζωή καί κοινωνία. Στό πανεπιστήμιο διδάσκει άρχαία έλληνική ποίησι, χρι­στιανική ύμνολογία καί κάνει θεολογικές άναλύσεις καί μεταφρά­σεις τροπαρίων καί κοντακίων τών παλαιών ύμνογράφων, όπως τοῦ άγίου Ρωμανού τοῦ Μελωδοῦ. Γνωρίζει βέβαια τά άρχαία ελλη­νικά, τά όποια άλλωστε διδάσκονται ύποχρεωτικά σ' όλα τά θεο­λογικά σεμινάρια καί τίς θεολογικές σχολές, προαιρετικά δέ στά διάφορα τμήματα ξένων γλωσσών τών πανεπιστημίων τής Χώρας. Μέχρι σήμερα έχει γράψει δέκα τόμους λυρικών ποιημάτων, τά ό­ποια άναφέρονται όλα σχεδόν σέ θέματα καί προσωπικότητες τής χριστιανικής ζωής. 'Αντλεί τό περιεχόμενο τους άπό τήν Αγία Γραφή, τήν 'Ιερά Παράδοσι, τίς έντόπιες θρησκευτικές έθιμοτυπίες, άπό τό μοναχικό ιδεώδες, τήν ύμνολογία τής 'Εκκλησίας μας, άπό τόν φυσικό, άγγελικό καί ούράνιο κόσμο, άπό τό βασί­λειο τών φυτών, ζώων, θαλάσσης κλπ. Σήμερα κατέχει, άφανώς βέβαια, τόν τίτλο τοῦ μεγαλυτέρου χριστιανοῦ ποιητοῦ στήν Ρου­μανία. Είναι μόλις 43 έτών καί πατήρ πέντε παιδιών μέ σύζυγο γερ­μανίδα, ό όποία πρό τοῦ γάμου της βαπτίσθηκε ορθόδοξος χριστια­νή. 'Υποδειγματική είναι ή χριστιανική ζώή πού έχει έμπνεύσει στήν οίκογένειά του. Πρώτος έτρεξε, καθώς έμπαίναμε στό διαμέρισμά του, όχι άπλώς νά μας ύποδεχθή καί χαιρετήση, άλλά νά γονατίση μπροστά μας καί νά μας άσπασθή θερμά τό χέρι, Τό 'ίδιο έκανε καί δλη ή οικογένεια του. Κατόπιν όλοι τους μας έψαλλαν ένα τροπάριο, έκαναν τόν σταυρό τους καί έκαθίσαμε. Καθώς μοῦ έλεγε ό πατήρ Ίωαννίκιος, όλοι πρό τοῦ ῦπνου ψάλ­λουν καί προσεύχονται γονατιστοί μπροστά στίς εικόνες. Τό ἴδιο κάνουν καί πρό ή μετά τό φαγητό, καθώς εγώ ό ίδιος τό διεπίστωσα.

Τήν αγάπη καί εύλάβειά του πρός τόν Χριστό καί τήν Εκκλη­σία μιμούνται καί άκολουθοῦν καί τά παιδιά του. "Ηδη τό πρώτο του παιδί σπουδάζει ώς πρωτοετής φοιτητής στήν θεολογική σχολή τοῦ Σιμπίου. Ή τελευταία του έπιθυμία, καθώς μοῦ είπε, είναι νά έπισκεφθή γιά ένα μήνα τόν ιερό "Αθωνα. Έκεῖ στίς κορυφές τών βουνών ή τούς εξώστες τών Μονών θά άφήση τήν καρδιά του νά ξεχειλίση άπό τήν μυστική καί φυσική μαγεία τοῦ 'Ιερού Τόπου καί νά γράψη σέ στίχους αύτές τίς εμπειρίες του.

 

1) Ή όργάνωσις τής 'Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας

Ή Όρθόδοξος Ρουμανική Εκκλησία άνακηρύχθηκε Αυτοκέ­φαλος τό 1885, ένώ τό 1925 ό Οικουμενικός Πατριάρχης Βασίλειος ό Β' έξέδωκε τόν συνηθισμένο Τόμο γιά τήν άνακήρυξι τής Ρουμα­νικής Εκκλησίας σέ Πατριαρχείο.

Πρώτος πατριάρχης εξελέγη ό Μακαριώτατος Μύρων Κρίστεα. Γεννήθηκε τό 1868, εξελέγη πρώτα Επίσκοπος στό Καρανσέμπες τό 1910 καί άγωνίσθηκε σθεναρώς γιά τήν εθνική ένωσι τών τριών μέχρι τότε ήγεμονιών Ούγγροβλαχίας ή Ρουμανικής Χώρας, Τραν­συλβανίας καί Μολδαβίας. Αυτή ή ένωσις έπιτεύχθηκε τό 1918. Στόν πατριαρχικό θρόνο παρέμεινε μέχρι τό 1939, όπότε μετέβη γιά λόγους υγείας στήν Γαλλία, όπου καί άπεβίωσε στίς 6 Μαρτίου τοῦ ιδίου έτους. Τόν διαδέχθηκε ό Επίσκοπος Νικόδημος Μουντεά- νου, ό όποιος γεννήθηκε στό χωρίο Πιπιρίγκ Νεάμτς Μολδαβίας τό 1864. Έμόνασε στήν νεότητά του στήν μονή Νεάμτς, κατόπιν έγινε βοηθός επίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου Μολδαβίας καί στήν συνέ­χεια άποσύρθηκε στήν Μετάνοιά του, όπου υπηρέτησε ώς ήγούμενος άπό τό 1923-1935. Κατόπιν εξελέγη Μητροπολίτης Μολδαβίας καί ύστερα Πατριάρχης τής Ρουμανικής Εκκλησίας μέχρι τό 1948, όπότε έδωκε τήν μακαρία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ. 'Α­ναδείχθηκε μεγάλος συγγραφεύς καί μεταφραστής θεολογικών καί ψυχωφελών έργων άπό τήν ρωσική γλώσσα.

Ό τρίτος πατριάρχης ήταν ό 'Ιουστινιανός Μαρίνα. Γεννήθηκε τό 1901 σ' ένα χωριό τοῦ νομοῦ Βίλτσεα τής Ούγγροβλαχίας.

 Κατ' άρχάς υπηρέτησε ώς διδάσκαλος σ' ένα χωριό, νυμφεύθηκε, χειροτονήθηκε κατόπιν ιερεύς τό 1924, ένώ τήν θεολογική σχολή έτελείωσε τό 1929. Επειδή γρήγορα έχήρευσε, έκάρη μοναχός στήν μονή Τσετατσούῖα κειμένη πλησίον τοῦ 'Ιασίου μέ τό όνομα 'Ιου­στινιανός. Μετά στίς 12 Αύγούστου 1945 χειροτονήθηκε βοηθός έπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου Μολδαβίας, τό 1947 εξελέγη μητρο­πολίτης Μολδαβίας καί Σουτσεάβας, ένώ τό 1948 στίς 24 Μαῖου ανήλθε στόν πατριαρχικό θρόνο τής Ρουμανικής Εκκλησίας. Έδώ παρενθετικώς πρέπει νά σημειωθή ότι πατριάρχης έκλέγεται ό όποιοσδήποτε, άλλά μετατίθεται μόνο αύτός πού κατέχει τόν μητρο­πολιτικό θρόνο τής Μολδαβίας καί Σουτσεάβας, άσχέτως ηλικίας ή άλλων προσόντων. Ό πατριάρχης 'Ιουστινιανός έκυβέρνησε τήν Ρουμανική Έκκλησία επί 29 χρόνια. Ή προσφορά του καί τό πο­λυσχιδές έργο του θά παραμένουν πάντοτε στήν μνήμη τών όρθο- δόξων χριστιανών τής Ρουμανίας. 'Απεβίωσε στίς 26 Μαρτίου 1977 καί ένταφιάσθηκε στήν έκκλησία τοῦ μοναστηριού τοῦ ήγεμόνος Ράδου Βόδα, όπου σήμερα στεγάζεται τό θεολογικό σεμινάριο τοῦ Βουκουρεστίου.

Σήμερα στήν κορυφή τής έκκλησιαστικής ιεραρχίας τής Ρου­μανικής Εκκλησίας εύρίσκεται ό Μακαριώτατος Πατριάρχης Ίουστῖνος Μωῦσέσκου. Γεννήθηκε στό χωριό Κοντέστ τοῦ νομού Άρντζες. Σπούδασε έπί 4 χρόνια θεολογία στήν 'Αθήνα, έγραψε δι­δακτορική διατριβή στήν έλληνική γλώσσα μέ θέμα: «Εύάγριος ό Ποντικός, Ζωή, συγγράματα, διδασκαλία», ή όποία ένεκρίθη άπό τήν 'Ακαδημία 'Αθηνών τό 1937.

"Οταν επέστρεψε στήν Ρουμανία εξελέγη καθηγητής στό πανε­πιστήμιο τής Βαρσοβίας, όπου έδίδαξε Καινή Διαθήκη. Μετά τόν Β' Παγκόσμιο πόλεμο επέστρεψε στή χώρα του, διωρίστηκε καθη­γητής στήν τότε θεολογική σχολή τής Σουτσεάβας (1940-1946), ένώ τό 1948 μεταφέρθηκε στήν θεολογική σχολή Βουκουρεστίου. Τό 1956 έξελέγη Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας καί ένθρονίσθηκε στήν πόλι τοῦ Σιμπίου. Τό 1957 μετατέθηκε ώς μητροπολίτης Μολ­δαβίας στό 'Ιάσιο, όπου έπί 20 χρόνια έποίμανε θεοφιλώς τήν μεγά­λη έπαρχία του, ένώ τό 1977 άνήλθε στόν πατριαρχικό θρόνο τής Ρουμανικής Εκκλησίας.

Ή Ρουμανική Έκκλησία άποτελεῖται άπό πέντε μεγάλες μη­τροπόλεις. Κάθε μητρόπολις έχει άρχιεπισκοπές καί έπισκοπές. "Ετσι λοιπόν ή Μητρόπολις Ούγγροβλαχίας άποτελεῖται άπό τήν 'Αρχιεπισκοπή Βουκουρεστίου μέ έδρα τό Βουκουρέστι, τήν 'Αρ­χιεπισκοπή Τόμεως καί Δουνάβεως μέ έδρα τό Γκάλατς καί τήν Επισκοπή Μπουζέου μέ έδρα τήν πόλι Μπουζέου.

Ή Μητρόπολις Μολδαβίας καί Σουτσεάβας έχει τήν 'Αρχιεπισκοπή 'Ιασίου μέ έδρα τό 'Ιάσιο καί τήν Επισκοπή Ρομάν καί Χούς μέ έδρα τήν πόλιν Ρομάν. Ή Μητρόπολις Άρντεάλ έχει τήν 'Αρχιεπισκοπή Σιμπίου μέ έδρα τό Σιμπίου, τήν 'Αρχιεπισκοπή Βάντυ, ψελεάκου καί Κλούζ μέ έδρα τήν πόλι Κλούζ-Ναπόκα τήν Επισκοπή "Αλμπα-Ίούλια μέ έδρα τήν ομώνυμη πόλι καί τήν Επι­σκοπή Όράντεα μέ έδρα τήν όμώνυμη πόλι. Ή Μητρόπολις Όλτένιας έχει τήν 'Αρχιεπισκοπή Κραγιόβης μέ έδρα τήν Κράγιοβα καί τήν Επισκοπή Ρίμνικ καί "Αρντζες μέ έδρα τήν πόλι Ρίμνικ- Βίλτσεα. Ή Μητρόπολις Μπανάτου έχει τήν 'Αρχιεπισκοπή Τιμισιοάρας καί Καρανσέμπες μέ έδρα τήν πόλι Τιμισιοάρα καί τήν 'Ε­πισκοπή Άράντ, Λενεπόλε καί Χαλματζίου μέ έδρα τήν πόλι Άράντ.

Γιά τούς ορθοδόξους ρουμάνους πέραν άπό τά σύνορα τής Ρου­μανίας ή 'Εκκλησία τους ίδρυσε δύο 'Αρχιεπισκοπές, μία στήν 'Α­μερική μέ έδρα τό Ντιτρόιτ καί τήν άλλη στήν Εύρώπη μέ έδρα τό Παρίσι.

Ή εκλογή επισκόπων γίνεται άπό εκκλησιαστική επιτροπή, πού άποτελεῖται άπό κληρικούς καί λαῖκούς καί έχει συνολικά 100 μέλη. Σ' αύτήν άνήκουν όπωσδήποτε όλοι οί μητροπολῖται, έπίσκοποι ή άρχιεπίσκοποι καί βοηθοί επίσκοποι, καθώς επίσης ένα μέλος τής κυβερνήσεως, ένα τής Βουλής καί ένα τής έκκλησιαστικής Επιτροπής τοῦ κράτους. Ή 'ίδια επιτροπή εκλέγει τούς μητροπολίτας καί τόν πατριάρχη πάντοτε διά μεταθέσεως, όπως προα­ναφέραμε. Μετά τήν έκλογή κάποιου ύποψηφίου μεταβαίνει όμάς μερικών μελών στόν άρχοντα τοῦ κράτους γιά νά έγκρίνη καί εκεί­νος τόν έψηφισμένο. Κατόπιν γίνεται ή χειροτονία μέ μεγάλο συλ­λείτουργο καί σέ όλίγες ημέρες ή ένθρόνισίς του.

Στόν έπίσκοπο έγχειρίζει τήν ποιμαντική ράβδο ό μητροπολίτης τής επαρχίας στήν όποία ύπάγεται ή έπισκοπή του, στόν μη­τροπολίτη τήν προσφέρει ό πατριάρχης καί σ' αύτόν ό άρχων τού κράτους ή κάποιος έκπρόσωπος αύτοῦ.

Ό εκάστοτε μητροπολίτης έχει ταυτόχρονα καί τόν τίτλο τοῦ άρχιεπισκόπου, διότι ή περιοχή στήν όποία διαμένει ονομάζεται, ό­πως είδαμε καί άρχιεπισκοπή. 'Επισκοπές πού τιμητικώς ώνομάσθηκαν άρχιεπισκοπές διοικητικώς ύπάγονται στίς μητροπόλεις, όπότε καί ό λεγόμενος άρχιεπίσκοπος είναι ύφιστάμενος διοικητικώς τοῦ μητροπολίτου. Συνολικά ύπάρχουν σήμερα στήν Ρουμανι­κή Εκκλησία έκτός τών πέντε μητροπολιτών, 13 επίσκοποι (μερι­κοί λέγονται άρχιεπίσκοποι) καί 6 βοηθοί επίσκοποι. 'Απ' αυτούς ύπηρετεῖ ένας σέ κάθε μητροπολίτη πλήν τοῦ πατριάρχου, ό όποιος έχει δύο.

Κάθε μητροπολίτης είναι πρόεδρος τής έπαρχιακής ή μητροπο­λιτικής, όπως λέγεται συνόδου, ή όποία έπιλύει τά άναφυόμενα προβλήματα όλης τής μητροπολιτικής περιφερείας. Κάθε Επισκο­πή διευθύνεται άπό τήν επισκοπική σύνοδο μέ έπικεφαλής τόν έκασταχοῦ Επίσκοπο. Αύτή άποτελεῖται άπό 10 κληρικούς καί 20 λαῖκούς. Οί κληρικοί έξ αυτών είναι ιερείς ή διάκονοι πού εκλέγονται ώς οί πλέον κατάλληλοι άπό τίς ιερατικές περιφέρειες, οί όποιες λέγονται Πρωθιερεῖες. Ένώ οί λαῖκοί είναι εκπρόσωποι τών ενο­ριακών συμβουλίων, πού εκλέγονται καί αύτοί, όπως οί κληρικοί, άνά τέσσερα χρόνια. Αύτή ή έπισκοπική σύνοδος έκλέγει άνά τέσσερα χρόνια έννέα μέλη (τρεις κληρικούς καί έξι λαῖκούς). Άπ' αυ­τούς μόνιμα μέλη είναι ό Επίσκοπος τής περιφερείας, ό τοποτηρη­τής τοῦ Επισκόπου (ιερεύς) καί οί διοικητικοί σύμβουλοι (ιερείς). Αύτοί συναποτελοῦν μία άλλη έπιτροπή πού λέγεται επαρχιακό ή ε­πισκοπικό συμβούλιο, τό όποιο συντονίζει καί έλέγχει τήν λειτουρ­γία έπί τών εκκλησιαστικών πραγμάτων τής Επισκοπής.

Οί πρωθιερεῖες, εκκλησιαστικές περιφέρειες πού περιέχουν 80 έ­ως 100 ενορίες, είναι συνολικά 112 μέ έπικεφαλής ή καθεμία τόν έκασταχοῦ Πρωθιερέα. Οί ενορίες σ' όλη τήν Ρουμανική Έκκλησία είναι 8.157, τά μοναστήρια 65, οί σκήτες 30, Μετόχια 10 καί 42 ερη­μικά παρεκκλήσια. Ό άριθμός τών έν ενεργεία ιερέων ύπερβαίνει τίς 10.000. Ώς γνωστόν όλοι οί ιερείς είναι ύποχρεωμένοι νά είναι άπόφοιτοι θεολογικοῦ σεμιναρίου ή θεολογικής σχολής. Ή κάθε ορθόδοξη οικογένεια είναι ύποχρεωμένη νά προσφέρη στήν ενορία της 80 λέῖ τόν χρόνο ώς ένίσχυσι γιά τήν κάλυψι τών εξόδων τής Ρουμανικής έκκλησίας, ή όποία πληρώνει ιερείς, ύπαλλήλους, ε­κτυπώνει βιβλία καί περιοδικά κλπ.

Ή κάθε ενορία λαμβάνει διά τοῦ ιερέως της καί τά έκδιδόμενα περιοδικά τής έκασταχοῦ Μητροπόλεως μέ ποικίλο θεολογικό καί έποικοδομητικό ύλικό. Αύτά συμβουλεύεται ό ιερεύς γιά τά κηρύγματά του. "Οσον άφορά γιά τόν μηνιαίο μισθό τών ιερέων, λαμβά­νουν τό ήμισυ περίπου άπό τό κράτος ήτοι 900 λέῖ καί 1300 άπό τήν Έκκλησία. Έν τω μεταξύ καί έκεῖ οί χριστιανοί είναι εύσεβέστατοι, ελεήμονες καί πάντοτε βοηθοῦν τούς ιερείς τούς όποιους αγα­πούν καί εύλαβοῦνται.

Σέ κάθε μητροπολιτική περιφέρεια ύπάρχει καί ένας κληρικός

άγαμος μέ τόν βαθμό τοῦ άρχιμανδρίτου, ό όποιος είναι υπεύθυνος γιά τήν καλή διοικητική καί πνευματική λειτουργία τών μοναστη­ριών τής επαρχίας του καί ονομάζεται έξαρχος. Τόν τίτλο τοῦ πρωτοσυγκέλλου δέν τόν έχουν μόνο κληρικοί μιάς μητροπόλεως, άλ­λά καί ιερομόναχοι μοναστηριών. "Ετσι ένας πρωτοσύγκελλος σ' ένα μοναστήρι είναι πρώτος στήν τάξι έν ίερομονάχοις, ένώ ένας άρχιμανδρίτης είναι πρώτος στήν τάξι έν πρωτοσυγκέλλοις.

Ή Μόνιμος Ιερά Σύνοδος άπαρτίζεται άπό πέντε μόνο μητρο- πολίτας, δηλαδή σήμερα άπό τόν πατριάρχη κ. Ίουστῖνο, τόν μη­τροπολίτη Μολδαβίας κ. Θεόκτιστο, τής Τρανσυλβανίας κ. 'Αν­τώνιο, τόν Μπανάτου κ. Νικόλαο καί τόν Όλτένιας κ. Νέστορα οί όποιοι συνέρχονται σέ τακτά χρονικά διαστήματα καί έπιλύουν τά διάφορα προβλήματα τής 'Εκκλησίας των.

 

2) Ό 'Ορθόδοξος μοναχισμός στήν Ρουμανία καί τό "Αγιον "Ορος

Καθώς μαρτυρεί ό συγγραφεύς τοῦ Ρουμανικού Γεροντικού στό βιβλίο του «Ρουμανικές ήσυχαστικές έστίες» άπό τίς άρχές άκόμη τοῦ 3ου-4ου αιώνος ύπήρχαν άσκητήρια, δπου αγωνίσθηκαν άρκε- τοί ήσυχασταί. Λείψανα αυτής τής ζωής διατηρούνται στά βουνά τοῦ Μπουζέου, όπως σπηλιές σκαλιστές σέ άποκρήμνους βράχους, επιγραφές, διάφορα άντικείμενα, άκόμη καί μαρτυρικοί τάφοι. Τέ­τοιοι τάφοι εύρέθηκαν τό 1979 κοντά στήν πόλι Νικολιτσέλ τοῦ νο­μού Τούλτσεα (κοντά στόν ευξεινο πόντο). Μέσα ύπήρχαν τά λείψανα τεσσάρων μαρτύρων, προφανώς έλλήνων, καθώς μαρτυρούν τά όνόματά των πού ήταν γραμμένα μέσα στήν κρύπτη. Αύτοί είναι οί Φίλιππος, Άτταλός, Ζωτικός καί Κάμασις. Σήμερα τά λείψανα αύτών τών μαρτύρων φυλάσσονται στό μοναστήρι Κοκός τοῦ νο­μού Τούλτσεα.

Ό Ρουμανικός μοναχισμός, βάσει τών άνωτέρω στοιχείων, εί­ναι παλαιότερος τοῦ σλαβικού. Σύμφωνα μέ τήν παράδοσί τους πρώτος άπόστολος τής τότε όνομαζομένης Σκυθίας ή Δακίας ήταν ό Άπόστολος Ανδρέας, χάριν τοῦ όποιου συνεστήθηκε ή πρώτη όρθόδοξος κοινότης κοντά στίς έκβολές τοῦ Δουνάβεως. Αργότε­ρα, κατά τόν 3ον αιώνα ιδρύθηκε έκεῖή Επισκοπή Τόμεως μέ πρώτο Επίσκοπο τόν άγιο Ευαγγελικό. Έκεῖ διαδόθηκε ό μοναχισμός γιά πρώτη φορά τόν 4ον αιώνα άπό πνευματικούς διδασκάλους τοῦ Βυζαντίου. Κατόπιν ήλθε στήν Μολδαβία καί στήν ύπόλοιπη χώρα. Ευεργετικές επιδράσεις είχε καί άπό τά άλλα παλαιά μοναστικά κέντρα, όπως τήν Παλαιστίνη, τήν 'Αλεξάνδρεια, τήν Μονή Σινά καί τό "Αγιον "Ορος.

Πρώτος διοργανωτής τοῦ ρουμανικοῦ μοναχισμού καί ιδρυτής πολλών μονών στήν χώρα του είναι ό όσιος Νικόδημος ό ήγιασμ νος άπό τήν μονή Τισμάνα. Αύτός  άσκήθηκε τόν 14ον αιώνα στήν μονή Χιλιανδαρίου στό "Α­γιον "Ορος καί έπιστρέφοντας στήν Ρουμανία, μετέφερε τήν κοινο­βιακή τάξι τοῦ άθωνικοῦ μοναχισμού καί τό αύτοδιοίκητο στά έσωτερικά κάθε Μονής, πράγματα πού ήταν άγνωστα μέχρι τότε. "Ετσι οί ασυνήθιστοι μέχρι τότε ρουμάνοι μοναχοί στό κοινοβιακό σύστημα, έπιδόθηκαν συστηματικώτερα στό έργο τής πνευματικής των τελειώσεως καί άναδείχθηκαν σπουδαίοι ήσυχασταί, διδάσκα­λοι τής νοεράς προσευχής, ποιμένες τοῦ λαοῦ καί σοφοί συγγρα­φείς.

Σπουδαίο ρόλο στήν έξάπλωσι τοῦ μοναχισμοῦ στήν Ρουμανία έπαιξε καί ή άγιορειτική μονή Κουτλουμουσίου, ή όποια υπήρξε, κατά τόν 14ον αιώνα, τό κέντρο καί ή λαύρα τών ρουμάνων μονα­χών. Ό ήγεμών Βλαδισλάβος ό Α' έβοήθησε ποικιλότροπα τό Κουτλουμούσι καί διευκόλυνε τήν έγκατάστασι έκεῖ τών ρουμάνων άλ­λά καί τών ελλήνων μοναχών. Μάλιστα καί οί Πατριάρχαι Κάλλι­στος καί Φιλόθεος έβοήθησαν στήν άνάδειξι τοῦ Κουτλουμουσίου ώς πνευματικής εστίας καί γιά ρουμάνους μοναχούς, ένώ ό πρώτος έξ αυτών, μέ παράκλησι τοῦ ήγεμόνος Νικολάου-'Αλεξάνδρου Μπασαράμπ έστειλε τόν Υάκινθο άπό τό "Αγιον "Ορος ώς πρώτο μητροπολίτη τής Ρουμανικής Χώρας. Αύτοί οί ρουμάνοι όμως δέν έμειναν στήν Μετάνοιά των. Μή δυνάμενοι νά άνθέξουν τό σκληρό κοινοβιακό πρόγραμμα τής Μονής, όντες άσυνήθιστοι, πολλοί έπέ- στρεψαν στήν πατρίδα τους καί άλλοι διασκορπίσθηκαν στόν "Α- θωνα ή στά γύρω κελλιά, όπου καί συνέπηξαν τήν σκήτη τοῦ άγίου Παντελεήμονος ή Κουτλουμουσιανή, ή όποία έπί 200 χρόνια ήταν ρουμανική.

Τήν άναγέννησι στήν πνευματική ζωή τοῦ ρουμανικοῦ μοναχι­σμού πραγματοποίησε άργότερα, κατά τόν 18ον αιώνα, ό όσιος Παίσιος Βελιτσικόβσκυ (βλέπε Ρουμανικό Γεροντικό σελ. 146), τοῦ όποιου ή ασκητική φυσιογνωμία διέλαμψε πρώτα στό Άγιον "Ο­ρος, όπου ώς έρημίτης ασκήθηκε, καί κατόπιν στήν Μολδαβία. Ε­κεί επέτυχε νά προσανατολίση τό πρόσωπο τοῦ ρουμανικού μονα­χισμού πρός τήν άνατολή τοῦ ορθοδόξου μοναχισμοῦ, πού είναι ή άσκητική παράδοσις τοῦ "Αθωνος. Τά κοινοβιακά μοναστήρια Ντραγκομίρνα, Σέκου, Νεάμτς, ΓΊοῖάνα Μάρε καί άλλα ύπήρξαν τά μεγαλύτερα μοναχικά κέντρα τής Μολδαβίας, στά όποια έργά- σθηκε, έπάνδρωσε καί πνευματικώς τά άνύψωσε. Μετά τόν θάνατο του στό πρώτο μοναστήρι άφησε 350 μοναχούς, στό δεύτερο 200 καί στό τρίτο, πού φημίζεται καί ώς ή λαύρα τοῦ ρουμανικού μονα­χισμού άφησε 800 μαθητάς.

Τό έργο του συνέχισαν οί διάδοχοι του, ό μαθητής του όσιος Γε­ώργιος, ήγούμενος τής μονής Τσερνίκα, ό άγιος Καλλίνικος, ήγούμενος τής ιδίας Μονής καί κατόπιν Επίσκοπος στό Ρίμνικ- Βίλτσεα, ό ήγούμενος τής Συχαστρίας Ίωαννίκιος Μορόῖ, ό ήγού­μενος τοῦ Νεάμτς Νεονίλλος Μπουζίλε, ό μεγάλος Πνευματικός τών γυναικείων μοναστηριών 'Αγάπια καί Βαράτεκ π. Βικέντιος Μαλάου καί άλλοι.

Σήμερα στά μεγάλα πνευματικά κέντρα τής Μολδαβίας συνεχί­ζεται ή άσκητική παράδοσις τοῦ ρουμανικοῦ μοναχισμού μέ κύ­ριους έκπροσώπους τόν Πνευματικό Πάίσιο Όλάρου, τόν άρχιμανδρίτη καί διδάσκαλο τής νοεράς προσευχής Κλεόπα Ήλίε, τόν Πνευματικό π. Ίωαννίκιο τής μονής Μπίστριτσα, άποστολικόν ιε­ροκήρυκα καί συγγραφέα μιάς εῖκοσάδος περίπου πνευματικών βι­βλίων καί άλλους.

 

3) Ή Εκκλησιαστική έκπαίδευσις

Σύμφωνα μέ τίς έπίσημες άνακοινώσεις τοῦ προέδρου τής Ρου­μανίας, κάθε θρησκευτική ομολογία έχει τό δικαίωμα νά διατηρή ειδικές σχολές γιά τήν κατάρτισι τών ίερέων-λειτουργών της, βάσει τών διατάξεων πού προβλέπονται άπό τόν νόμο.

Μετά τό έτος 1948, έτος πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών καί θρησκευτικών άνασχηματισμών, ή Όρθόδοξος Ρουμανική Εκκλησία ίδρυσε τριών ειδών σχολάς: Γιά τήν έκμάθησι τής βυζαντινής Μουσικής, γιά τήν κατάρτισι ιερέων καί θεολογικές σχο­λές γιά θεολόγους ίερεῖς καί καθηγητάς γιά τά σχολεία τής Εκκλη­σίας.

"Ετσι λοιπόν, σήμερα λειτουργούν στήν Ρουμανία έξι θεολογικό σεμινάρια, δηλαδή ένα σέ κάθε μητρόπολι, πλήν τής Ούγγροβλαχίας, ή όποία έχει δύο, ένα στό Βουκουρέστι καί τό άλλο στό Μπουζέου. Κάθε σεμινάριο έχει έπτά έδρες καί μία έδρα γιά τόν Πνευματικό τών σπουδαστών, ό όποιος δέν διδάσκει, άλλά άσχολεῖται μέ τήν έξομολόγησι καί πνευματική πρόοδο των. "Ολα αυτά τά έκκλησιαστικά ιδρύματα συντηρούνται άπό τό κράτος, τό ό­ποιον παρέχει καί στούς καθηγητάς μισθούς καί συντάξεις. Οί σπουδασταί διαμένουν εντός τοῦ οικοτροφείου τής σχολής, παρα­κολουθούν τίς καθημερινές άκολουθίες στήν διπλανή έκκλησία καί προσφέρουν ό καθένας ένα μικρό ποσό γιά τήν δίαιτά των. Ή φοίτησις είναι πενταετής. Λαμβάνουν γενικές θεολογικές γνώσεις, δι­δάσκονται έκκλησιαστική μουσική (ευρωπαῖκή καί βυζαντινή) κα­θώς καί ξένες γλώσσες, προπαντός τήν γαλλική, ή όποία καί θεω­ρείται ή δεύτερη γλώσσα στήν Ρουμανία.

Ή άρχαία έλληνική καί λατινική είναι ύποχρεωτικές, ένώ προ­αιρετικές είναι ή ρωσική, άγγλική καί άλλες. Ή γαλλική διδάσκε­ται άπό τό δημοτικό σχολείο, τό όποιον καλύπτει δέκα χρόνια υπο­χρεωτικής φοιτήσεως.

Οί σπουδασταί μετά τήν φοίτησί τους ύποχρεούνται νά χειροτο­νηθούν κληρικοί, πράγμα πού δέν συμβαίνει στούς άποφοιτώντες άπό τίς θεολογικές σχολές. Στήν Ρουμανία δέν υπάρχουν έφημε- ριακά κενά, διότι ό άριθμός τών άποφοίτων επαρκεί έκεῖ πλήρως γιά τήν κάλυψί των.

Οί θεολογικές σχολές είναι δύο: ή μία στό Βουκουρέστι καί ή άλλη στό Σιμπίου. Έπί τέσσερα χρόνια διδάσκονται πιό συστημα­τικά καί βαθύτερα τήν θεολογική έπιστήμη, στήν όποία προστίθεν­ται ύποχρεωτικά καί οί γλώσσες: έβραῖκά, άρχαία έλληνικά, λατι­νικά καί σλαβωνικά. Ένώ κατ' επιλογήν οί νεώτερες. Επίσης δι­δάσκονται ή εύρωπαῖκή καί βυζαντινή Μουσική καί ή παιδαγωγική τοῦ πολίτου. "Οσοι θέλουν σπουδάζουν καί μεταπτυχιακά στίς ί­διες σχολές πού διαρκοῦν τρία χρόνια.

Γιά τήν σχολή ιεροψαλτών δέν χρειάζεται νά είποῦμε τίποτε, διότι, ένώ στήν άρχή ήταν διετοῦς φοιτήσεως, κατόπιν συγχωνεύ­θηκε στίς άλλες δύο σχολές καί έχει πλέον τό ίδιο διδακτικό καί διδασκόμενο προσωπικό.

 

4) 'Εκκλησιαστικός τύπος καί τυπογραφεία

Επειδή τά έκκλησιαστικο-θεολογικά περιοδικά αποτελούν τό κύριο μέσον ένημερώσεως καί διαποιμάνσεως τών χριστιανών, έκδίδονται κατά χιλιάδας στά εκκλησιαστικά τυπογραφεία. Αύτά εί­ναι συνολικά πέντε, ένα γιά τήν κάθε Μητρόπολι. Το τυπογραφείο τοῦ πατριαρχείου ευρίσκεται πλησίον τών κτιρίων του καί καλύ­πτει τίς εκδοτικές ανάγκες τής μητροπόλεως Ούγγροβλαχίας, τό τυπογραφείο Όλτένιας ευρίσκεται στό Ρίμνικ-Βίλτσεα γιά τίς α­νάγκες τής όμωνύμου περιοχής, τό τυπογραφείο γιά τίς άνάγκες τής Τρανσυλβανίας στήν πόλι Σιμπίου πού είναι καί ή έδρα τοῦ μη­τροπολίτου, τό τυπογραφείο γιά τίς άνάγκες τής περιοχής Μπάνατ καί 'Αράντ στήν Τιμισιοάρα καί τό τυπογραφείο τής Μονής Νεάμ­τς, γιά τίς άνάγκες τής Μητροπόλεως Μολδαβίας.

Τά σπουδαιότερα έκκλησιαστικά περιοδικά πού εκδίδονται στό Βουκουρέστι είναι τά εξής: «Όρθόδοξος Ρουμανική Εκκλησία», «Θεολογικαί Σπουδαί» καί «'Ορθοδοξία». Αύτά άποστέλλονται σ' όλες τίς ένορίες τής χώρας, καθώς καί σέ άρκετές έκκλησίες καί θεολογικές σχολές τοῦ έξωτερικοῦ. Τό πρώτο είναι τό επίσημο ενη­μερωτικό Δελτίο τοῦ πατριαρχείου, τό δεύτερο περιέχει άρθρα καί θεολογικές έργασίες καθηγητών τών θεολογικών σχολών ή άλλων συγγραφέων καί τό τρίτο είναι τριμηνιαίο πολυσέλιδο περιοδικό τοῦ Ρουμανικού Πατριαρχείου πού άσχολεῖται μέ τά διεθνή καί οι­κουμενικά προβλήματα τών Εκκλησιών.

Εκτός άπ' αύτά έκδίδονται πέντε εκκλησιαστικά περιοδικά, ένα σέ κάθε Μητρόπολι, τά όποια είναι διμηνιαία καί άποβλέπουν στήν ένημέρωσι τών προβλημάτων τής κάθε μητροπολιτικής περι­φερείας. Αύτά έχουν τούς τίτλους: «Ή Φωνή τής Εκκλησίας» γιά τήν μητρόπολι Ούγγροβλαχίας, «Μητρόπολις Μολδαβίας καί Σουτσεάβας», «Μητρόπολις Άρντεάλ», «Μητρόπολις Όλτένιας», καί «Μητρόπολις Μπανάτου». Έκδίδονται άκόμη περιοδικά καί στίς επαρχίες τοῦ εξωτερικού γιά τίς άνάγκες τών ρουμάνων μετα­ναστών. Επίσης κάθε Επισκοπή εκδίδει κάθε χρόνο καί ένα πε­ριοδικό πού ονομάζεται «Ποιμαντικός όδηγός» ώς βοήθημα γιά τούς κληρικούς καί χριστιανούς τής κάθε Επισκοπής.

Εκτός άπό τά περιοδικά εκδίδονται στά τυπογραφεία τους καί άλλα βιβλία, όπως τά βιβλία τής λατρείας, θεολογικά εγχειρίδια, δογματικά έργα, ή φιλοκαλία καί τώρα τελευταία άρχισε στό τυπο­γραφείο τοῦ πατριαρχείου ή έκτύπωσις τών Πατέρων τής Εκκλη­σίας πού είναι μετάφρασις άπό τά άρχαία ελληνικά. Παράλληλα ή­δη άρχισε καί ή έκτύπωσις τών βίων τών Αγίων. Ή έλλειψις τέ­τοιων βιβλίων είναι τόσο μεγάλη, ώστε όλόκληρα μοναστήρια, κυ­ρίως νεώτερα νά στερούνται παντελώς τών Βίων τών Αγίων. Ή έκδοσις βιβλίων δέν είναι έλεύθερη, όπως στήν Ελλάδα ή σ' άλλα κράτη. Έκεῖ ή Έκκλησία δέν έχει δικαίωμα νά έκδώση πάνω άπό διακόσιες χιλιάδες άντίτυπα, κατ' έτος άδιακρίτως τοῦ περιεχομέ­νου των. Γι' αύτό στόν ρουμανικό χριστιανικό λαό παρατηρείται μεγάλη έλλειψις άπό πνευματικά βιβλία, προσευχητάρια, εικόνες, σταυρούς καί ιερά άντικείμενα.

 

Ἀπό τήν πρώτη μου ἐπίσκεψι στήν Ρουμανία τόν Σεπτέμβριο καί Ὀκτώβριο τοῦ 1984

Μον. π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου