Τοῦ κ. Παναγιώτου Κατραμάδου, θεολόγου
Β΄ Μέρος
Ἱστορικὴ τοποθέτησις
Τὸ ὅλον πρόβλημα τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Σεβ. Περιστερίου εἶναι ὅτι τὸ θεμέλιον ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἰκοδόμησε τὴν θεωρίαν του διὰ τὴν τοποθέτησιν τοῦ Ἐσταυρωμένου ἑδράζεται μονομερῶς ἐπὶ τῶν ἀπόψεων τοῦ μακαριστοῦ λαμπροῦ λειτουργιολόγου Ἰ. Φουντούλη. Ἡ ἐπιστημονικὴ ὅμως ἔρευνα χρήζει ἀναθεωρήσεων σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἀρχαιολογικὴν σκαπάνην καὶ τὰ νέα δεδομένα, τὰ ὁποῖα ἀνακύπτουν. Κατὰ τὴν συζήτησιν λοιπόν, ἡ ὁποία ἐπηκολούθησε τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου, δύο καλοὶ γνῶσται τῆς ἀρχαιολογίας ἔλαβον τὸν λόγον. Ὁ πρῶτος ἐσημείωσε τὰ ἑξῆς:
«Ὁ ναὸς τῆς Ἁγ. Εἰρήνης στὴν Κων/πολη στὴν χηβάδα τοῦ ἱεροῦ φέρει ἕνα ὑπερμεγέθη Σταυρὸ σὲ χρυσὸ κάμπο πάνω σὲ ἕνα τρίβαθμο βάθρο. Ὁ ἴδιος Σταυρὸς ὑπάρχει στὴν Ἁγ. Σοφία Νικαίας Μικρᾶς Ἀσίας, ἀνιχνεύεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιζωγράφιση ποὺ ἔγινε μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς εἰκονομαχίας. Στὸ «περὶ βασιλείου τάξεως» τοῦ Πορφυρογεννήτου ἐκεῖ ποὺ ἀναφέρεται περὶ τοῦ πρωτέωσις τοῦ βασιλέως, ὅταν ἦταν ὁ αὐτοκράτορας στὴν Ἁγία Σοφία, ἀναφέρεται ὅτι εἰσέρχεται στὸ Ἅγιον Βῆμα «σημειᾶ εἰς τὸ κυκλοῖν» -χηβάδα τοῦ ἱεροῦ- τὴν Ἁγίαν Σταύρωσιν τὸν Τίμιον Σταυρόν, θυμιᾶ τρεῖς φορὲς καί, ἀφοῦ ἀσπασθεῖ τὸ Ἅγιον Ποτήριον, διότι ὅπως ξέρετε ἡ προσκομιδὴ γινόταν τότε ἐντὸς τῆς Λειτουργίας ὄχι ὅπως σήμερα, μετὰ ἐξέρχεται στὸν εὐκτήριο οἶκο, ὅπου ἦταν τὸ τίμιο ξύλο, τὸ ὁποῖον εἶχε ἔρθει στὴν Κων/πολη ἐπὶ Ἰουστίνου τοῦ Β΄ μὲ τὴ διπλὴ κεραία, αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα πατριαρχικὸς σταυρὸς εὐλογίας, τὴ χλαμύδα, τὴ λόγχη καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν καὶ μετὰ εἰσερχόταν στὸ μιτατώριον παραδίπλα. Αὐτὰ ἔχουν ὁρισθεῖ καὶ ἀρχαιολογικὰ στὴν Ἁγία Σοφία καὶ μποροῦμε νὰ ξέρουμε ποῦ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ποιὰ εἶναι ἡ διαδρομὴ ποὺ ἔκανε, ποὺ σημαίνει ὅτι τότε, δηλ. 10ο αἰώνα, ὑπῆρχε Σταυρὸς μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα. Στὶς λιτανεῖες π.χ. στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, ποὺ πήγαιναν στὰ Χαλκοπρατεῖα ποὺ ἦταν παραδίπλα, προηγεῖται ὁ Σταυρός, τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον, στήνεται κάπου ὁ Σταυρός, γίνεται δέησις τοῦ Πατριάρχου ἀκολουθοῦντος τοῦ αὐτοκράτορος μετὰ τῆς συνοδείας του. Ὅταν ἐπανέρχονται ἀσπάζονται τὸν Σταυρὸν καὶ τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον καὶ δὲν λέει ὅτι πάει στὸ σκευοφυλάκιον. Μέχρι τὶς πρῶτες δεκαετίες τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ περίοδο κατάλοιπο καὶ κληρονομία, τὶς Κυριακὲς στὶς Καθολικὲς Ἐκκλησίες, δηλ. στοὺς Μητροπολιτικοὺς ναοὺς τῶν πόλεων, ἐτελεῖτο ἀκολουθία προέλευσις, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Τὰ λέω αὐτὰ διότι ὁ Σταυρὸς σὲ ἐμᾶς στὶς ἀκολουθίες εἶχε μία συγκεκριμένη θέση.
Ὡς πρὸς τὸ τέμπλο, ποὺ εἴπατε, ἡ πρώτη περιγραφὴ τέμπλου ἀνήκει στὸν ἱ. Φώτιο, ὁ ὁποῖος ὑπέδειξε καὶ τοὺς τύπους τοῦ Δωδεκαόρτου, καὶ ὑπάρχει στὴν 16η ὁμιλία του, ὅπου περιγράφει τὸ τέμπλο τῆς Παναγίας τοῦ Φάρου, κάποιες εἰκόνες σώζονται στὴ Γαλλία καὶ δὴ στὸ θησαυρὸ τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων. Φυσικὰ καὶ στὸ χειρόγραφο ποὺ προσεφέρθει τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Α΄, ὅπου ὑπάρχουν κάποιες εἰκόνες, ποὺ εἶναι εἰκόνες, ὁλόιδιες μὲ αὐτὲς ποὺ ἔχουμε σήμερα τῶν μεγάλων δεσποτικῶν ἑορτῶν. Καὶ ὁ «κοσμήτης», ὅπως τὸν λέει τότε, εἶχε καὶ τὴν μεγάλη δέηση, ποὺ ἀρχίζει νὰ μπαίνει ἀπὸ τότε στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας… Αὐτὰ ποὺ μᾶς λέγατε περὶ μυστικοῦ δείπνου κ.λπ. εἶναι μεταγενέστερα. Ὁ παλαιότερος Σταυρὸς-Λυπηρὸ ποὺ ὑπάρχει εἶναι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Λιβόρνο τῆς Ἰταλίας, τοῦ 15ου-16ου αἰώνα, καὶ εἶναι μία σταυροειδὴς εἰκόνα, ὅπου εἶναι ἐπάνω ζωγραφισμένος ὁ Χριστός. Δὲν ὑπῆρχε ξεχωριστὰ ὁ Σταυρὸς καὶ ὁ Χριστός. Αὐτὸ ποὺ λέγατε προηγουμένως γιὰ τὴν ἀποκαθήλωση, ὑπάρχει ἀπόδειξις-ἐγκύκλιος τῆς μεγάλης πρωτοσυγκελλίας (Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια Κων/λεως 1890), ἡ ὁποία λέει: «πληροφορηθήκαμε ὅτι σὲ κάποιους ναοὺς τῆς Πόλεως κατὰ τὴ Μ. Παρασκευὴ ἀποκαθηλοῦται ὁ Χριστὸς καὶ τυλίγεται ὁ Χριστὸς κ.λπ. Αὐτὸ ὡς θεατρικὸν καὶ πάντι ἀπάδων τῇ ἐκκλησιαστικῇ ἀκολουθίᾳ ἀπαγορεύομεν αὐστηρῶς» καὶ γίνεται μέχρι τώρα (στὴ Προσκομική).
Αὐτὸ ποὺ εἴπατε γιὰ τὴ Γέννηση ἡ περίγραπτος τοῦ Μυστρᾶ, μνημεῖο τῶν ἀρχῶν τοῦ 14ου αἰῶνος, ἀναπαριστᾶ τὴ Θ. Λειτουργία. Στὴ πρόθεση ὑπάρχει ἡ Ἄκρα Ταπείνωση. Στὸ βόρειο τοῖχο ὑπάρχει ἡ λιτάνευσίς του τότε «ἀέρα» ποὺ ἔφερε μόνο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸ ἔχουν οἱ ἄγγελοι στοὺς ὤμους τους. Ἡ ἀνάσταση ποὺ μᾶς δείξατε δὲν εἶναι ἀπὸ ἐκκλησία ἀλλὰ ἀπὸ ταφικὸ παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς τῆς Χώρας. Αὐτὸς ποὺ ζωγράφισε τὴ Μονὴ τῆς Χώρας καὶ ζωγράφισε καὶ τὴν περιγραπτὸ εἶναι ὁ Θεοφάνης ὁ Ἕλλην καὶ τότε ἐλεγχόταν ἡ ἁγιογραφία ποὺ γινόταν. Ἑπομένως, αὐτὸ ποὺ λέγατε ὅτι ἀπὸ ἐδῶ ἔχουμε σταύρωση, ἐνῶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔχουμε ἀνάσταση δὲν προκύπτει ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ ὑπομνήματα τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ κυρίως ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, τοῦ 12ου αἰώνα».
Ἔπειτα ἔλαβε μία ἀρχαιολόγος τὸν λόγον, λέγουσα:
«Ἐγὼ θὰ μιλήσω ὡς ἀρχαιολόγος καὶ θὰ ἀντιστρέψω τὴν εἰσήγηση… Ἀπὸ τότε ποὺ μπῆκε ὁ Ἐσταυρωμένος στὴ θέση τοῦ ἱεροῦ, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, παραμένει γιὰ λίγο ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου (ἀπὸ τὸ παλαιὸ σύνθρονο) ὡς κινητός, γιατί μετὰ ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει ἔξω, ἡ προτύπωση τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου (ἐνν. πού ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ συνθρόνου Ἐπισκόπου-Πρεσβυτέρων) προαναγγέλλεται μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, ὅποτε ὁ Ἐσταυρωμένος πῆρε τὴ θέση του ἐκεῖ.
Τὶς παλαιότερες μαρτυρίες περὶ Ἐσταυρωμένου, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴν τελετὴ τῆς ἀποκαθήλωσης, βρῆκα σὲ δύο χειρόγραφα τῆς Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου τοῦ 14ου αἰώνα. Ὑπάρχει μάλιστα καὶ διδακτορικὴ διατριβὴ ποὺ ἐπιβλέπει ὁ κ. Σκρέτας, ὅπου περιγράφεται ἀναλυτικὰ καὶ ἡ ἀποκαθήλωση μὲ βάση αὐτὰ τὰ χειρόγραφα καὶ δύο ἄλλα χειρόγραφα τοῦ 17ου καὶ 18ου αἰώνα, τὰ ὁποῖα συμπίπτουν ὡς πρὸς τὴν περιγραφή.
Ὁ Ἐσταυρωμένος σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες καὶ μὲ τὶς παραδόσεις εἶναι πολὺ πιὸ παλιὸς καὶ πολὺ πιὸ παλιὰ στὴ θέση ἐκείνη ἀπ’ ὅ,τι νομίζουμε. Ἤδη αὐτὸ ποὺ ὀνομάσατε ἀρχαῖο θρησκευτικὸ θέατρο, τὸ δρᾶμα ποὺ δὲν ἦταν θέατρο, εἶναι γνωστὸ καὶ μάλιστα ἡ τελετὴ τῆς ἀποκαθηλώσεως ἀποδίδεται στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο καὶ στὰ “Πάθη τοῦ Χριστοῦ ἢ Ὁ Χριστὸς Πάσχων”».
Ἕτερος ὁμιλητὴς ἀνέφερε τὰ ἀκόλουθα:
«Σχετικὰ μὲ ὅσα εἴπατε ὅτι οἱ Σταυροφόροι μᾶς ἐπέβαλαν τὸν Σταυρό. Ὁ Καθηγητὴς Φουντούλης, ποὺ τὸν ἐπικαλεστήκατε λέει: «…οἰκειοθελῶς τὸ πήραμε, δὲν μᾶς τὸ ἐπέβαλε κανείς. Πουθενὰ μὰ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ἐπιβεβαίωση ὅτι εἶναι παπικὸ ἔθιμο». Δὲν θὰ ἀναφερθῶ στὶς μαρτυρίες ποὺ ἔχουμε στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τὸ 342 μ.Χ., ὅπου στὴ κόγχη ὑπάρχει Σταυρός, στὴ Ραβέννα στὸ ἀρχιεπισκοπικὸ παρεκκλήσιο τοῦ 6ου αἰώνα στὸ θόλο ὑπάρχει Σταυρός, στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγ. Ἀπολλιναρίου τὸ 549 μ.Χ. ὑπάρχει Σταυρός, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Γραικῶν στὴ Βενετία ὑπάρχει Σταυρός, παντοῦ, παντοῦ, παντοῦ».
Ἐπίσης ὁ ἴδιος ὁμιλητὴς παρέπεμψε εἰς τὰ ὅσα τὸ 1416 ὁ Ἅγιος Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, «Περὶ τοῦ Ἁγίου Ναοῦ», κεφάλαιον ΡΛΓ΄ «Τί τὸ καταπέτασμα καὶ οἱ τέσσαρες τούτου στῦλοι» (PG 155,341-344), καταγράφει, τὰ ὁποῖα παραθέτομεν ἀκολούθως:
«Διὰ τῶν μυστηρίων ὁρᾶται θυόμενός τε καὶ κείμενος. Διὸ καὶ ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου αὐτοῦ ἐξ ἀνατολῶν τὸ εὐλογημένον ὄργανον τῆς θυσίας ὁ θεῖος ἵσταται σταυρός, τετραμερὴς ὤν διὰ τὸν ἐν αὐτῷ προσπαγέντα, τά τε ἄνω καὶ κάτω καὶ τὰ σύμπαντα πεποιηκότα τε καὶ συνέχοντα, καὶ τὰ ἄνω τοῖς ἐπὶ γῆς ἑνώσαντα, ἄνωθεν κάτω καταβάντα, κάτωθέν τε ἄνω ὑψωθέντα, καὶ ἐν ἑαυτῷ πάντα ἑνώσαντα, καὶ τὰ πέρατα συγκαλέσαντα, καὶ τῷ ὕψει τῆς θεότητος, καὶ τῷ ταπεινῷ τῆς σαρκώσεως πάντα οἰκειωσάμενον, καὶ τῷ ὑψηλῷ τῆς δόξης… καὶ τῷ μὲν ἰκρίῳ δηλοῦντα τὸν Πατέρα τὸν ὕψιστον καὶ ἡμῶν τῶν ἐπὶ γῆς προνοούμενον, τῇ δὲ κεραίᾳ τὸν Υἱὸν αὐτὸν καὶ τὸ Πνεῦμα, δι’ αὐτῶν ἡμᾶς ὡς διὰ χειρῶν ἀναπλάττοντα».
Ἀπ’ ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἀντιλαμβάνεται οἱοσδήποτε ὅτι τὰ ὅσα ἰσχυρίζεται ὁ Σεβασμιώτατος καταπίπτουν ἐνώπιον τῆς σοβαρᾶς ἐπιστημονικῆς κριτικῆς. Συγκεκριμένα:
Α. Ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν εἶναι ὑπόθεσις τῶν τελευταίων 100-200 ἐτῶν, ἀλλὰ πολλῶν ἑκατονταετηρίδων.
Β. Ἡ θέσις τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν εἶναι ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ Τέμπλου, ἀλλὰ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος.
Γ. Ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν ἀποτελεῖ δυτικὴν ἐπιρροήν, ἀλλὰ ὑπῆρχε καὶ εἰς τὴν Ἀνατολήν.
Δ. Ἡ ἀποκαθήλωσις εἶναι ἐξίσου παλαιὰ ὑπόθεσις καὶ ἔχει ἀφομοιωθῆ εἰς τὸ λειτουργικὸν τυπικόν.
Ε. Ὁ Φουντούλης δὲν δύναται νὰ ἀποτελῆ τὸ μόνον κριτήριον τῆς λειτουργικῆς ζωῆς.
Αἱ συντριπτικαὶ αὐταὶ διαπιστώσεις κατὰ τῶν ἰσχυρῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου ἔχουν περαιτέρω συνεπείας: δὲν ἔχει σημασίαν ἐὰν τὰς ἐγνώριζεν ἢ ὄχι, καθὼς τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἐπιστημονικόν, ἀλλὰ καταδεικνύουν ὅτι ὁ Σεβ. Περιστερίου δὲν ἔχει προσλάβει τὴν θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν συνώψισεν ἑτέρα ἀκροάτρια, ὅταν εἶπε τὰ ἑξῆς:
«Τέχνη εἶναι καὶ ἡ ὑμνογραφία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ποὺ μᾶς παρουσιάσατε. Στὴν ἀναστάσιμη προσευχὴ ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη δημοτικοῦ διδάσκουμε λέει «Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν καὶ τὴν Ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν… ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Χωρίζουν ποτὲ Ἀνάσταση καὶ Σταυρός; Ποτέ!».
(Συνεχίζεται)