«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Σέ κάποια χώρα πλησίον τής Κωνσταντινουπόλεως, όνομαζομένην Ἄβυδο, κατοικούσε ένας ορθόδοξος καί ευλαβής χριστιανός μέ τήν έπίσης ενάρετη καί θεοφιλή σύζυγο του Σοφιανή κατά τό έτος 1607.
Κάποια φορά άσθένησε ή Σοφιανή καί παρέμεινε στό κρεββάτι έπί είκοσι ήμέρες χωρίς νά μπορεί νά σηκώση ούτε τό κεφάλι της. Κατά τήν δύσι τοῦ ήλίου τής 3ης Αύγούστου άπλωσε τά χέρια της στόν ούρανό καί φάνηκε σάν νά εξέπνευσε. Όλοι οί συγγενείς της τότε ετοίμαζαν τά αρμόδια γιά τήν ταφή χωρίς νά μποροῦν άπό κανέναν νά παρηγορηθοῦν. Διεπίστωσαν όμως ότι κάτω άπό τόν άριστερό μαστό της τό μέρος εκείνο ήταν θερμό, όπότε καί τήν άφησαν άσαβάνωτη μέχρις ότου τελείως νεκρωθή.
Έν τω μεταξύ ήλθε καί ἡ κατά σάρκα άδελφή της καί μέσα στήν απελπισία καί τόν πόνο της έπήρε κρύο νερό καί έράντισε τήν Σοφιανή ἡ όποία συνήλθε καί είπε τά εξής στήν άδελφή της Άννα: «Καλλίτερα νά μήν είχες έλθει, άδελφή μου, έδώ διότι περισσότερη ζημία καί θάνατο μοῦ προξένησες, παρά ζωή πρόσκαιρη, διότι οί φωνές σου μέ έξέβαλαν άπό τόν φωτεινό έκείνο Παράδεισο καί τήν άνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ πού άπε λάμβανα. "Επρεπε, άθλία, όταν μέ είδες νεκρή, νά χαιρόσουν περισσότερο καί νά εὐχαριστοῦσες τόν Θεό, παρά τώρα όπου μέ βλέπεις καί άνέζησα».
Ἀφοῦ είπε καί άλλα πολλά καί έγινε καλλίτερα τής έζήτουν οί παρευρισκόμενοι νά διηγηθή τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ πού είδε στήν άλλη ζωή. Εκείνη έζήτησε Πνευματικό νά τά έξομολογηθή καί, έάν ἐκεῖνος κρίνη ότι είναι εύλογο, νά τά μάθουν καί άλλοι. Ήλθε λοιπόν ό Πνευματικός Ιερόθεος Κουκοζέλης, Προηγούμενος τής Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Κύπρου, ό όποιος μέ πατριαρχική προσταγή ήλθε γιά νά έξομολογήση τήν Σοφιανή, ἡ όποια καί διηγήθηκε τά έξής:
«Καθώς σηκώθηκα καί άνεκάθισα στό κρεββάτι μου, λιποθύμησα καί βλέπω μπροστά μου ένα άστραπόμορφο νεανία, ό όποιος κρατούσε στά χέρια του ένα χρυσό δοχείο γεμάτο νερό καί μού είπε: Σοφιανή, γνωρίζω ότι έχεις μεγάλη δίψα καί ή καρδιά σου φλέγεται άπό τήν άσθένεια. "Αν όμως πιής αύτό τό ζωοπάροχο νερό, θά ύγιαίνης στήν ψυχή καί στό σώμα καί θά έχης παντοτεινή χαρά». Έγώ, άκούοντας αύτά, έσκίρτησα άπό χαρά, καί άλλο τίποτε δέν ήθελα παρά νά βλέπω τόν φαινόμενο ἐκεῖνο νέο. Όταν έλαβα τό ποτήρι αύτό στά χέρια μου γιά νά τό πιώ, δέν ξέρω πώς, άρπάχθηκα άπό τήν ζωή καί έπί τρία ήμερονύκτια έλειπα άπό τό σώμα, ἡ δέ ψυχή μου άκολούθησε ἐκεῖνο τόν νέο καί άνεβαίναμε στόν ούρανό. Έπεράσαμε έπτά σφαιροειδεῖς κύκλους τοῦ οὐρανοῦ μέσα σέ σκότος βαθύ και κατόπιν φθάσαμε σ' ένα φωτεινό καί πανευώδη τόπο, πρό τοῦ ὁποίου εύρίσκοντο δύο υψηλές καί πανθαύμαστες πύλες. Ἡ δεξιά ήταν κατασκευασμένη άπό καθαρό χρυσό καί πολυτίμους λίθους, ένώ ἡ άριστερά άπό χαλκό καί άναμμένο σίδερο, πού φαινόταν σάν φλογεροί άνθρακες. Γύρω άπ' αύτήν έστέκοντο πλήθος άπό φρικωδέστατους ώπλισμένους γίγαντες πού έφύλαττον τήν πύλη καί έγώ τότε έμεινα άφωνος άπό τόν φόβο μου.
Μοῦ λέγει ό οδηγός μου: Βλέπεις, άδελφή, αύτές τίς πύλες; Αύτές είναι οί πύλες τής δικαιοσύνης καί ἡ μέν χρυσή είναι τής Βασιλείας τών Ούρανών, ἡ δέ σιδερένια τής κολάσεως τών άμαρτωλών.
Αφήσαντες αύτές τίς πύλες άνεβήκαμε ψηλότερα σέ φωτεινότερο τόπο, όπου έστέκοντο άπειρα πλήθη φωτο μόρφων άνδρών τών οποίων οί θέσεις δέν ήταν όλες σέ ένα τόπο, άλλά άλλου ήταν ψηλότερα καί άλλου χαμηλότερα.
Τότε ό οδηγός μου μέ τοποθέτησε άνάμεσα στούς αγγέλους καί μοῦ είπε: «Σοφιανή, έδώ σκύψε καί προσκύνησε». Άμέσως τότε έγώ έσκυψα καί προσκύνησα μέ πολύ φόβο, άλλά ποιόν προσκύνησα δέν είδα. Ἐκεῖνος πάλι μ' έσήκωσε καί μοῦ είπε: «Στάσου έδώ νά γνωρίσης τά τεράστια τής Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου», καί μετά τά λόγια αύτά είδα ένα πύρινο, λαμπρό καί βασιλικό θρόνο, κάτω άπό τόν όποιο ήταν ένα άνθρώπινο χέρι τό όποιο κρατοῦσε μία ζυγαριά.
Γύρω άπ' αύτόν τόν θρόνο έστέκοντο άναρίθμητα πλήθη άγγέλων, οί όποιοι άνέβαιναν άπό τήν όδό πού ήλθα καί έγώ, μεταφέροντας ψυχές άνθρώπων, άνδρών, γυναικών καί παιδιών καί όταν τίς άνέβαζαν έδώ, έλεγαν: «Προσκυνάτε» καί ἐκεῖνες οί ψυχές προσκυνούσαν, όπως δηλαδή έκανα καί έγώ. Έπάνω στόν φοβερό θρόνο, μέσα σέ φωτεινές νεφέλες, καθόταν ό Δεσπότης Χριστός, ένδεδυμένος ένα γαλαζοπόρφυρο ένδυμα. Έγώ άπό τήν δυνατή λάμψι τοῦ προσώπου Του, δέν μπόρεσα νά Τόν άτενίσω. Οί παριστάμενοι άγγελοι έψαλλαν τό: «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος ό Ὤν καί προών καί φανείς ώς άνθρωπος Θεός, έλέησον τό πλάσμα σου». Ένώ άλλοι άγγελικοί χοροί έψαλλαν τό: «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ πλήρης ό ούρανός καί ἡ γή τής δόξης Σου». Εκείνοι πού ήταν μαζί μας έψαλλαν τό: «Δόξα έν ύψίστοις Θεώ καί έπί γής ειρήνη έν άνθρώποις ευδοκία», άλλοι δέ έψαλλαν τό: «Αλληλούια» άνά τρεις φορές, ένώ άλλοι τό: Αμήν, Αμήν, Αμήν» καί ούδέποτε έπαυαν τήν δοξολογία τους.
Άπό τά δεξιά τοΰ Χριστού στεκόταν ή Θεοτόκος καί άριστερά ό Τίμιος Πρόδρομος, όπως τούς εικονίζουν οί αγιογράφοι. Οί άγγελοι, όταν έτελείωναν τήν δοξολογία τους, προσκυνούσαν τόν Κύριο κλίνοντες τίς κεφαλές τους, ό δέ Κύριος ύψωνε τά άχραντα χέρια Του καί τούς εύλογούσε. Άπό τά Δεσποτικά δάκτυλα τών χεριών Του έπεφταν ποταμηδόν πολύτιμοι λίθοι καί μαργαρίτες, πράγμα τό όποιο βλέποντας έγώ, έφριξα καί ρώτησα τόν οδηγό μου τί είναι αύτά τά μυστήρια, Εκείνος μοῦ είπε:
Βλέπεις, Σοφιανή, τούς μαργαρίτες καί τούς πολυτίμους λίθους πού πέφτουν άπό τό δεξί χέρι τού Δεσπότου καί κατέρχονται στήν γή; Αύτοί είναι τό άφατο έλεος Του, ή άπειρος άγάπη, τήν όποία έχει πρός τό γένος τών άνθρώπων, τών ορθοδόξων χριστιανών καί γι' αύτό πέμπει τήν εύλογία Του στά σπίτια τών αγαθών ορθοδόξων χριστιανών, πού φυλάττουν άπαρασάλεντη τήν πίστι σ' Αύτόν καί σέ όσους ἐξομολογοῦνται καθαρά τίς άμαρτίες τους, εφαρμόζουν τίς θείες έντολές καί άπέχουν άπό τά θελήματα τού διαβόλου, όλους αύτούς τούς εὐλογεῖ καί τούς λυτρώνει άπό κάθε κακό. Αύτοί πού ἐλεοῦν καί ἀγαποῦν τόν πλησίον τους, άπολαμβάνουν ζώντες αύτές τίς εύλογίες καί μετά τόν θάνατο τους κληρονομοῦν τήν έδώ διαμονή καί μακαριότητα.
Οί φλογοειδεῖς πύρινοι κόμποι πού πέφτουν άπό τό άριστερό Του χέρι σημαίνουν τόν θυμό, τήν οργή καί τήν άγανάκτησί Του γι' αύτούς πού κάνουν άμαρτωλή ζωή καί αδικούν τόν πλησίον τους. Αύτοί όχι μόνο στερούνται τήν πρόσκαιρη ζωή, άλλά καί παραπέμπονται στό αιώνιο πυρ γιά νά κολάζωνται μέ τούς ακάθαρτους δαίμονες.
Αριστερά άπό τόν θρόνο καί τήν ζυγαριά, πού είπαμε, διακρινόταν μέγα χάσμα, άπό τό όποιο έξερχόταν άφόρητη δυσωδία, θειαφώδης αύρα καπνού καί άναρίθμητες σπαρακτικές φωνές άνθρώπων πού συνεχώς έφώναζαν τό: «ούαί καί τό άλλοίμονο».
Οί άγγελοι έφερναν τίς ψυχές τών άνθρώπων άπό τήν γή καί, ἀφοῦ προσκυνούσαν, τίς ὡδηγοῦσαν σέ έξέτασι όλων τών έργων τους πού έκαναν στήν γή, καί τά μέν καλά τά έθεταν στό δεξί μέρος τής ζυγαριάς τά δέ πονηρά στό άριστερό της. Κατόπιν τις σεσωσμένες καί άγιες ψυχές έδινε έντολή ό Χριστός καί τίς ώδηγοΰσαν οί άγγελοι στόν τόπο πού ευρισκόταν ή χρυσή πύλη, ένώ τίς άμετανόητες καί άμαρτωλές ψυχές τίς έρριχναν σέ έκεΐνο τό χάος τής άβύσσου. Τότε οί άγγελοι έχαίρο ντο καί εύφραίνοντο γιά τίς σεσωσμένες ψυχές, ένώ έλυπούντο καί έσκυθρώπαζον γιά τις κολασμένες.
Εκείνη τήν στιγμή έφεραν οί άγγελοι μία ψυχή, τής οποίας έπλεόναζαν οί άμαρτίες της άπό τά άγαθά της έργα καί έπρόκειτο ό Κύριος νά κάνη νεύμα στούς αγγέλους νά τήν ρίξουν στό χάος. Τότε όμως παρουσιάσθηκε μπροστά ή Κυρία Θεοτόκος καί ό Τίμιος Πρόδρομος καί παρακαλούσαν τόν Κύριο λέγοντας: «Οί οίκτιρμοί Σου, Μακρόθυμε, νικούν τήν οργή Σου' άν καί είναι ά μαρτωλή αύτή ή ψυχή, δέν έπαυσε νά φυλάγη τήν άληθινή σέ Σένα πίστι καί γι' αύτό Σέ ικετεύουμε νά τήν συγ χωρήσης». Ένώ αύτοί παρακαλούσαν τόν Χριστό, ήλθαν καί οί άγγελοι προβάλλοντες τίς έλεημοσύνες, τίς Λειτουργίες, τά κεριά, τό λάδι, τίς προσφορές καί τά μνημόσυνα τά όποΐα έκανε. Άκόμη άνέβηκαν καί οί προσευχές τών ιερέων, οί όποιοι λειτουργούσαν γι' αύτή τήν ψυχή καί οί άγαθοεργίες τών γονέων καί συγγενών της πού προσφέρθησαν στούς πτωχούς γιά τήν άνάπαυσί της. Έπί πλέον άκούσθηκαν οί δεήσεις τών πτωχών, πού έλαβαν τίς έλεημοσύνες άπό τούς συγγενείς της, λέγοντες τό: «Ό Θεός νά τήν συγχωρήση».
Τότε άκούσθηκε ή φωνή τοΰ Δεσπότου νά λέγη: «Ιδού γιά τήν δέησι τών ιερέων μου καί τών άδελφών μου τών πτωχών, δίνω συγχώρησι σ' αύτή τήν ψυχή». Ένώ λοιπόν έπρόκειτο νά νεύση ό Κύριος μέ τό δεξί Του χέρι νά βάλουν οι άγγελοι τήν ψυχή αύτή μαζί μέ τούς δικαίους, έφθασαν στόν Θρόνο Του οί όδυρμοί, οί φωνές, τά μοιρολογήματα καί οί άγανακτήσεις τών γονέων της καί οί βλασφημίες κατά τού Θεού, τίς όποιες ἔλεγαν ἐπηρεασμένοι άπό τήν θλῖψι τους καί έτσι έξεδήλωναν τήν ἀπιστία τους στό ένδέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών». Όταν συνέβησαν αύτά, ώργίσθηκε πολύ ό Κύριος καί είπε: «Έπειδή δέν αρκέσθηκαν στίς δεήσεις τών ιερέων μου, άλλά καί αντιμάχονται έναντίον μου, νά σηκώσετε αύτή τήν ψυχή καί νά τήν ρίψετε στό σκότος τό εξώτερο». Οἱ άγγελοι τότε πολύ λυπήθηκαν γι' αύτή τήν ψυχή, άλλά κάνοντας υπακοή στόν Χριστό, έπήραν τήν ψυχή καί τήν έριξαν στό αχανές εκείνο βάραθρο τής κολάσεως. Τότε έτόλμησα καί έγώ ή ταλαίπωρη νά ρωτήσω τόν όδηγό άγγελο μου: «Γιατί, Κύριέ μου λυπούνται τόσο πολύ οί άγγελοι, όταν ρίχνεται κάποια ψυχή στό βάραθρο τής κολάσεως»;
Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε" «Αύτό τό χάος είναι εκείνο πού χωρίζει τούς δικαίους άπό τούς άμαρτωλούς καί βυθίζει όσους πέσουν στόν άφώτιστο αύτό τόπο τοῦ Ἄδου, στόν όποιο κολάζονται αιωνίως. Έάν έχουμε όλοι οί άγγελοι χαρά γιά τούς σεσωσμένους, πολύ περισσότερο έχουμε λύπη γι' αύτούς πού κολάζονται».
Ένώ μοΰ έλεγε αύτά ό άγγελος μου, ακούω ξαφνικά μεγάλο θόρυβο, διότι ήρχοντο άγγελοι φέροντες μία ψυχή μέ ψαλμωδίες και θυμιάματα, λαμπάδες, καί φωτοχυσίες. Αύτή ή ψυχή έρχόταν μέ πολλή χαρά καί παρρησία, οί δέ ψυχές τών δικαίων ήλθαν γιά νά τήν προϋπαντήσουν. Είχε ή μακαρία αύτή ψυχή τό ένδυμά της λευκό καί καθαρό σάν τόν ήλιο καί δέν έφερε καμμία κηλίδα ή στίγμα άμαρτίας, όπως είχαν οί άλλες ψυχές. Τό ένδυμα αύτό νομίζω ότι θά ήταν ή στολή τοΰ άγίου Βαπτίσματος, τό όποιο έφύλαξε άμόλυντο καί γι' αύτό έλαμπε τόσο πολύ. Ήλθε λοιπόν αύτή ή ψυχή καί προσκύνησε, όπως όλες κατά τήν συνήθειαν. Τότε όλοι οί άγγελοι έβόησαν μεγαλόφωνα λέγοντας: «Σέ εύχαριστούμεν, Παντοκράτωρ Δέσποτα, διότι είδαμε ψυχή δικαίου καθαρή καί αμόλυντη άπό τήν άμαρτία». Τότε άκούσθηκε βρο ντώδης ή φωνή τοΰ Δεσπότου λέγουσα: «Πάρετε αύτή καί νά τήν άναπαύσετε μαζί μέ τούς άγιους». "Επειτα στρέφοντας τόν λόγο του καί τό χέρι Του πρός εμένα, είπε: «Νά οδηγήσετε καί τήν Σοφιανή αύτή στίς κατοικίες καί μονές τών άγίων μου, γιά νά τίς ίδή' έπειδή όμως τήν άναζητοΰν πολλοί στόν κόσμο, νά τήν έπιστρέψετε στό σώμα της γιά νά σωθοΰν καί άλλοι άπό τήν έξιστόρησι αυτής τής οπτασίας πού άξιώθηκε έδώ νά ίδή. "Αν άγωνισθή νά άποκτήση καί άλλες άρετές καί εύδοκιμήση τελείως, τότε θέλει νά άξιωθή μετά άπό τρεις χρόνους ν' άπολαύση μεγαλύτερες τιμές».
Μέ αύτό τό λόγο τοῦ Δεσπότου μέ άρπαξε ό άγγελος καί άκολουθήσαμε έκείνη τήν δικαία ψυχή, ένωθέντες μέ άλλες σεσωσμένες ψυχές. Φθάσαμε μπροστά άπό τήν χρυσή έκείνη πύλη τοΰ Παραδείσου. Ξαφνικά είδα μπροστά μου τήν Κυρία Θεοτόκο μέ άνέκφραστη δόξα καί μαζί της ό Απόστολος Πέτρος, ό όποιος κρατούσε στά χέρια του κλειδιά. "Ανοιξε τήν ωραία έκείνη πύλη καί μπήκε πρώτη ή Θεοτόκος κατόπιν ό Πέτρος καί μετά οί άγγελοι μέ τίς ψυχές πού μετέφεραν. Μέ αύτούς έ πήγαινα καί έγώ βιαζόμενη νά συμπορεύωμαι μέ τήν Θεοτόκο. Ό τόπος αύτός ήταν τόσο φωτοστόλιστος καί πα νευώδης, ώστε έθαύμαζα καί έχαιρόμουν άνεκδιήγητα. Τό έ'δαφος έκεΐνο δέν ώμοίαζε μέ τήν στερεά γή τήν δική μας, ή οποία έχει άνηφόρες, κατηφόρες, πέτρες, ποτάμια καί όσα άλλα βλέπουμε, άλλά ήταν λευκή σάν τό καθαρό βαμβάκι ή χρυσό ύφασμα στολισμένο μέ ποικίλους πολυτίμους λίθους καί μαργαριτάρια. Είδα έπίσης δένδρα ύψηλά, ευώδη καί κατάφορτα άπό άνθη καί ώ ραιοτάτους καρπούς, πού ώμοίαζαν μέ ρόδα καί κρῖνα. Κάτω άπό τά δένδρα έφαίνοντο ότι ήταν χρυσοπόρφυρα στρώματα έπάνω στά όποια άναπαύοντο άνδρες, γυναίκες καί παιδιά, μεταξύ τών όποιων έγνώρισα πολλούς άπό τήν πατρίδα μου τήν Άβυδο καί άπό τήν πόλι αύτή, οί όποιοι είχαν πεθάνει.
Έκεῖ είδα τόν ιερέα πατέρα μου Ιωάννη καί τήν μητέρα μου Αναστασία καί μία άδελφή μου, πλήν όμως δέν μπόρεσα νά τούς πλησιάσω καί νά τούς μιλήσω. Οί κατοικίες τους δέν ήταν όμοιες, όπως δέν ήταν όμοιες οί άρετές καί τά έργα τους έδώ στήν γή. Βαδίζοντας άκόμη πρός τά έμπρός είδα καί τούς Αγίους, οί όποιοι ήταν σέ υψηλό καί φωτεινώτερο τόπο καί περιπατούσαν όλοι λευκοφορεμένοι καί ένδεδυμένοι μέ λαμπρότατο φώς. Ένώ τότε άναρωτιόμουν μέ τόν εαυτό μου, ποιοί νά είναι άραγε αύτοί, έστράφη ή Θεοτόκος πρός έμένα καί μοΰ είπε: «Σοφιανή, βλέπεις τίς άναπαύσεις τών Άγίων; Βάδιζε γρήγορα νά προφθάσης καί προσκυνήσης τόν δίκαιο Αβραάμ, διότι δέν θά τόν ίδής καθώς τό ποθείς». Τότε έτρεξα έγώ καί είδα άπό μακριά τόν Αβραάμ νά κάθεται σ' ένα ωραιότατο θρόνο καί γύρω του άναρίθμη τες ψυχές μέ πολλή εύφροσύνη καί χαρά. Έγώ έτρεχα νά τόν ιδώ καί νά τόν άπολαύσω, όπότε μέ είδε έκεΐνος καί μοΰ ένευσε νά τόν πλησιάσω. Παίρνοντας περισσότερο θάρρος έτρεχα γιά νά τόν φθάσω, άλλά έκείνη τήν στιγμή άκουσα τίς φωνές τής άδελφή ς μου καί μέ τό κρύο νερό πού έράντισε τό πρόσωπο μου, έπανήλθα στόν εαυτό μου καί αισθάνθηκα μεγάλο βάρος καί ψυχρότητα στό σώμα μου, ωσάν νά μοΰ ήταν πάγος. Σιγά σιγα ἐμψυχώθηκε το σώμα και συνήλθα τελείως.
Αφού άκουσε αυτά με προσοχή ο Πνευματικός της την ερώτησε:
Είδες κανένα άλλο μυστήριο, παιδί μου; Είδες δαιμόνια τελωνιακά, κολάσεις άμαρτωλών, όπως βλέπουν πολλοί άλλοι;
Ή Σοφιανή άποκρίθηκε: Δέν είδα τίποτε περισσότερο, πάτερ μου.
Γνωρίζεις κανένα άγαθό, τήν έρωτά ό ιερεύς, πού νά έπραξες στήν ζωή σου;
Τί καλό ζητείς άπό εμένα τήν αμαρτωλή, πάτερ; Άλλά, έπειδή μέ άναγκάζεις, θά σοΰ ειπώ αύτό πού γνωρίζω. Πρίν τρία χρόνια, έκεῖ πού έγνεθα στό πατρικό μου σπίτι, μία μεσημβρία άκουσα μεγάλη βοή καί ταραχή, ώσάν νά συνέβαινε σεισμός καί τότε βλέπω μέ τά μάτια μου τρεις ιεροπρεπείς άνδρες μέ άρχιερατικές στολές, οί όποιοι, καθώς γνωρίζω άπό τίς εικόνες τους, ήταν οί Τρεις Τεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ό Θεολόγος καί ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος. Έγώ παρέλυσα άπό τόν φόβο μου, έκανα τόν σταυρό μου καί τούς προσκύνησα μέ μεγάλο φόβο. Εκείνοι τότε μοΰ είπαν:
Μή φοβείσαι, Σοφιανή, εμείς είμεθα οί Τρεις Τεράρχαι καί θέλουμε νά άφιερώσης στόν Θεό τό σπίτι σου γιά νά γίνη έκκλησία στό όνομά μας καί έμεΐς θά πρεσβεύουμε γιά τήν σωτηρία σου.
Έγώ έτόλμησα καί τούς είπα: Άγιοι Δεσπόται μου, είναι αύτό τό σπίτι κατάλληλο γιά δοξολογία Θεοΰ καί κατοικία ιδική σας, άφοΰ μάλιστα καί έμεΐς είμεθα πτωχοί άνθρωποι καί δέν έχουμε τόν τόπο νά κάνουμε έκκλησία, όπως ορίζετε; Εκτός άπ' αύτά δέν γνωρίζω καί τήν γνώμη τοΰ συζύγου μου, άκόμη καί άν θά μπορέσουμε νά πάρουμε βασιλική άδεια γιά τήν άνοικοδόμησι αυτής της έκκλησίας.
Εκείνοι μού είπαν: Μή στενοχωριέσαι πού είναι ο χώρος ακάθαρτος και κοπρώδης, ούτε να φοβήσαι γιά την βασιλική άδεια, μόνο φρόντισε εσύ νά μάς τόν άφιερώσης καί έμεῖς όλα τά άλλα θά τά τακτοποιήσουμε. Διότι κατά τήν παλαιά έποχή ό άχυρώνας αύτός ήταν ναός ιδικός μας. "Αν όμως άμελήσης καί δέν κάνης, όπως σοῦ λέγομε, θά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά σοῦ άφαιρέση τήν ζωή σου ώς παρήκοη.
Μόλις είπαν αύτά οί "Αγιοι, έγιναν άφαντοι. Όταν τό βράδυ ήλθε ό άνδρας μου τοΰ άνήγγειλα όλα τά γενόμενα. Μετά άπό τρεις ήμέρες, μετά τό άπόδειπνο καί τήν μικρή προσευχή μας, έφάνηκαν πάλι οί Άγιοι μέ σεισμό καί μοΰ είπαν μεγαλόφωνα:
Σοφιανή, γιατί δέν έκανες αύτό πού σέ ώρίσαμε καί μέλλεις νά πεθάνης μέ αιφνίδιο θάνατο;
Έγώ λέγω τότε τοΰ άνδρός μου; Άκοῦς τί προστάζουν οί Άγιοι; Αύτός άκοκρίθηκε καί τούς είπε: Άγιοι Δεσπόται μου, μοῦ τά είπε όλα ή Σοφιανή, άλλά έπειδή είμεθα πτωχοί καί δέν έχουμε τά μέσα, φοβούμεθα δέ καί τήν έξουσία τοΰ κράτους, γι' αύτό δέν έκάναμε τίποτε. Έπειδή όμως ορίζετε νά τόν αφιερώσουμε στόν Θεό καί τήν άγιωσύνη σας, άπό σήμερα νά γίνη δικός σας ό τόπος αύτός.
Οί Άγιοι τοῦ είπαν: Αύριο τό πρωΐ θά σκάψης μέσα στόν αχυρώνα καί θά εὕρης μάρμαρα, σταυρούς, άκόμη καί τήν Αγία Τράπεζα καί θά πεισθής έτσι στά λόγια μας. Πήγαινε καί στόν Σουλτάνο καί ζήτησέ του τήν άδεια καί έμεΐς θά τόν καταπείσουμε νά σάς τήν δώση.
Άφοῦ είπαν αύτά οί Άγιοι, άνεχώρησαν. Έμεῖς όλη έκείνη τήν νύκτα τήν περάσαμε μέ δοξολογίες στόν Θεό καί τό πρωΐ άνακοινώσαμε τό γεγονός στούς συγχωριανούς μας καί όλοι έτρεξαν μέ σκαπτικά έργαλεῖα νά βοηθήσουν στό σκάψιμο. Πράγματι, εύρήκαμε τήν Αγία Τράπεζα άπό λευκό μάρμαρο καί άλλα έκκλησιαστικά άντικείμενα πού ήταν χωμένα. Επήραμε μέ εύκολία καί τήν άδεια άπό τόν Σουλτάνο καί άρχισε ή άνοικοδόμη τής έκκλησίας. Έμεῖς είχαμε μερικά χωράφια, τά πουλήσαμε καί άγοράσαμε διάφορα άναγκαῖα πράγματα γιά τήν έκκλησία καί άφοῦ τελείωσαν οι δουλειές, μέ πατριαρχική άδεια, ήλθε ό "Αγιος μητροπολίτης Κίτρους καί τήν εγκαινίασε. Έμεῖς κατόπιν έφύγαμε άπό τό χωριό μας καί έγκατασταθήκαμε στήν Κωνσταντινούπολι παίρνοντας σπίτι μέ ένοίκιο. Όμως σέ παρακαλώ, άγιε Πνευματικέ μου, νά πείσης τόν άνδρα μου νά μοῦ έπιτρέψη νά γίνω μοναχή γιά νά κλάψω τίς άμαρτίες μου αύτά τά τρία έτη πού μοῦ ύποσχέθηκε ό Κύριος ότι θά μείνω άκόμη σ' αύτή τήν ζωή. Ό Πνευματικός της άκούοντας αύτά, είπε στόν άνδρα της νά μή τήν έμποδίση νά πραγματοποιήση τόν διακαή της πόθο. Εκείνος τοῦ είπε ότι μετά άπό δύο χρόνια θά πάνε μαζί στούς "Αγίους Τόπους νά προσκυνήσουν τά Τερά Προσκυνήματα καί νά άφιερωθοῦν στόν Θεό.
Πράγματι, άφοῦ πούλησαν τά ύπάρχοντά τους, έφυγαν γιά τά Ιεροσόλυμα καί έκεῖ έξωμολογήθηκαν τά πάντα στόν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Μετά κοινώνησαν τών Αχράντων Μυστηρίων καί ἡ μέν Σοφιανή έπήγε σέ μοναστήρι καί έγινε μοναχή μέ τό όνομα Σωφρονία, ό δέ άνδρας της έπήγε σέ άνδρικό καί άπό Χρήστος έπωνομάσθηκε Χαρίτων.
Μον.Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου