Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ

 Απολογητικά

π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος

    Κατά τήν ἀντίληψη τοῦ κόσμου τούτου ὁ γάμος ἀποτελεῖ σύμβαση ἀνάμεσα σέ δύο ἀνθρώπους διαφορετικοῦ φύλου, γιά τήν ἱκανοποίηση ἐπιθυμιῶν καί τήν ἐξυπηρέτηση συμφερόντων καί σκοπῶν τῆς ζωῆς αὐτῆς.

Μ’ αὐτή τήν ἔννοια ὁ γάμος ἀποτελεῖ φυσικό θεσμό· δέν ἔχει σημασία ἄν τελεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία ἤ στό Δημαρχεῖο, ἄν εὐλογεῖται ἀπό τόν ἱερέα ἤ πιστοποιεῖται ἀπό τή Δημοτική Ἀρχή.

Ποία ὅμως εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας; Εἶναι ὁ γάμος ἁπλός φυσικός θεσμός ἤ μήπως ὑπηρετεῖ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἀπομακρύνθηκε μέ τήν πτώση του;

α) Ἡ κοινωνία ἀνδρός καί γυναικός

Γιά νά ἀξιολογήσουμε ὀρθά τό γάμο μέσα στήν Ἐκκλησία πρέπει νά ἀναφερθοῦμε στήν ὑπαρξιακή ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς πληροφορεῖ πώς ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὄχι ὡς ἄτομο, ἀλλά ὡς κονωνία προσώπων: «Καί ἐδημιούργησεν ὁ Θεός, τόν ἄνθρωπο, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐδημιούργησε αὐτόν, τούς ἔκανε ἄνδρα καί γυναίκα» (Γέν. α΄ 27).

Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, δημιουργήθηκε ἀπό τήν ἀρχή ὡς ζεῦγος, ὡς ἄνδρας καί γυναίκα. Ὅπως ὁ Τριαδικός Θεός δέν εἶναι μονάδα, ἀλλά Τριάδα, δηλαδή κοινωνία προσώπων, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὄχι ὡς μονάδα, ἀλλά ὡς ζευγάρι· «ὁ ποιήσας ἀπ’ ἀρχῆς ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς», ἐπαναλαμβάνει ὁ εὐαγγελιστής (Ματθ. ιθ΄ 4, πρβλ. Γέν. α΄27).

Τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἑνότητα τῆς οὐσίας καί τήν τριαδικότητα τῶν ὑποστάσεων ἀποτελεῖ βασική ἀλήθεια καί ἀντιστοιχεῖ στήν πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ μοναδική Θεία πραγματικότητα ἀποτελεῖ τή βάση τῆς ζωῆς μας καί τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ὡς πρός τή φύση του καί ὡς πρός τό γεγονός τῆς ἑνότητας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τό ὁποῖο δημιουργήθηκε ἀπό τήν ἀρχή σάν ζευγάρι, ὡς ἄνδρας καί ὡς γυναίκα.

β) Σκοπός τοῦ γάμου

Ὑπάρχει ἡ ἀντίληψη πώς ὁ βασικός σκοπός τοῦς γάμου εἶναι ἡ ἀπόκτηση τέκνων. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολια πώς ἡ τεκνοποιΐα εἶναι μέσα στούς σκοπούς αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου· ὅμως δέν εἶναι ὁ ἔσχατος σκοπός.

Ὁ προφήτης Μαλαχίας ὑπογραμμίζει  πώς ἐγγυητής καί μάρτυρας τοῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ κοινός Δημιουργός τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας.

Καταπολεμεῖ τήν ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία μοναδικός σκοπός τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἀπόκτηση τέκνων καί ὅτι γι’ αὐτό τό λόγο ἐπιτρέπεται τό διαζύγιο ὕστερα ἀπό τήν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ.

Γιά τόν Μαλαχία ἡ οὐσία τοῦ μυστηρίου βρίσκεται στήν πραγμάτωση τῆς κοινῆς ζωῆς, στή διατήρηση καί στή αὔξηση τοῦ ἀδιάρρηκτου δεσμοῦ τῶν συζύγων, πού γίνονται ἕνα πνεῦμα καί μία σάρκα (Μαλαχ. β΄ 14-15, Γέν β΄24, Ματθ. ιθ΄ 5. Μάρκ.ι΄8, πρβλ. Σοφ.Σολ. δ΄ 1-6. Σοφ. Σειρ. ιστ΄1-4).

Στό ἑβραϊκό κείμενο ἀναφέρεται πώς ὁ Θεός «μισεῖ τήν ἀπόλυση», δηλαδή τό διαζύγιο, τό ὁποῖο καταλύει τόν πρωταρχικό σκοπό τοῦ γάμου (Μαλαχ. β΄16). Ἡ διάσπαση τοῦ δεσμοῦ αὐτοῦ, πού ἐκφράζει τήν καθολική ἑνότητα ἀνάμεσα σέ δύο ἀνθρώπους, δέν ἀνταποκρίνεται πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἀντίθετος μέ τήν ἴδια τή φύση τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό, ὄχι σάν κάποιο ὅν ἀποκομμένο ἀπό τούς ὁμοίους του, ἀλλά σάν κοινωνία ἀγάπης.  Καί εἶναι φανερό πώς ἡ κοινωνία αὐτή δέν πραγματοποιεῖται ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀγάπης μέσα στόν κόσμο. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά στή περίπτωση του Ἀδάμ.

Ἐφόσον ὁ Ἀδάμ ἔμενε στήν κοινωνία ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τή γυναίκα του, τήν Εὔα, σάν ἕνα κομμάτι ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του (Γέν. β΄ 23-24). Ὅταν ὅμως μέ τήν πράξη τῆς παρακοῆς ἔπαυσε νά ταυτίζει τό θέλημά του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδή ἔπαυσε νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, τότε εἶδε τή γυναίκα του σάν κάτι διαφορετικό, σάν ἕνα ἄτομο ξένο. Γι’ αὐτό καί δέν ἦταν ἕτοιμος νά ἀναλάβει ὁ ἴδιος τήν εὐθύνη τῆς παρακοῆς (Γεν. γ΄12).

Μέ τό ἱερό μυστήριο τοῦ γάμου ὁ πιστός ξανατοποθετεῖται στό δρόμο, γιά νά ξαναβρεῖ τήν ἑνότητα στή μία καί ἑνιαία ἀνθρώπινη φύση, νά ξαναγίνει κοινωνία προσώπων. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἑνότητα καλοῦνται νά ζήσουν οἱ χριστιανοί σύζυγοι μέσα στό γάμο, ὅπου γίνονται πραγματικά ἕνα σῶμα. Γι’ αὐτή τήν ἑνότητα λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

«Ὡσάν ἀπό μία κεφαλή, συνέδεσε τό σῶμα ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς ἀπό τὴν ἀρχή ἐνόμιζαν ὅτι εἶναι δύο, κύτταξε πῶς συνενώνει πάλι καί συσφίγει αὐτούς εἰς ἕνα διά τοῦ γάμου. ‟Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς σχέσης, λέγει, θά ἐγκαταλείψει ὁ ἄνδρας τόν πατέρα καί τήν μητέρα του καί θά προσηλωθεῖ στή γυναίκα του, ὥστε οἱ δύο νά γίνουν μία σάρκα’’ (Γέν. β΄24)»

«Εἶδες πόσους δεσμούς ἀγάπης ἐπενόησε ὁ Θεός; Ἀλλ’ αὐτά μέν τά ἐνέχυρα κατέθεσε στήν ὁμόνοια ἀπό τή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τό νά εἶναι ἀπό τήν ἴδια οὐσία, σ’ αὐτό ὁδηγεῖ· ἐπειδή κάθε ζῶο ἀγαπᾶ τά ζῶα τοῦ εἴδους του· καί τό νά ἔχει γίνει ἡ γυναῖκα ἀπό τόν ἄνδρα καί τό νά γίνωνται πάλι τά τέκνα καί ἀπό τούς δύο.  Δι’ αὐτό καί δημιουργοῦνται πολλοί τρόποι διά σχέσεις μεταξύ μας.  Δηλαδή τόν μέν νά ἀγαπᾶμε ὡς πατέρα, τόν δέ ὡς παπποῦ καί τήν μέν ὡς μητέρα, τήν δέ ὡς τροφό· καί τόν μέν ὡς υἱό καί ἔγγονο και δισέγγονο, τήν  δέ ὡς κόρη καί ἐγγονή· καί τόν μέν ὡς ἀδελφό, τόν δέ ὡς ἀνεψιό…»

Ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης εἶναι «μεγάλη καί βαρεῖα», λέγει σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Χρυσόστομος καί ὑπογραμμίζει: «Διά τοῦτο ἐπρόλαβεν ὁ Θεός καί ἔβαλε μέσα σ’ ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση μία ἀγαπητική δύναμη, καί φυσικά οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τά παιδιά τους καί οἱ συγγενεῖς ἀγαποῦν ἀναμεταξύ τους ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί οἱ φίλοι ἀγαποῦν τούς φίλους τους, διά νά βοηθεῖται ἡ λογική φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τή φυσική δύναμη τῆς ἀγάπης πού τῆς ἔδωκε ὁ Θεός καί νά μεταχειρίζεται μέ δύναμη τήν προαιρετική ἀγάπη. Διότι τήν μεγάλη καί τελειωτική ἐντολή τῆς ἀγάπης πού ἔδωκε ὁ Θεός, δέν τήν ἀνέφερε στή φυσική ἀγάπη, ἀλλά στήν προαιρετική»

Ὁ γάμος λοιπόν βάζει τόν ἄνθρωπο στήν πορεία πρός τήν πληρότητα τῆς ἀγάπης πού εἶναι διαρκής. Αὐτός εἶναι ὁ πλέον βασικός σκοπός τοῦ γάμου· ἡ πληρότητα τῆς ἀγάπης, πού μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀκόμη καί στά ἄτεκνα ζευγάρια (πρβλ. Σοφ. Σολ. δ΄1-6. Σοφ. Σειρ. ιστ΄1-5).

Ὅμως ἡ ὕπαρξη τέκνων προσθέτει στό χριστιανικό γάμο ἕνα νέο στοιχεῖο, τήν πατρότητα καί τήν μητρότητα, πού ἀποτελεῖ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης τῶν δύο προσώπων, γιά νά ἀγκαλιάζει καί νέες ὑπάρξεις, γιά τίς ὁποῖες οἱ δύο σύζυγοι εἶναι ἕτοιμοι νά προσφέρουν τά πάντα. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ σύζυγοι κατορθώνουν νά ὑπερβοῦν τόν ἑαυτό τους καί νά δοθοῦν ὁλοκληρωτικά στήν ἀγάπη πρός τόν ἄλλο, νά προετοιμασθοῦν γιά τήν πληρότητα ἐκείνης τῆς ἀγάπης, πού καλοῦνται νά ζήσουν αἰώνια (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8-12, Ἐφεσ. ε΄25-23).

Δέν ὑπάρχει λοιπόν ἀμφιβολία πώς ἡ διαφοροποίηση τοῦ ἀνθρώπου (ἄνδρα καί γυναίκα) καί ὁ γάμος ἀποτελοῦν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί ἀπόδειξη τῆς στοργικῆς Του φροντίδας, ἡ ὁποῖα μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ προϋπόθεση γιά τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας πού ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Γιατί ὁ Θεός ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς πτώσης ὑποσχέθηκε στόν ἄνθρωπο τήν ἀνόρθωση· δέν τόν ἄφησε   νννά περιπλανᾶται χωρίς ἐλπίδα (Γεν. γ΄ 15).

Πρόκειται γιά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἐκένωσε» τόν ἑαυτό του, γιά νά γίνει ἄνθρωπος καί δέν ἐδίστασε νά προχωρήσει μέχρι τήν ἔσχατη θυσία ἐπάνω στό σταυρό γιά χάρη τοῦ ἀγαπημένου λαοῦ Του (Φιλιπ. β΄ 7).

Πῶς θά ἦταν δυνατόν νά ἐννοήσει ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσης μιά τέτοια ἀγάπη τοῦ Θεού; Εἶχε ἀνάγκη ἕνα προμήνυμα τῆς τέλειας αὐτῆς ἕνωσης τῆς Θείας φύσης μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτή ἡ προτύπωση καί προεικόνιση, τό μήνυμα τῆς λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό γεγονός τοῦ γάμου μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός (Ἐφεσ. ε΄25-33).

Ἔτσι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία τοῦ γάμου καί ταυτόχρονα τό τέλος καί τόν σκοπό τοῦ γάμου, πού εἶναι ἡ βίωση τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης.

Μέ ὅσα ἀναφέραμε γίνεται φανερό πώς ὁ χριστιανικός γάμος ξεπερνάει τούς ἐνδοκοσμικούς σκοπούς καί βρίσκει τή δικαίωσή του στό ὅλο τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ ἁγία Γραφή μιλώντας γιά τό γάμο, ἀναφέρεται στό γάμο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία καί ταυτόχρονα στό γάμο ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα.

Ἔτσι ὁ χριστιανικός γάμος εἶναι μυστήριο «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησία», συσχετίζεται πάντοτε μέ τόν δεσμό τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία.

«Ὁ ἄνδρας», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «εἶναι κεφαλή τῆς γυναικός, ὅπως ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτός εἶναι ὁ σωτήρ τοῦ σώματος… Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τίς γυναῖκες σας, ὅπως ὁ Χριστός ἀγάπησε τήν Ἐκκησία καί παρέδωκε τόν ἑαυτό Του δι’ αὐτήν, διά νά τήν ἁγιάσει, ἀφοῦ τήν καθάρισε μέ τό λουτρό του ὕδατος διά τοῦ λόγου, διά νά παρουσιάσει στόν ἑαυτό Του ἔνδοξη τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ἔχει κηλίδα ἤ ρυτίδα ἤ τίποτε ἀπό αὐτά, ἀλλά νά εἶναι ἁγία καί ἄμωμος.

Οἱ ἄνδρες ὀφείλουν νά ἀγαποῦν τίς γυναῖκες τους σάν τά δικά τους σώματα…. Τό μυστήριο τοῦτο εἶναι μεγάλο· ἐγώ δέ τό ἑξηγῶ ὅτι ἀναφέρεται στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία» (Ἐφεσ. ε΄ 22-32).

Ὁ δεσμός τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι τό πρότυπο τοῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ. Ἔτσι, ὁ χριστιανικός γάμος «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», γίνεται «μέγα μυστήριο». Σ’ αὐτό τό γάμο ὁ ἄνθρωπος ξεπερνᾶ τόν ἑαυτό του, παύει νά ζεῖ ἐγωϊστικά, μέ κέντρο τό ἐγώ του.
Ὑπερβαίνει τή διαίρεση καί ξαναβρίσκει τόν πραγματικό του ἑαυτό στήν ἑνότητα καί στήν ἀγάπη τοῦ γάμου.

 Ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα, πού στήν ἀρχή ἐνόμιζαν πώς εἶναι δύο, γίνονται καί πάλι ἕνας.

Αὐτή ἡ ἑνότητα θά ὁλοκληρωθεῖ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου δέν θά ὑπάρχει πλέον «ἄρσεν καί θῆλυ», ἀλλά ὅλοι εἴμαστε «εἷς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», ὅπως οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό· αὐτήν τήν πραγματικότητα προγεύεται ὁ πιστός μέσα στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ὅπου ὄλοι ἑνώνονται στό ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία. (Γαλ. γ΄28. Ματθ. κβ΄ 25. Μαρκ.ιβ΄25.Λουκ. κ΄35. Α΄ Κορ. ι΄16-17)

 

Ἡ ἱερουργία τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιά γάμον «ἐν Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. ζ΄39) καί ἐννοεῖ μ’ αὐτό τήν πρόσληψη τοῦ δεσμοῦ αὐτοῦ «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν» (Ἐφεσ. ε’ 33). Ἡ θέση αὐτή μᾶς βοηθεῖ νὰ κατανοήσουμε γιατί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ ἱερουργία τοῦ γάμου συνεδέετο μέ τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας. Τό ἴδιο γεγονός προεικονίζεται μέ τή συμμετοχή τοῦ Χριστοῦ στό γάμο τῆς Κανᾶ.

Ὁ Χριστός προσῆλθε στήν Κανᾶ καὶ συμβόλισε αὐτή τή σχέση μ’ ἕνα θαῦμα· μέ τή μεταβολή τοῦ νεροῦ σέ κρασί. Ἔτσι ὁ Χριστός δέν παραδέχθηκε ἁπλῶς ὁλόκληρη τή χαρά τοῦ γάμου, δέν εὐλόγησε μόνο ὁλόκληρη τήν πραγματικότητα τοῦ γάμου, ἀλλά ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἐσυμβόλισε τή θεία εὐχαριστία, τή μεταβολή τοῦ οἴνου σέ αἷμα Του καί τοῦ ἄρτου σέ σῶμα Του, τήν πρόσληψη καί τή μεταμόρφωση τοῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ μέσα στό ἴδιο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι δικό Του Σῶμα.

Ἡ διδαχή αὐτή εἶναι πατερική. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πώς «ὅταν ὁ σύζυγος καί ἡ σύζυγος ἐνοῦνται διά τοῦ γάμου, δέν φαίνονται πλέον σάν κάτι γήινο, ἀλλά σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου».  Σέ ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, χαρακτηρίζει τό χριστιανικό γάμο ὡς «μικρή Ἐκκλησία».

Ὅταν ὁ γάμος ἱερουργεῖται, ὁ Χριστός εἶναι παρόν καί ἁγίαζει αὐτόν τόν δεσμό πού πραγματοποεῖται στό ὄνομά Του (Ματθ. ιη΄20). Γι’ αὐτό καί ἕνας σύγχρονος θεολόγος διακηρύττει πώς στό χριστιανικό γάμο «παντρεύονται» τρεῖς, οἱ σύζυγοι μεταξύ των καὶ μέ τόν Χριστό.

Ἡ ἱερουργία τοῦ γάμου δέν εἶναι μεταγενέστερη παράδοση, ἀλλά ἀνάγεται στήν ἀποστολική ἐποχή. Ἤδη ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Ἀντιοχείας (†110) προτρέπει τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες «μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τήν ἕνωσιν ποιεῖσθαι, ἵνα ὁ γάμος ᾖ κατά Κύριον, καί μή κατ’ ἐπιθυμίαν. Πάντα εἰς τιμήν Θεοῦ γινέσθω».

Ἡ ἱερή ἀκολουθία τοῦ γάμου εἶναι γεμάτη συμβολισμούς. Ὑπογραμμίζεται ὁ σκοπός τοῦ γάμου, ἡ ὑπέρβαση δηλαδή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ πληρότητα τῆς ἀγάπης, πού ἀρχίζει μέ τή συζυγική ἀγάπη καί ὁλοκληρώνεται στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἡ ἀνταλλαγή τῶν δακτυλίων σημαίνει τήν ἀμοιβαιότητα καί τήν ἀλληλεξάρτηση, τό κοινό ποτήριον σημαίνει τήν πλήρη κοινωνία ζωῆς, πού ὁλοκληρώνεται μέ τή συμμετοχή στή θεία εὐχαριστία, μέ τήν κοινωνία «τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων», κάτω ἀπό τήν προστατευτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ κατά τήν τέλεση τοῦ γάμου καί στέφανα. Γνωρίζουμε πώς τά στέφανα ἀνήκουν στούς μάρτυρες καί στούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί στίς εἰκόνες τῶν ἁγίων ζωγραφίζεται φωτοστέφανο. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας στεφανώνει καί τούς νεόνυμφους κατά τήν ἱερή ἀκολουθία τοῦ γάμου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος αἰτιολογεῖ: «Ἐπειδή ἀήττητοι γενόμενοι, οὕτω προσέρχονται τῇ εὐχῇ, ὅτι μή κατηγωνίσθησαν ὑπό τῆς ἡδονῆς».

Ὅπως δηλαδή ἕνας μάρτυρας τῆς πίστης, πού ἀγωνίσθηκε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νικηφόρα, στεφανώνεται, ἔτσι καί οἱ νεόνυμφοι, πού εἰσέρχονται στόν ἱερό δεσμό τοῦ γάμου μέ ἁγνότητα καί καθαρότητα, λαμβάνουν στεφάνους. Μπαίνουν σέ ἕνα νέο στάδιο ἀγώνων, στην πνευματική παλαίστρα τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι’ αὐτό καί ὅταν βαδίζουν σέ σχῆμα κύκλου γύρω ἀπό τό τραπεζίδιο, πιασμένοι ἀπό τό χέρι, συνοδευόμενοι ἀπό τόν ἱερέα πού κρατάει τό εὐαγγέλιο, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπικαλεῖται τούς ἁγίους μάρτυρες.

«Ἅγιοι μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες κάι στεφανωθέντες…» «δόξα Σοι Χριστέ ὁ Θεός…. μαρτύρων ἀγαλλλίαμα…».

Ἡ Ἐκκλησία στεφανώνει τούς νεονύμφους καί προχωρεῖ σέ πράξη περισσότερο συγκινητική: Εὔχεται νά «ἀναλάβει» ὁ Θεός «τούς στεφάνους αὐτῶν» στή Βασιλεία Του «ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν αὐτούς εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων» καί νά στεφανώσει αὐτούς «μέ δόξα καί τιμή».

Μία ἄλλη συγκηνικτή εὐχή τοῦ γάμου εἶναι:

«Ὁ Θεός, ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ παραγενόμενος ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας, καί τόν ἐκεῖσε γάμον εὐλογήσας, εὐλόγησον καί τούς δούλους σου τούτους, τούς τῇ σῇ προνοίᾳ  πρός γάμου κοινωνία συναφθέντας. Εὐλόγησον αὐτῶν εἰσόδους καί ἐξόδους· πλήθυνον ἐν ἀγαθοῖς τήν ζωήν αὐτῶν· ἀνάλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου, ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων».

Ὁ Χριστιανικός γάμος δέν ἀποτελεῖ ἰδιωτική ὑπόθεσης τῶν συζύγων, γιατί ὁ χριστιανικός γάμος δέν ἀλλάζει ἁπλῶς τή θέση τῶν συζύγων μέσα στήν κοινωνία, ἀλλά δημιουργεῖ νέα κατάσταση μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.  Γιά τήν τοπική Ἐκκλησία στήν ὁποία ἀνήκουν οἱ σύζυγοι, αὐτοί δέν εἶναι πλέον δύο μεμονωμένα ἄτομα·  καλοῦνται νά ζήσουν τήν πληρότητα τῆς συζυγικῆς ἀγάπης «ἐν Κυρίῳ» καί ὀφείλουν νά ἐκφράσουν τόν δεσμό αὐτό καί μέ τήν ζωή των μέσα στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ γάμος ἀποτελεῖ γεγονός τῆς ζωῆς τῆς ἐνορίας καί ὀφείλει νά τελεῖται στήν ἴδια ἐνορία καί ὄχι μακριά ἀπό αὐτή.

Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε ἐξάγεται πώς ὁ γάμος εἶναι ἱερό μυστήριο καί δῶρο τοῦ Θεοῦ·  εἶναι ἕνα χάρισμα πού ὁ Θεός δίδει στόν ἄνθρωπο (πρβλ. Α΄ Κορ. ζ΄7 ).

 

Ἡ Ὀρθοδοξία μας – π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος  Δρ. Θεολογίας, Δρ. φιλοσοφίας