ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΡΗΤΟ ΠΟΥ ΛΕΓΕΙ:
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΑΣ
για να φαίνονται ανάμεσά σας αυτοί που αληθινά πιστεύουν
Ποια λοιπόν είναι τα λόγια του Παύλου, τα οποία πρόκειται να επεξεργασθούμε σήμερα; «Πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις μεταξύ σας», λέγει, «για να φαίνονται ανάμεσά σας αυτοί που αληθινά πιστεύουν». Δεν είναι μικρό το ζητούμενο. Γιατί, αν ο Παύλος συμβουλεύοντας λέγει ότι πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις, είναι ανεύθυνοι αυτοί που εισάγουν τις αιρέσεις. Αλλά δεν είναι αυτό, πραγματικά δεν είναι. Γιατί ο λόγος αυτός δε συμβουλεύει, αλλά προλέγει το μέλλον. Όπως δηλαδή ο ιατρός, όταν βλέπει τον άρρωστο να στρέφεται προς την πολυφαγία και τη μέθη και σ’ αλλά απαγορευμένα γι’ αυτόν λέγει ότι η κατάχρηση αυτή πρέπει να προκαλέσει πυρετό, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί νομοθεσία ούτε και συμβουλή, αλλά γιατί από τα παρόντα προλέγει μετά από σκέψη το μέλλον, και όπως ο γεωργός πάλι ή ο κυβερνήτης, όταν βλέπει να συγκεντρώνονται σύννεφα και να ξεσπούν απότομα βροντές με αστραπές, λέγει ότι πρέπει τα σύννεφα αυτά να φέρουν βροχή και μάλιστα δυνατή, και γίνεται αυτό όχι γιατί το λέγει αυτός, αλλά γιατί προλέγει αυτό που θα γίνει, έτσι και ο Παύλος έθεσε το «πρέπει».
Πολλές φορές λοιπόν και εμείς, όταν βλέπουμε ανθρώπους να συγκρούονται μεταξύ τους και να περιλούει ο ένας τον άλλον με φοβερές ύβρεις, λέμε ότι οπωσδήποτε θα συμπλακούν και θα φυλακισθούν, όχι συμβουλεύοντας και εμείς ούτε προτρέποντας αυτούς (γιατί πως θα γινόταν κάτι τέτοιο), αλλά συμπεραίνουμε από το παρόν το μέλλον. Έτσι ακριβώς και ο Παύλος τα λέγει αυτά όχι με σκοπό να συμβουλέψει, ότι δηλαδή «πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις μεταξύ σας», αλλά προλέγει και προφητεύει αυτό που πρόκειται να γίνει. Και ότι δε συμβουλεύει να υπάρχουν αιρέσεις ο ίδιος είναι που λέγει, «και αν ακόμη άγγελος σάς κηρύξει διαφορετικό ευαγγέλιο από εκείνο που παραλάβατε, ας γίνει αυτός ανάθεμα». Αυτός είναι που απέρριπτε την περιτομή, επειδή άκαιρα γινόταν αποδεκτή και θόλωνε την καθαρότητα του κηρύγματος, και έλεγε· «αν περιτέμνεστε, ό Χριστός δε θα σάς ωφελήσει καθόλου». Πως λοιπόν, λέγει, πρόσθεσε και την αίτια λέγοντας, «για να φαίνονται αυτοί που αληθινά πιστεύουν»;
Το «για να» σε πολλά σημεία στις Γραφές δε σημαίνει αιτιολογία, αλλά την έκβαση των πραγμάτων. Για παράδειγμα· ήρθε ο Χριστός και έκανε να βρει το φως του ο τυφλός. Και έκείνος βέβαια τον προσκύνησε, οι Ιουδαίοι όμως, αν και ο τυφλός θεραπεύθηκε, έκαναν τα πάντα, ώστε να καλύψουν το θαύμα και έδιωχναν το Χριστό. Τότε λοιπόν λέγει· «εγώ ήρθα και έφερα κρίση στον κόσμο αυτόν, για να αποκτήσουν το φως εκείνοι που δε βλέπουν και να γίνουν τυφλοί εκείνοι που βλέπουν». Άρα λοιπόν γι’ αυτό ήρθε, για να γίνουν εκείνοι τυφλοί; Δεν ήρθε γι’ αυτό, αυτό όμως συνέβηκε και το αποτέλεσμα το ανέφερε υπό μορφήν αιτιολογίας. Πάλι, δόθηκε ο νόμος για να εμποδίσει την έκταση των αμαρτημάτων, για να καταστήσει πιο επιεικείς εκείνους που τον δέχονται. Το αντίθετο όμως συνέβηκε εξ αιτίας της ραθυμίας τους, γιατί αύξησαν τα αμαρτήματά τους. Και λέγει ο Παύλος· «ο νόμος δόθηκε για να γίνουν περισσότερα τα αμαρτήματα». Και όμως δε δόθηκε γι’ αυτό, αλλά για να ελαττώσει τα αμαρτήματα. Και αυτό συνέβη εξ αιτίας της αχαριστίας εκείνων που τον δέχθηκαν. Έτσι ακριβώς και εδώ το «για να» δε σημαίνει αιτιολογία, αλλά αποτέλεσμα.
Ότι λοιπόν κάποια άλλη είναι η αίτια των αιρέσεων και ότι δεν έγιναν γι’ αυτό οι αιρέσεις, για να φαίνονται εκείνοι που πιστεύουν αληθινά, άλλ’ ότι έλαβαν από αλλού τις προφάσεις, άκουσε το Χριστό που μας το κάνει αυτό φανερό. «Η βασιλεία των ουρανών», λέγει, «μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο που έσπειρε καλό σπόρο στο χωράφι του. Ενώ όμως οι άνθρωποι κοιμούνταν, πήγε ο εχθρός του και έσπειρε τα ζιζάνια». Βλέπεις ότι γι’ αυτό έγιναν οι αιρέσεις, επειδή κοιμήθηκαν οι άνθρωποι, επειδή αδιαφόρησαν; επειδή δεν πρόσεχαν με ακρίβεια στα λεγάμενα;
Για να μη λέγει λοιπόν κανείς, ‘για ποιο λόγο το επέτρεψε ο Χριστός’, λέγει ο Παύλος ότι δε σε βλάπτει καθόλου αυτή η παραχώρηση· αν είσαι δόκιμος, θα φανείς περισσότερο. Γιατί δεν είναι το ίδιο το να σταθεί κάποιος στην ορθή πίστη όταν δεν τον υπονομεύει και δεν το εξαπατάει κανείς, και το να παραμείνει σταθερός και αμετάβλητος όταν τον χτυπούν άπειρα κύματα.
Όπως λοιπόν τα δένδρα τα κάνουν ισχυρότερα οι επιθέσεις των ανέμων που φυσούν από παντού, αν είναι ριζωμένα καλά και βαθιά, έτσι ακριβώς και τις ψυχές που έχουν στερεωθεί στο θεμέλιο της ορθής πίστης, όσες αιρέσεις και αν τις προσβάλουν δεν τις ανατρέπουν αλλά τις κάνουν ισχυρότερες.
Τι θα συμβεί όμως σ’ εκείνους που είναι αδύνατοι στην πίστη και μεταβάλλονται και ανατρέπονται εύκολα; Ούτε εκείνοι το παθαίνουν αυτό από την προσβολή της αίρεσης αλλά από τη δική τους αδυναμία. Και αδυναμία δεν εννοώ τη φυσική αλλά εκείνη που προέρχεται από τη διάθεση και είναι άξια για κατηγορίες και είναι υπεύθυνη για ποινή και τιμωρία, την οποία και εμείς είμαστε υπεύθυνοι να διορθώνουμε. Γι’ αυτό και επαινούμαστε όταν το κατορθώνουμε αυτό και τιμωρούμαστε όταν δεν το κατορθώνουμε.
Και για να μάθεις ότι τίποτε δεν μπορεί να παραβλάψει τους επάγρυπνους, θα προσπαθήσω και από αλλού να το αποδείξω αυτό. Τι μπορεί να υπάρξει πιο πονηρό από το διάβολο και τι πιο μιαρό; Άλλ’ όμως αυτός ο πονηρός και κακούργος και πάρα πολύ δυνατός, αφού πρόσβαλε με όλα τα τεχνάσματά του τον Ιώβ και άδειασε όλα τα βέλη του στο σπίτι και στο σώμα του δικαίου, όχι μόνο δεν τον κλόνισε αλλά και λαμπρότερο τον έκανε. Και αυτός βέβαια ούτε από το διάβολο βλαπτόταν τότε, ο Ιούδας όμως, επειδή ήταν αδιάφορος και ράθυμος, δεν κέρδισε τίποτε από τη συναναστροφή του με το Χριστό, αλλά παρέμεινε προδότης ύστερα από τις πολλές εκείνες παραινέσεις και συμβουλές. Και η αιτία είναι ότι, αν κανείς δε θέλει, ο Θεός δεν τον αναγκάζει ούτε τον πιέζει, όπως ακριβώς λοιπόν ούτε εκείνον τον ανάγκασε.
Έτσι, αν είμαστε προσεκτικοί και εμείς, ούτε ο διάβολος μπορεί να μας βλάψει· αν όμως δεν είμαστε προσεκτικοί αλλά αδιάφοροι, ούτε από αυτούς που ωφελούν θα κερδίσουμε, αλλά θα υποστούμε και τη χειρότερη ζημία. Τόσο μεγάλο κακό είναι η αδιαφορία. Οι Ιουδαίοι λοιπόν όχι μόνο δεν ωφελήθηκαν, όταν ήρθε ο Χριστός, αλλά και ζημιώθηκαν· όχι όμως εξαιτίας του Χριστού, άλλ’ εξαιτίας της δικής τους αδιαφορίας και αχαριστίας. Και άκουσε τον ίδιο τον Χριστό που το λέγει αυτό· «αν δεν είχα έρθει», λέγει, «και αν δεν τους είχα κηρύξει, αμαρτία δε θα είχαν· τώρα όμως δεν έχουν καμιά δικαιολογία για την αμαρτία τους». Βλέπεις ότι η παρουσία του και τη συγγνώμη τους στέρησε και την απολογία τους αφαίρεσε; Τόσο μεγάλο κακό είναι το να μη φροντίζει κανείς τον εαυτό του ούτε να ρυθμίζει τα δικά του όπως πρέπει. Αυτό και στα σώματα μπορεί να το δει κανείς να συμβαίνει. Γιατί τον άρρωστο στα μάτια συνήθως και αυτός ακόμη ο ήλιος τον επισκοτίζει, ενώ τον υγιή ούτε το σκοτάδι μπορεί να τον παραβλάψει.
Και δεν μακραίνω τυχαία αυτόν το λόγο, άλλ’ επειδή πολλοί σταμάτησαν να κατηγορούν τη δική τους ραθυμία και να διορθώνουν την αχαριστία και την αναισθησία τους· αυτό δεν το κάνουν, αλλά περιφέρονται αναζητώντας για τον εαυτό τους ψυχρές δικαιολογίες και λέγοντας· ‘αν δεν υπήρχε διάβολος δε θα χανόμασταν’· ‘αν δεν υπήρχε νόμος δε θα αμαρτάναμε’· ‘αν δεν υπήρχαν αιρέσεις δε θα παρασυρόμασταν’. Προφάσεις και δικαιολογίες είναι αυτά, άνθρωπε. Γιατί εκείνον που είναι προσεκτικός ποτέ δεν τον βλάπτει τίποτε, όπως ακριβώς και εκείνον που κοιμάται και είναι άδιάφορος και δε φρόντισε για τη σωτηρία του δεν τον ώφελεί τίποτε. Αυτό λοιπόν εννοώντας και ο Παύλος έλεγε, «για να γίνουν φανεροί ανάμεσά σας οι αληθινά πιστοί». Δηλαδή, μη ανησυχείτε, μην αγωνιάτε· καθόλου δεν μπορούν να σάς βλάψουν οι αιρέσεις.
Ότι βέβαια, αν και ο λόγος ήταν για τις αιρέσεις, δεν έχει έτσι το ζήτημα αυτό, γίνεται φανερό από αυτά. Γιατί είναι προφητεία, όχι συμβουλή· πρόρρηση, όχι προτροπή· και το «για να» δηλώνει αποτέλεσμα, όχι αιτιολογία. Και ότι ο λόγος του τώρα δεν είναι για δόγματα, αλλά για φτωχούς και πλουσίους, για το να φάγουν ή να μη φάγουν, για την ασωτία και λαιμαργία των ευπόρων, για την εγκατάλειψη των φτωχών που έγινε από αυτούς, ανεχθείτε με λίγο να σάς τα διηγηθώ από την αρχή· γιατί δεν μπορεί αλλιώς να γίνει σαφές το λεγόμενο.
Όταν λοιπόν οι απόστολοι άρχισαν να σπέρνουν το λόγο της ευσέβειας πίστεψαν αμέσως τρεις χιλιάδες και ύστερα πέντε χιλιάδες, και όλοι αυτοί είχαν μία καρδιά και μία ψυχή. Και η αιτία της ομόνοιας που σύνδεσε την αγάπη τους και συγκέντρωσε τόσες ψυχές σε ένα ήταν η περιφρόνηση των χρημάτων. «Κανείς», λέγει, «δε θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά».
Αφού λοιπόν καταστράφηκε η ρίζα των κακών, δηλαδή η φιλαργυρία, ακολούθησαν όλα τα αγαθά, και στη συνέχεια συνδέονταν στενά μεταξύ τους, επειδή δεν υπήρχε τίποτε που να τους διαιρεί. Γιατί το δικό μου και το δικό σου, αυτός ο ψυχρός λόγος που έφερε στην οικουμένη άπειρους πολέμους, είχε εξορισθεί από την άγια εκείνη εκκλησία, και κατοικούσαν στη γη όπως οι άγγελοι στον ουρανό, και ούτε οι φτωχοί φθονούσαν τους πλουσίους (γιατί δεν υπήρχαν πλούσιοι), ούτε οι πλούσιοι περιφρονούσαν τους φτωχούς (γιατί δεν υπήρχαν φτωχοί), αλλά όλα τα είχαν κοινά. «Και κανείς δε θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του». Γιατί τότε δε γινόταν έτσι, όπως γίνεται σήμερα. Τώρα βέβαια έχοντας τα δικά τους δίνουν σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, τότε όμως δε γινόταν αυτό, αλλά, αφού παραιτήθηκαν από την κυριότητα των δικών τους χρημάτων και τα κατέθεσαν στη μέση και τα ανέμιξαν, δεν φαίνονταν πια εκείνοι που προηγουμένως ήταν πλούσιοι. Ώστε και αν ακόμη προκαλούνταν κάποια αλαζονεία από την υπεροψία των χρημάτων, και αυτή εξαφανιζόταν εντελώς, επειδή όλοι ήταν ίσοι και τα χρήματα όλων είχαν αναμιχθεί.
Και όχι μόνο απ’ αυτό, αλλά και από τον ίδιο τον τρόπο της καταβολής είναι δυνατό να δει κανείς την ευλάβεια. «Γιατί όσοι είχαν χωράφια και σπίτια τα πουλούσαν και έφερναν τα χρήματα και τα κατέθεταν στα πόδια των αποστόλων». Δεν είπε ότι ‘τα έδιναν στα χέρια τους’, αλλά ότι «τα κατέθεταν στα πόδια τους», δείχνοντας μ’ αυτό το σεβασμό και την ευλάβεια και το φόβο που είχαν για τους αποστόλους· γιατί θεωρούσαν ότι δεν έδιναν, άλλ’ ότι έπαιρναν. Γιατί βέβαια αυτό κυρίως σημαίνει να περιφρονείς τα χρήματα, αυτό σημαίνει να θρέψεις αληθινά το Χριστό, όταν δεν το κάνεις αυτό με αλαζονεία και εγωϊσμό, όταν δίνεις σαν να ευεργετείς τον εαυτό σου περισσότερο παρά εκείνον που τα παίρνει. Γιατί αν δε θεωρείς ότι παίρνεις μάλλον παρά δίνεις, μη δίνεις.
Αυτό το βεβαίωσε και για άλλους στη συνέχεια ο Παύλος, λέγοντας τα εξής· «σάς κάνω γνωστή, αδελφοί, τη χάρη του θεού που δόθηκε στις εκκλησίες της Μακεδονίας, γιατί η μεγάλη φτώχεια τους ξεχείλισε σε πλούσια γενναιοδωρία· γιατί σύμφωνα με τις δυνάμεις τους, το βεβαιώνω αυτό, και μάλιστα παραπάνω απ’ αυτές, πρόσφεραν αυτοπροαίρετα και μας ζητούσαν με πολλές παρακλήσεις να τους κάνουμε τη χάρη να πάρουν μέρος στην υπηρεσία αυτή για τους αγίους». Βλέπεις πως τους θαυμάζει περισσότερο γι’ αυτό, για το ότι δηλαδή με ευγνωμοσύνη και ικεσίες και παρακλήσεις έδειχναν την τόσο γενναιόδωρη χρηματική τους προσφορά;
Γι’ αυτό θαυμάζουμε και τον Αβραάμ, όχι μόνο γιατί θυσίασε μοσχάρι ούτε γιατί ζύμωσε αλεύρι, αλλά γιατί με πολλή ευχαρίστηση και ταπεινοφροσύνη υποδεχόταν τους ξένους, τρέχοντος κοντά τους, εξυπηρετώντας τους, αποκαλώντας τους κυρίους, νομίζοντας πως βρήκε θησαυρό άπειρων αγαθών, αν κάποτε έβλεπε να πλησιάζει ξένος. Έτσι λοιπόν γίνεται διπλή η ελεημοσύνη, όταν και δίνουμε και δίνοντας τα προσφέρουμε με προθυμία. Γιατί λέγει, «ο Θεός αγαπάει το χαρούμενο δωρητή». Γιατί και αν ακόμη άπειρα τάλαντα προσφέρεις με αλαζονεία και εγωϊσμό και ματαιοδοξία, έχασες τα πάντα· όπως ακριβώς εκείνος ο Φαρισαίος που πρόσφερε το ένα δέκατο από τα υπάρχοντά του, επειδή υπερηφανευόταν και φούσκωνε από υπερηφάνεια γι’ αυτό, αφού τα έχασε όλα, έτσι κατέβηκε από το ναό.
Δε γινόταν όμως το ίδιο και κατά την εποχή των αποστόλων, αλλά με χαρά, με αγαλλίαση, νομίζοντας πως αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη, έτσι πρόσφεραν τα χρήματα και θεωρούσαν πως ήταν τιμητικό αν καταδέχονταν οι απόστολοι να τα δεχθούν. Και όπως μερικοί όταν καλούνται στα μεγάλα αξιώματα και πρόκειται να κατοικήσουν στις πιο σημαντικές πόλεις, αφού πουλήσουν μια για πάντα όλη την περιουσία τους, ύστερα μετακινούνται, έτσι ακριβώς έκαναν τότε και οι άνθρωποι εκείνοι, επειδή κλήθηκαν στον ουρανό, στην ουράνια μητρόπολη και στην εκεί βασιλεία. Επειδή δηλαδή γνώριζαν ότι εκείνη είναι η αληθινή πατρίδα τους, αφού πουλούσαν την περιουσία τους, την έστελναν εκεί με τα χέρια των αποστόλων. Γιατί πραγματικά είναι δείγμα της χειρότερης ανοησίας να αφήσουμε κάτι από τα δικά μας να παραμείνει εδώ, ενώ εμείς πρόκειται ύστερα από λίγο να φύγουμε από εδώ· γιατί αυτό που θα μείνει, γίνεται ζημία. Όλα λοιπόν ας τα στέλνουμε από πριν εκεί, όπου και εμείς πρόκειται στη συνέχεια να ζήσουμε για πάντα. Αυτά ακριβώς και εκείνοι σκεπτόμενοι, πρόσφεραν όλη την περιουσία τους, και το κατόρθωμα γινόταν διπλό. Γιατί και τη φτώχεια διόρθωναν εκείνων που είχαν ανάγκη και την περιουσία τους την έκαναν μεγαλύτερη και ασφαλέστερη, αφού μετέφεραν στον ουρανό τους θησαυρούς τους.
Απ’ αυτόν λοιπόν το νόμο και το έθιμο έγινε τότε στις εκκλησίες κάποια συνήθεια θαυμαστή. Συγκεντρωμένοι λοιπόν όλοι οι πιστοί μετά την ακρόαση του κηρύγματος, μετά τις προσευχές, μετά την κοινωνία των μυστηρίων, όταν διαλυόταν η σύναξη, δεν αναχωρούσαν αμέσως για τα σπίτια τους άλλ’ οι πλούσιοι και πιο εύποροι φέρνοντας από το σπίτι τροφές και φαγητά καλούσαν τους φτωχούς και έκαναν κοινά τραπέζια, κοινές συνεστιάσεις, κοινά συμπόσια μέσα στην ίδια την εκκλησία, ώστε και από τη συμμετοχή στο τραπέζι και από την ιερότητα του τόπου και από παντού να δένεται η αγάπη τους και να γίνεται μεγάλη η ευχαρίστηση και μεγάλη η ωφέλειά τους.
Γιατί και οι φτωχοί απολάμβαναν όχι μικρή παρηγοριά, και οι πλούσιοι πολλή εύνοια και απ’ αυτούς που έτρεφαν και από το Θεό, για τον οποίο τα έκαναν αυτά, και αφού κέρδιζαν πολλή χάρη, έτσι επέστρεφαν στα σπίτια τους. Και από το πράγμα αυτό προέρχονταν άπειρα αγαθά, και το πιο σπουδαίο απ’ όλα, η αγάπη σε κάθε σύναξη γινόταν θερμότερη, αφού με τόση φιλοφροσύνη ήταν ενωμένοι μεταξύ τους και ευεργέτες και ευεργετούμενοι.
Αυτή λοιπόν τη συνήθεια, με το πέρασμα του χρόνου, οι Κορίνθιοι τη διέφθειραν και οι πιο εύποροι τρώγοντας μόνοι τους παρέβλεπαν τους φτωχούς και δεν περίμεναν αυτούς που πολλές φορές έρχονταν αργότερα, επειδή τους κρατούσαν οι βιοτικές ανάγκες, όπως είναι οι ανάγκες των φτωχών, και αργοπορούσαν. Και έτσι συνέβαινε, επειδή έρχονταν αυτοί αργότερα, να αναχωρούν καταντροπιασμένοι, αφού το τραπέζι είχε σηκωθεί, ενώ άλλοι προλάβαιναν, άλλοι όμως όχι λόγω της αργοπορίας τους. Βλέποντας λοιπόν ο Παύλος ότι από το πράγμα αυτό τα κακά ήταν πολλά, αλλά να γίνονται και αλλά να πρόκειται να συμβούν (γιατί και περιφρόνηση των φτωχών γινόταν από τους πλουσίους και υπεροψία περισσότερη, και στους φτωχούς δυσφορία και μίσος για τους πλουσίους και όσα αλλά ήταν φυσικό να προκληθούν από τα κακά αυτά), διορθώνει την κακή και πικρή αυτή συνήθεια.
Και πρόσεχε με πόση σύνεση και επιείκεια προχώρησε στη διόρθωση. Γιατί αρχίζοντας λέγει τα εξής· «δίνοντας τις παρακάτω παραγγελίες δε σάς επαινώ, γιατί οι συνάξεις σας γίνονται πιο πολύ όχι προς το καλύτερο αλλά προς το χειρότερο». Και τι σημαίνει, «όχι προς το καλύτερο»; Οι δικοί σας πρόγονοι, λέγει, και οι πατέρες πουλούσαν και τις περιουσίες τους και τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους, και είχαν κοινά τα πάντα και πολλή μεταξύ τους αγάπη, ενώ σεις, παρ’ όλο που οφείλατε να τους μιμείστε, όχι μόνο δεν κάνατε τίποτε τέτοιο, αλλά και αυτό που είχατε μόνο, και αυτό το χάσατε, τα συμπόσια δηλαδή που γίνονταν στη σύναξη. Γι’ αυτό λέγει· «οι συνάξεις σας γίνονται πιο πολύ όχι προς το καλύτερο αλλά προς το χειρότερο». Και εκείνοι παραχώρησαν και τα κτήματά τους όλα στους φτωχούς, ενώ εσείς προσφέροντας σ’ αυτούς το δείπνο και αυτό τους το στερήσατε. «Και πρώτο απ’ όλα ακούω πως όταν μαζεύεστε στην εκκλησία υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, και ένα μέρος απ’ αυτά τα πιστεύω».
Πρόσεχε πως πάλι με σύνεση κάνει τη διόρθωση. Δεν είπε, ούτε ‘δεν τα πιστεύω’, ούτε ‘τα πιστεύω’, αλλά κάτι ανάμεσα στα δύο, «και ένα μέρος απ’ αυτά τα πιστεύω». Δεν τα πιστεύω τελείως, ούτε όμως δεν τα πιστεύω τελείως. Από σάς εξαρτάται εντελώς να συμβεί το ένα ή το άλλο. Γιατί αν τα διορθώσετε, δεν τα πιστεύω· αν όμως επιμείνετε στα ίδια, τα πιστεύω. Ούτε λοιπόν τους κατηγόρησε, αλλά και τους κατηγόρησε. Δεν τους κατηγόρησε τελείως, για να τους δώσει ελπίδα για διόρθωση και προθεσμία για μετάνοια. Δεν τους άφησε ακατηγόρητους, για να μη παραμείνουν στη ραθυμία τους αυτή. Δεν τα πίστεψα ακόμη όλα, λέγει· γιατί αυτό σημαίνει το να πει, «ένα μέρος απ’ αυτά τα πιστεύω». Και το έλεγε αυτό προτρέποντάς τους ν’ αλλάξουν και να διορθωθούν και να μη τον κάνουν να πιστέψει, έστω και μερικώς κάτι τέτοιο εναντίον τους.
«Πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις μεταξύ σας, για να φαίνονται ανάμεσά σας οι αληθινά πιστοί». Πες λοιπόν τις αιρέσεις. Εδώ προσέχετε ότι «πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις μεταξύ σας» δε λέγεται για τα δόγματα, αλλά για τη διχόνοια στα δείπνα. Γιατί αφού είπε, «πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις», πρόσθεσε και τον τρόπο των αιρέσεων· «γιατί όταν μαζεύεστε όλοι μαζί δεν τρώτε Κυριακό δείπνο». Τι σημαίνει «δεν τρώτε Κυριακό δείπνο»; Δεσποτικό δείπνο, λέγει, δεν τρώτε, εννοώντας εκείνο το δείπνο που παρέδωσε ο Χριστός την τελευταία νύχτα, όταν όλοι οι μαθητές ήταν μαζί του. Γιατί σ’ εκείνο το δείπνο και Δεσπότης και δούλοι κάθονταν όλοι μαζί, ενώ εσείς, αν και είστε σύνδουλοι μεταξύ σας, χωρισθήκατε και διαιρεθήκατε. Και εκείνος ούτε τον προδότη έδιωξε (γιατί και ο Ιούδας ήταν μαζί τους τότε), ενώ εσύ αποστρέφεσαι τον αδελφό σου. Γι’ αυτό λέγει, «δεν τρώτε Κυριακό δείπνο», ονομάζοντας Κυριακό δείπνο εκείνο που γίνεται με ομόνοια και σε κοινή σύναξη όλων.
«Γιατί ο καθένας βιάζεται να φάει το δικό του δείπνο και άλλος πεινάει, ενώ άλλος μεθάει». Και δεν είπε, ‘άλλος πεινάει και άλλος τρώγει’, αλλά με το όνομα της μέθης τους έλεγξε περισσότερο. Και εκεί, λέγει, και εδώ υπερβολή. Εσύ βέβαια σκάζεις από την πολυφαγία, ενώ εκείνος λειώνει από την πείνα· εσύ μετέχεις και στα μη απαραίτητα, ενώ εκείνος δεν απόλαυσε ούτε τα αναγκαία. Διπλό το κακό, αφού καταστράφηκε η ισότητα.
Αυτό ονομάζει αιρέσεις· επειδή φιλονικούσαν μεταξύ τους και χωρίζονταν σε φατρίες, και έτσι άλλος πεινούσε και άλλος μεθούσε. Και καλά είπε, «όταν μαζεύεστε όλοι μαζί». Για ποιο λόγο η συγκέντρωση είναι κοινή, όταν το τραπέζι δε γίνεται κοινό; Τα αγαθά που λάβαμε είναι του Κυρίου· ας παρατίθενται λοιπόν κοινά στους συνδούλους μας. «Μήπως δεν έχετε για να τρώτε και να πίνετε; Ή περιφρονείτε την εκκλησία του Θεού», λέγει, «και ντροπιάζετε εκείνους που δεν έχουν φαγητό ;». Εσύ βέβαια νομίζεις, λέγει, ότι προσβάλλεις μόνο τον αδελφό, αλλά και ο τόπος μετέχει στην προσβολή. Γιατί περιφρονείς ολόκληρη την εκκλησία. Άλλωστε γι’ αυτό λέγεται εκκλησία, επειδή τους δέχεται όλους μαζί.
Γιατί λοιπόν μεταφέρεις στην εκκλησία την ευτέλεια του σπιτιού σου; Αν περιφρονείς τον αδελφό, σεβάσου τον τόπο, γιατί και η εκκλησία προσβάλλεται. Και δεν είπε, ‘αποστερείτε εκείνους που δεν έχουν’ ή ‘δεν ελεείτε εκείνους που δεν έχουν’, αλλά τι; «καταντροπιάζετε εκείνους που δεν έχουν». Με τρόπο γεμάτο από κατηγορία διεκτραγώδησε την ασωτία τους. Γιατί το φτωχό, λέγει, δεν τον ενδιαφέρει τόσο για την τροφή όσο για την προσβολή. Πρόσεχε πως και γι’ αυτόν απολογήθηκε με σεμνότητα και εκείνους σφοδρότερα τους επιτίμησε. «Τι να σάς πω; να σάς επαινέσω; Δε σάς επαινώ γι’ αυτό». Τι σημαίνει αυτό; Μετά την απόδειξη της απρέπειας κατεβαίνει ο τόνος της κατηγορίας, και πολύ φυσικά, για να μη γίνουν πιο αδιάντροποι. Γιατί πριν ακόμη αποδείξει την απρέπεια του πράγματος έβγαλε ολοκληρωμένη την απόφαση λέγοντας· «και παραγγέλλοντας δε σάς επαινώ», όταν όμως απέδειξε με ακρίβεια ότι είναι άξιοι για πολλές κατηγορίες, χρησιμοποιεί σε χαμηλότερο τόνο την κατηγορία, αφήνοντας το σφοδρότερο μέρος της κατηγορίας να βρίσκεται στην όλη πλοκή του λόγου και στην απόδειξη.
Έπειτα μεταφέρει το λόγο στο μυστικό τραπέζι θέλοντας να τους φοβήσει περισσότερο. «Γιατί εγώ», λέγει, «παρέλαβα από τον Κύριο αυτό που σάς παρέδωσα». Τι σχέση έχει αυτό με τα προηγούμενα; Μιλάς για κοινό δείπνο και θυμάσαι τα φοβερά μυστήρια; Ναι, λέγει. Γιατί, αν τα πνευματικά εκείνα, αν το φοβερό εκείνο τραπέζι είναι κοινό για όλους, και για τον πλούσιο και για το φτωχό, και δεν το απολαμβάνει πιο άφθονα ο πλούσιος ούτε πιο λίγο ο φτωχός, αλλά ίδια είναι η τιμή και ίδια η ωφέλεια, και ώσπου να λάβουν μέρος και να κοινωνήσουν όλοι από το πνευματικό και ιερό αυτό τραπέζι δεν αποσύρονται τα προσφερόμενα, αλλά στέκονται όλοι οι ιερείς περιμένοντας και τον πιο φτωχό και τον πιο ασήμαντο απ’ όλους, πολύ περισσότερο πρέπει να το κάνουμε αυτό στο υλικό τραπέζι. Γι’ αυτό θυμήθηκα εκείνο το δείπνο του Κυρίου. «Γιατί εγώ παρέλαβα από τον Κύριο, και αυτό σάς παρέδωσα, ότι ο Κύριος Ιησούς τη νύχτα που θα παραδινόταν πήρε ψωμί και αφού έκανε ευχαριστήρια προσευχή το έκοψε και είπε· αυτό είναι το σώμα μου που τεμαχίζεται για χάρη των πολλών, προς άφεση αμαρτιών. Αυτό να κάμνετε προς ανάμνησή μου. Επίσης, όταν τελείωσε το δείπνο, πήρε και το ποτήρι λέγοντας· αυτό το ποτήρι είναι η νέα διαθήκη σφραγισμένη με το αίμα μου».
Στη συνέχεια, αφού είπε πολλά για όσους κοινωνούν τα μυστήρια χωρίς να είναι άξιοι και αφού τους επιτίμησε και τους έλεγξε πάρα πολύ, και αφού δίδαξε ότι θα υποστούν την ίδια τιμωρία μ’ εκείνους που θανάτωσαν το Χριστό αυτοί που λαμβάνουν επιπόλαια και κατά τύχη το αίμα και το σώμα του, έφερε πάλι το λόγο στο θέμα μας λέγοντας· «Λοιπόν, αδελφοί μου, όταν μαζεύεσθε για φαγητό, να περιμένετε ο ένας τον άλλο. Και αν κάποιος πεινάει, ας τρώει στο σπίτι του, για να μη καταλήξει η σύναξή σας σε καταδίκη».
Πρόσεχε πως χωρίς να γίνεται αντιληπτό κατηγόρησε και τη λαιμαργία τους και δεν είπε, ‘αν πεινάτε’, αλλά, «αν κάποιος πεινάει», ώστε καθένας επειδή ντρεπόταν να φανεί ο ίδιος υπεύθυνος για τις κατηγορίες, να προλάβει και να διορθωθεί. Και τελείωσε το λόγο με το φόβο της τιμωρίας λέγοντας, «για να μην καταλήξει η σύναξή σας σε τιμωρία», δηλαδή, σε κατηγορία σας και καταδίκη . Γιατί δεν είναι τροφή, λέγει, ούτε τραπέζι αυτό που γίνεται με ατίμωση του αδελφού, με περιφρόνηση της εκκλησίας, με λαιμαργία ή με ασωτία. Δεν είναι ευφροσύνη αυτά, αλλά κόλαση και τιμωρία. Γιατί επισύρετε μεγάλη εναντίον σας τιμωρία όταν προσβάλλετε τους αδελφούς, περιφρονείτε την εκκλησία, κάμνοντας ιδιωτικό σπίτι τον ιερό τόπο και τρώγοντας μόνοι σας.
Αφού και σεις τα ακούσατε αυτά, αγαπητοί, να αποστομώνετε αυτούς που με επιπολαιότητα χρησιμοποιούν τον αποστολικό λόγο και τη διδασκαλία· να διορθώνετε αυτούς που χρησιμοποιούν τις Γραφές προς ζημία δική τους και προς ζημία των άλλων. Γιατί μάθατε για ποιο πράγμα λέγει το «πρέπει να υπάρχουν και αιρέσεις μεταξύ σας», για τη διαφωνία που συνέβαινε στα δείπνα, επειδή «άλλος πεινάει και άλλος μεθάει». Και μαζί με την ορθή πίστη ας επιδείξουμε και διαγωγή σύμφωνη προς τα δόγματα, δείχνοντας μεγάλη γενναιοδωρία για τους φτωχούς, φροντίζοντας πολύ γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη· ας κάνουμε πνευματικό εμπόριο, ας μην επιζητούμε τίποτε περισσότερο από την ανάγκη.
Αυτό είναι πλούτος, αυτό εμπόριο, αυτό θησαυρός παντοτινός, το να μεταθέτουμε όλα τα υπάρχοντα στον ουρανό και να έχουμε εμπιστοσύνη για τη φύλαξη των όσων καταθέσαμε εκεί.
Γιατί θα είναι διπλό για μας το κέρδος από την ελεημοσύνη, και δε θα φοβόμαστε πια για τα χρήματα που κατεθέσαμε μήπως τα εξαφανίσουν κάποτε ληστές και διαρρήκτες και κακοί υπηρέτες, και ενώ είναι φυλαγμένα εκεί δεν έχουν κρυφτεί έτσι χωρίς καρπό· αλλά όπως μία ρίζα που φυτεύθηκε σε εύφορο τόπο δίνει κάθε χρόνο ώριμους καρπούς, έτσι και τα χρήματα που φυτεύθηκαν στα χέρια των φτωχών, όχι μόνο κάθε χρόνο, αλλά και κάθε ημέρα μας δίνουν πνευματικούς καρπούς, δηλαδή παρρησία προς το Θεό, συγχώρηση αμαρτημάτων, συντροφιά αγγέλων, συνείδηση αγαθή, χαρά πνευματικής αγαλλίασης, ελπίδα ακαταίσχυντη, τα θαυμαστά αγαθά, τα οποία ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που τον αγαπούν και γι’ αυτούς που με θερμή και φλογερή ψυχή επιζητούν το έλεος της παρουσίας του, την οποία εύχομαι όλοι μας, αφού περάσουμε τη ζωή αυτή με ευαρέσκεια προς το Θεό, να επιτύχουμε την αιώνια χαρά των σωζομένων με τη χάρη και την ευσπλαχνία του αληθινού Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί και με τον Πατέρα και το πανάγιό του Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ -ΕΠΕ 27- σελ. 255-279
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ