Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ

Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου

ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ

Σεβασμιώτατε,

Σεβαστοὶ πατέρες, συμπρευσβύτεροι καὶ συνδιάκονοι,

«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ…» (Ἐφ. 1,3). Ἀνάμεσα στὶς ἀναρίθμητες πνευματικὲς εὐλογίες, ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ καλὸς Θεός, εἶναι καὶ οἱ εὐκαιρίες τῶν ἱερῶν τούτων Συνάξεων, στὶς ὁποῖες συνηγμένοι ἐπὶ τὸ αὐτὸ, ἀδελφοὶ συλλειτουργοί μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἔχομε τὴν εὐκαιρία νὰ καλλιεργούμαστε μελετώντας καὶ προσεγγίζοντας ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν σχέση μὲ τὴν πατροπαράδοτη Ὀρθόδοξη Πίστη μας, ἐνῶ συγχρόνως εἶναι ἐπίκαιρα καὶ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἱερατική μας διακονία, ὅπως αὐτὸ ποὺ καλούμαστε σήμερα νὰ ἐξετάσουμε: τὴν σχέση τῆς Θείας Λατρείας μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκκλησίας.

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω ἐκ καρδίας τὸν Σεβ. Μητροπολίτη σας κ. Χαρίτωνα, παλαιὸ γνώριμο καὶ ἀγαπητό, τόσον ὡς ἐκ τῆς κοινῆς καταγωγῆς, ὅσον καὶ ὡς διατελέσαντα πρωτοσύγγελλο τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐλασσόνος κυροῦ Βασιλείου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχω λάβει καὶ τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου.  Μαζί του εὐχαριστῶ καὶ τοὺς ἀγαπητοὺς πατέρες τοῦ ἐπιτελείου του, γιὰ τὴν τιμητικὴ γιὰ μένα πρόσκληση νὰ εἶμαι εἰσηγητὴς γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα στὸ Ἐπιμορφωτικὰ αὐτὸ Σεμινάριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλασσόνος. Παρ’ ὅλον ὅτι ἡ ἰδιαίτερη ἐξειδίκευσή μου εἶναι σὲ θέματα ἀντιαιρετικά, καὶ τοῦτο τὸ θέμα ἀπαιτοῦσε ὑπερβολικὴ μελέτη καὶ κόπο, ἀποδέχθηκα τὴν πρόσκληση ἀπὸ ἀγάπη καὶ μὲ χαρά.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε πρωτίστως μία προσπάθεια νὰ προσδιορίσουμε ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς τοὺς δύο βασικοὺς πυλῶνες τοῦ θέματος, τὴν θεία Λατρεία καὶ τους Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας (Ἐκ παραδρομῆς ἔχει γραφῆ στὸ Πρόγραμμα, «Κανόνες καὶ Θεία Λατρεία», ἐνῶ τὸ ὀρθὸ εἶναι «Ἱεροὶ Κανόνες καὶ Θεία Λατρεία»). Πιστεύω πὼς ὁ προσδιοριμὸς αὐτὸς εἶναι ἀναγκαῖος, κυρίως διότι διάφορες νεώτερες ἀντιλήψεις ἐξ αἰτίας ἐπηρεασμοῦ, εἴτε ἀπὸ πολυπληθεῖς αἱρέσεις, εἴτε ἀπὸ τὸ διάχυτο κοσμικὸ φρόνημα τῶν πολλῶν, εἴτε ἀπὸ εὐσεβιστικὲς τάσεις καὶ ἄγνοια, ἔχουν δημιουργήσει σὲ ὅσους δὲν ἔχουν στἐρεη Ὀρθόδοξη γνώση ἕνα θολὸ τοπίο ὡς πρὸς τὶ εἶναι ἀληθινὰ ἡ Θεία Λατρεία, ἀλλὰ καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ ταυτότητα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ξεκινήσω ἀπὸ τὴ Θεία Λατρεία.

Η ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ

Ἡ Θεία Λατρεία στὴν αὐθεντική της, στὴν Ὀρθόδοξη ἐκδοχή (καὶ τὸ τονίζω αὐτό, διότι ἡ λατρεία ἀποτελεῖ γνώρισμα ὅλων τῶν αἱρέσεων καὶ ὅλων τῶν Θρησκειῶν μὲ μία ἀσύλληπτη ποικιλία μορφῶν, ἀπὸ τὶς πιὸ τραγικὲς καὶ ἐπικίνδυνες, ὅπως εἶναι οἱ ἀνθρωποθυσίες, μέχρι τὶς πιὸ γελοῖες, ὅπως εἶναι οἱ διασκεδαστικὲς τελετὲς καὶ ἡ προσφορὰ τροφῶν σὲ ἀγάλματα), ἡ Ὀρθόδοξη Λατρεία ἔχει ἄμεση καὶ ἀπαραίτητη σχέση μὲ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Βάση τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας εἶναι τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν ὕπαρξη, τὴν παρουσία τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἔξω ἀπὸ αὐτήν, δὲν νοεῖται Θεία Λατρεία.

Ἡ ἀληθινὴ πάλι Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία ἀνθρώπινη Ὀργάνωση, ἕνα εἶδος Σωματίου, τοῦ ὁποίου μέλη εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ δηλώνουν ὅτι ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ὅποιαδήποτε κι ἄν εἶναι αὐτή. Ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινη κοινωνία, θεμελιωμένη σταθερὰ καὶ ἀμετακίνητα ἐπάνω στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Γι αὐτὸ καὶ ὁ καλύτερος ὁρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔχει παραδώσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του: «σῶμα Χριστοῦ» (Ἐφ. 1,23). Ὄχι σῶμα ἀνθρώπων, ὅπως τὸ ἐκλαμβάνουν πολλοὶ αἱρετικοί, ἀλλὰ σῶμα Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο, ἀλλὰ ἔργο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πρωτοβουλίας τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.

Ἐὰν θέλαμε νὰ προσδιορίσουμε τὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία παραστατικὰ μὲ βάση τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος, θὰ λέγαμε ὅτι ἡ θεία Λατρεία εἶναι ἡ λειτουργία τῆς καρδιᾶς στὸ  ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἡ Θεία Λατρεία εἶναι αὐτὴ ποὺ μὲ τὸν ρυθμικό της χτύπο ἀποδεικνύει ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα εἶναι ζωντανό, ὅτι ἀναπνέει, ὅτι λειτουργεῖ, ὅτι τρέφεται καὶ αὐξάνει κανονικὰ. Εἶναι, ὅπως τονίζει ὁ μακαριστὸς π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, «αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ Ὀρθόδοξη Λατρεία δὲν εἶναι τυπική, ἁπλῆ δηλαδή ἐφαρμογὴ καποιων τυπικῶν διατάξεων. Κι αὐτὸ, ὄχι διότι δὲν ἔχει τύπους, ἀλλὰ οἱ τύποι, ποὺ συνδέονται μὲ αὐτήν, δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπούς. Εἶναι τὰ ὀχήματα, γιὰ νὰ μεταφέρουν τοὺς λάτρεις πιστοὺς στὴ βίωση τῆς Ἀλήθειας.

Ἡ Ὀρθόδοξη Θεία Λατρεία δὲν εἶναι βασισμένη σὲ ἀνθρώπινα ἰδεολογήματα, οὔτε σὲ ἀνθρώπινες ἐφευρέσεις. Εἶναι βασισμένη στὴν ἀλήθεια. Καὶ ὄχι στὴν ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἀλήθεια, ἀλλὰ στὴν ἀλήθεια ποὺ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μὲ τὶς θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ ἰδίου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ λατρευτικὲς ἀκολουθίες τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας ἀποτυπώνουν τὴν οὐράνια δοξολογία καὶ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ περιγράφεται στὸ ὅραμα τῆς κλήσεως τοῦ προφήτου Ἠσαΐου (Ἠσ. 6,1-13) καὶ στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (Ἀπ. 4,1-14).

Ὅπως χαρακτηριστικὰ δίδασκε ὁ μακαριστὸς Μητροπόλίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης, κατ’ ἐξοχὴν εἰδικὸς σὲ θέματα θείας λατρείας,  «Ἡ θεία Λατρεία δὲν εἶναι δική μας προσπάθεια νὰ φθάσουμε τὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ κατεβαίνει σ’ ἐμᾶς. Τὸ ἴδιο, ὅπως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ποὺ ἔγινε Θεός, ἀλλὰ ὁ Θεός ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ ἀντίλαλος τῆς λατρείας  τῶν ἀγγέλων… Αὐτὴ ἡ ούράνια λατρεία ἐπεκτείνεται καὶ κατεβαίνει στὴ γῆ σὰν πλημμύρα φωτεινῆς ἁρμονίας καὶ εἶναι ἡ ἐκκλησία τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ λατρεύει καὶ λειτουργεῖ ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ»

Ὅπως πρωτότυπα παρατηρεῖ καὶ παραστατικὰ δείχνει ὁ μακαριστὸς ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου π. Γεώργιος Καψάνης, ἡ Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινη κοινωνία ἐκφράζεται μὲ τὴν Θεία Λατρεία καὶ μπορεῖ νὰ παρασταθῆ μὲ τρεῖς ὁμόκεντρους κύκλους: α) μὲ τὸν εὑρύτερο κύκλο, στὸν ὁποῖο συμπεριλαμβάνονται ὅσοι συμμετέχουν στὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου καὶ τῆς διδαχῆς τῆς Ἐκκλησίας, β) μὲ τὸν στενότερο κύκλο, στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται ὅσοι συμμετέχουν στὴν κοινωνία τῶν προσευχῶν καὶ γ) μὲ τὸν πλέον στενὸ κύκλο, στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται ὅσοι συμμετέχουν στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Θεία Λατρεία.

Ἡ τέλεια ἐπὶ γῆς κοινωνία τοῦ πιστοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Θεό ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ στὴν ἀκρόαση τῆς διδαχῆς τῆς Ἐκκλησίας, περνᾶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ στὴν κοινωνία τῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκορυφώνεται μὲ τὴν συμμετοχὴ στὴν Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς Θείας Λατρείας, ἴδιος μὲ τὸν τελικὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς μας, νὰ μᾶς δώση δηλαδὴ τὴν δυνατότητα νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, νὰ φθάσουμε στὴν θέωση, ἀφοῦ ἑνωθοῦμε μαζί του.

Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω γίνεται κατανοητό ὅτι γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ βασικοῦ αὐτοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς θεώσεώς του, εἶναι ἀπαραίτητες ὡς προὑποθέσεις ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ αὐθεντικὴ Διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ λατρευτικὴ προσευχή καὶ ἡ πραγματικὴ παρουσία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δε ἡ θέληση καὶ ἡ κατάλληλη προετοιμασία τῶν ποιμένων καὶ τῶν πιστῶν γιὰ τὴν σωστὴ διαχείριση καὶ ἀξιοποίηση τῶν σωτηρίων αὐτῶν δώρων τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἐντοπίζεται καὶ ὁ ἰδιαίτερα σημαντικὸς ρόλος τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας ὡς γραμμῶν πλεύσεως καὶ ὡς ὁδηγῶν τῶν πιστῶν καὶ κυρίως τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐκτὸς τοῦ πρώτου καὶ βασικοῦ αὐτοῦ σκοποῦ, τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν τὴν Θεία Λατρεία ἐπιτυγχάνεται ἐπίσης ἡ ὁλοκλήρωση τῶν πιστῶν ὡς ἀληθινῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν συνειδητὴ συμμετοχὴ του στὴν Θεία Λατρεία ὁ πιστὸς χριστιανὸς γίνεται καθολικὸς ἄνθρωπος, ὅλοκληρωμένος, «ἄρτιος» καὶ τείνει πρὸς τὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑνότητα, ἐπίσης, τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν Θεία Λατρεία, καὶ κατ’ ἐξοχὴν μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία, δὲν εἶναι κατόρθωμα τῶν πεπτωκότων ἀνθρώπων, ἀλλὰ δωρεὰ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, αὐτὴ μόνη συνιστᾶ τὴν καθολικὴ ἑνότητα (Καν. 61,121,123 τῆς ἐν Καρθαγένει).

ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Ὅσον ἀφορᾶ στοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ τοὺς κατανοήσουμε σωστὰ, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τοὺς τοποθετήσουμε στὸ πραγματικό τους πλαίσιο. Καὶ τὸ πραγματικό τους πλαίσιο εἶναι καὶ πάλι ἡ μία, ἀγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δὲν νοοῦνται ἱεροὶ Κανόνες ἀνεξάρτητοι ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Γι αὐτὸν τὸν λόγο δὲν μποροῦμε νὰ προσεγγίσουμε σωστὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, παρὰ μόνον σὲ συνάρτηση μὲ τὴν θεανθρώπινη φύση τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ ἐν γένει Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος καὶ μὲ τὴν σωτηριολογικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας (Ποιοὶ τοὺς κατέγραψαν, μὲ ποιὰ πίστη, μὲ ποιὰ ἐκκλησιολογία, μὲ ποιὸ ἦθος). Ὅσοι προσπαθοῦν νὰ προσεγγίσουν, νὰ ἑρμηνεύσουν καὶ νὰ ἀξιοποιήσουν τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, χωρὶς τὶς παρπάνω προϋποθέσεις, αὐτοὶ ξεκινοῦν ἀπὸ λανθασμένη ἀφετηρία καὶ καταλήγουν σὲ ἐσφαλμένα συμπεράσματα.

Εἰδικώτερα οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἀποτελοῦν πτυχὴ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο μεταφέρεται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ ὅ,τι ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεός. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἔγινε μὲ τὶς θεοφάνειες τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὶς ἀποκαλύψεις αὐτὲς τὶς παρέλαβαν ἄνθρωποι θεωμένοι (προφῆτες, ἀπόστολοι) μὲ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία, ποὺ εἶχαν μὲ τὶς θεοφάνειες ἤ τὴν ζωή τους κοντὰ στὸν Θεάνθρωπο. Αὐτοὶ οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι μεταφέρουν τὶς ἐμπειρίες τους στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους μὲ δύο κυρίως τρόπους: α) μὲ γραπτὰ κείμενα καὶ β) μὲ προφορικὴ διδαχή ἤ μὲ βιωματικὸ παράδειγμα.

Γραπτὰ κείμενα  τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς Παλαιᾶ καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Προφορικὲς ἤ βιωματικὲς παραδόσεις εἶναι ἐκεῖνες ποὺ δὲν μεταδόθηκαν μὲ γραπτὰ κείμενα, ἀλλὰ ἀπὸ στόμα σὲ στὀμα ἤ μὲ τὴν παρατήρηση τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν θεωμένων ἀνθρώπων, ὅπως ἐκεῖνες ποὺ ἀναφέρει ὁ Μέγας Βασίλειος, σχετικὰ μὲ τὴν στάση μας πρὸς τὴν ἀνατολή γιὰ τὴν προσευχή, μὲ τὸν ἀνατολικὸ προσανατολισμὸ τῶν ἱ. ναῶν, μὲ τὸ σφράγισμα τοῦ σώματος διὰ τοῦ τιμίου σταυροῦ, μὲ τὸ σφράγισμα τοῦ νεροῦ γιὰ τὸν ἁγιασμό ἤ τῶν Τιμίων Δώρων μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, «ἀμφότερα (καὶ οἱ δύο τρόποι ἱερᾶς παραδόσεως) τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν».

Εὐσέβεια εἶναι ὁ κατὰ Θεὸν τρόπος ζωῆς τῶν χριστιανῶν. Καὶ πότε ζοῦν οἱ χριστιανοὶ μὲ εὐσέβεια; Ὅταν ρυθμίζουν τὴ ζωή τους σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται ἀποθησαυρισμένο μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴ βιωματικὴ ἤ προφορικὴ ἱερὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας Ὅμως ὁ ἀνθρώπινος βίος ἔχει τόσες πτυχὲς καὶ λεπτομέρειες, μὲ τὶς ὁποῖες δὲν ἀσχολεῖται εἰδικὰ ἡ Ἁγία Γραφή. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς χρειάζεται ἡ παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτὴ νὰ ἑρμηνεύση τὴν Ἁγία Γραφή, νὰ λάβη ὑπ’ ὄψη της τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων καὶ νὰ δώση ὁδηγίες στοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων, ποὺ προκύπτουν κατὰ τὴν πορεία τοῦ βίου τους. Νὰ τοὺς δείξη δηλαδή, ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐνεργήσουν στὶς συγκεκριμμένες περιπτώσεις. Αὐτὸ τὸ κάνει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν σύνταξη ἤ τὴν ἐπικύρωση  ἱερῶν Κανόνων.

Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, οἱ ἱεροὶ Κανόνες δὲν ἐκφράζουν τὶς ἀντιλήψεις κάποιων θεωρουμένων ἐμπειρογνωμόνων ἤ σοφῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει βεβαιωθῆ συνοδικὰ καὶ ἁγιοπατερικά. Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς Κανόνες συμπυκνώνεται ἡ ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα καὶ ἡ καθαρὴ Ὀρθόδοξη θεολογία τῆς ἐκκλησίας.

Ὅσον δὲ, πιὸ συγκεκριμένα, ἀφορᾶ στὴ Θεία Λατρεία, αὐτὴ πρέπει νὰ τελῆται ὄχι κατὰ τὴν ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη τοῦ καθενὸς ἤ κατὰ τὰ πρότυπα αἱρετικῶν καὶ ἐκκοσμικευμένων ὁμάδων, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸ τὸ ἐκφράζουν ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ θεμελιωμένοι πάνω σ’ αὐτὲς ἱεροὶ Κανόνες.

Τὰ τονίζω ὅλα αὐτὰ, διότι στὶς μέρες μας ὕπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀσυγχρόνιστοι, δηλαδή, δὲν μποροῦν νὰ συγχρονισθοῦν μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, καὶ ἑπομένως εἶναι ἀνεπίκαιροι. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸ χειρότερο, ὅτι ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ γενικώτερα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ὀνομάζουν.

Ὅλοι αὐτοὶ ἐκφράζουν μία καθαρὰ προτεσταντικὴ ἀντίληψη, ὅτι δηλαδή ὁ γνήσιος Χριστιανισμὸς δὲν βρίσκεται στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἰσχυρίζονται, ἑπομένως, πὼς ὅ,τι εἶναι μεταγενέστερο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως οἱ ἱεροὶ Κανόνες, δὲν εἶναι αὐθεντικό καὶ δὲν ἐκφράζει τὸ φρόνημα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ἡ Ἐκκλησία τῶν κανονικῶν καὶ ἀνεγνωρισμένων Ἱερῶν Συνόδων δὲν εἶναι καθόλου λιγώτερο Σῶμα Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀμετάβλητη ἀληθινὴ Πίστη τῆς μιᾶς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν αἰώνων. Μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες ἑρμηνεύεται αὐθεντικὰ ἡ Ἁγία Γραφή καὶ, κατ’ ἐπέκτασιν, αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ συγκεκριμένες καὶ εἰδικὲς περιπτώσεις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Δὲν ὑπάρχει καμμία οὐσιαστικὴ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν θεία Λατρεία, ὅπως τὴν γνωρίζουμε στὴν Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ὅπως τὴν διευκρινίζουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῶν ἁγίων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, ὑπάρχει ἀντίθεση μόνον ἀνάμεσα στὴν παρερμηνεία τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τοῦ Εὐαγγελίου.

Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἔχουν ἐξωτερικὰ τὴ μορφὴ νόμων. Ὅμως διαφέρουν οὐσιαστικὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους νόμους. Οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι προϋποθέτουν καὶ ρυθμίζουν τυπικὲς σχέσεις ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπινα πρόσωπα. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ἀντίθετα, προϋποθέτουν πραγματικὲς σχέσεις ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο, σχέσεις πατρικὲς καὶ υἱϊκές, καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων σχέσεις ἀδελφικὲς καὶ μελῶν ἑνὸς σώματος.

Οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό. Ἔχουν θεσπισθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσουν τοὺς πιστοὺς στὴν ἄσκησή τους νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι οἱ ὁδοδεῖκτες στὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τῶν χριστιανῶν, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν θέωση, στὴν εἴσοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἐδῶ τίθεται καὶ ἕνα ζήτημα γιὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ἰδιαίτερα σημαντικὸ καὶ ἐπίκαιρο: Τὸ κατὰ πόσο μποροῦν νὰ μεταβληθοῦν, νὰ τροποιηθοῦν ἤ νὰ ἀναπροσαρμοσθοῦν ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες κάθε ἐποχῆς. Χρειάζεται στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ σημειώσουμε ὅτι κατὰ καιροὺς παρατηροῦνται δύο κύριες τάσεις σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Σύμφωνα μὲ τὴν μία, οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἔχουν θεσπισθῆ γιὰ συγκεκριμένες ἱστορικὲς ἐποχές καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἰσχύουν σὲ κάθε ἐποχή, ἑπομένως εἶναι ἀνάγκη ἤ νὰ καταργηθοῦν ἤ νὰ μεταβληθοῦν. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄλλη, οἱ ἱεροὶ Κανόνες εἶναι θεόπνευστοι καὶ δὲν ἐπιδέχονται καμμία μεταβολή, οὔτε στὸ ἐλάχιστο.

Ἡ ὀρθὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῆς  μεταβολῆς τῶν ἱερῶν Κανόνων εὑρίσκεται στὰ ὅσα ἔχουμε πῆ γιὰ τὸ θεολογικό, ἐκκλησιολογικὸ καὶ χρονικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο αὐτοὶ εἶναι τοποθετημένοι. Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἱεροὶ Κανόνες εἶναι θεόπνευστοι, ἑρμηνεύουν αὐθεντικὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν προφορικὴ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα ζητήματα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου κάθε ἐποχῆς, καταδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν σ’ αὐτοὺς δύο βασικὰ στοιχεῖα, α) τὸ πνεῦμά τους καὶ β) ἡ μορφή τους.

Ποιὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων; Εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ παραδοχὴ τῆς ἀληθείας καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς πλάνης. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐφαρμοσθῆ σὲ κάθε περίσταση, διότι μόνον αὐτὸ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.

Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ μορφὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων; Εἶναι τὸ ἐξωτερικό τους περίβλημα καὶ περιβάλλον. Εἶναι ἡ γραμματική τους μορφὴ καὶ τὰ ἀνθρώπινα ζητήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχουν θεσπισθῆ (ἐποχιακὲς ἀσχολίες, συνήθειες, ἐπαγγέλματα).

Μεταβολὲς ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἀδιανόητο νὰ γίνουν. Μποροῦν νὰ γίνουν, ἀλλαγὲς ὡς πρὸς τὴν μορφή τους, ἀλλὰ πάντα μὲ προϋποθέσεις. Τέτοιες προϋποθέσεις ἀπαριθμεῖ ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος Καψάνης, τὶς ὁποῖες καὶ ἀναφέρω:

1) Νὰ μὴν ὑπερτονίζεται τὸ ἱστορικὸ στοιχεῖο τῶν ἱερῶν Κανόνων ἔναντι τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἡ χρονικὴ ἐπικαιρότητα ἔναντι τῆς θεοπνευστίας των.

2) Νὰ μὴν γίνονται οἱ μεταβολὲς στὴ μορφὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων μὲ πρόφαση τὴν ἀλλαγὴ τῆς μορφῆς, ἀλλὰ μὲ στόχο τὴν ἀλλαγὴ τοῦ πνεύματος αὐτῶν (π. χ. ἀποδοχὴ τῶν συμπροσευχῶν, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἱεροὶ Κανόνες, ποὺ ἀποκλείουν τὴν ἐξίσωση Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως).

3) Νὰ μὴν γίνονται οἱ μεταβολὲς εἰς βάρος τῶν ἠθικῶν ἀπαιτήσεων τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἀσκητικοῦ ἤθους τῆς Ὀρθοδοξίας (συντόμευση νηστειῶν, ἀποδοχὴ προγαμιαίων σχέσεων, ἤ ὁμοφυλοφιλικῶν σχέσεων).

4) Οἱ ὅποιες ἀλλαγὲς στοὺς ἱεροὺς Κανόνες νὰ ἔχουν γίνει μὲ πρωτοβουλία ἤ ἔγγριση μιᾶς ἀληθινῆς Ὀρθοδόξου Συνόδου, ποὺ ἔχει τὴ μαρτυρία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Τέλος, ἐπειδὴ κάποιοι προβάλλουν ὡς ἀπαραίτητο λόγο γιὰ τὴν ἀλλαγὴ ἱερῶν Κανόνων τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουν πολλοὶ γιὰ τὴν ἐφαρμογή τους, καθόσον ὅλοι οἱ πιστοὶ δὲν εὑρίσκονται στὰ ἴδια πνευματικὰ μέτρα καὶ ζοῦν σὲ ἐντελῶς διαφορετικὰ περιβάλλοντα, ἀπὸ ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ἔζησαν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν θεσπίστηκαν οἱ συγκεκριμένοι ἱεροὶ Κανόνες, ὑπενθυμίζουμε ὅτι τὰ προβλήματα αὐτοῦ εἴδους ἀντιμετωπίζονται μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας.

Γιὰ τὸ τι εἶναι ἡ Οἰκονομία θὰ ἀφήσω νὰ μᾶς τὸ ἐξηγήση ὁ σοφώτατος ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, αὐτὸς ποὺ ἀσχολήθηκε ἐπισταμένα μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ συνέθεσε τὸ Πηδάλιο. Γράφει ὁ ἄγιος τοῦ Θεοῦ: «Δύω εἴδη κυβερνήσεως καὶ διορθώσεως φυλλάσσονται εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίαν. Τὸ ἕν εἶδος ὀνομάζεται ἀκρίβεια, τὸ δὲ ἄλλο ὀνομάζεται Οἰκονομία καὶ Συγκατάβασις, μὲ τὰ ὁποῖα κυβερνοῦσι τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι πότε μὲν μὲ τὸ ἕνα, πότε δὲ μὲ τὸ ἄλλο» (Πηδ. σ. 53). Στὴ συνέχεια φέρει ὡς παράδειγμα τὴν οἰκονομία ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμενκῆς Συνόδου μὲ τὸν 7ο ἱερὸ Κανόνα καὶ οἱ πατέρες τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μὲ τὸν 95ο ἱερὸ Κανόνα στὴν ἀποδοχὴ ἤ μὴ τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν. Ἔτσι, ἄλλων μὲν αἱρετικῶν (ὅπως τῶν Ἀρειανῶν καὶ τῶν Μακεδονιανῶν) δέχθηκαν τὸ Βάπτισμα, ἀσκώντας τὴν οἰκονομία, ἄλλων δὲ (ὅπως τῶν Εὐνομιανῶν καὶ ἄλλων) ἀρνήθηκαν νὰ δεχθοῦν, ἀσκώντας τὴν ἀκρίβεια. Ἐξηγεῖ δὲ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι οἱ ἅγιοι πατέρες στὴν περίπτωση ποὺ ἐπέλεξαν τὴν οἰκονομία διέκριναν ὅτι αὐτὴ θὰ βοηθοῦσε γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὄντως ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων τοὺς δικαίωσε, διότι οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ Μακεδονιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀριθμοῦσαν πλῆθος μεγάλο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἔγιναν ἡμερώτεροι πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, πολλοὶ ἐπέστρεψαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ σὲ λίγα χρόνια σχεδὸν ἐξαφανίστηκαν.

Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου δείχνει ὅτι ἡ οἰκονομία δὲν καταργεῖ τὴν ἀκρίβεια, καθόσον τὴν ἴδια ἐποχὴ γιὰ ἄλλους τηρήθηκε ἡ ἀκρίβεια, ἐνῶ οἱ ἴδιοι πατέρες ἐπεκύρωσαν τοὺς ἀποστολικοὺς Κανόνες, ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν τήρηση τῆς ἀκρίβειας στὸ ἴδιο ζήτημα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία ἀποτελεῖ τὴν ἐξαίρεση τοῦ κανόνος, μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήση τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία  καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ μετανοήσουν, ἐνῶ ποτὲ δὲν μετατρέπεται σὲ κανόνα. Ὁ ἅγιος Νικόδημος συνοψίζει: «Ἡ οἰκονμία γὰρ ἔχει μέτρα καὶ ὅρια καὶ δὲν εἶναι παντοτεινή καὶ ἀοριστος» (Πηδ. σ. 56).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ γενικὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, θὰ παραθέσω δειγματοληπτικὰ μία σειρὰ ἀπὸ ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μὲ ζητήματα Θείας Λατρείας. Συστηματοποιώντας τὶς περιπτώσεις ἀναφορᾶς τῶν ἱερῶν Κανόνων σὲ ζητήματα Θείας Λατρείας, κατέληξα νὰ τὶς συμπεριλάβω σὲ τέσσερες κατηγορίες:

Α) Στὴν πρώτη κατηγορία συμπεριέλαβα ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ ἀναφέρονται στὸν τόπο, στὰ ἱερὰ σκεύη καὶ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἀντικείμενα τῆς Θείας Λατρείας (ἱ. ναός, εὐκτήριοι οἶκοι, ἱ. σκεύη, σταυρός, καλύμματα, ἄμφια, εἰκόνες).

Β) Στὴν δεύτερη κατηγορία συμπεριέλαβα ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ ἀναφέρονται στὰ πρόσωπα ποὺ διακονοῦν στὴν Θεία Λατρεία (ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, ὑποδιάκονοι, ἀναγνῶστες, θυρωροί, διακόνισσες, λαϊκοί).

Γ) Στὴν τρίτη κατηγορία συμπεριέλαβα ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ ἀναφέρονται στὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας (Θείας Κοινωνίας, βαπτίσματος, χρίσματος, γάμου, χειροτονίας, ἐξομολογήσεως).

Δ) Στὴν τετάρτη κατηγορία συμπεριέλαβα ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ ἀναφέρονται σὲ πράξεις σχετικὲς μὲ τὴν Θεία Λατρεία (προσευχὴ, γονικλυσίες, νηστεία, ἑορτές).

 

Α. ΤΟΠΟΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

  1. Σὲ ἱ. Ναοὺς ποὺ καθιερώθηκαν χωρὶς ἅγια λείψανα (λόγῳ τῆς Εἰκονομαχίας) νὰ τοποθετοῦνται ἅγια λείψανα καὶ νὰ διαβάζονται οἱ σχετικὲς εὐχές. Ὅσοι καθιερώνουν ἱ. Ναοὺς χωρὶς ἅγια λείψανα νὰ καθαιροῦνται (7ος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς).
  2. Νὰ μὴν ἐπιτρέπεται στοὺς αἱρετικοὺς νὰ εἰσέρχονται στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἐπιμένουν στὴν αἵρεση (6ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
  3. Νὰ μὴν στήνονται καπηλιὰ ἤ καταστήματα, ποὺ πωλοῦν οἰνοπνευματώδη ποτὰ, ἀρώματα καὶ ἄλλα μέσα στὰ προαύλια τῶν ἱ. ναῶν, γιὰ νὰ φυλάγεται ἡ ἱερότητα τῶν ναῶν καὶ νὰ μὴν γίνονται σπήλαια ληστῶν (76ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  4. Εὐκτήριοι οἶκοι, ποὺ κτίστηκαν σὲ ἰδιωτικὰ κτήματα, χωρὶς νὰ ἔχουν καθιερωθῆ μὲ ἅγια λείψανα ἀπὸ μάταιες ἀποκαλύψεις καὶ ὄνειρα, νὰ κατεδαφίζονται, ἐὰν εἶναι δυνατόν (91ος τῆς ἐν Καρθαγένῃ).
  5. Κανένας λαϊκὸς νὰ μὴν εἰσέρχεται εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, ἐκτὸς τοῦ Βασιλέως, γιὰ νὰ προσφέρη δῶρα στὸν Θεό, κατὰ ἀρχαία συνήθεια (69Ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς). Γυναῖκες νὰ μὴν εἰσέρχονται στὸ ἅγιο βῆμα (41ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ)
  6. Ἱερὰ σκεύη νὰ μὴν χρησιμοποιοῦνται σὲ οἰκιακὴ χρήση. Ὅποιος τὸ κάνει νὰ ἐπιτιμᾶται μὲ ἀφορισμό (73ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  7. Νὰ μὴν τοποθετῆται σταυρὸς στὰ δάπεδα τῶν ἱ. Ναῶν. Ὅπου ὑπάρχουν νὰ ἐξαλείφονται. Ὅποιος τοποθετεῖ σταυροὺς στὰ δάπεδα νὰ ἀφορίζεται (73Ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  8. Κανεὶς νὰ μὴν φθείρη ἤ νὰ ξεσχίζη βιβλία ἐκκλησιαστικά. Ὅποιος τὸ κάνει νὰ ἀφορίζεται (78ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  9. Νὰ μὴν εἰσέρχεται στὸν ἱ. Ναὸ κανένα ζῶο, ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχη ἀπόλυτη ἀνάγκη (88ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  10. Νὰ μὴν ἁγιογραφῆται ὁ Χριστὸς ὡς ἀμνὀς, ἀλλὰ ὡς ἄνθρωπος, ἐπειδὴ προτιμοῦμε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸν τύπο (82ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).

Β. ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

  1. Δίγαμος μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος ἤ διάκονος (17ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  2. Ὅποιος νυμφεύθηκε διεζευγμένη, πόρνη, θεατρίνα δὲν μπορεῖ νὰ χειροτονηθῆ (18ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  3. Πιστὸς, ὁ ὀποῖος μετὰ τὸ βάπτισμα ὑπέπεσε σὲ βαριὰ ἁμαρτήματα, πορνεία, μοιχεία, φόνο κ.λπ., νὰ μὴν προάγεται οὔτε στὸν ἀνώτερο, ἀλλ’ οὔτε στὸν κατώτερο κλῆρο (61ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων). Ὅμως ἁμαρτήματα, ποὺ δὲν κωλύουν τὴν ἱερωσύνην ἐξαλείφονται μὲ τὴν χάρη τῆς ἱερωσύνης (9ος τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ).
  4. Ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος ἤ ὁ διάκονος νὰ μὴν χωρίζουν τὶς γυναῖκες τους μὲ τὴν πρόφαση τῆς εὐλάβειας (5ος τῶν Ἀποστόλων). Ἀργότερα , τὸ 691 μ. Χ., ὁρίζεται ἡ ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν 5ο ἀποστολικὸ Κανόνα καὶ τῶν γαφομένων στὴν πρὸς Τίτον Ἐπιστολή ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἀνὴρ μιᾶς γυναικός, πρὸς ὠφέλειαν τῶν ποιμνίων (12ος τῆς ΣΤ΄Οἰκουμενικῆς).
  5. Κληρικοὶ ἀπαγορεύεται νὰ ἔχουν συνείσακτο γυναίκα· νὰ συγκατοικοῦν μὲ γυναίκα, ἐκτὸς καὶ ἐὰν αὐτὴ εἶναι μητέρα, ἀδελφή ἤ θεία (3ος τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς).
  6. Ὅποιος κληρικὸς ἀκροτηριάση τὸν ἑαυτό του νὰ καθαιρῆται, διότι θεωρεῖται φονεύς (23ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  7. Ἐπίσκοπος νὰ μὴν τολμήση νὰ κάνη χειροτονίες ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς του. Ἄν τὸ κάνη νὰ καθαιρῆται καὶ αὐτὸς καὶ ὁ χειροτονηθείς (35ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  8. Οἱ τῶν τριῶν ἀνωτέρων βαθμῶν κληρικοὶ, οἱ ὁποῖοι ψηλαφοῦν τὰ ἅγια νὰ τηροῦν σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια (4ος τῆς ἐν Καρθανένῃ), γιὰ νὰ ἔχουν καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ παρρησίαν, «ἵνα, ὁ παρὰ τοῦ Θεοῦ αἰτοῦσι, ἐπιτυχεῖν» (3ος τῆς ἐν Καρθανένῃ).
  9. Ἡ ὅλη ἐμφάνιση τῶν κληρικῶν νὰ εἶναι κοσμία, σεμνὴ καὶ ταπεινή. «Πᾶσα βλακεία καὶ κόσμησις σωματικὴ ἀλλότριαί εἰσι τῆς ἱερατικῆς τάξεως καὶ καταστάσεως». Γι αὐτὸ οἱ κληρικοὶ δὲν πρέπει νὰ κοσμοῦνται «δι ἐσθήτων λαμρῶν καὶ περιφανῶν» καὶ νὰ μὴν χρίωνται μὲ μύρα,, οὔτε νὰ περιφρονοῦν ἐκείνους ποὺ φοροῦν εὐτελῆ ἱμάτια (16ος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς).
  10. Μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ νὰ μὴ διαβάζουν βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἔχουν χειροθετηθῆ ἀναγνῶστες (14ος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς).
  11. Διακόνισσες νὰ μὴν χειροθετοῦνται πρὶν συμπληρώσουν τὸ 40ο ἔτος τῆς ἡλικίας. Ἐὰν μετὰ τὴν χειροθεσίαν ὑπανδρευθοῦν νὰ ἀφορίζονται μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα (15ος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς).
  12. Οἱ θυρωροὶ δὲν πρέπει ἐν καιρῷ Θείας Λειτουργίας νὰ ἐγκαταλείπουν τὶς θύρες τῶν Κατηχουμένων καὶ νὰ σχολάζουν στὴν προσευχή (43ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
  13. Διάκονος νὰ μὴν χειροτονῆται πρὸ τῆς ἡλικίας τῶν 25 ἐτῶν (21ος τῆς ἐν Καρθαγένῃ).
  14. Πρεσβύτερος κατηγορηθεὶς ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ὅτι δὲν ζῆ καλά καὶ αὐτὸς ἀπὸ ὑπερηφάνεια χωρισθῆ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ ἱρουργεῖ μόνος του σὲ δικό του θυσιαστήριο, αὐτὸς νὰ ἀναθεματίζεται (10ος τῆς ἐν Καρθαγένῃ).

Γ΄ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ  ΑΓΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

  1. Δὲν τελεῖται Θεία Λειτουργία κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἁγ. Καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς (49ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
  2. Νὰ μὴ διαβάζονται ἀκανόνιστα βιβλία στὶς λατρευτικὲς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Παρατίθεται καὶ κατάλογος τῶν κανονικῶν βιβλίων, στὸν ὁποῖο δὲν περιλαμβάνεται ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (49ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, 364 μ. Χ.). Ἀργότερα σὲ παρόμοιο Κανόνα, 32ο τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, 418 μ. Χ., περιλαμβάνεται καὶ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου.
  3. Πιστοὶ, οἱ ὁποῖοι πηγαίνουν στὴ Θεία Λειτουργία, ἀκὸῦν τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα, ἀλλὰ δὲν συμπροσεύχονται μὲ τοὺς λοιποὺς πιστούς, οὔτε μεταλαμβάνουν, χωρὶς νὰ ὑπάρχη εὔλογη αἰτία, νἀ ἀποβάλλονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μέχρι νὰ μετανοήσουν (2ος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ).
  4. Ὅποιος ἀπουσιάση ἀπὸ τὴν Σύναξη τῆς Θείας Λειτουργίας, χωρὶς σοβαρὸ λόγο, ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς Κυριακές, ἐὰν εἶναι κληρικὸς νὰ καθαρῆται, ἐὰν εἶναι λαϊκὸς νὰ ἀφορίζεται (80ος τῆς ΣΤ΄Οἰκουμενικῆς).
  5. Ὅποιος διδάσκει τοὺς χριστιανοὺς νὰ περιφρονοῦν τὸν κανονικὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς συνάξεις ποὺ γίνονται σ’ αὐτόν, καθ’ ὅτι μπορεῖ νὰ προσεύχεται σὲ ὅποιονδήποτε τόπο, νὰ ἀφορίζεται (5ος τῆς ἐν Γάγγρᾳ).
  6. Δὲν ἐπιτρέπεται οἱ γυναῖκες νὰ μιλοῦν κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀλλὰ πρέπει νὰ σιωποῦν (70ος τῆς ΣΤ΄Οἰκουμενικῆς).
  7. Ὅποιος κληρικὸς προσθέτει στὸν Τρισάγιο Ὕμνο, μετὰ τὸ, ἅγιος ἀθάνατος, ὁ σταυρωθεὶς δι’ ἡμᾶς νὰ καθαιρῆται, καὶ ἐὰν εἶναι λαϊκὸς νὰ ἀφορίζεται (81ος τῆς ΣΤ΄Οἰκουμενικῆς).
  8. Οἱ ψάλλοντες στὴν ἐκκλησία νὰ μὴ βιάζουν τὴν φύση τους καὶ κραυγάζουν, οὔτε νὰ κάνουν καὶ νὰ λέγου ἄλλα ἀνάρμοστα στὴν ἐκκλησία (75ος τῆς ΣΤ΄Οἰκουμενικῆς).
  9. Κληρικὸς ποὺ δέχθηκε δεύτερη χειροτονία, ἐνῶ ἡ πρώτη του ἦταν κανονική, νὰ καθαιρῆται καὶ αὐτὸς καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸν χειροτόνησε. Ἐὰν ἡ πρώτη δὲν ἦταν κανονική, τότε ἡ δεύτερη νὰ θεωρῆται κανονική, διότι οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν οὔτε βάπτισμα, οὔτε χειροτονία (68ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  10. Χειροτονία πρεσβυτέρου νὰ μὴν γίνεται πρὶν ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν τριάντα ἐτῶν, ἀκόμη καὶ ἐὰν εἶναι πολὺ ἄξιος ὁ ὑποψήφιος (14ος τῆς ΣΤ΄Οἰκουμενικῆς).
  11. Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος χειροτονεῖ σιμωνιακά (παίρνοντας χρήματα), νὰ καθαιρῆται (2ος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς). Κληρικοὶ, οἱ ὁποῖοι χειροτονοῦνται ἐπὶ χρήμασι καὶ χωρὶς δοκιμασία, νὰ καθαιροῦνται, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς χειροτόνησαν (22ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  12. Κληρικός, ἐὰν βαπτίση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτὸν ποὺ πραγματικὰ βαπτίστηκε, νὰ καθαιρῆται, ἐπειδὴ ἀνασταυρώνει τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Κι ὅποιος κληρικὸς δὲν βαπτίζει μὲ τὸ βάπτισμα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας αὐτὸν ποὺ βαπτίστηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς νὰ καθαιρῆται, ἐπειδὴ περιπαίζει τὸν σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, νομίζοντας ὅτι τὸ μολυσμένο βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι τύπος τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου (47ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  13. Κληρικός, ὁ ὁποῖος δὲν βαπτίζει εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ σὲ τρεῖς ἀνάρχους, τρεῖς Υἱούς, τρεῖς Παρακλήτους, νὰ καθαιρῆται (50ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  14. Νὰ μὴ γίνεται βάπτισμα σὲ εὐκτήριο οἶκο κατοικίας. Ὁ κληρικὸς ποὺ θὰ τὸ κάνει νὰ καθαιρῆται καὶ ὁ λαϊκὸς ποὺ συνεργεῖ νὰ ἀφορίζεται (56ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  15. Ἐὰν δὲν ὑπάρχουν μάρτυρες ὅτι συγκεκριμένο νήπιο βαπτίστηκε, νὰ βαπτίζεται (54ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  16. Ἔγκυος γυναίκα κατηχουμένη μπορεῖ νὰ δεχθῆ τὸ Βάπτισμα, ἐπειδὴ δὲν μεταδίδει τὸν φωτισμὸ καὶ τὸ βάπτισμα στὸ ἔμβρυο (6ος τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ).
  17. Κληρικοί, οἱ ὀποῖοι δέχθηκαν βάπτισμα αἱρετικῶν ἤ τέλεση Θείας Λειτουργίας ἀπὸ αἱρετικούς, νὰ καθαιροῦνται (46ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  18. Κληρικός, ὁ ὁποῖος δὲν μεταλαμβάνει σὲ γενομένη Θεία Λειτουργία, νὰ λέγη τὴν αἰτία. Κι ἄν εἶναι εὔλογος νὰ συγχωρῆται. Ἐὰν ὄχι νὰ ἀφορίζεται (8ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  19. Κανεὶς κληρικὸς νὰ μὴ ζητῆ χρήματα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνει. Ὅποιος τὸ κάνει νὰ καθαιρῆται (23ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  20. Νὰ μὴν μεταδίδεται ἡ Θεία Κοινωνία μαζὶ μὲ σταφύλια, τὰ ὁποῖα τοποθετοῦνται ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα (28ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  21. Κανεὶς λαϊκὸς νὰ μὴν μεταλαμβάνει τὰ ἄχραντα Μυστήρια ἀπὸ μόνος του. Ὅποιος τὸ κάνει νὰ ἀφορίζεται (58ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  22. Ἐὰν κάποιος ποὺ βρίσκεται σὲ ἐπιτίμιο κινδυνεύει νὰ ἀποθάνη, νὰ τοῦ δίδεται ἡ Θεία Κοινωνία. Ἐὰν ὅμως ἐπιζήση, νὰ ἐπιστρέψη στὴν τήρηση τοῦ ἐπιτιμίου (138ος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς).
  23. Νὰ μὴν μταδίδεται ἡ Θεία Κοινωνία σὲ νεκρὰ σώματα, διότι εἶναι γραμμένο: «Λάβετε, φάγετε …». Τὰ νεκρὰ σώματα οὔτε νὰ λάβουν, οὔτε νὰ φάγουν μποροῦν (83ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).

Δ΄ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ

  1. Κληρικὸς ποὺ νήστευσε τὴν Κυριακὴ ἤ τὸ Σάββατο, νομίζοντας ὅτι κάνει ἄσκηση, νὰ καθαιρῆται καὶ λαϊκὸς νὰ ἀφορίζεται (64ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ 18ος τῆς ἐν Γάγγρᾳ).
  2. Κληρικὸς ποὺ δὲν νηστεύει τὴν Τετάρτη, τὴν Παρασκευὴ καὶ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ καθαιρῆται (69ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  3. Νὰ τηρῆται ἡ νηστεία τῆς Μ. Πέμπτης (29ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς), ἄν καὶ ὁ 50ος τῆς ἐν Καρθαγένῃ ἐπέτρεπεν ἐξαιρέτως αὐτὴν τὴν ἡμέρα νὰ καταλύεται ἡ νηστεία κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παρέδωκε τὰ Μυστήρια μετὰ τὸ Δεῖπνο.
  4. Ὅποιος λαϊκὸς συμπροσεύχεται μὲ ἀκοινώνητο, ἔστω καὶ στὸ σπίτι, νὰ ἀφορίζεται (10ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  5. Ὅποιος κληρικὸς συμπροσεύχεται μὲ καθηρημένο νὰ καθαιρῆται (11ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  6. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συμπροσεύχονται οἱ χριστιανοὶ μὲ αἱρετικούς ἠ σχισματικούς (33ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
  7. Ἀπαγορεύονται οἱ προσευχὲς μὲ γονυκλισίες κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν Κυριακῶν καὶ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου (20ος τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς).
  8. Νὰ μὴν γίνονται γονυκλισίες ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου μέχρι τὴν ἔναρξη τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς (90ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς).
  9. Κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἑορτάζουν τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα πρὶν ἀπὸ τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία μαζὶ μὲ τοὺς ἰουδαίους, νὰ καθαιροῦνται (7ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων). Ἐπίσης, κληρικὸς ποὺ νηστεύει καὶ ἑορτάζει μὲ τοὺς ἰουδαίους νὰ καθαιρῆται καὶ λαϊκὸς νὰ ἀφορίζεται (70ος καὶ 71ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).
  10. Οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ τηροῦν τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἀλλὰ τῆς Κυριακῆς, διότι διαφορετικὰ ἰουδαΐζουν (29ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
  11. Κατὰ τὴν Διακαινίσιμη Ἑβδομάδα οἱ χριστιανοὶ νὰ παραμένουν στὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις ψάλλοντας ὕμνους, ἀκροώμενοι τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ συμμετέχοντας στὴν Θεία Κοινωνία. Νὰ μὴν πηγαίνουν στὰ ἱπποδρόμια, οὔτε στὰ θέατρα. Ἔτσι θὰ ζοῦν ἀναστημένοι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό (66ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς καὶ 61ος τῆς ἐν Καρθαγένῃ).
  12. Δὲν πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ συνεορτάζουν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἔτσι νὰ κοινωνοῦν μὲ τὴν ἀθεῒα τους (39ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
  13. Δὲν πρέπει τὶς ἡμέρες τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νὰ τελοῦνται γενέθλια, ἤτοι μνῆμες τῶν Ἁγίων, ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς (51ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
  14. Εὐχὲς γιὰ διάφορες περιστάσεις νὰ διαβάζονται ἀπὸ τοὺς ἱερωμένους, ἐὰν αὐτὲς ἔχουν κυρωθῆ ἀπὸ Συνόδους ἤ εἶναι γραμμένες ἀπὸ τοὺς σοφοτέρους. Νὰ μὴν διαβάζονται οἱ νέες ποὺ γράφηκαν ἀπὸ τυχόντες καὶ δὲν ἔχουν κυρωθῆ συνοδικά (103ος τῆς ἐν Καθρθαγένῃ καὶ 18ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).

Περισσότερα γιὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ ἀνέφερα, θὰ χρειασθῆ ἴσως νὰ ποῦμε στὴ συζήτηση.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συγκεφαλαιώνοντας λέγω ὅτι ἡ σχέση τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ Λατρεία  εἶναι προφανέστατη. Ὅπως ἔχει διαπιστωθῆ ἀπὸ ἄλλους μελετητές, τὸν 1/8 τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται εἰδικὰ στὴν θεία Λατρεία, ενώ ἕνας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ἀπὸ αὐτοὺς αναφέρεται εμμέσως σε αυτήν, ή προϋποθέτει τη λειτουργική πράξη. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες προϋποθέτουν τὴν ἴδια θεολογία καὶ ἴδια ἐκκλησιολογία μὲ αὐτὴν τῆς θείας Λατρείας. Μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες ρυθμίζεται ἡ εὐταξία τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας, ποὺ εἶναι γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας, κατὰ τὴν γενικὴ προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α’ Κορ. 14,40).

Ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ σφραγίσω τὴν εἰσήγησή μου αὐτὴ μὲ τοὺς λόγους τριῶν ἁγιασμένων ἀνδρῶν, πολὺ ἀπομακρυσμένων μεταξύ τους χρονικὰ, ἀλλὰ πολὺ στενὰ συνδεδεμένων ἁγιοπνευματικά, τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἀρχιεπισκόπου Ἰεροσολύμων, τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ τοῦ συγχρόνου μας μακαριστοῦ καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Γωργίου.

Ὁ ἄγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων ὁμιλεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία σὲ σχέση μὲ τὶς παραδοσιακὲς λατρευτικές της τελετὲς καὶ τὸν ἀσκητικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ ἑτοιμάζει κάποιον νὰ συμμετάσχη σ’ αὐτές καὶ προτρέπει: «Νὰ τηρῆτε αὐτὲς τὶ παραδόσεις ἀπαραβίαστες καὶ νὰ φυλάγετε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὰ παραπτώματα. Νὰ μὴν ἀποκόπτετε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὴν Κοινωνία, νὰ μὴν ἀποστερῆτε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὰ ἅγια αὐτὰ Μυστήρια μὲ τὴν μόλυνση τῶν ἁμαρτιῶν».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης τονίζει τὴ μεγίστη ἀξία τῶν ἱερῶν Κανόνων μὲ τὸ παράδειγμα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. «Καθὼς ἡ παντουργικὴ Τριὰς τὸν πρῶτον καὶ ὑλικὸν τοῦτον κόσμον δημιουργήσασα μὲ διαφόρους φυσικοὺς Κανόνας τῶν στοιχείων αὐτὸν συνηρμόσατο, ἐξ ὧν ἠ τάξις καὶ ἐκ τῆς τάξεως ἡ συνοχὴ τοῦ παντὸς διασώζεται, ….τοιουτοτρόπως ἡ αὐτὴ Τριὰς καὶ τὸν δεύτερον τοῦτον καὶ νοητὸν κόσμον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατασκευάσασα, μὲ τοὺς ἱεροὺς τούτους καὶ θείους Κανόνας συνέδησεν αὐτὸν καὶ συνέπηξεν. Ἐξ ὧν ἡ τῶν πατριαρχῶν ἀποτίκτεται εὐταξία, ἡ τῶν Ἀρχιερέων ἁρμονία ἡ τῶν Ἱερέων κοσμιότης, τῶν διακόνων ἡ σεμνοπρέπεια, τῶν κληρικῶν ἡ σεβασμιότητς, τῶν μοναχῶν ἡ εὐρυθμία τῶν Πνευματικῶν πατέρων ἡ πρὸς διόρθωσιν ἀπαιτουμένη γνῶσις, τῶν βασιλέων ἡ παρὰ πάντων ὀφειλομένη τιμή καὶ πάντων ἀπλῶς τῶν χριστιανῶν, ἡ πρέπουσα χριστιανοῖς διαγωγὴ καὶ κατάστασις, καὶ καθολικῶς εἰπεῖν, ἐκ τῶν ἱερῶν τούτων κανόνων ἡ κάτω ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία γίνεται μίμημα καὶ ἐκσφράγισμα τῆς  τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας».

Ὁ μακαριστὸς καθηγούμενος π. Γεώργιος Καψάνης ἀντιμετωπίζει τὸ ὅλο πρόβλημα ἁγιοπνευματικά καὶ σημειώνει: «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅπερ εἶναι ζῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ κατυθύνει αὐτὴν εἰς τὴν σύνταξιν τῶν ἱ. Κανόνων, κατευθύνει καὶ σήμερον τοὺς συνεργοῦντας Αὐτῷ δια μετανοίας ποιμένας εἰς τὴν ὀρθὴν χρῆσιν αὐτῶν. Ἡ δυσκολία δὲν εὑρίσκεται εἰς τὸ ἀσυγχρόνιστον τῶν ἱερῶν Κανόνων, ὅσον εἰς τὴν ἀδυναμίαν ἡμῶν νὰ ζήσωμεν κατὰ τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων, δηλαδὴ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως… Προέχει, ὡς ἐκ τούτου, ἡ κατὰ τὴν πατερικὴν ρῆσιν ΄καλὴ ἀλλοίωσις΄ τῶν ποιμένων ἐν τῷ φωτὶ τῆς Παραδόσεως, ἥτις καὶ θὰ δημιουργήση τὰς προϋποθέσεις διὰ τὴν γνησίαν καὶ αὐθεντικὴν ἀνανέωσιν τῆς Κανονικῆς Παραδόσεως».

Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου

Ἱερὰ Μητρόπολις Ἐλασσῶνος, 13 Φεβρουαρίου 2017


Π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Γιὰ νὰ ζήση ὁ κόσμος, σ. 19

Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονυσίου, Ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων, σ. 47-48

Ἀρχι, Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντικὴ Διακονία κατὰ τοὺς ἱ. Κανόνας, σ. 38

Ἁγίου Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 27,66

Ἀρχι, Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντικὴ Διακονία κατὰ τοὺς ἱ. Κανόνας, σ. 88-89

Ἁγ. Κυρίλλου Ἰεροσοσλύμων, Λόγοι Κατηχητικοί, 5,23

Πηδάλιον, ιστ΄

Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντικὴ διακονία κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, σ. 90