«Δεν είναι η ύπαρξις του επισκόπου η εγγύησις ότι μία Σύνοδος εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα.
Ούτε η Χάρις της Αρχιερωσύνης οδηγεί την Εκκλησία "εις πάσαν την αλήθειαν"....
Εκείνο
που προσδιορίζει μια Σύνοδο, Τοπική ή Οικουμενική, ως Ορθόδοξη, είναι
κατά πόσον η πλειοψηφία των Επισκόπων που συμμετέχουν σε αυτήν
βρίσκονται στην κατάσταση του φωτισμού του νοός.
Η
μελέτη των Ορθοδόξων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων αποδεικνύει ότι
οι αποφάσεις τους είναι Ορθόδοξες, γιατί στηρίχθηκαν σε Πατέρες, οι
οποίοι όχι μόνον γνώριζαν θεωρητικά την θεολογία της Εκκλησίας, αλλά
ήταν και φορείς της αποκαλύψεως. Οπότε οι θεούμενοι Πατέρες έδωσαν κύρος
στην Σύνοδο και όχι η Σύνοδος στους Πατέρες..»
«Σήμερα,
όμως, που σπανίζει η νοερά προσευχή στους Επισκόπους, αν συνέλθει μία
Σύνοδος εξ Επισκόπων και σηκωθούν κατά την έναρξη να πουν όλοι μαζί
"Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών
και τα πάντα πληρών… ", θα έλθει οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τους
φωτίσει;
Επειδή, δηλαδή, είναι κανονικοί Επίσκοποι και συνέρχονται σε Σύνοδο και κάνουν προσευχή;
Όμως δεν ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο έτσι, μόνο, δηλαδή, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις.
Χρειάζονται και άλλες.
Χρειάζεται
ο προσευχόμενος να έχει ήδη ενεργουμένη την νοερά προσευχή μέσα του,
όταν προσέρχεται στην Σύνοδο, για να τον φώτιση η Χάρη του Θεού. Στις
ψευδοσυνόδους οι προσερχόμενοι δεν είχαν αυτήν την προσευχητική
κατάσταση.
Οι
παλαιοί Επίσκοποι, όμως, είχαν τέτοια πνευματική εμπειρία και όταν
προσήρχοντο ως Σώμα, ήξεραν τι το Πνεύμα το Άγιο τους πληροφορούσε μέσα
στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο θέμα. Και, όταν έβγαζαν αποφάσεις,
ήξεραν ότι οι αποφάσεις τους ήταν σωστές.
Διότι ευρίσκοντο σε κατάσταση φωτισμού, ενώ ορισμένοι από αυτούς είχαν φθάσει και στον δοξασμό, δηλαδή την θέωση».
(π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ)