Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Οἰκουμενισμός ἤ Ὀρθοδοξία;

Ἡ κρίσις τῆς θεολογίας τοῦ Ἰ. Ζηζιούλα

Τοῦ μακαριστοῦ Μέγα Λ. Φαράντου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου

Εἰς μνημόσυνον τοῦ προσφάτως κοιμηθέντος (5.10.2020) συνεργάτου τοῦ Ο.Τ. Μέγα Λ. Φαράντου, καθηγητοῦ δογματικῆς Ε.Κ.Π.Α., ἀναδημοσιεύομεν ἀποσπάσματα ἀπό περισπούδαστον ἄρθρον του μέ θέμα: «Οἰκουμενισμός ἤ Ὀρθοδοξία. Ἡ κρίσις τῆς θεολογίας τοῦ Σεβ. Ζηζιούλα, (Ο.Τ. ἀρ. φ. 1023 καί 1024). Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι καταδεικνύεται ἐμφανῶς ἡ «ἀνθρωπιστικὴ» ψευδοθεολογία ὡς αἴτιον, τὸ ὁποῖον ὁδηγεῖ σήμερα εἰς τὸ κλείσιμον τῶν Ἱ. Ναῶν καὶ τὴν ἀπάρνησιν τῆς θείας Λατρείας.

Εἰς τὰ ἑπόμενα ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν παρουσίασιν καὶ τὴν κριτικὴν θεώρησιν τῶν θεολογικῶν ἰδεῶν καὶ ἀπόψεων τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου καὶ καθηγητοῦ κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὅπως αὗται ἐκτίθενται εἰς τὸ προσ­φάτως δημοσιευθὲν βιβλίον του: «Ἡ κτίση ὡς εὐχαριστία. Θεολογικὴ προσέγγιση στὸ πρόβλημα τῆς Οἰκολογίας», Ἀθήνα 1992. Ἔναντι τοῦ θεοκεντρικοῦ χαρακτῆρος τῆς «παραδοσιακῆς» ὀρθοδόξου δογματικῆς θεολογίας, ἥτις θεολογεῖ μὲ ἀφετηρίαν καὶ βάσιν τὴν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ θείαν ἀποκάλυψιν, ὅπως αὕτη βιώνεται καὶ διδάσκεται ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παρουσιάζει ἡ εἰς τὸ ὡς ἄνω βιβλίον του θεολογία τοῦ Μητρ. Ζηζιούλα (ἐφξ: Μητρ. Ζ.) ἐμφανῆ τὴν ἀπόκλισιν πρὸς ἕνα ἀνθρωπο-κεντρισμόν. Ἐνταῦθα πρόκειται οὐχὶ περὶ ἐπὶ μέρους ἐπιδράσεων ἐκ τῆς δυτικῆς θεολογίας, τάς ὁποίας συναποκομίζει πᾶς ὀρθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εἰς τὰς θεολογικάς σχολάς τῆς Δύσεως, ἀλλὰ περὶ ἑνὸς νέου τρόπου τοῦ θεολογεῖν εἰς τὸν χῶρον τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς θεολογίας, μὲ ἰσχυρὰν τὴν ροπὴν πρὸς τὴν φυσικήν, τ.ἔ. τὴν φιλοσοφικήν, θεολογίαν…

Τὸ πρῶτον κείμενον τοῦ βιβλίου τοῦ Μητρ. Ζ. (17 – 37), τὸ καὶ παλαιότερον ἐξ ἐπόψεως τῆς συγγραφῆς (1967), τεθὲν ὡς «εἰσαγωνικὸ κεφάλαιο» (12), παρουσιάζει γνήσια στοιχεῖα ὀρθοδόξου, καὶ ἰδίως λειτουργικῆς παραδόσεως καὶ θεολογίας, μὲ ἔντονον τὴν ἐπίδρασιν τῆς ρωσικῆς θεολογίας, ἐκδηλουμένης εἰς ἕνα «εὐχαριστιακὸν Μονισμόν», διὰ τῆς ἀπολυτοποιήσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνάγεται καὶ ἐκ τῆς ὁποίας ἀπάγεται συνόλος ἡ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ θεία ἀποκάλυψις καὶ αἱ ἀλήθειαι αὐτῆς. Ἐνταῦ­θα ὑποχωρεῖ ἡ ὀρθόδοξος θεολογία τῶν «ἑνώσεων» καὶ τῶν «διακρίσεων, προβάλλεται δὲ ἡ θεολογία «τοῦ ταυτισμοῦ (25).

Ὁ Μητρ Ζ. ὁρίζει ὀρθῶς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν ὡς «πράξη συνάξεως… τῆς ὅλης Ἐκκλησίας» (20), καθ’ ἥν οἱ πιστοί, «διὰ τοῦ ἱερουργοῦντος κληρικοῦ», ««ἀναφέρουν» στὸν Δημιουργὸ «τὰ δῶρα τῆς Δημιουργίας» (24), χωρὶς οὐδόλως νὰ μνημονεύει συγχρόνως καὶ τὸ γεγονὸς τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων, διὰ τῆς μεταβολῆς εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἤτοι τὸ νόημα τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς ἀναιμάκτου θυσίας. Τοῦτον δὲ ἐκλαμβάνει «σὰν μια ἐκδήλωση εὐσεβισμοῦ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τὴν Εὐχαριστία σὰν ἀντικείμενο, σὰν πρᾶγμα καὶ σὰν μέσο… ἐξυπηρετήσεως τῆς σωτηρίας μας» (19). Συναφῶς δὲ οὐδεμίαν μνείαν ποιεῖται οὗτος τῆς ὑπὸ τῶν πιστῶν κοινωνίας καὶ μεταλήψεως τῶν τιμίων δώρων, τῶν ὁποίων «τὴν προσκύνηση» δὲν ἀποδέχεται (20). Ἄξια παρατηρήσεως εἶναι, ἐπίσης, καὶ ἡ διαπίστωσις, ὅτι οὗτος ἀπορρίπτει καὶ τὴν ἀτομικήν, προσωπικὴν σχέσιν τῶν πιστῶν μετὰ τοῦ Θεοῦ: «Ὄχι σὰν κατακόρυφη σχέση τοῦ καθενὸς ξεχωριστὰ μὲ τὸ Θεὸ» (20, 28), παρὰ τὴν παγίαν ἁγιογραφικὴν καὶ ὀρθόδοξον ἀντίληψιν, ὅτι τὸ πρόσωπον, βεβαίως «διὰ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὸν πλησίον» (29), ἀλλὰ πάντως τὸ ἄτομον, καὶ οὐχὶ ἡ «σύναξη» ἢ ἡ «κοινωνία» σῴζεται: «ἦλθε γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλὸς» (Λουκ. 19,10).

Ἤδη εἰς τὸ πρῶτον τοῦτο κείμενον ὁ Μητρ. Ζ. ἐξαίρει τὴν θείαν Εὐχαριστίαν μονομερῶς ὡς ἀναφορὰν δώρων πρὸς τὸν Θεόν, παραθεωρεῖ δὲ ἢ καὶ στηλιτεύει τὸν χαρακτῆρα αὐτῆς ὡς θυσίας – μία τάσις, ἥτις θὰ καταστεῖ πλέον ἔκδηλος εἰς τὰ ἀκολουθοῦντα κείμενα τοῦ βιβλίου του. Ἡ θεία Εὐχαριστία θὰ κατανοηθεῖ οὐχὶ ὡς ἀναφορὰ καὶ ἀναίμακτος θυσία, ἀλλὰ «καθαρὰ καὶ ἁπλὰ» ὡς «Ἀναφορὰ ἢ Εὐχαριστία» (60). Ἐντύπωσιν ποιεῖ καὶ ἡ ἀνθρωποκεντρικὴ ἀντίληψις περὶ τῆς ἀναφορᾶς δώρων εἰς τὸν Θεόν, χωρὶς τὸ θεολογικόν της ὑπόβαθρον, ἀφοῦ ἐμφανίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀφ’ ἑαυτοῦ προσφέρων καὶ ἀναφέρων τὰ δῶρα τῆς Εὐχαριστίας εἰς τὸν Θεόν. Ἐνταῦθα παραθεωροῦνται δύο θεολογικαὶ προϋποθέσεις: Ὅτι τὰ πάντα ποιεῖ ὁ Θεὸς ἀφ’ Ἑαυτοῦ (Πατήρ), δι’ Ἑαυτοῦ (Υἱός), ἐν Ἑαυτῷ (Ἅγιον Πνεῦμα), ὁ δὲ πιστὸς προσ­έρχεται, διὰ νὰ μεταλάβει καὶ νὰ λάβει πρὸς σωτηρίαν του. Ἐὰν δὲ καὶ «προσ-φέρει» ἢ «ἀνα-φέρει» εἰς τὸν Θεόν, «ἱκανοῦται» πρὸς τοῦτο (Β΄ Κορ. 3,6· Κολ. 1,12). Ἡ θεολογία αὕτη ἐκφράζεται ἰδιαιτέρως εἰς τὰς εὐχάς τῆς θείας Λειτουργίας, καθ’ ἅς ὁ μὲν Θεὸς εἶναι ὁ προσφέρων, ὁ δὲ ἄνθρωπος ὁ «ἀναξίως» λαμβάνων, καὶ ἱκανούμενος» εἰς τὸ προσφέρειν: «ποίησον ἡμᾶς ἀξίους γενέσθαι τοῦ προσφέρειν Σοι… ἱκάνωσον ἡμᾶς… χάρισαι ἡμῖν…», «τὸ γὰρ διακονεῖν Σοι μέγα καὶ φοβερόν», «Σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ ὁ προσ­φερόμενος» κλπ. Ἀλλὰ εἰδικώτερος λόγος περὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας κατωτέρω…

…Τὸν Χριστιανισμὸν δέχεται ὁ Μητρ. Ζ. ὡς «σύνθεση» «τῶν δύο πολιτισμῶν ποὺ ἐπεκράτησαν», κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ἐμφανίσεώς του, ἤτοι τοῦ Ἰουδαϊκοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ (47 ἑξ.)…

Ἐκ τοῦ «συνδυασμοῦ» τῶν δύο τούτων στοιχείων, «ποὺ παίρνει ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία καὶ ἀναπτύσσει περισσότερο», προέκυψεν «ἕνας νέος τύπος προφητείας»: «ἡ κοσμολογικὴ προφητεία», καθὼς καὶ ἡ «εὐχαριστιακὴ κοσμολογία», ἤτοι ἡ θεία Εὐχαριστία…

…Εἰς τὸ βιβλίον του οὐδεμίαν μνείαν ποιεῖται τῆς ἱδρύσεως τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἢ ἄλλων, σχετικῶν, ἀναφορῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ τὸ κυριώτερον: Οὐδεμίαν ἀναφορὰν κάμνει εἰς τὸ μυστήριον τῆς σαρκώσεως ἢ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ…

…Ἐν γένει εἰς τὸ βιβλίον του ὁ Μητρ. Ζ. ἀποφεύγει νὰ ἀναφερθεῖ εἰς τὴν θείαν «φύσιν» καὶ «ἰδιότητα» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰς δύο, λίαν συντόμους ἀναφοράς του «ἐξαίρει» τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, «ὡς τὸν «κατ’ ἐξοχὴν» Ἄνθρωπο» (120), «ὡς τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἑνωμένο μὲ τὸ Θεό, τὸν θεοποιημένο» (30). Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «τὸ πρότυπο (model, εἰς τὸ ἀγγλικὸν κείμενον) τῆς σωστῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ φυσικὸ κόσμο» (120), ἐνῷ παραθεωρεῖται ἐμφανῶς ἡ «κάθετος» «ἰδιότης» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ Σωτῆρος, τοῦ Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου: «Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ, κόσμον καταλλάσσων Ἑαυτῷ (Β΄ Κορ. 5, 19), καὶ ἐξαίρεται ἡ «ὁριζοντία» «ἀρετὴ» Αὐτοῦ, ὁ «ἀνθρωπισμός» του: «τὸ πρότυπο τῆς σωστῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ φυσικὸ κόσμο». Διὰ τοὺς ἀνωτέρω δὲ λόγους, φρονῶ, ὅτι ὁ Μητρ. Ζ. οὐχὶ τυχαίως ἢ ἐκ παραδρομῆς θεωρεῖ, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς «προέκυψεν ἀπὸ τὴ σύνθεση τῆς ἑλληνικῆς μὲ τὴν ἑβραϊκὴ σκέψη» (51)…

…Ὁ Μητρ. Ζ. πρεσβεύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐξέπεσε καὶ «διεστράφη» (19), λίαν ἐνωρίς, οὐχὶ ἐκ πρωτογενῶν, χριστιανικῶν, στοιχείων, ὅπως δοξάζει ἡ προτεσταντικὴ περὶ ἐκπτώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ θεωρία, ἀλλ’ ἐκ θετικῶν μέν, ἀλλὰ ξένων διδασκαλιῶν, τὰς ὁποίας εἶχε προσλάβει ἐκ τῶν «δύο πολιτισμῶν», δηλ. τοῦ ἰουδαϊκοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ. Κυρίως ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἀπώλεσεν ἐκ νέου ἐκ τῆς θείας Εὐχαριστίας τὸ «κοσμολογικόν ἐνδιαφέρον», ἤτοι τὸ ἐνδιαφέρον «περὶ τῆς σπουδαιότητας καὶ τῆς αἰώνιας ἀξίας τοῦ ὑλικοῦ κόσμου (54), τὸ ὅποιον εἶχεν ἀφομοιώσει ἐκ τοῦ Ἑλληνισμοῦ: «στὸν ἀρχαῖο Χριστιανισμὸ ἡ κοσμολογία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ φύση κατεῖχαν κεντρικὴ θέση στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση» (52). Ἀλλὰ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦτο ἀπωλέσθη μετὰ «τοὺς πρώτους δύο ἢ τρεῖς αἰῶνες»! -Μὲ τί ἀντικατεστάθη; -Τὸ ἐνδιαφέρον τῆς μεταγενεστέρας Ἐκκλησίας ἀπερρόφησεν ἡ θεία Εὐχαριστία, ὡς θυσία, ὡς μία τελετὴ ἀναμνήσεως τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ (55)…

…Στὴν κατάσταση αὐτή ἡ Ὀρθοδοξία παρουσιάζεται σὰν μία μαρτυρία ἀποτυχημένη θεολογικά… Ἂν ἡ Ὀρθοδοξία τὸ συνειδητοποιήσει αὐτό, ἴσως φτάσει ἔγκαιρα σὲ ἀναθεωρήσεις θεολογικές, καὶ λάβει μέτρα πρακτικά, ἔτσι ὥστε νὰ σώσει τὸν ἑαυτό της… (36- 37).

…Ἀφοῦ, λοιπόν, «ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν συλλαμβάνει πλέον τὸ ὑπερφυσικό», θὰ πρέπει καὶ ἡ Ἐκκλησία, διὰ νὰ ἐκσυγχρονισθεῖ, νὰ κηρύξει ἕνα θεολογικὸν Μονισμὸν «μέχρι ταυτισμοῦ τῆς οὐράνιας μὲ τὴν ἐπίγεια πραγματικότητα»: «δὲν ὑπάρχει φυσικὸ καὶ ὑπερφυσικό(25)! Ἐπίσης ὀφείλει νὰ ἀπορρίψει πᾶσαν διάκρισιν «σὲ ἅγιο καὶ σὲ κοσμικό»(8), ἤτοι νὰ κηρύξει ἕνα ἀθρησκευτικὸν καὶ ἐκκοσμικευμένον Χριστιανισμόν, συμφώνως πρὸς τὸ πνεῦμα τῶν προτεσταντῶν θεολόγων τῆς Διαλεκτικῆς θεολογίας, ὅπως π.χ. Κ. Barth, Fr. Gogarten, D. Bonhoeffer κλπ.

Ὁ Μητρ. Ζ. ἀσκεῖ αὐστηράν κριτικὴν καὶ διὰ τὰ κακῶς κείμενα ἐντός τοῦ χώρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἰδικώτερον ἐντός τοῦ λατρευτικοῦ χώρου Αὐτῆς:.. …«Ἡ Εὐχαριστία ἔχει συνδεθεῖ στὴ συν­είδησή μας μὲ μία ἐκδήλωση εὐσεβισμοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν θεωρεῖ σὰν ἀντικείμενο, σὰν πρᾶγμα καὶ σὰν μέσο ἐκδηλώσεως τῆς εὐσέβειάς μας ἢ ἐξυπηρετήσεως τῆς σωτηρίας μας»(19), ἤτοι ὡς «ἕνα μέσο χάριτος γιὰ τὴν πνευματικὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς»(55), ἐνῷ αὕτη εἶναι «καθαρὰ καὶ ἁπλὰ Ἀναφορὰ ἢ Εὐχαριστία»(60)…

…Τέλος, «ἡ χριστιανικὴ παράδοσή μας» ἀκόμη καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔβλαψεν, ἀντὶ νὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπον, ἀφοῦ καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία συχνὰ τὸν ἔβλεπαν εἴτε μέσα ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ἀτομοκρατίας εἴτε ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς συλλογικότητας(29)…

…«Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία παρουσιάζεται σὰν μία μαρτυρία ἀποτυχημένη»(36), οὐχὶ μόνον «θεολογικά», ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλους τούς ἄλλους τομεῖς, καὶ «ἂν ἡ Ὀρθοδοξία (δὲν) τὸ συνειδητοποιήσει αὐτό», δὲν θὰ μπορέσει «νὰ σώσει τὸν ἑαυτό της»(37). «Ἡ θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία περιθωριοποιήθηκαν στὴ δυτικὴ κοινωνία μας καὶ ἔγιναν ἀνίκανες τόσο νὰ βλάψουν(!) ὅσο καὶ νὰ ὠφελήσουν τὸ σύγχρονο πολιτισμό»(68). «Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία», ἂν θέλουν νὰ φανοῦν χρήσιμες», θὰ πρέπει νὰ «βροῦν καλύτερους τρόπους νὰ ἀντιδράσουν» «στὸ σύγχρονο πολιτισμό» (42-44). Διαφορετικὰ κινδυνεύουν νὰ φανοῦν ἄσχετες καὶ ἀνίκανες νὰ ἐφαρμόσουν αὐτὸ ποὺ ἰσχυρίζονται (!) ὅτι ἔχουν, τὴν Ἀλήθεια(41). Τὸ αἴτημα τοῦ Μητρ. Ζ. εἶναι τὸ ἀκόλουθον: «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν» (Β’ Κορ. 5, 17): «Χρειαζόμαστε ἕνα νέο πολιτισμό», «μὲ τὴν ἰδέα – κλειδί: ὁ Ἄνθρωπος ὡς ἱερέας τῆς Δημιουργίας» (44)…

…Ἡ πολεμικὴ εἰδικῶς κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «ποὺ μιλάει ἀκόμα τὴ γλώσσα τοῦ παρελθόντος καὶ προβληματίζεται μὲ μηνύματα παρωχημένης ἐποχῆς»(18), περὶ θεολογικοῦ ghetto κλπ. ἀπηχεῖ συκοφαντίας τῶν Οἰκουμενιστῶν -τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ Ὀρθοδόξων, προερχομένων, κυρίως, ἐκ τῶν δύο προκεχωρημένων οἰκουμενικῶν Πατριαρχείων, ἤτοι Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἀλεξανδρείας, κατὰ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων, οἵτινες «κωλυσιεργοῦν» εἰς τὴν πρόοδον πρὸς ἕνωσιν τῶν «ἐκκλησιῶν».

Ὁ ἀναγινώσκων, νοείτω!