Κυριακή Β΄ Λουκά (Λουκ. στ΄ 31-36)
Ὄχι στεναὶ σχέσεις μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας (ἀπίστους)
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Πρῶτα – πρῶτα ὁ Παῦλος διετύπωσε τὸν λόγον του μὲ ἐρωτήσεις, καὶ προάγοντας αὐτόν, ἀποδεικνύει καὶ πείθει, διασαφηνίζοντας αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πῆ μὲ πολὺ ἐκφραστικότητα, χρησιμοποιώντας τὶς κατάλληλες λέξεις καὶ μὲ πολλὴ σύνεση, περιγράφοντας τὴν ἀπόλυτη ἀρετὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν πιὸ ἀπαίσια κακία, ὥστε νὰ καταδείξη τὴν μεγάλη ἀπόσταση ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν καταστάσεων, κάνοντας περιττὴ τὴν κάθε ἀμφιβολία καὶ χωρὶς νὰ θίγη πρόσωπα καὶ νὰ τὰ κατονομάζη. Διότι λέγει, «τί κοινὸ ὑπάρχει μεταξὺ δικαιοσύνης δηλ. ἁγιότητας καὶ ἀνομίας» ἢ «ποιὰ συμφωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξη μεταξὺ Χριστοῦ καὶ Βελίαρ;». Ἀκόμη, ἐρωτᾶ, «τί κοινὸ ἔχει ὁ πιστὸς μὲ τὸν ἄπιστο;» ἢ «ποιὰ δυνατότητα ὑπάρχει νὰ συνυπάρξη καὶ συμφωνήση ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ναὸς τῶν εἰδώλων;».
Καὶ δὲν ὁμιλεῖ γιὰ παρανομία, ποὺ εἶναι πιὸ ἔντονη σὰν ἔννοια, ἀλλὰ οἱ λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι ἱκανές, ὥστε νὰ ἀποτρέψουν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ οὔτε εἶπε «μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σκότους καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ φωτός», ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνάντιες καταστάσεις τῶν πραγμάτων δηλώνει αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ εἰπῆ. Καὶ δὲν λέγει, ἀλλὰ τὸ ἀποφεύγει, «ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Βελίαρ», ὀνομάζοντας Βελίαρ τὸν ἀποστάτη, σύμφωνα μὲ τὴν ἑβραϊκὴ φωνή. Καὶ δὲν λέγει «κοινωνία», ἀλλὰ «μερίδα». Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξη συμφωνία μεταξὺ τοῦ Ναοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τῶν εἰδώλων: Γιατί ἐσεῖς εἶσθε ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Καὶ μὲ αὐτὰ ἐννοεῖ τὰ ἑξῆς: Τί κοινὸ ὑπάρχει μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, ἢ ποιὰ συγκατάθεση μπορεῖ νὰ ὑπάρξη μεταξὺ τοῦ βασιλέως Χριστοῦ καὶ τοῦ διαβόλου; Ἔτσι, λοιπόν, οὔτε ἐσεῖς δὲν πρέπει νὰ ἔχετε. Λέγοντας δέ, «ἐσεῖς εἶσθε ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», δίδει καὶ τὴν μαρτυρία ἀπὸ τὶς Γραφές, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθῆ ὅτι τὸ ἐγκώμιο εἶναι χάριν κολακείας. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ μαρτυρία; «Ἐνοικήσω γὰρ ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω. Ἐνοικήσω ἐν ναοῖς, καὶ ἐμπεριπατήσω», δείχνοντας ἔτσι τὸν μεγάλο δεσμὸ μὲ τὸν Θεό. «Καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν». Τί λέγει; Ἔχεις τὸν Θεὸ μέσα σου καὶ τρέχεις πρὸς τοὺς ἀπίστους; Ἔχεις τὸν Θεόν, ποὺ δὲν ἔχει τίποτα τὸ κοινὸ μὲ αὐτούς, καὶ πῶς θὰ σοῦ συγχωρεθῆ μιὰ τέτοια πράξη; Σκέψου καλὰ ποιὸς περιπατεῖ, καὶ ποιὸς κατοικεῖ μέσα σου.
Διότι λέγει ὁ Κύριος Παντοκράτωρ: «Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε «κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς». Καὶ δὲν εἶπε «μὴ πράττετε ἀκάθαρτα, ἀλλὰ «μηδὲ ἅπτεσθε», οὔτε νὰ τοὺς ἀγγίζετε, οὔτε νὰ τοὺς πλησιάζετε, θέλοντας νὰ ὁμιλήση μὲ περισσότερη ἀκρίβεια. Ποιὸς εἶναι ὅμως ὁ μολυσμὸς τῆς σάρκας; Μοιχεία, πορνεία, ἀσέλγεια κ.λπ. Ποιὸς ὁ μολυσμὸς τῆς ψυχῆς; Ἀκάθαρτοι λογισμοί, ὅπως τὰ ἀκόλαστα βλέμματα, δολιότητες, μοχθηρία, ἔχθρα καὶ μνησικακία καὶ ὅλα τὰ παρόμοια. Θέλει λοιπὸν νὰ εἴμαστε καθαροὶ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Εἶδες ὅμως καὶ τὴν μεγάλη ἀνταμοιβή; Διότι θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τοὺς πονηροὺς καὶ θὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Ἄκουσε καὶ τὴν συνέχεια: «Καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος». Εἶδες ὅτι ὁ Προφήτης, ἐμπνεόμενος ἄνωθεν, ὁμιλεῖ καὶ προαναγγέλλει τὴν τωρινὴν εὐγένειαν καὶ ἀρχοντικὴ καταγωγή, καὶ τὴν ἀναγέννησίν μας, ἐν Χριστῷ, διὰ τῆς Χάριτος;
«Ἔχοντες, λοιπόν, αὐτὲς τὶς ὑποσχέσεις, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην, ἐν φόβῳ Θεοῦ». Ποιὲς ὑποσχέσεις; Ὅτι εἴμαστε υἱοὶ καὶ θυγατέρες Του, ὅτι εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι κατοικεῖ μέσα μας καὶ περιπατεῖ, ὅτι εἶναι μαζί μας καὶ κοντά μας, ἀνάμεσά μας, ὅτι εἴμασθε ὁ ἀγαπημένος λαός Του, ὅτι τὸν ἔχουμε Θεὸ καὶ Πατέρα μας. Ἂς προσέχουμε, λοιπόν, νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ κάθε μολυσμὸ ψυχῆς καὶ στόματος (καὶ πνεύματος). Ἄς μὴ ἐγγίζουμε ἀκάθαρτους οὔτε ὁ,τιδήποτε ποὺ μολύνει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα μας, ὥστε νὰ διαφυλαχθοῦμε καθαροί, καὶ νὰ γίνουμε ἁγνοί, μὲ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν εὐλάβεια, ὥστε μὲ φόβο Θεοῦ νὰ ἐπιτελοῦμε τὸν ἁγιασμό μας. Ἁγιωσύνη δέ, δὲν εἶναι μόνο ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία. Ἅγιος εἶναι ὁ καθαρός, ὁ ἁγνός. Καὶ ὄχι μόνον ἀπέχει ἀπὸ τὴν πορνεία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε αὐθάδεια, πλεονεξία, βασκανία, ἐπίδειξη καὶ παραφροσύνη ἢ κενοδοξία. Πρὸ πάντων δὲ ὅταν ἐπιτελοῦμε ἐλεημοσύνη, ὥστε νὰ μὴ γίνεται μὲ ὠμότητα καὶ σκληροκαρδία, ἢ χάριν ἐπιδείξεως, ποὺ βέβαια, τότε δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ ἐξευτελισμὸς τοῦ ἀδελφοῦ καὶ προσβολή.
Γιατὶ αὐτὴ ἡ ὕπουλη καὶ πονηρὴ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, ἡ πλεονεξία καὶ σκληροκαρδία, ἕνεκα τῆς ματαιοδοξίας, ἁρπάζει ὅλες τὶς ἀρετὲς ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως τὸ ἄγριο θηρίο καὶ τὸ λυσσασμένο σκυλί. Καὶ θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ στὸ πῶς τὸ πάθος αὐτὸ τῆς κενοδοξίας μολύνει καὶ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή, ἀλλὰ θυμήθηκα ὅτι δὲν ὁλοκλήρωσα τὸν προηγούμενο λόγο μου καὶ δὲν ἀνέφερα κάτι πολὺ σπουδαῖο πρά-γματι, ὅτι δηλαδὴ οἱ πτωχοὶ πλεονεκτοῦν ἔναντι τῶν πλουσίων καὶ στὴν ὑγεία ἀλλὰ καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Διότι, τί μᾶς ὁδηγεῖ στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ πλοῦτος ἢ ἡ φτώχεια; Ἂς ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «εὐκοπώτερον κάμηλον εἰσελθεῖν διὰ τρυπήματος ραφίδος ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 19: 24), ἐνῷ διὰ τοὺς πτωχοὺς λέγει: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 19: 21).
Ἐὰν θέλετε, ἂς ἐξετάσουμε τὸ λεγόμενο καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. «Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν». Ποιὸς λοιπὸν βαδίζει τὴν στενὴ ὁδό, ἐκεῖνος ποὺ ζῆ μὲ στερήσεις ἢ μὲ ἀπολαύσεις; Ἐκεῖνος ποὺ ζῆ ἀνέμελα ἢ ἐκεῖνος ποὺ φέρει φορτία πολλά; Ὁ τεμπέλης καὶ ὁ ἀδιάφορος, ὁ χαῦνος ἢ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι γεμάτος φροντίδες καὶ μέριμνες; Ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὰ πρόσωπα ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ φτωχὸς Λάζαρος ποὺ ἔκειτο στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, περιφρονημένος, μπῆκε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν νὰ χαίρεται πάντοτε στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῷ ὁ πλούσιος ψηνόταν χωρὶς μία σταγόνα νερό. Οἱ πλούσιοι ποὺ σῴζονται εἶναι λίγοι, ἐνῷ οἱ φτωχοὶ πολὺ περισσότεροι, διότι «ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία», ἡ δὲ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν κακῶν, ἀφοῦ καὶ τὸν Ἑωσφόρο ἔκαμε διάβολο.