Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Γνωριμία με την Ι. Μ. Κουδουμά

 ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
«Ἀπόκρημνα, κακοτράχαλα, κατάστιχτα ἀπὸ ἀγριοκυπαρίσια καὶ πεῦκα ἐκτείνονται τὰ ριζὰ τοῦ μεγάλου βραχόβουνου τῆς ὀροσειρᾶς τῶν Ἀστερουσίων, ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα Κόφινας γιὰ τὸ σχῆμα του, ποὺ μοιάζει σὰν ἀναποδογυρισμένο κοφίνι. Τρομακτικὸ φαράγγι μὲ πλῆθος μικροκαταράκτες, σχίζει τὸ θεοτικὸ βουνὸ σὲ δυό. Ἀνάμεσα στὴ βαθιὰ σχισμάδα περνοῦν ἀφρισμένα τὰ νερά, ποὺ πέφτοντας σὲ μικρὸ ὅρμο ἀνακατώνονται μὲ τ’ ἀσίγαστο βαθυπράσινο κῦμα τοῦ Λιβυκοῦ Πελάγους. Οἱ βουνίσιοι καὶ οἱ καλόγεροι νοματίζουν τὸ φαράγγι καὶ τὸ χείμαρρο μὲ τ’ ὄνομα «Καταράχτης»».

Τὸ τοπίο εἶναι πραγματικὰ μοναδικό. Τὸ ἀπολαμβάνει κανεὶς ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀρχίζει νὰ κατηφορίζει μέσω τοῦ αὐτοκινητόδρομου, ἀπὸ τὸ ἴσιωμα, τὸ σώπατο ὅπως λέγεται στὴν Κρήτη μετὰ τὴ μεγάλη ἀνηφόρα ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ χωριὸ Στέρνες (25 χλμ. μέχρι τὸ Μοναστήρι), ἢ ἀπὸ τοὺς Παρανύμφους, τὸ σώπατο στοὺς ἀνατολικοὺς πρόποδες τοῦ Κόφινα. Παλιά, ἡ διαδρομὴ ποὺ γινόταν μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὰ μονοπάτια ἐκεῖνα ποὺ βάδισαν χιλιάδες καὶ χιλιάδες εὐλαβικὰ πόδια προσκυνητῶν, παρὰ τὸν κόπο ἀπολάμβανε κανεὶς σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμὴ τὸ καταπληκτικὸ τοπίο. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ αὐτοκίνητο ἐπειδὴ ἀναγκαστικὰ κινεῖται ἀργὰ προλαβαίνει τὸ μάτι νὰ ἀπολαύσει πρῶτα δεξιά του τὴ μεγαλοπρέπεια τοῦ Κόφινα πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ ὁποίου ὑπάρχει πετρόκτιστος ναΐσκος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς ἐνορίας Καπετανιανῶν.
Ὕστερα πρὸς τὸ Νότο τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας τοῦ Λιβυκοῦ Πελάγους. Δεξιὰ κι ἀριστερὰ τοῦ δρόμου κατρακυλισμένοι βράχοι μικροὶ καὶ μεγάλοi. Παντοῦ ὅπου φτάνει τὸ μάτι, βλέπει τὰ ἄγρια πεῦκα καὶ τὰ χαμηλὰ ἀγριοκυπάρισσα μὰ καὶ τοὺς θάμνους, ὅλα νὰ ἔχουν τὴν κλίση πρὸς τὸ Νότο καὶ χαμηλόσχημα ὅλα ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς βοριάδες ποὺ φυσοῦνε τὸν περισσότερο χρόνο. Ἡ εὐλαβικὴ φαντασία βλέπει ὅλα αὐτὰ τὰ γερμένα δεντράκια νὰ δείχνουν τὸ δρόμο πρὸς τὸν Κουδουμᾶ καὶ ὑποκλίνονται στὴν ἁγιότητα τοῦ τόπου ὅπως ὑποκλίθηκαν τὰ κυπαρίσσια καὶ τὰ δέντρα ὅταν κατὰ τὴν παράδοση ἡ Παναγία μας πήγαινε γιὰ τὴν τελευταία της προσευχὴ πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή της στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὅπου συνήθιζε καὶ προσευχόταν ὁ Υἱός της.
Ὁ δρόμος τελειώνει στὸ φαράγγι «Καταράκτης», μιὰ πανέμορφη περιοχὴ μὲ τὰ πεῦκα ὡς κάτω στὰ τελευταῖα χαράκια πρὶν τὴ θάλασσα, νὰ τὴν κόβει δυὸ στὴ μέση ὁ ξερὸς τοὺς περισσότερους μῆνες ποταμὸς καὶ νὰ ἀπολήγει σὲ σπήλαια μέσα στὰ ὁποῖα εἰσχωρεῖ λίγο ἢ πολὺ ἡ θάλασσα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἄμμο ποὺ ἔχουν κουβαλήσει οἱ θαλασσοταραχὲς τοῦ χειμῶνα. Ἡ δυτικὴ πλευρὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ μικρὰ σπήλαια μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀκόμη μπροστὰ στὸ ἄνοιγμά τους μισογκρεμισμένους τοίχους ἀπὸ πέτρες. Ὅλα αὐτὰ φιλοξενοῦσαν στὶς ἀρχὲς κατὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς τούς Πατέρες καὶ τοὺς μαστόρους καὶ τοὺς πρώτους Μοναχοὺς πρὶν χτιστοῦν τὰ κελιά.
Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ εἶναι τὸ Μοναστήρι μέ τὸ καθολικὸ νὰ δεσπόζει στὴ μεγάλη κάτω αὐλὴ μὲ τὸν νότιο τοιχίο της χτισμένο στὴν ἄκρη ἀκριβῶς τῆς ἀμμουδιᾶς. Ἔξω ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς Μονῆς δεξιὰ κι ἀριστερὰ τοῦ ξεροῦ ποταμοῦ χτίσθηκαν τὰ τελευταῖα κυρίως χρόνια οἱ ξενῶνες γιὰ τοὺς πολυπληθεῖς προσκυνητὲς.
Τὸ ὄνομά του ὁ τόπος λένε πὼς ὀφείλεται στὸ φυτὸ «κουδουμαλιά». Αὐτὴ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ πιὸ σοβαρὴ ἐκδοχὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες ποὺ ἀκούγονται. Καὶ ἔμελλε αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φυτὸ νὰ δώσει τὸ ὄνομα σ’ ἕνα τόπο γιὰ τὸν ὁποῖο μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου θὰ μιλοῦν οἱ χριστιανοὶ μὲ εὐλάβεια. Ὄνομα ποὺ θὰ προκαλεῖ ἱερὸ δέος. Ὅλη σχεδὸν ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἀνῆκε ὡς περιουσία στὸ Γέρο Ζαχαρία ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο τοῦ πατέρα τοῦ καπετάν Γιάννη Ἀϊνικολιώτη (Ἀγγελιδάκη) τοῦ γνωστοῦ ὁπλαρχηγοῦ κατὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν Κρητικῶν ἐπαναστάσεων.
Ὁ τόπος, λοιπόν, αὐτὸς ἦταν ἔρημος. Βρισκόταν κοντὰ στὸ τελευταῖο σπήλαιο ποὺ ἔμειναν οἱ Πατέρες. Ὅταν βρέθηκαν ἐκεῖ πλημμύρισε ἡ καρδιά τους ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Τοὺς μαγνήτισε τὸ πανέμορφο καὶ ἡσυχαστικὸ μέρος τοῦ τόπου. Αὐτὴ ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη Χάριτος ποὺ μυστικὰ τοὺς πρότεινε τό «ὧδε κατοικήσω ὅτι ἠρετήσαμεν αὐτὴν (τὴν περιοχήν)» καὶ προφητικὰ πληροφοροῦσε τὶς καθαρὲς καὶ ἁγιασμένες τους ψυχὲς ὅτι κάτι περίμενε ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Θεὸς στὸ συγκεκριμένο χῶρο.
Ἐκεῖ στὴν ἀνατολικὴ βραχώδη ἀπόληξη πρὶν τὴν ἀμμουδιά, εἶδαν κάποια ἴχνη ἀπὸ χαλάσματα δίπλα σ’ ἕνα μικρὸ σπηλιάρι καὶ στὰ παλιὰ ἐπιχρίσματα πάνω στοὺς βράχους κάποιες κατεστραμμένες τοιχογραφίες. Τὸ ἐκκλησάκι αὐτὸ ἦταν μέρος τοῦ ἐρειπωμένου Ναοῦ Μονῆς ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ κατὰ τὴν πρώιμη περίοδο τῆς ἑνετοκρατίας (14ος αἰώνας). Σ’ αὐτὴ τὴν παλαιὰ Μονὴ ζοῦσε ὁ λόγιος Μοναχὸς καὶ διδάσκαλος Δημήτριος Καππαδόκης. Καὶ ἀσφαλῶς, ὅπως λειτουργοῦσε σχολεῖο γραμμάτων στὴ Μονὴ Τριῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Κόφινα καὶ σ’ ἄλλα Μονίδρια καὶ ἀσκητήρια τῆς περιόδου ἐκείνης ποὺ κρατοῦσαν τὴν ἀντίσταση κατὰ τῆς παπικῆς προπαγάνδας, θὰ ὑπῆρχε τέτοιο ἰδιότυπο σχολεῖο καὶ στὸν Κουδουμᾶ. Γι’ αὐτὸν τὸν Δημήτριο Καππαδόκη καὶ τὴ Μονὴ Κουδουμᾶ πληροφορούμεθα ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ λόγιου Μοναχοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Φιλάγρη.
Δὲν γνωρίζουμε σὲ ποιὸν Ἅγιο ἦταν ἀφιερωμένη ἡ παλαιὰ Μονὴ τοῦ Κουδουμᾶ ἂν καὶ οἱ βενετσιάνοι χρονογράφοι τοποθετοῦν στὸ χῶρο αὐτὸ τὴ «Μονὴ τοῦ Χριστοῦ». Ὅμως δυὸ πράγματα συνηγοροῦν νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ Μονὴ ἦταν ἀφιερωμένη στὴν Παναγία. Τὸ ἕνα εἶναι λαογραφικό, τὸ ἄλλο θεόθεν ἀποκαλυπτικό. Τὸ λαογραφικὸ εἶναι ἡ παράδοση τῶν ψαράδων τοῦ Λιβυκοῦ ποὺ συχνὰ σταματοῦσαν σ’ αὐτὸν τὸν ὅρμο γιὰ διάφορους λόγους καὶ προσκυνοῦσαν στὸ ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι τὸ ὁποῖο ἀποκαλοῦσαν «Παναγία ἡ Πλακιώτισσα» χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὸ λόγο τῆς ὀνομασίας αὐτῆς. Αὐτὸς ὁ Ναὸς ἦταν γνωστὸς μ’ αὐτὴ τὴν ὀνομασία μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1940. Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ Ὅσιος Παρθένιος μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ ἔδιδε ἡ Παναγία ἐντολὴ νὰ χτίσει τὴ Μονή της ἐκεῖ. Αὐτό μας διασώζει σὲ ἐπιστολή του ὁ Ὅσιος Εὐμένιος πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Βασίλειο: «…Βλέπετε καλῶς ὅτι πάντα τὰ Μοναστήρια κλαίονται ὅτι δὲν ἔχουν νὰ περάσουν τὸ ἔτος καὶ σπέρνουν καὶ λαμβάνουν καὶ ἐκ τῆς Μοναστηριακῆς Ἐπιτροπείας χρήματα καὶ πάλιν εἰς τὸ χρέος πίπτουν. Ἐδῶ ὅμως εἶναι οἰκονόμος ἡ Κυρία Θεοτόκος ἥτις ἐνεφανίσθη εἰς τὸν ἀείμνηστον γέροντα Παρθένιον κατ' ἀρχὰς ὅπου ἦλθε ἐνταῦθα ἵνα κατοικήσει καὶ διελογίζετο πὼς θὰ ἱδρύσῃ Μονὴν ὅπου εἶναι ἔρημος καὶ χρήματα δὲν ἔχει. Τότε , λοιπόν, ἐνεφανίσθη καὶ τὸν ἐνεθάρρυνε λέγουσα ὅτι μεῖνε ἐδῶ νὰ ἱδρύσης Μονίδριον καὶ νὰ ἐκτελεῖτε τά τῆς Μοναδικῆς Πολιτείας καθήκοντα καὶ τὴν τάξιν τῆς Ἀκολουθίας σῶαν καὶ μὴ φοβοῦ, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι οἰκονόμος. Πιστεύσατε ὅτι ἀπ' ὅταν ἱδρύθη ἡ Σκήτη μας ποτὲ δὲν ἐλήφθη οὔτε ἔλαιον, οὔτε ἄρτος, οὔτε ἄλλο τί βρώσιμον….»
Αὐτὸ, λοιπόν, τὸ ἐκκλησάκι τὸ ἐρειπωμένο ὅταν τὸ συνάντησαν οἱ Πατέρες ἔγινε τόπος τῶν ἀγρυπνιῶν τους. Τὸ συμμάζεψαν ὅπως μποροῦσαν ἀπὸ μέσα καὶ μπροστὰ μὲ ξερολιθιὰ καὶ μέσα ἐκεῖ λειτουργοῦσε τὶς νύχτες ὁ Ὅσιος Εὐμένιος μὲ βοηθὸ τὸν Ὅσιο Παρθένιο. Τί βρῆκαν μαρτυρεῖ καὶ πάλι ὁ Ὅσιος Εὐμένιος στὴ βιογραφία του: «…. ἱδρύσαμεν ἐκ βάθρων τὴν Μονήν, μὴ ἔχων τότε εἰ μὴ ὀλίγον τεῖχος παλαιὸν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
(Βιβλίο Χρυσ. Παπαδάκη)
ΚΟΥΔΟΥΜΙΑΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ 
https://www.imkoudouma.gr