Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

«Ὅλα τὰ γνωρίζει ὁ Θεός»

  «Οὕτω δὲ ἁµαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁµαρτάνετε». (Δηλ.: Καὶ ἔτσι διαπράττετε ἁµάρτηµα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο βλάπτονται πολὺ οἱ ἀδελφοί, καὶ πρὸς αὐτὸ εἶναι τοῦτο ἁµάρτηµα στοὺς ἀδελφούς. Καὶ πληγώνετε καὶ κτυπᾶτε σκληρὰ τὴν συνείδησίν τους, ἡ ὁποία εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατη. Ἀλλ’ ὑποπίπτετε συγχρόνως καὶ σὲ ἁµάρτηµα, τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται στὸν ἴδιον τὸν Χριστόν, ποὺ ἀπέθανε, γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτούς).

  • Ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος.

  «Ὅλων τῶν κακῶν αἰτία εἶναι τὰ ἁμαρτήματα. Ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων δημιουργοῦνται λύπες, ταραχές, πόλεμοι, νόσοι κι ὅλα τὰ δυσκολοθεράπευτα ἐκεῖνα πάθη πού μᾶς βρίσκουν. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν οἱ ἄριστοι γιατροὶ δὲν ἐξετάζουν τὰ πάθη ποὺ φαίνονται, ἀλλὰ ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν αἰτία ποὺ προκαλεῖ αὐτά, ἔτσι κι ὁ Σωτήρας, θέλοντας νὰ δείξει πὼς αἰτία ὅλων τῶν κακῶν ποὺ συμβαίνουν στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἡ ἁμαρτία, λέγει σ’ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τὸ παράλυτο σῶμα, ποὺ ἐπειδὴ εἶδε ὁ γιατρὸς τῶν ψυχῶν πώς πρῶτα εἶχε παραλύσει ἡ ψυχή του καὶ μετὰ τὸ σῶμα, λέγει πρὸς αὐτόν: «Νά, θεραπεύτηκες. Μὴ ἁμαρτάνεις πιά, γιά νά μή σοῦ συμβῆ τίποτα τό χειρότερο». (Ἰω. 5, 14). Ἡ ἁμαρτία λοιπόν ἦταν αἰτία καί τῆς προηγούμενης ἀρρώστιας, αὐτή ἦταν ἡ αἰτία τῆς βλάβης, αὐτὴ καὶ τῆς λύπης, αὐτὴ γίνεται ἀφορμή κι ὅλης τῆς συμφορᾶς».

  • Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν» τοῦ Ἁγ. Πορφυρίου σταχυολογοῦμε δύο περιστατικά:

  «Κάποια φορὰ ὁ Γέρων Πορφύριος ξεκίνησε μαζὶ μὲ τρία πνευματικὰ τέκνα του νὰ πᾶνε σ’ ἕνα Μοναστήρι, γιὰ νὰ τελέσουν ἕνα Ἑσπερινό.

Ἀρχικά, εἶπαν νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια. Ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν κάποια ἀπόσταση κι ἐπειδὴ ὁ Γέρων Πορφύριος ἦταν κουρασμένος, σκέφτηκαν, μιὰ καὶ τὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο ἦταν κάπως μακριά, νὰ βροῦν ἕνα μεταφορικὸ μέσον, ἀντὶ νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια.

  Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε ἀπὸ μακριὰ ἕνα ταξί. Εἶπαν τότε στὸ Γέροντα οἱ συνοδοί του – καὶ οἱ τρεῖς λαϊκοί, ὄχι κληρικοί – νὰ κάνουν ἕνα νεῦμα στὸ ταξὶ νὰ σταματήση, γιὰ νὰ ρωτήσουν τὸν ὁδηγό, ἄν μποροῦσε νὰ τοὺς μεταφέρη στὸ Μοναστήρι. «Μὴ φοβᾶστε», τοὺς εἶπε· «θὰ σταματήση μόνος του ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί. Ἀλλά, ὅταν θὰ μποῦμε στὸ ταξί, νὰ μὴ μιλήση κανένας σας στὸν ὁδηγό· μόνο ἐγὼ θὰ τοῦ μιλήσω».

  Ἔτσι κι ἔγινε. Σταμάτησε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, χωρὶς αὐτοὶ νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα, μπῆκαν μέσα καὶ ὁ πατὴρ Πορφύριος εἶπε στὸν ὁδηγὸ τὸν προορισμό τους.

  Μόλις ξεκίνησαν, ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξὶ ἄρχισε νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ νὰ τοὺς κατηγορῆ γιὰ χίλια δύο  πρά­γματα. Καὶ κάθε φορά, ποὺ ἔλεγε κάτι, ἀπευθυνόταν στοὺς τρεῖς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι κάθονταν στὸ πίσω μέρος τοῦ ταξὶ καὶ τοὺς ρωτοῦσε:

«Ἔτσι δὲν εἶναι, βρὲ παιδιά; Τί λέτε κι ἐσεῖς;» Ἐκεῖνοι, ὅμως, τσιμουδιά· δὲν ἔλεγαν τίποτε, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος.

Ἀφοῦ εἶδε κι ἀπόειδε ὁ ὁδηγὸς ὅτι δὲν τοῦ ἀπαντοῦσαν οἱ ἄλλοι, στράφηκε στὸ Γέροντα Πορφύριο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔτσι δὲν εἶναι, παππούλη; Τί λὲς κι ἐσύ; Δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ  τὰ  πρά­γματα, ποὺ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες;».

Τοῦ λέει τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Παιδί μου, θὰ σοῦ πῶ μία μικρὴ ἱστορία, θὰ σοῦ τὴν πῶ μία φορά· δὲν θὰ χρειασθῆ δεύτερη».

Κι ἄρχισε νὰ τοῦ διηγῆται: «Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τάδε μέρος (ὁ Γέροντας τὸ ἀνέφερε), ποὺ εἶχε ἕνα ἡλικιωμένο γείτονα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα. Μία νύκτα τὸν σκότωσε καὶ τὸν ἔθαψε. Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα πλαστὰ χαρτιά, πῆρε τὸ κτῆμα τοῦ γείτονά του καὶ τὸ πούλησε. Καὶ ξέρεις τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ κτῆμα; Ἀγόρασε ἕνα ταξί».

Μόλις ἄκουσε αὐτὴ τὴν ἀφήγηση ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, τόσο πολὺ συγκλονίστηκε, ποὺ σταμάτησε τὸ αὐτοκίνητο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ φώναξε: “Μὴ πεῖς τίποτε, παππούλη· μόνο ἐγὼ τὸ ξέρω αὐτὸ κι ἐσύ”.

“Τὸ ξέρει κι ὁ Θεός”, τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέρων Πορφύριος. “Ἐκεῖνος μοῦ τὸ εἶπε, γιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Καὶ νὰ φροντίσης ἀπ’ ἐδῶ κι ἐμπρὸς ν’ ἀλλάξης ζωή”».

  • Καὶ τὸ δεύτερο:

  «Γέροντα, καταλαβαίνετε πόσο μεγάλη ἁμαρτία διέπραξα;

– Εἶσαι καλὸς ἐσὺ καὶ θὰ τὸ ξεπεράσης.

– Μά, Γέροντα, εἶναι πολὺ μεγάλη αὐτὴ ἡ ἁμαρτία μου.

– Μὴ ἀπελπίζεσαι. Ἔχεις καλὴ ψυχὴ κι ὁ Θεός, ποὺ τὸ βλέπει αὐτό, θὰ σὲ συγχωρήση καὶ θὰ σὲ βοηθήση».

Ὁ Θεός, ὡς φιλεύσπλαγχνος Πατέρας, συγχωρεῖ ὅλους ὅσοι μετανοοῦν.