κζ΄. Ἡ στενοχώρια εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια
Παραπονιόμουν στόν ὅσιο Δαυΐδ γιά τίς ἐλιές πού ἔκοψε ἐκεῖνος ὁ ἀσεβής καί ἔλεγα: “Ἅγιέ μου Δαυΐδ, ἐγώ τά ἄφησα ὅλα καί τώρα ἦρθα νά κοιτάξω τίς δικές σου τίς δουλειές σέ τόσα κτήματα;”. Ἀπό τό τέμπλο, παιδιά μου, ἀκούστηκε ἕνας κρότος μέρα μεσημέρι, δηλαδή φεύγει ἀπό τό τέμπλο, μέ συγχωρεῖτε, ἡ ἁγία του εἰκόνα καί στέκεται ἕνας καλόγερος στήν Βόρεια πύλη τοῦ ἱεροῦ, ἐκεῖ πού εἶναι ὁ ταξιάρχης Μιχαήλ, καί λέει: “Πάτερ μου, μή στενοχωριέσαι, διότι ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ στενοχώρια”. Καί ἔγινε ἀμέσως ἄφαντος μετά ἀπό αὐτό καί πῆγε στήν θέση του (στό τέμπλο). Σᾶς τό διδάσκω, παιδιά μου, νά τό ξέρετε⋅ ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ στενοχώρια».
κη΄. «Δέν καταριέμαι»
Εἴχαμε ἕνα δέντρο, μία καστανιά 300 ἐτῶν, καί κόψαν τήν καστανιά καί τήν πῆραν, ἕνας ἀσεβής Δασονόμος, καί κάναν στό σπίτι του τά κουφώματα. Μετά ἀπό 15 μέρες ἔμαθα ἐγώ ὅτι ἔκοψαν τήν καστανιά. Παιδιά μου, τώρα τήν ἀγρυπνία νά ᾽κανα ἐγώ, τήν Λειτουργία, ἤ νά πάω νά φυλάω τήν καστανιά; ”Ἐσύ Ἅγιέ μου, (εἶπα) κατά τά ἔργα τους νά τούς ἀνταποδώσης, κακό νά μήν πάθουν, νά τούς φωτίσης”. Αὐτός πού ἔκοψε τήν καστανιά καί τήν πῆρε, ἀντί γιά 400 δραχμές πού πῆρε νά μεταφέρη τήν καστανιά, ἔσπασε τό βράδυ τό τρακτέρ καί πληρώνει 60.000. Πρίν 20 χρόνια 60.000 ἦταν ἀκριβά. Βλέπετε; Καί μετά μέθυσε καί λέει, ”πάτερ μου, ἐγώ τήν πῆρα τήν καστανιά. Μ᾽ ἔβαλε ὁ τάδε”. Ὁ δέ Δασονόμος ”ἔφαγε ἕνα φύσημα” καί στά σύνορα βρίσκεται τώρα αὐτός. Ἐγώ τό κατάλαβα ὅτι αὐτός ἔκοψε τό δέντρο, μετά βρήκαμε καί τό δέντρο. Ἔκοψε τά ξύλα καί τά ἔβαλε μέσα στό σπίτι του. Εἴδαμε τά ξύλα.
»Ἐμεῖς κακό δέν κάνομε σέ κανένα, ἀλλά γιατί νά κόψετε τό δεντράκι αὐτό πού ᾽ταν 300 χρόνων; Δέν γίνονται τά δέντρα ἔτσι εὔκολα. Δέν εἶμαι καμμιά γυναικούλα τοῦ δρόμου νά βλασφημῶ καί νά καταριέμαι, ἐμεῖς εἴμαστε πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐμεῖς κάνομε προσευχή, ἀλλά καμμιά φορά μπορεῖ νά γογγύση κανείς. Ἀλλά εἶπα, ”Θεέ μου, φώτισέ τον νά μετανοήση, νά ζητήση συγγνώμη ἀπό τόν ἅγιο Δαυΐδ”.
»Εἶναι πολύ θαυματουργὸς ὁ Ἅγιος. Δέν περνάει ὥρα, δέν θά περάση ἡ ἡμέρα, χωρίς νά τό δείξη τό θαῦμα του ὁ Ἅγιος».
κθ΄. Πεινασμένες ψυχές κεκοιμημένων
Εγώ ἀπό παιδί πηγαίνω στό νεκροταφεῖο κάθε μέρα καί σκέφτομαι τόν θάνατο.
»Πεθάναν ὅλοι οἱ συγγενεῖς μου. Λοιπόν, μία θεία μου τήν μνημονεύω. Εἶδα καί τήν θεία καί μοῦ λέει:
— Ἄαχ! ἀνηψιέ μου Ἰάκωβε, σ᾽ εὐχαριστῶ γι᾽ αὐτό πού μοῦ στέλνεις. Πολλά μοῦ στέλνεις, ἀλλά ξέρεις ἔχει κι ἄλλους ἀνθρώπους πού δυστυχοῦν καί πεινοῦν καί δέν ἔχουν κανέναν στόν κόσμο νά τούς σκεφθῆ, νά τούς νοιαστῆ.
»Γι᾽ αὐτό κάνουμε τά Ψυχοσάββατα, εἶναι γιά ὅλους τούς Χριστιανούς. Καί τῆς λέγω:
— Ποῦ νά ξέρω ἐγώ ποιός ἔχει ἀνάγκη;
— Ξέρεις ἐσύ, μοῦ λέει, τί πεῖνα ἔχουν, νά τούς στέλνης ὅπως στέλνεις ἐμένα, νά στείλης καί σέ ἄλλους πού ἔχουν ἀνάγκη καί ὅ,τι στεροῦνται, διότι ἔχουν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς καί ἀνάγκη ἔχουν τῆς θείας Λειτουγίας.
»Ὅλα καλά (εἶναι) καί οἱ ἐλεημοσύνες καί οἱ Παρακλήσεις, ἀλλά ἰδιαιτέρως (βοηθᾶ) ἡ θεία Λειτουργία».