Ἡ βαθειὰ θρησκευτικότητα καὶ εὐλάβεια τόσο τοῦ αὐτοκράτορα ὅσο καὶ τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία συνιστοῦσε τὸν πυρῆνα καὶ τὸ ἀπόλυτο κέντρο τῆς ζωῆς τους, ὑπῆρξε εὐεργετικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας. Ἀντίθετα μὲ τοὺς προγόνους καὶ προκατόχους του μεταρρυθμιστὲς τσάρους Μέγα Πέτρο καὶ Μεγάλη Αἰκατερίνα, ὁ Νικόλαος ἦταν ὑπέρμαχος τῆς βυζαντινῆς παράδοσης καὶ ἀπορριπτικὸς κάθε ἐπιρροῆς δυτικοῦ τύπου. Ἂν ὁ τσάρος Πέτρος καὶ ἡ Αἰκατερίνα ἔλαβαν τὸν τίτλο τοῦ «Μεγάλου» γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ ρωσσικοῦ πολιτισμοῦ βάσει τῶν δυτικῶν προτύπων, ὁ Νικόλαος πρέπει νὰ ὀνομαστῇ Μέγας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ὀρθόδοξου χαρακτήρα τῆς Ρωσσίας.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Νικολάου, οἱ ναοὶ αὐξήθηκαν κατὰ 10.000, τὰ μοναστήρια ἀπὸ 775 ἔφθασαν τὰ 1.025 καὶ πλῆθος παλαιῶν ναῶν ἀνακαινίστηκε. Σὲ πάρα πολλὲς περιπτώσεις φρόντιζε νὰ παρίσταται ὁ ἴδιος στὴν τελετὴ ἔναρξης τῶν ἐργασιῶν καὶ τοποθετοῦσε τὸν θεμέλιο λίθο. Ἐπιπλέον, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τὰ ἔξοδα γιὰ τὴν φιλοτέχνηση ἀμέτρητων εἰκόνων σύμφωνα μὲ τὴν βυζαντινὴ καὶ παλαιὰ ρωσσικὴ τεχνοτροπία. Τέλος, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διακυβέρνησής του, ὁ Νικόλαος ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸ θέμα τῆς ἐπανίδρυσης τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσσίας, τὸ ὁποῖο εἶχε καταργήσει ὁ Μέγας Πέτρος πρὶν ἀπὸ τριακόσια σχεδὸν χρόνια.
Ὁ Νικόλαος κατέχει καὶ ἕναν ἀκόμη τίτλο. Ὑπῆρξε ὁ τσάρος ὁ ὁποῖος προώθησε καὶ ἐνέκρινε τὶς περισσότερες ἁγιοκατατάξεις στὴν ἱστορία τῆς Ρωσσίας. Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι πολλὲς φορές, δυστυχῶς, ὁ Νικόλαος ἔβρισκε δυσκολία ἐκ μέρους τῆς Συνόδου τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας στὸ σημεῖο αὐτό. Σὲ κάποιες δηλαδὴ περιπτώσεις, παρὰ τὴν γενικὴ λαϊκὴ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας κάποιας ὁσίας μορφῆς, ἡ Σύνοδος ἀντιδροῦσε στὴν ἐπίσημη πράξη ἁγιοκατάταξης τοῦ ἐν λόγῳ ἁγίου. Ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι γνωστὲς τουλάχιστον δύο. Ἡ μία ἀφοροῦσε τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Τομπόλσκ, προγόνου τοῦ γνωστοῦ συγχρόνου ἁγίου Ἰωάννη Μαξιμόβιτς, τὴν ὁποία ὁ Νικόλαος ἀγωνίστηκε νὰ προωθήσῃ.
Ἡ δεύτερη ἁγιοκατάταξη τὴν ὁποία ὁ Νικόλαος προσπάθησε, συναντώντας μεγάλη δυσκολία, νὰ προωθήσῃ, καὶ τελικὰ τὸ κατόρθωσε, ἦταν ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγαπημένους ἁγίους τοῦ λαοῦ τῆς Ρωσσίας, τοῦ ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρόφ, τὸν ὁποῖο ὁ τσάρος καὶ ἡ οἰκογένειά του τιμοῦσε ἰδιαίτερα. Ὁ Νικόλαος διατηροῦσε στὸ γραφεῖο του ἕνα πορτραῖτο τοῦ ὁσίου καὶ πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἁγιοκατάταξης ἐξέφραζε τὴν βεβαιότητά του γιὰ τὴν ἁγιότητά του. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Εἶμαι ἤδη τόσο πεπεισμένος γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν θαυματουργικὴ χάρη τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, ποὺ κάνεὶς δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ κλονίσῃ ποτὲ τὴν πίστη μου. Ἔχω ἀδιάσειστες ἀποδείξεις γι΄ αὐτό».75 Ὅσο γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρα, εἶχε ἐναποθέσει ὅλες τὶς ἐλπίδες της στὸν ὅσιο γιὰ τὴν γέννηση ἑνὸς ἀγοριοῦ, διαδόχου στὸν θρόνο τῆς Ρωσσίας.
Ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Σεραφείμ εἶχε ἀναφέρει προφητικὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἁγιοκατάταξής του στὸν Νικόλαο Μοτοβίλοφ, τὸ γνωστὸ πνευματικό του τέκνο ποὺ συνέγραψε τὴν περίφημη συνομιλία του μὲ τὸν ὅσιο σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.76 Ἀναφερόμενος μάλιστα ὁ ὅσιος στὴν ἀνακομιδὴ τοῦ «σαρκίου» του – δὲν χρησιμοποιοῦσε τὸν ὅρο «λείψανα» γιὰ τὰ ὀστᾶ του – συνέδεε τὸ γεγονὸς μὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ τσάρου Νικολάου, τῆς συζύγου του Ἀλεξάνδρας Φεόντοροβνα καὶ τῆς χήρας μητέρας του Μαρίας Φεόντοροβνα. Μιλώντας γιὰ τὸν τσάρο αὐτόν, ὁ ὅσιος ἔλεγε: «Θὰ εἶναι χριστιανὸς μέχρι τὰ βάθη του».
Ἀπὸ τὶς καταχωρήσεις στὸ προσωπικὸ ἡμερολόγιο τοῦ Μοτοβίλοφ, τὴν ἀλληλογραφία του καὶ ἄλλες σημειώσεις του, γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ ἴδιος ἀνέμενε καὶ παράλληλα προωθοῦσε τὸ θέμα τῆς ἁγιοκατάταξής τοῦ ὁσίου Σεραφεὶμ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Νικολάου Α΄. Ὡστόσο, οἱ προσπάθειες τοῦ Μοτοβίλοφ παρέμειναν ἄκαρπες καὶ ὁ ἴδιος πικράθηκε πολύ, διότι θεώρησε ὅτι ἡ σχετικὴ προφητεία τοῦ ὁσίου δὲν ἐκπληρώθηκε. Οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὅτι πενήντα χρόνια ἀργότερα στὸν θρόνο τῆς Ρωσσίας θὰ ἐμφανίζονταν ἀκριβῶς τὰ ἴδια ὀνόματα μὲ αὐτὰ ποὺ ἀνέφερε ὁ ὅσιος στὴν προφητεία του: τσάρος Νικόλαος Β', τσαρίνα Ἀλεξάνδρα Φεόντοροβνα καὶ χήρα βασιλομήτωρ Μαρία Φεόντοροβνα!
Ὁ Νικόλαος Μοτοβίλοφ κοιμήθηκε τὸ 1879, ἀλλὰ ἡ σύζυγός του Γιελένα Ἰβάνοβνα Μιλιούκοβα, ἡ ὁποία ἦταν πολὺ πιὸ μικρὴ στὴν ἡλικία ἀπὸ τὸν σύζυγό της, ἔζησε μέχρι τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, τὸ 1903. Τότε ἐπαληθεύτηκαν καὶ τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ ὁσίου: «Ὁ τσάρος θὰ μᾶς ἐπισκεφθῇ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια. Τί χαρὰ θὰ γίνῃ τότε! Θὰ ἐορταστῇ τὸ Πάσχα μέσα στὸ καλοκαίρι!».
Οἱ ἑορταστικὲς ἀκολουθίες εἶχαν ξεκινήσει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουλίου. Καθημερινά, μετὰ τὴν πρωινὴ ἀκολουθία, οἱ χιλιάδες τῶν προσκυνητῶν, ποὺ εἶχαν καταφθάσει ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ τὸ μεγάλο γεγονός, ἀποσύρονταν γιὰ λίγο στὰ παραπήγματα. Στὶς 17 Ἰουλίου ὅμως, μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἄφιξη τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας στὴν παραπλήσια πόλη Ἀρζαμάς, οἱ προσκυνητὲς παρέμειναν γιὰ τὴν μεγάλη ὑποδοχή. Ἔφθαναν τὸ μισὸ σχεδὸν ἑκατομμύριο. Σὰν δύο ζωντανὰ τείχη κατὰ μῆκος τῶν δύο πλευρῶν τοῦ δρόμου, τὰ πλήθη τῶν πιστῶν εἶχαν στραμμένα τὰ βλέμματά τους στὸ δάσος τοῦ Σαρόφ, ἀπὸ ὅπου θὰ πρόβαλλε ἡ βασιλικὴ πομπή. Στὶς 6 τὸ ἀπόγευμα ἄρχισε ἡ τριπλῆ κωδωνοκρουσία ὅλων τῶν καμπάνων τῆς μονῆς καὶ σὲ λίγο ἐμφανίστηκε ἡ πρώτη ἅμαξα, μεταφέροντας τὸν αὐτοκράτορα Νικόλαο μὲ τὴν σύζυγό του. Ἀκολουθοῦσε ἡ ἅμαξα τῆς χήρας βασιλομήτορος Μαρίας καὶ τέλος οἱ ἅμαξες μὲ τοὺς μεγάλους δοῦκες καὶ δούκισσες τοῦ οἴκου τῶν Ρομάνοφ.
Κατεβαίνοντας ἀπὸ τὶς ἅμαξές τους, ὁ Νικόλαος καὶ ἡ Ἀλεξάνδρα διένυσαν τὸ τελευταῖο κομμάτι τῆς διαδρομῆς πρὸς τὴν μονὴ μὲ τὰ πόδια, μαζὶ μὲ τὶς χιλιάδες τῶν προσκυνητῶν. Στὴν πύλη τῆς μονῆς τοὺς ὑποδέχθηκε ὁ μητροπολίτης καὶ, μετὰ τὸν λόγο ὑποδοχῆς, μπῆκαν στὸν ναὸ ὅπου ἐψάλη δοξολογία. Ἀργότερα ἀποσύρθηκαν στὰ ἰδιαίτερα καταλύματα ποὺ ἑτοιμάστηκαν εἰδικὰ γιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ζεῦγος. Ἡ Ἀλεξάνδρα, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς τους στὸ Σαρόφ, λούστηκε στὴν θαυματουργὴ πηγὴ τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, μὲ τὴν βαθειὰ πίστη καὶ ἐλπίδα τῆς γέννησης τοῦ πολυπόθητου διαδόχου τοῦ θρόνου.
Τὴν ἑπομένη, στὴν πρωινὴ θεία Λειτουργία, τὸ αὐτοκρατορικὸ ζεῦγος μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ στὴν συνέχεια ἄρχισε ἡ τελετὴ τῆς ἁγιοκατάταξης τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν εἰκόνων του. Τὸ ἀπόγευμα τελέσθηκε ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ ὄρθρου, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ὅσιος Σεραφείμ τιμήθηκε ἐπίσημα ὡς ἅγιος. Στὴν συνέχεια, ὁ μητροπολίτης μὲ τὸ ἱερατεῖο καὶ τὴν βασιλικὴ οἰκογένεια γονάτισαν στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, μπροστὰ ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα, καὶ κατόπιν ὁ τσάρος μὲ ἄλλους πέντε μεγάλους δοῦκες σήκωσαν τὴν λάρνακα στοὺς ὤμους τους καὶ ἐξῆλθαν τοῦ ναοῦ γιὰ τὴν λιτανεία τῶν λειψάνων. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λιτανείας ἔγιναν πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα ἰάσεων, ἀπὸ ἀναβλέψεις τυφλῶν μέχρι ἀνορθώσεις παραλύτων. Ὅταν ἡ λιτανεία ὁλοκληρώθηκε καὶ ἡ πομπὴ μὲ τὴν λάρνακα ἐπέστρεψε στὸν ναό, τὰ λείψανα τοῦ ὁσίου τοποθετήθηκαν σὲ μιὰ νέα μεγαλοπρεπῆ λάρνακα, ἀφιέρωμα τοῦ τσάρου καὶ τῆς οἰκογένειάς του.
Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ Σαρόφ, ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια ἐπισκέφθηκε τὴν γυναικεία Ἰ. Μονὴ τοῦ Ντιβέγιεβο, γιὰ νὰ συναντήσουν τὴν ὁσία Παρασκευή, τὴν διὰ Χριστὸν σαλή. Ἡ ὁσία Παρασκευὴ εἶχε τὴν συνήθεια νὰ κάνῃ γνωστὲς τὶς προφητεῖες της χρησιμοποιώντας κοῦκλες! Γνωρίζοντας τὸν πόθο τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ζεύγους γιὰ τὴν γέννηση ἑνὸς διαδόχου, μία δύο ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή τους πῆρε τὸ ὁμοίωμα ἑνὸς μικροῦ ἀγοριοῦ, ἔφτιαξε ἕνα μικρὸ ἀφράτο κρεβατάκι ἀπὸ φουλάρια καὶ ξάπλωσε τὸ ἀγοράκι μέσα σ΄ αὐτὸ. Μετὰ εἶπε: «Ἡσυχία! Ἡσυχία! Κοιμᾶται...».
Οἱ ὑποτακτικὲς τῆς ὁσίας, μόλις ἔμαθαν ὅτι θὰ ἐρχόταν ὁ τσάρος, θέλησαν νὰ συμμαζέψουν λίγο τὸ κελί της, διότι ἦταν δραματικὰ ἀκατάστατο. Ἡ ὁσία Παρασκευή, ὅμως, δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Καθὼς προσπαθοῦσαν νὰ τὴν πείσουν νὰ ἀλλάξῃ γνώμη, κτύπησε ἡ πόρτα. Ἦταν τὸ βασιλικὸ ζεῦγος. Ὅταν μπῆκαν, οἱ ὑπόλοιποι ἀναχώρησαν γιὰ νὰ τοὺς ἀφήσουν μόνους μὲ τὴν ὁσία. Κάποια στιγμή, ὅμως ὁ Νικόλαος ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ ζήτησε νὰ περάσῃ κάποιος μέσα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς βοηθήσῃ, διότι δυσκολεύονταν νὰ καταλάβουν τί ἔλεγε ἡ ὁσία. Μίλησαν γιὰ ἀρκετὲς ὧρες. Κατὰ τὴν πορεία τῆς συζήτησης, ἡ ὁσία εἶπε στὸν Νικόλαο: «Μεγαλειότατε, κατέβα μόνος σου ἀπὸ τὸν θρόνο». Ὅταν θὰ ἔφευγαν, ἡ ὁσία ἄνοιξε ἕνα καινούργιο τραπεζομάντιλο στὸ τραπέζι καὶ τοποθέτησε πάνω του διάφορα μικρὰ δῶρα: ἕνα κομμάτι ἀπὸ λινὸ ὕφασμα ποὺ ἔφτιαξε ἡ ἴδια, ἕναν σβῶλο ζάχαρης, βαμμένα αυγὰ καὶ μερικὰ ἀκόμη κομμάτια ζάχαρης. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τὸ ἔδεσε σφικτά, κάνοντας ἀρκετοὺς κόμπους, κάθισε κάτω κουρασμένη ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴν καὶ εἶπε στὸν Νικόλαο: «Τσάρε, νὰ τὸ μεταφέρῃς μόνος». Δίνοντάς του τὸν μπόγο, πρόσθεσε: «Καὶ δῶσε μας λίγα χρήματα, χρειαζόμαστε νὰ κτίσουμε ἕνα νέο καλύβι!», ἐννοώντας τὸν νέο καθεδρικὸ ναό. Ὁ Νικόλαος δὲν κρατοῦσε πάνω του χρήματα, ἀλλὰ ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν ἄμεσα ἀπὸ τὴν συνοδεία του καὶ ἔτσι ἔδωσε στὴν ὁσία ἕνα πουγκὶ γεμᾶτο χρυσᾶ νομίσματα. Στὴν συνέχεια ἀποχαιρετίστηκαν, φιλώντας ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου. Ἀπὸ τότε ἄρχισε μιὰ στενὴ σχέση τοῦ αὐτοκράτορα με τὴν ὁσία Παρασκευή. Ἐπανειλημμένα ὁ Νικόλαος ἔστελνε ἀπεσταλμένους του στὸ Ντιβέγιεβο, γιὰ νὰ τοῦ μεταφέρουν τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς νουθεσίες τῆς ὁσίας.
Μέχρι τὴν κοίμησή της, τὸ 1915, ἡ ὁσία συνήθιζε νὰ κάνῃ μετάνοιες στὸ πορτραῖτο τοῦ τσάρου. Καὶ ὅταν ἀκόμη εἶχε γεράσει καὶ δὲν μποροῦσε πιὰ μόνη της, ζητοῦσε ἀπὸ τὶς ὑποτακτικές της νὰ τὴν βοηθοῦν νὰ γονατίζῃ καὶ νὰ τὴν ἀνασηκώνουν. Τότε τὴν ρωτοῦσαν: «Μητερούλα, γιατί προσεύχεσαι στὸν τσάρο;». «Ἀνόητες! Θὰ γίνῃ ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς τσάρους. Δὲν ξέρω... ἴσως ὅσιος μοναχός... ἴσως μάρτυρας». Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή της, ἡ ὁσία πῆρε τὸ πορτραῖτο τοῦ τσάρου καὶ ἀσπάσθηκε τὰ πόδια του λέγοντας: «Ὁ ἀγαπημένος μου βρίσκεται ἤδη κοντὰ στὸ τέλος».
Φεύγοντας ἀπὸ τὴν ὁσία Παρασκευή, πῆγαν νὰ συναντήσουν τὴν Γιελένα Ἰβάνοβνα, σύζυγο τοῦ ἤδη μακαριστοῦ Νικολάου Μοτοβίλοφ. Ὁ τσάρος γνώριζε ὅτι ἡ Γιελένα φύλασσε μία ἐπιστολὴ ποὺ εἶχε συντάξει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Σεραφείμ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, τὸ 1833. Πάνω στὸν φάκελο ὁ ἅγιος ἔγραφε τὸν παραλήπτη: «Γιὰ τὸν τσάρο Νικόλαο», καὶ τὸν εἶχε σφραγίσει μὲ μαλακὸ ψωμί. Στὴν συνέχεια, τὸν παρέδωσε στὸν Μοτοβίλοφ μὲ τὴν ὑπόδειξη νὰ δοθῇ στὸν τσάρο ὅταν θὰ ἐπισκεπτόταν τὸ Ντιβέγιεβο. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μοτοβίλοφ, τὴν ἐπιστολὴ διατήρησε ἡ σύζυγός του Γιελένα, γιὰ νὰ τὴν ἐπιδώσῃ ἐκείνη στὸν τσάρο.
Ἀφοῦ ἄκουσε τὴν διήγηση τῆς Γιελένας, ὁ Νικόλαος πῆρε τὴν ἐπιστολὴ καὶ τὴν τοποθέτησε μὲ εὐλάβεια στὴν τσέπη τοῦ στήθους του, λέγοντας ὅτι θὰ τὴν διάβαζε ἀργότερα. Εὐρισκόμενος στὴν ἡγουμενικὴ κατοικία, ἡ ὁποία τοῦ παραχωρήθηκε γιὰ τὴν διαμονή του, ὁ Νικόλαος διάβασε τὸ γράμμα. Ἄρχισε τότε νὰ κλαίῃ πικρά. Οἱ συνοδοί του, κατανοώντας ὅτι τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς ἦταν προφανῶς ἰδιαίτερα δυσάρεστο, προσπάθησαν νὰ τὸν παρηγορήσουν λέγοντάς του ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ μεγάλοι ἅγιοι εἶναι δυνατὸ νὰ κάνουν κάποτε λάθη. Ὁ τσάρος ὅμως συνέχισε νὰ θρηνῇ ἀπαρηγόρητα. Τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς παραμένει μέχρι σήμερα ἄγνωστο. Εὔκολα ὅμως μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑποθέσῃ ὅτι ὁ ἅγιος προετοίμασε τὸν Νικόλαο γιὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά.
Ὅσο γιὰ τὴν ἀπάντηση τοῦ ὁσίου Σεραφείμ στὴν πονεμένη Ἀλεξάνδρα ἦταν ἄμεση. Τὸν ἐπόμενο χρόνο γέννησε τὸν πολυπόθητο διάδοχο τοῦ θρόνου τῆς Ρωσσίας. Ἡ χαρὰ ποὺ ἔφερε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν πραγματικὰ οὐράνια. Ὡστόσο, στὸν οὐρανὸ αὐτῆς τῆς χαρᾶς εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νὰ ἐμφανίζονται μαῦρα ἀπειλητικὰ νέφη μὲ θανάσιμες διαθέσεις. Θὰ μποροῦσε καλύτερα ἴσως νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ἡ καταιγίδα ἦταν κιόλας γεγονός.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Ἱερὰς Μονής Τιμίου Προδρόμου Μέσα Ποταμοῦ «ΑΓΙΟΙ ΒΑΣΙΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΡΟΜΑΝΟΦ. ΟΣΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΚΡΥΨΗ Η ΣΙΩΠΗ». Ἐκδόσεις Ἄθως Ε.ΠΕ., Ἀθήνα 2018. Σελ.149-166.