π. Δημητρίου Μπαθρέλλου
Ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἀναλήψεως Ντράφι - Ἐπισκ. Καθηγητοῦ Παν. Emory
Περιοδικό «Εφημέριος»
Ἤδη ἀπό τό 1933, ἄν ὄχι νωρίτερα, ὁ ναζισμός εἶχε ἀρχίσει νά δείχνει τό ἐγκληματικό του πρόσωπο, πού ὁδήγησε στόν αἱματηρότερο πόλεμο καί τή μεγαλύτερη γενοκτονία τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὡστόσο, ἡ ἀντίδραση τῶν Χριστιανῶν τῆς Γερμανίας ὑπῆρξε στήν καλύτερη περίπτωση χλιαρή.
Κατ' ἀρχάς, ἡ ἰδεολογία τοῦ ναζισμοῦ στό ἱστορικό της πλαίσιο ἦταν τόσο γοητευτική, ὥστε πολλοί Χριστιανοί τήν ἀσπάστηκαν, παρ' ὅλο πού αὐτό ἀπαιτοῦσε μιά ριζική ἐπανερμηνεία τῆς χριστιανικῆς παράδοσης. Ἦταν τόσο μεγάλο τό ἄγχος ἰδίως τῶν Προτεσταντῶν τῆς Γερμανίας νά γίνουν ἀποδεκτοί ἀπό τό ναζιστικό καθεστώς, ὥστε ἔσπευδαν νά προβοῦν σέ δηλώσεις νομιμοφροσύνης ἀκόμα καί ὅταν οἱ Ναζί τούς ἔδειχναν ἀνοιχτά τήν ἀδιαφορία ἤ τήν περιφρόνησή τους.
Κατά δεύτερον, ὁ Χίτλερ καί οἱ Ναζί συχνά ἐμφάνιζαν τούς ἑαυτούς τους ὡς φίλα προσκείμενους στόν χριστιανισμό. Δέν συνιστοῦσαν, ὑποτίθεται, ἐκεῖνοι τό ἀντίπαλο στρατόπεδο, ἀλλά οἱ κομμουνιστές, οἱ Ἑβραῖοι, καί οἱ ἐξωτερικοί ἐχθροί τῆς Γερμανίας. Ἄλλωστε ἡ “δεξιά” παράταξη τῆς πολιτικῆς δέν θά μποροῦσε παρά νά εἶναι μέ τό μέρος τῆς Ἐκκλησίας!
Τρίτον, οἱ Ναζί εἶχαν μέ τό μέρος τους τή λουθηρανική πολιτική θεολογία. Ὁ Λούθηρος, μεγάλος θρησκευτικός καί ἐθνικός ἥρωας τῆς Γερμανίας, εἶχε κληροδοτήσει στούς ἐπιγόνους του τή θεωρία τῶν δύο βασιλείων, τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κράτους. Τό καθένα ἀπό αὐτά εἶχε τό πεδίο τῶν ἁρμοδιοτήτων του, στό ὁποῖο τό ἄλλο δέν εἶχε δικαίωμα παρέμβασης. Ἑπομένως, οἱ Ἐκκλησίες ὄφειλαν νά σέβονται τήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τοῦ κράτους στή διαχείριση τῶν πολιτικῶν ὑποθέσεων. Ἀκόμα περισσότερο: ὄφειλαν νά τό ὑπακούουν. Αὐτό, φυσικά, ἦταν βούτυρο στό ψωμί τῶν Ναζί, πού δέν παρέλειπαν νά θυμίζουν σέ ὅσους Χριστιανούς δέν εἶχαν καταφέρει νά γοητεύσουν ὅτι ἡ χριστιανική τους πίστη τούς ἐπέβαλε νά μήν ἀνακατεύονται μέ τήν πολιτική. Ἀσχοληθεῖτε ἐσεῖς, τούς ἔλεγαν, μέ τά κηρύγματα καί τά κατηχητικά σας, καί ἀφῆστε σ' ἐμᾶς τή διαχείριση τῶν ὑποθέσεων τοῦ κράτους. Σ' αὐτά, φυσικά, τά κηρύγματα δέν θά ἔπρεπε νά γίνεται κανένας λόγος γιά τίς θηριωδίες τοῦ ναζιστικοῦ καθεστῶτος.
Ἡ μπλόφα, φυσικά, ἔπιασε. Ποιό ἦταν τό ἀποτέλεσμα; Ἡ ψυχική ἀπονεύρωση καί ἡ παραλυτική ἀπραξία ἀκόμα καί ὅσων διαφωνοῦσαν μέ τήν ἰδεολογία καί τίς πρακτικές τοῦ ναζισμοῦ – πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων. Ἀκόμα καί στίς πιό “ἀντιστασιακές” ἐκκλησιαστικές συνελεύσεις τῆς ἐποχῆς παρατηροῦνταν μεγάλος δισταγμός ἤ καί ἄρνηση υἱοθέτησης κάθε εἴδους θεωρητικῆς ἤ ἔμπρακτης κριτικῆς γιά τά ἐγκλήματα τοῦ ναζιστικοῦ καθεστῶτος, ὄχι μόνο ἀπό φόβο ἀλλά καί ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς λουθηρανικῆς θεολογικῆς ἀρχῆς τῆς μή ἀνάμειξης τῆς Ἐκκλησίας στήν πολιτική. Αὐτό, φυσικά, ἔριχνε νερό στόν μύλο τοῦ ναζισμοῦ. Μετά τό 1945 πολλοί Γερμανοί Προτεστάντες μετανόησαν γιά τή στάση τους. Ἐξ αἰτίας, μεταξύ ἄλλων, τῆς πολιτικῆς τους θεολογίας εἶχαν ἀρνηθεῖ νά δώσουν τή μεγάλη μάχη τῆς ἐποχῆς τους.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, τί θά μπορούσαν ἄραγε οἱ Ἐκκλησίες νά πετύχουν; Θά ἦταν σέ θέση νά σταματήσουν τόν Χίτλερ; Ἄν ὄχι, γιατί νά δώσουν μιά ἐκ τῶν προτέρων χαμένη μάχη;
Τό ἐρώτημα εἶναι παραπειστικό, γιά δύο λόγους.
Πρῶτον, διότι κανείς δέν γνωρίζει μέ βεβαιότητα τήν ἀκριβῆ ἔκβαση μιᾶς μάχης προτοῦ τήν δώσει.
Δεύτερον καί κυριώτερον, διότι γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς Χριστιανούς τό πρώτιστο δέν εἶναι νά κερδίσεις μιά μάχη ἀλλά νά τή δώσεις.
Ὁ Χριστός δέν μᾶς ζητά νά εἴμαστε ἐπιτυχημένοι· μᾶς ζητᾶ νά εἴμαστε πιστοί.
Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας δέν θεμελιώνεται στούς νικητές ἀλλά στούς μάρτυρες – τούς ὁποίους βέβαια σπεύδουμε νά ἐπικαλεστοῦμε ἐκ τῶν ὑστέρων.
Καταστροφικές γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία ἰδεολογίες ἐμφανίζονται καί στίς μέρες μας, καί μάλιστα ὑποστηριζόμενες ἀπό σύγχρονους μηχανισμούς προπαγάνδας, μπροστά στούς ὁποίους ἐκεῖνοι τοῦ Γκαῖμπελς θά ὠχριοῦσαν.
Καί σήμερα, ὅπως καί τότε, πολλοί Χριστιανοί γοητεύονται ἀπό τίς ἰδεολογίες αὐτές καί σπεύδουν νά ξαναδιαβάσουν τή χριστιανική τους παράδοση φορώντας τά γυαλιά τῶν ἀντιπάλων της. Ἡ ἀνεπίγνωστη ἐπιθυμία γιά ἀποδοχή μοιάζει καί πάλι ἀκατανίκητη, ἐνῶ ὁ ὀνειδισμός τοῦ Χριστοῦ φαντάζει πολύ βαρύς. Ἡ τρομοκρατία τοῦ κοινωνικοῦ διασυρμοῦ καί τῆς “ἀκύρωσης” λειτουργοῦν παραλυτικά. Ἐπιπλέον, πολλοί Χριστιανοί ἔχουν ἀσπαστεῖ τή λουθηρανική θεωρία τῆς μή ἀνάμειξης τῆς Ἐκκλησίας στήν πολιτική, χωρίς κἄν νά ὑποπτεύονται τήν προέλευσή της. Αὐτό εἶναι καί τό καλύτερο δῶρο πρός ὅσους διαμορφώνουν μιά κοινωνία στήν ὁποία οἱ Χριστιανοί καί ἡ πίστη τους δέν θά ἔχουν θέση.
Βέβαια, οἱ ἰθύνοντες τῆς πολιτικῆς, ὅταν ἔχουν ἀνάγκη τήν Ἐκκλησία, τήν καλοῦν νά ὑποστηρίξει τίς ἐπιλογές τους ἤ, ἀντίθετα, τήν ἐγκαλοῦν γιά τή σιωπή της.
Ὅταν ὅμως ἡ Ἐκκλησία καταθέτει τόν προφητικό της λόγο, σπεύδουν νά τή νουθετήσουν ἐπικαλούμενοι τό παλιό γνωστό σύνθημα: ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά ἀναμειγνύεται στήν πολιτική. «Τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». Ἤ, ἐπί τό λαϊκότερον, «ἤ παπᾶς-παπᾶς ἤ ζευγᾶς-ζευγᾶς».
Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας.