Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Βλα­δί­μη­ρος

22 ΜΑΪΟΥ

* Ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Βλα­δί­μη­ρος, ὁ βα­σι­λεύς καί  Θαυ­μα­τουρ­γός, 
ξί­φει τε­λει­οῦται.

 * Χείρ συγ­γε­νοῦς τέ­μνει σε ἡ μι­αι­φό­νος,

Χείρ Κυ­ρί­ου νέ­μει σοι ἀ­ξί­ως στέ­φος.

 *Αὐ­τός ὁ ἁ­γι­ώ­τα­τος ἀ­νά­με­σα στούς βα­σι­λεῖς Ἰ­ω­άν­νης κα­τα­γό­ταν ἀ­πό ἕ­να χω­ρί­ο τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, πού λέ­γε­ται Βλα­δί­μη­ρο, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­λα­βε καί τήν ἐ­πω­νυ­μί­α νά κα­λῆ­ται Βλα­δί­μη­ρος, υἱ­ός τοῦ Νε­ε­μάν, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τόν Συ­με­ών, τόν πρῶ­το βα­σι­λιά Ἀ­χρι­δῶν, πού γεν­νή­θη­κε στήν Βουλ­γα­ρί­α καί τῆς μη­τέ­ρας του Ἄν­νας, πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τούς Ρω­μαί­ους καί ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τοῦ Μα­κε­δό­να Βα­σι­λεί­ου, κα­τά τό ἔ­τος δη­λα­δή 868. 

Ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α ὁ Ἅ­γιος αὐ­τός ἔ­λαμ­πε μέ ἀ­ρε­τές καί χά­ρι­τες καί ἦ­ταν σκεῦ­ος κα­θα­ρό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀ­φοῦ παι­δα­γω­γή­θη­κε ἀ­πό τόν θαυ­μα­στό Νι­κό­λα­ο, πού ἦ­ταν τό­τε Ἐ­πί­σκο­πος Ἀ­χρι­δῶν. Ἀ­φοῦ λοι­πόν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­κε, τόν πάν­δρευ­σαν οἱ γο­νεῖς του μέ τήν θυ­γα­τέ­ρα τοῦ βα­σι­λιᾶ Σα­μου­ήλ, φύ­λα­ξε ὅ­μως παρ­θε­νί­α ὁ τρι­σμα­κά­ρι­στος καί ἀ­σχο­λεῖ­το μέ θε­ά­ρε­στα ἔρ­γα. Ὅ­ταν ὅ­μως πέ­θα­ναν οἱ γο­νεῖς του, ἔ­γι­νε ὁ Ἅ­γιος αὐ­τε­ξού­σιος των Τρι­βαλ­λῶν, δη­λα­δή βα­σι­λιάς τῶν Σέρ­βων. Τό­τε ἐγ­κα­τέ­στη­σε κή­ρυ­κες καί δι­δα­σκά­λους, γιά νά δι­δά­σκουν καί νά ἐ­πι­στρέ­φουν στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ τόν λα­ό του, πού ἦ­ταν στήν ἐ­ξου­σί­α του. Στήν συ­νέ­χεια ἔ­κτι­σε Μο­να­στή­ρια καί Ἐκ­κλη­σί­ες, ξε­νο­δο­χεῖ­α καί νο­σο­κο­μεῖ­α καί, κό­βον­τας τόν δρυ­μῶ­να καί τό πυ­κνό­τα­το δά­σος, πού ἦ­ταν στόν τό­πο ἐ­κεῖ­νο, ἔ­κτι­σε ξε­χω­ρι­στό καί ἐ­ξαί­ρε­το Να­ό στόν τρι­συ­πό­στα­το Θε­ό. Τόν ἔ­κτι­σε δέ μέ τόν ἑ­ξῆς τρό­πο· Μί­α ἡ­μέ­ρα ἀ­νέ­βη­κε στούς ἵπ­πους μα­ζί μέ τρεῖς με­γι­στά­νες τῆς βα­σι­λεί­ας καί βγῆ­κε νά κυ­νη­γή­ση. Κυ­νη­γῶν­τας ὅ­μως, κυ­νη­γή­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό, ὡς ἄλ­λος Εὐ­στά­θιος ἤ, καλ­λί­τε­ρα νά ποῦ­με, ὡς ἄλ­λος Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος κα­θω­δη­γή­θη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό. Δι­ό­τι, κυ­νη­γῶν­τας στό δά­σος, βλέ­πει ἕ­ναν ἡ­λι­ό­μορ­φο ἀ­ε­τό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἐ­πά­νω στόν λαι­μό του ἕ­ναν σταυ­ρό ὑ­πέρ­λαμ­προ. Τρέ­χον­τας λοι­πόν νά τόν φθά­ση, μπῆ­κε μέ­σα στό δά­σος. Τό­τε ὁ ἀ­ε­τός στά­θη­κε· ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν ἦ­ταν ἀ­ε­τός, ἀλ­λά Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου. Ἀ­μέ­σως λοι­πόν κα­τέ­βη­κε ὁ βα­σι­λιάς ἀ­πό τό ἄ­λο­γο, μα­ζί μέ τούς με­γι­στᾶνες του καί προ­σκύ­νη­σε τόν τί­μιο Σταυ­ρό καί τόν Χρι­στό, πού προ­ση­λώ­θη­κε σ’ αὐ­τόν. Στό ση­μεῖ­ο δέ ἐ­κεῖ πρό­στα­ξε καί ἔ­κτι­σαν Ἐκ­κλη­σί­α, στήν ὁ­ποί­α πή­γαι­νε ἑ­πτά φο­ρές τήν ἡ­μέ­ρα καί προ­σευ­χό­ταν καί τήν νύ­κτα ἔ­με­νε ἐ­κεῖ ἀ­γρυ­πνῶν­τας.

Ἡ δέ σύ­ζυ­γός του βα­σί­λισ­σα, βλέ­ποντας τόν βα­σι­λιά, νά μή σμίγη μαζί της, ὑ­πω­πτεύ­θηκε, ὅ­τι ἔ­χει ἄλ­λη γυ­ναῖ­κα κρυ­φά. Τότε ξεσήκωσε τόν ἀ­δελ­φό της ἐ­ναν­τί­ον τοῦ βα­σι­λιᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ζη­τοῦ­σε μέ κά­θε τρό­πο νά θα­να­τώ­ση τόν βα­σι­λιά. Καί ὅ­ταν ὁ χα­ρι­τώ­νυ­μος αὐ­τός Ἰ­ω­άν­νης ἐ­πέ­στρε­ψε νι­κη­τής ἀ­πό ἕ­ναν πό­λε­μο, πού ἔ­κα­νε κα­τά τοῦ Βα­σι­λεί­ου τοῦ Μα­κε­δό­να, τό­τε ὁ ἀ­δελ­φός τῆς βα­σί­λισ­σας,­ βρί­σκον­τας κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α, κτύ­πη­σε ξαφ­νι­κά αὐ­τόν τόν θαυ­μα­στό Ἰ­ω­άν­νη μέ τό σπα­θί του. Ὁ δέ βα­σι­λιάς βλέ­πον­τάς ­τον, εἶ­πε· «Πά­ρε τό δι­κό μου σπα­θί καί μέ αὐ­τό ἀ­πο­κε­φά­λι­σέ με γιά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί τήν ἀ­λή­θεια. Δι­ό­τι εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νά θυ­σια­σθῶ ὡς ἄλ­λος Ἄ­βελ καί Ἰ­σα­άκ γιά τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ καί ὁ­μο­λο­γί­α». Τό­τε ὁ θη­ρι­ώ­δης ἐ­κεῖ­νος καί ἄ­σπλαγ­χνος, παίρ­νον­τας τό σπα­θί τοῦ βα­σι­λιᾶ τόν ἀ­πο­κε­φά­λι­σε, ἀλ­λά συ­νέ­βη θαῦ­μα πα­ρά­δο­ξο καί ἐ­ξαί­σιο. Δι­ό­τι μό­λις κό­πη­κε ἡ ἁ­γί­α του κε­φα­λή καί κα­βα­λά­ρης ὄν­τας ὁ βα­σι­λιάς, πῆ­ρε μέ τά χέ­ρια του τήν κε­φα­λή του καί ἔ­τρε­χε ἐ­πά­νω στό ἄ­λο­γο, αἰ­νῶν­τας τόν Θε­ό καί λέ­γον­τας· «Εὐ­φράν­θη­κα μέ ἐ­κεί­νους πού

μοῦ εἶ­παν· Θά πο­ρευ­θοῦ­με στόν οἶ­κο τοῦ Κυ­ρί­ου». Τό­τε ὀρ­γή θε­ϊ­κή βρῆ­κε τόν φο­νιά τοῦ Ἁ­γί­ου. Διότι λύσ­σα­ξε ὁ ἄ­θλι­ος καί μό­νος του ἔ­τρω­γε τίς σάρ­κες του. Ὁ δέ βα­σι­λιάς, πη­γαί­νον­τας σέ ἕ­να μέ­ρος, ἐ­κεῖ εἶ­πε· «Κύ­ρι­ε, εἰς χεῖ­ρας σου πα­ρα­τί­θη­μι τό πνεῦ­μα μου». Τό­τε ἀ­κού­σθη­καν ψαλ­μω­δί­ες ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί ὁ τό­πος γέ­μι­σε ἀ­πό εὐ­ω­δί­α πνευ­μα­τι­κή. Ἐ­κεῖ λοι­πόν ἐν­τα­φί­α­σαν τό παρ­θε­νι­κό ἐ­κεῖ­νο καί ἀ­θλη­τι­κό σῶ­μα τοῦ βα­σι­λιᾶ οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί Ἱ­ε­ρεῖς καί τά στρα­τεύ­μα­τα καί ὁ λα­ός ὅ­λος, θρη­νῶν­τας καί κλαί­γον­τας γιά τήν στέ­ρη­σι τέ­τοι­ου προ­στά­τη καί βα­σι­λιᾶ. Πολ­λοί δέ χω­λοί καί ἀ­σθε­νεῖς, ἀ­φοῦ ἀ­σπά­σθη­καν τό λεί­ψα­νο, ἔ­λα­βαν τήν πο­θού­με­νη ὑ­γεί­α τους. Καί ἀ­φοῦ ἔ­θα­ψαν τό ἅ­γιο λεί­ψα­νο, ἔ­κτι­σαν καί ἕ­ναν θαυ­μά­σιο Να­ό στό ὄ­νο­μά του, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἐ­πει­δή κα­τα­στρά­φη­κε ἀ­πό τήν πο­λυ­και­ρί­α, ἀ­να­και­νί­σθη­κε ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πό τόν ὑ­ψη­λό­τα­το Κά­ρο­λο, τόν ἀ­νε­ψιό τοῦ τό­τε βα­σι­λιᾶ τῆς Φραγ­γί­ας. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά παίρ­νον­τας οἱ Χρι­στια­νοί τό λεί­ψα­νό του, τό πῆ­γαν στό Μο­να­στή­ρι, πού ἔ­κτι­σε ὁ ἴ­διος ὁ βα­σι­λιάς. Ἐ­κεῖ λοι­πόν πα­ρα­μέ­νον­τας, δέν δέ­χε­ται βέ­βαι­α νά ὑ­πάρ­χη ἐ­κεῖ ὀ­σμή πορ­νεί­ας καί ἀ­σέλ­γειας, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νους, πού ἐρ­γά­ζον­ται μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη, τούς δι­α­φυ­λάτ­τει ἀ­πό κά­θε κίν­δυ­νο καί πει­ρα­σμό, μύ­ρα ἀ­να­βλύ­ζον­τας καί ἐ­νερ­γῶν­τας δι­ά­φο­ρα θαύ­μα­τα σέ ὅ­σους μέ πί­στι προ­στρέ­χουν σ’ αὐ­τό. (Τόν ἀ­να­λυ­τι­κό του Βί­ο του καί τήν ἀ­σμα­τι­κή του Ἀ­κο­λου­θί­α βλέ­πε σέ ξε­χω­ρι­στή φυλ­λά­δα τυ­πω­μέ­νη στήν Μο­σχό­πο­λι).

neaskiti