ξίφει τελειοῦται.
* Χείρ συγγενοῦς τέμνει σε ἡ μιαιφόνος,
Χείρ Κυρίου νέμει σοι ἀξίως στέφος.
*Αὐτός ὁ ἁγιώτατος ἀνάμεσα στούς βασιλεῖς Ἰωάννης καταγόταν ἀπό ἕνα χωρίο τῆς Βουλγαρίας, πού λέγεται Βλαδίμηρο, ἀπό τό ὁποῖο ἔλαβε καί τήν ἐπωνυμία νά καλῆται Βλαδίμηρος, υἱός τοῦ Νεεμάν, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τόν Συμεών, τόν πρῶτο βασιλιά Ἀχριδῶν, πού γεννήθηκε στήν Βουλγαρία καί τῆς μητέρας του Ἄννας, πού καταγόταν ἀπό τούς Ρωμαίους καί ἔζησε στά χρόνια τοῦ Μακεδόνα Βασιλείου, κατά τό ἔτος δηλαδή 868.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος αὐτός ἔλαμπε μέ ἀρετές καί χάριτες καί ἦταν σκεῦος καθαρό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ παιδαγωγήθηκε ἀπό τόν θαυμαστό Νικόλαο, πού ἦταν τότε Ἐπίσκοπος Ἀχριδῶν. Ἀφοῦ λοιπόν ἐνηλικιώθηκε, τόν πάνδρευσαν οἱ γονεῖς του μέ τήν θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Σαμουήλ, φύλαξε ὅμως παρθενία ὁ τρισμακάριστος καί ἀσχολεῖτο μέ θεάρεστα ἔργα. Ὅταν ὅμως πέθαναν οἱ γονεῖς του, ἔγινε ὁ Ἅγιος αὐτεξούσιος των Τριβαλλῶν, δηλαδή βασιλιάς τῶν Σέρβων. Τότε ἐγκατέστησε κήρυκες καί διδασκάλους, γιά νά διδάσκουν καί νά ἐπιστρέφουν στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ τόν λαό του, πού ἦταν στήν ἐξουσία του. Στήν συνέχεια ἔκτισε Μοναστήρια καί Ἐκκλησίες, ξενοδοχεῖα καί νοσοκομεῖα καί, κόβοντας τόν δρυμῶνα καί τό πυκνότατο δάσος, πού ἦταν στόν τόπο ἐκεῖνο, ἔκτισε ξεχωριστό καί ἐξαίρετο Ναό στόν τρισυπόστατο Θεό. Τόν ἔκτισε δέ μέ τόν ἑξῆς τρόπο· Μία ἡμέρα ἀνέβηκε στούς ἵππους μαζί μέ τρεῖς μεγιστάνες τῆς βασιλείας καί βγῆκε νά κυνηγήση. Κυνηγῶντας ὅμως, κυνηγήθηκε ἀπό τόν Θεό, ὡς ἄλλος Εὐστάθιος ἤ, καλλίτερα νά ποῦμε, ὡς ἄλλος Μέγας Κωνσταντῖνος καθωδηγήθηκε ἀπό τόν οὐρανό. Διότι, κυνηγῶντας στό δάσος, βλέπει ἕναν ἡλιόμορφο ἀετό, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπάνω στόν λαιμό του ἕναν σταυρό ὑπέρλαμπρο. Τρέχοντας λοιπόν νά τόν φθάση, μπῆκε μέσα στό δάσος. Τότε ὁ ἀετός στάθηκε· ὁ ὁποῖος δέν ἦταν ἀετός, ἀλλά Ἄγγελος Κυρίου. Ἀμέσως λοιπόν κατέβηκε ὁ βασιλιάς ἀπό τό ἄλογο, μαζί μέ τούς μεγιστᾶνες του καί προσκύνησε τόν τίμιο Σταυρό καί τόν Χριστό, πού προσηλώθηκε σ’ αὐτόν. Στό σημεῖο δέ ἐκεῖ πρόσταξε καί ἔκτισαν Ἐκκλησία, στήν ὁποία πήγαινε ἑπτά φορές τήν ἡμέρα καί προσευχόταν καί τήν νύκτα ἔμενε ἐκεῖ ἀγρυπνῶντας.
Ἡ δέ σύζυγός του βασίλισσα, βλέποντας τόν βασιλιά, νά μή σμίγη μαζί της, ὑπωπτεύθηκε, ὅτι ἔχει ἄλλη γυναῖκα κρυφά. Τότε ξεσήκωσε τόν ἀδελφό της ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε μέ κάθε τρόπο νά θανατώση τόν βασιλιά. Καί ὅταν ὁ χαριτώνυμος αὐτός Ἰωάννης ἐπέστρεψε νικητής ἀπό ἕναν πόλεμο, πού ἔκανε κατά τοῦ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα, τότε ὁ ἀδελφός τῆς βασίλισσας, βρίσκοντας κατάλληλη εὐκαιρία, κτύπησε ξαφνικά αὐτόν τόν θαυμαστό Ἰωάννη μέ τό σπαθί του. Ὁ δέ βασιλιάς βλέποντάς τον, εἶπε· «Πάρε τό δικό μου σπαθί καί μέ αὐτό ἀποκεφάλισέ με γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἀλήθεια. Διότι εἶμαι ἕτοιμος νά θυσιασθῶ ὡς ἄλλος Ἄβελ καί Ἰσαάκ γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ καί ὁμολογία». Τότε ὁ θηριώδης ἐκεῖνος καί ἄσπλαγχνος, παίρνοντας τό σπαθί τοῦ βασιλιᾶ τόν ἀποκεφάλισε, ἀλλά συνέβη θαῦμα παράδοξο καί ἐξαίσιο. Διότι μόλις κόπηκε ἡ ἁγία του κεφαλή καί καβαλάρης ὄντας ὁ βασιλιάς, πῆρε μέ τά χέρια του τήν κεφαλή του καί ἔτρεχε ἐπάνω στό ἄλογο, αἰνῶντας τόν Θεό καί λέγοντας· «Εὐφράνθηκα μέ ἐκείνους πού
μοῦ εἶπαν· Θά πορευθοῦμε στόν οἶκο τοῦ Κυρίου». Τότε ὀργή θεϊκή βρῆκε τόν φονιά τοῦ Ἁγίου. Διότι λύσσαξε ὁ ἄθλιος καί μόνος του ἔτρωγε τίς σάρκες του. Ὁ δέ βασιλιάς, πηγαίνοντας σέ ἕνα μέρος, ἐκεῖ εἶπε· «Κύριε, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τό πνεῦμα μου». Τότε ἀκούσθηκαν ψαλμωδίες ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ τόπος γέμισε ἀπό εὐωδία πνευματική. Ἐκεῖ λοιπόν ἐνταφίασαν τό παρθενικό ἐκεῖνο καί ἀθλητικό σῶμα τοῦ βασιλιᾶ οἱ Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς καί τά στρατεύματα καί ὁ λαός ὅλος, θρηνῶντας καί κλαίγοντας γιά τήν στέρησι τέτοιου προστάτη καί βασιλιᾶ. Πολλοί δέ χωλοί καί ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἀσπάσθηκαν τό λείψανο, ἔλαβαν τήν ποθούμενη ὑγεία τους. Καί ἀφοῦ ἔθαψαν τό ἅγιο λείψανο, ἔκτισαν καί ἕναν θαυμάσιο Ναό στό ὄνομά του, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή καταστράφηκε ἀπό τήν πολυκαιρία, ἀνακαινίσθηκε ἀργότερα ἀπό τόν ὑψηλότατο Κάρολο, τόν ἀνεψιό τοῦ τότε βασιλιᾶ τῆς Φραγγίας. Μετά ἀπό αὐτά παίρνοντας οἱ Χριστιανοί τό λείψανό του, τό πῆγαν στό Μοναστήρι, πού ἔκτισε ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς. Ἐκεῖ λοιπόν παραμένοντας, δέν δέχεται βέβαια νά ὑπάρχη ἐκεῖ ὀσμή πορνείας καί ἀσέλγειας, ἐνῶ ἐκείνους, πού ἐργάζονται μέ ἐμπιστοσύνη, τούς διαφυλάττει ἀπό κάθε κίνδυνο καί πειρασμό, μύρα ἀναβλύζοντας καί ἐνεργῶντας διάφορα θαύματα σέ ὅσους μέ πίστι προστρέχουν σ’ αὐτό. (Τόν ἀναλυτικό του Βίο του καί τήν ἀσματική του Ἀκολουθία βλέπε σέ ξεχωριστή φυλλάδα τυπωμένη στήν Μοσχόπολι).