Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης Αὺγουστίνου
† ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
(1877 – 1964)
Εἰς μνημόσυνον
(Εἰς τὸ ὑπʼ ἀριθμ. 273/1964 φύλλον τῆς «Σπίθας» ἀναγγέλοντες τὴν πρὸς Κύριον ἐκδημίαν τοῦ ἀειμνήστου π. Γερβασίου ἐγράφομεν, ὅτι τὸ ἐπόμενον φύλλον θὰ ἀφιεροῦτο εἰς τὴν μνήμην αὐτοῦ. Ἀλλὰ λόγω βαρείας ἀσθενείας τοῦ Συντάκτου τῆς Σπίθας(*) ἡ ὑπόσχεσις ἐκείνη δὲν ἐπραγματοποιήθη. Ἐπὶ τῆ συμπληρώσει ἔτους ἀπὸ τῆς ἐκδημίας αὐτοῦ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ ἐκπληρώσωμεν τὸ χρέος δίδοντες μίαν σκιαγραφίαν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου τοῦ ἀειμνήστου τοῦτου ἱεραποστολικοῦ ἀνδρός).
«Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 12)
Ὁ π. Γερβάσιος δὲν εἶλκε τὴν καταγωγὴν ἀπὸ τοὺς κατὰ κόσμον εὐγενεῖς. Δὲν ἐγεννήθη εἰς περιβάλλον «ἀριστοκρατικῆς» τινος οἰκογενείας, ἡ ὁποία καυχᾶται διὰ τὰ πλούτη καὶ τὴν δύναμίν της. Ἡ καταγωγή του ἦτο ταπεινή. Εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἕν μικρὸν καὶ ἄσημον χωρίον, Γρανίτσαν τῆς Γορτυνίας. Ὤ! Αὐτὰ τὰ μικρὰ καὶ ἄσημα χωρία, τὰ ὁποῖα οὐδὲ κἄν σημειώνονται εἰς τὸν γεωργαφικὸν χάρτην, πόσας φορὰς ἀναδεικνύονται ὑπέρτερα τῶν πόλεων, τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων. Μέσα ἀπὸ τὴν ὕπαιθρον, μέσα ἀπὸ τὰ χαμόσπιτα καὶ τὰς καλύβας ἐξέρχονται ὑπέροχοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι προσφέρουν ὑψίστας εὐεργεσίας εἰς τὰς κοινωνίας καὶ τὰ ἔθνη. Ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ πού τόσον περιφρονεῖται, ὥς ποτε ἡ Ναζαρέτ, ἀνατέλλουν ἥλιοι, ὡς ἔλεγε χαρακτηριστικῶς ὁ ἀείμνηστος ἐθνικός μας ἱστορικὸς Παπαρρηγόπουλος πλέκων τὸ ἐγκώμιον ἐξόχου ἀνδρός, τοῦ Ἀσωπίου, ὅστις εἶλκε τὴν καταγωγήν του ἐκ τῶν ταπεινῶν του λαοῦ τάξεων. Καὶ ἐκ τοῦ μικροῦ καὶ ἀσήμου χωρίου τῆς Γορτυνίας ἐξῆλθε φῶς, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ φωτίση τὴν πρωτεύουσαν τῆς Πελοποννήσου καὶ νʼ ἀκτινοβολήση ἀκόμη πέραν τῶν ὀρίων αὐτῆς.
Ἐξ οἰκογενείας βοσκῶν κατήγετο ὁ
π. Γερβάσιος. Μικρὸς ἐβοήθει τὸν πατέραν του εἰς τὴν βοσκὴν προβάτων
καὶ αἰγῶν. Ἡ μάνδρα, εἰς τὴν ὁποίαν συναθρίζονται τὰ πρόβατα, ἡ
«στροῦγγα», τῶ ἦτο μία προσφιλὴς λέξις. Ὁ π. Γερβάσιος θὰ ἠδύνατο, ὡς
ἄλλος Ἀμώς, νὰ εἴπη˙ «οὐκ ἤμην προφήτης ἐγώ, οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλʼ ἤ
αἰπόλος ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα˙ καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων,
καὶ εἶπε Κύριος πρός με˙ βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ»
(Ἀμὼς 7, 14-15). Γέρων πλέον, περὶ τὰς δυσμὰς τοῦ βίου του εὑρισκόμενος,
ἀνεπόλει τὰς ἡμέρας τῆς παιδικῆς του ἡλικίας. Ἡ καρδία του ἦτο πλήρης
εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐκ τῆς στάνης τῶν ἀλόγων προβάτων
ἔλαβεν αὐτὸν καὶ εἰς ποιμένα λογικῶν προβάτων ἀνύψωσεν. Εἰς τὰ
πνευματικά του τέκνα ἔλεγε˙ Παιδιά μου, ὁ Κύριος μὲ ἔκανε ἄρχοντα. Μὲ
ἐπῆρε ἀπὸ τὴν στροῦγγα καὶ μὲ ἔβαλεν εἰς τὸν θρόνον του… Ναί, ἄρχων!
Ἀλλά χωρὶς χρυσίον καὶ ἀργύριον. Ἄρχων πνευματικός.
Ἐπίσκοποι Ἱερόθεος καὶ Νεκτάριος ἐμπνευσταὶ
Ἀλλὰ πῶς ἀπὸ τῆς μιᾶς ποίμνης εἰς
τὴν ἄλλην ποίμνην εὑρέθη; Πῶς ἐξειλίχθη εἰς ἕνα πρώτου μεγέθους
πνευματικὸν ὁδηγόν; Ἡ ἱστορία τοῦ π. Γερβασίου εἶνε πολὺ συγκινητικὴ καὶ
διδακτική. Διότι καὶ εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἐκλεκτοῦ τούτου ἐργάτου
τοῦ Εὐαγγελίου φαίνεται ἡ θεία Πρόνοια, ἡ ὁποία διὰ ποικίλων μέσων
κατευθύνει τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐκ τοῦ βάθους εἰς τὸ ὕψος ἀνάγει τὰ
ἄτομα. Ἐκ τῆς κοπρίας ἀνιστὰ πένητα… Εἰς τὴν παιδικὴν ψυχὴν τοῦ π.
Γερβασίου ὁ Οὐρανὸς εἶχε ἀνάψει πῦρ, σφοδρὸν πόθον γνώσεως καὶ ἀρετῆς. Ἡ
ἱστορικὴ Μονὴ τοῦ Μ. Σπηλαίου, εἰς τὴν ὁποίαν ἐλειτούργει τότε
Σχολαρχεῖον, ἠλέκτριζε τὸ πνεῦμά του.
Πρὸς τὰς κορυφάς, τὰ ὄρη τὰ
ὑψηλὰ τῆς θεωρίας καὶ τῆς ἀρετῆς ἔστρεφε τὰ βλέμματά του. Δὲν ἠδύνατο νὰ
μείνη εἰς τὸ χωρίον του. Μίαν λοιπὸν ἡμέραν ἐγκαταλείπει τὸ
οἰκογενειακὸν περιβάλλον, ἐγκαταλείπει τὴν στάνην καὶ ἀρχίζει νὰ βαδίζη
πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἡ ἀπόστασις ἦτο μακρυνή. 200 χιλιόμετρα. Δρόμοι ἀνώμαλοι,
δύσβατοι διʼ ἕνα μικρὸν παῖδα. Κατάκοπος, χωλαίνων ἔφθασεν εἰς τὸν
προορισμόν του. Ἐνεγράφη εἰς τὸ Σχολαρχεῖον καὶ μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν
τῶν μαθημάτων τοῦ Σχολαρχείου κατῆλθεν εἰς τὴν πόλιν τῶν Πατρῶν, διὰ νὰ
ἐγγραφῆ εἰς τὸ Γυμνάσιον.
Εἰς τὰς Πάτρας ἐπίσκοπος ἦτο τότε μὶα ἀπὸ τὰς ἁγιωτέρας
ἀρχιερατικὰς φυσιογνωμίας, ποὺ ἐγνώρισε μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821 ἡ
νεωτέρα Ἑλλάς. Ἦτο ὁ ἀείμνηστος Ἱερόθεος Μητρόπουλος. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς
διοικήσεώς του τὸ ἐπισκοπεῖον εἶχε γίνει κέντρον πνευματικῆς ζωῆς καὶ
δραστηριότητος, κυψέλη εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶχον θέσιν οἱ κηφῆνες, οἱ
κατὰ σάρκα συγγενεῖς, οἱ ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν
ἀρετήν, οἱ ὁποῖοι ἐπιπίπτουν εἰς γαμψώνυχα ὄρνεα εἰς τὰς ἐπισκοπάς. Οἱ
τοιοῦτοι ἦσαν τότε μακρὰν ἀπὸ τὸ ἐπισκοπεῖον Πατρῶν. Λέγεται ὅτι ἀδελφή,
ἥτις ἀφίχθη εἰς Πάτρας διὰ νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν Ἱερόθεον, δὲν ἐκοιμήθη εἰς
τὸ ἐπισκοπεῖον, ἀλλʼ ὑπεχρεώθη νὰ μείνη εἰς ξενοδοχεῖον. Ἐπισκοπεῖον ἐπὶ
τοῦ ἀειμνήστου Ἱεροθέου=Στρατηγεῖον τοῦ Πνεύματος, ποὺ κατήρτιζε σχέδια
διὰ πόλεμον κατὰ τοῦ Σατανᾶ καὶ τῶν ὀργάνων αὐτοῦ. Πέριξ τοῦ ἐπισκόπου
ἱεροθέου συνεκροτήθη ἐπιτελεῖον ἀποτελούμενον ἀπὸ φλογεροὺς ἐργάτας τοῦ
Εὐαγγελίου, μεταξὺ τῶν ὁποίων διεκρίνετο ὁ ἅγιος ἐκεῖνος κληρικός, ὁ
ἀείμνηστος πατὴρ Εὐσέβιος Ματθόπουλος. Ὀλίγα ἔτη ἐποίμανε τὸν λαὸν τῶν
Πατρῶν ὁ ἐπίσκοπος Ἱερόθεος, ἀλλʼ ἡ ἐπὶ τοῦ λαοῦ ἐπίδρασίς του ἦτο
βαθεῖα. Ἀφῆκεν ἀνεξίτηλα ἴχνη διαβάσεως.
Ἀλλὰ τί ἔπαθες; θὰ μοῦ εἴπητε. Περὶ Γερβασίου ἤ περὶ Ἱεροθέου
γράφετε; Γερβάσιον βιογραφοῦμεν, τὰ δὲ περὶ Ἱεροθέου ὀλίγα ἐδῶ γραφόμενα
σκοπὸν ἔχουν νὰ δείξουν, ὅτι ἡ ἁγία ἐκείνη φυσιογνωμία τοῦ ἐπισκόπου
Πατρῶν συνετέλεσε τὰ μέγιστα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ π.
Γερβασίου. Ἐν τῶ προσώπω τοῦ Ἱεροθέου ὁ νεαρὸς Γερβάσιος εἶδε πρότυπον
ἱεραποστολικοῦ ἀνδρός, ἀληθοῦς ἐπισκόπου, ὅστις δὲν ἔζη διὰ τὸν ἑαυτόν
του καὶ δὲν ἐθησαύριζε διὰ φίλους καὶ συγγενεῖς, ἀλλʼ ἔζη διὰ τὸν λαόν,
ἔζη διὰ τὸν Θεόν. Ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου ἐπέδρασε σπουδαίως ὄχι μόνον
εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ νεαροῦ Γερβασίου, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλους νέους,
νεωτέρους τοῦ π. Γερβασίου, οἱ ὁποῖοι συνελλήφθησαν εἰς τὴν
ἱεραποστολικὴν σαγήνην ποὺ ἥπλωσεν ὁ Ἱερόθεος καὶ οἱ συνεργάται του, καὶ
ἀνεδείχθησαν δόκιμοι τοῦ Εὐαγγελίου ἐργάται, πρωτοπόροι εἰς μίαν νέαν
ἱεραποστολικὴν δρᾶσιν είς τὸ Ἔθνος μας. Ὅταν ὁ ἀρχιερατικὸς θρόνος
ἀκτινοβολῆ ἀπὸ πίστιν καὶ ἀρετήν, ὅπως ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἱεροθέου
Πατρῶν, οἱ νέοι ἐλκύονται καὶ ἀκολουθοῦν τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν
τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.
Μαθητὴς Γυμνασίου εἶχεν ἐγγραφῆ ὡς μοναχὸν εἰς τὴν Ἱ. Μονὴν
Γηροκομείου Πατρῶν. Ἐκ δὲ τοῦ Γυμνασίου ἐνεγράφη εἰς τὴν Ῥιζάρειον
Σχολήν, τῆς ὁποίας διευθυντὴς ἦτο ὁ ἀοίδιμος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως
Νεκτάριος, ὁ ἐσχάτως ἅγιος ἀνακηρυχθείς. Καὶ τοῦ ἁγίου τούτου ἐπισκόπου ἡ
ἐπὶ τοῦ π. Γερβασίου ἐπίδρασεις ἦτο ὑπόδειγμα ἱεροσπουδαστοῦ. Ἠρίστευσε
καὶ ἐβραβεύθη. Εἶχεν ἐν τῶ μεταξὺ χειροτονηθῆ διάκονος. Ὡς διάκονος δὲ
ἐνεγράφη εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν Ἀθηνῶν καὶ ἐπὶ μίαν τετραετίαν μετʼ
ἄλλων ἐκλεκτῶν φοιτητῶν παρηκολούθησε τὰς παραδόσεις καὶ ἠξιώθη νὰ λάβη
τὸ δίπλωμά του ὡς διδάκτωρ μὲ τὸν βαθμὸ ἄριστα. Ἦτο πνεῦμα εὐφυές,
σπινθηροβόλον, καὶ εὐκόλως ἀπερρόφα πᾶσαν θεολογικὴν γνῶσιν.
Εἰς τὴν φωνὴν τῆς Πατρίδος
Μετὰ τὴν λῆψιν τοῦ διπλώματός του ὁ π. Γερβάσιος διωρίσθη
καθηγητὴς εἰς Σῦρον. Εἰς τῆν ὡραίαν αὐτὴν πρωτεύουσαν τῶν Κυκλάδων ἐπʼ
ὀλίγον ἔμεινεν. Φωνὴ ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς μετανοίας του, ἐκ τῆς Ἱ. Μ.
Γηροκομείου, φωνὴ Θεοῦ τὸν ἐκάλει νʼ ἀφήση τὸ καθηγητικὸν στάδιον, καὶ ὁ
π. Γερβάσιος ὑπήκοος γενόμενος εἰς τὴν φωνὴν αὐτὴν ἐσπευσμένως φεύγει
ἐκ Σύρου καὶ ἔρχεται εἰς Πάτρας καὶ ἀναλαμβάνει διακονίαν ἐν τῆ Ἱ. Μονῆ.
Ἦτο Ὀκτώβριος 1912. Ἄλλη τότε φωνή, ἡ φωνὴ τῆς Πατρίδος, τὸν
ἐκάλει νʼ ἀφήση πρὸς τὸν καιρὸν τὸ πνευματικὸν περιβάλλον τῆς Ἱ. Μονῆς
καὶ νὰ σπεύση εἰς τὸν Στρατὸν πρὸς πνευματικὴν βοήθειαν τῶν ὑπὲρ
ἐλευθερίας Ἑκατομμυρίων δούλων ἀδελφῶν ἀγωνιζομένων παιδιῶν τῆς
ἐλευθέρας Ἑλλάδος. Καὶ ὁ φλογερὸς πατριώτης ἔσπευσεν εἰς τὸ
προσκλητήριον τῆς Πατρίδος. Ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς καὶ ἱεροκῆρυξ
παρηκολούθησε τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν διδάσκων, παρηγορῶν καὶ ἐμψυχώνων.
Διέτρεξεν ὅλα τὰ Ἠπειρωτικὰ καὶ Μακεδονικὰ πεδία, ἡ δὲ ἀνακωχὴ εὗρε τὸν
π. Γερβάσιον μεταξὺ τῶν εὐζώνων εἰς τὴν πλέον προκεχωρημένην γραμμὴν τοῦ
μετώπου. Συγκινητικὴ ἦτο ἡ στιγμὴ τῆς συναντήσεως τοῦ π. Γερβασίου μετʼ
ἄλλου ἱεροκήρυκος τοῦ Στρατοῦ ( Ἰδὲ τὸ ὑπʼ ἀριθμ. 188/1964 φύλλον τοῦ
περιοδικοῦ «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής»).
Φωτογραφίαν τοῦ π. Γερβασίου ὡς στρατιωτικοῦ ἱερέως τῶν
Βαλκανικῶν πολέμων δημοσιεύομεν εἰς τὸ παρὸν φύλλον. – Ἄς κάμωμεν ἐδῶ
μίαν μακρᾶν παρέκβασιν. Ὅσοι ἐγνώρισαν τὸν π. Γερβάσιον εἰς γεροντικὴν
ἡλικίαν δὲν δύνανται εἰς τὴν φωτογραφίαν αὐτὴν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Φεῦ!
Πόσον ἡ ὄψις τοῦ ἀνθρώπου μεταβάλλεται! Ἀλλὰ μακάριοι ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι, παρʼ ὅλην τὴν φθορὰν ποὺ ἐπιφέρει ὁ πανδαμάτωρ χρόνος, διατηροῦν
τὴν πνευματικὴν ἀκμήν, τὴν νεότητα τῆς ψυχῆς. Ὑπάρχουν νέοι, οἱ ὁποῖοι
ἐσωτερικῶς ἔχουν γηράσει καὶ καταπέσει καὶ εἶνε ἐγγὺς θανάτου, θανάτου
ψυχικοῦ. Ὑπάρχουν δὲ ἀντιθέτως γέροντες, οἱ ὁποῖοι μέχρι τελευταίας των
πνοῆς δροσίζονται ἀπὸ τὰς αὔρας τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ χαρὰν καὶ
ἀγαλλίασιν μεταδίδουν εἰς τὸν πέριξ αὐτῶν κόσμον. Περὶ αὐτῶν τῶν
γερόντων, τοὺς ὁποίους ὁ χρόνος δὲν καταβάλλει, δύναται νὰ λεχθῆ τὸ
ψαλμικὸν «ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου» (Ψαλμ. 102, 5). Καὶ
αὐτὴν τὴν πνευματικὴν δραστηριότητα, τὴν «φρεσκάδα» διετήρησε μέχρι
τέλους ὁ π. Γερβάσιος. Ἦτο ὁ σεβάσμιος γέρων μὲ παιδικὴν καὶ νεανικὴν
καρδίαν.
Μετὰ τὸ τἐλος τῶν νικηφόρων πολέμων τοῦ 19+12-1913, διὰ τῶν
ὁποίων ἡ μικρά μας Πατρὶς ἐδιπλασιάσθη καὶ ἑκατομμύρια δούλων ἀδελφῶν
μας ἀπηλευθερώθησαν ἐκ τοῦ βαρβάρου Τουρκικοῦ ζυγοῦ, ὁ π. Γερβάσιος,
φέρων εἰς τὸ στῆθός του τὰ παράσημα τῆς τιμῆς καὶ τῆς δόξης, ἐπιστρέφει
εἰς τὰς Πάτρας. Ἦτο πλέον ὥριμος ἀνήρ, ἡλικίας 36 ἐτῶν. Μὲ σωματικὰς καὶ
πνευματικὰς δυνάμεις ἐν ἀκμῆ, μὲ μόρφωσιν Θεολογικὴν καὶ
ἐγκυκλοπαιδικήν, μὲ πεῖραν πολύτιμον, μὲ πίστιν πρὸ παντός ἀκράδαντον
εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡμοίαζε μὲ
γεγυμνασμένον στρατιώτην, ἕτοιμον νὰ ῥιφθῆ εἰς τὸν ἀγῶνα.
Σκάνδαλα ἐπισκοπῆς Πατρῶν
Ἀλλʼ εἰς τὰς Πάτρας, ὅτε ὁ π. Γερβάσιος ἐπρόκειτο νʼ ἀρχίση τὸ
ἱεραποστολικόν του ἔργον, δὲν ἔζη πλέον ὁ ἀοίδιμος ἐπίσκοπος Ἱερόθεος.
Ὤ! Ἐὰν ἔζη θὰ τὸν κατησπάζετο καὶ θὰ τὸν συμπεριελάμβανεν εἰς τὸ
πνευματικόν του ἐπιτελεῖον. Ὁ Ἱερόθεος εἶχεν ἐκδημήσει πρὸ πολλοῦ. Εἰς
τὸν ἔνδοξον θρόνον τῶν Πατρῶν εὑρίσκετο ἄλλος. Ποῖος; Ἦτο ἐκλεκτὸς τοῦ
λαοῦ; Ὄχι! Ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῶν Πατρῶν μετὰ τὴν ἐκδημίαν τοῦ Ἱεροθέου
ἐζήτησεν ὡς ἐπίσκοπον τὸν φλογερὸν ἐργάτην τοῦ Εὐαγγελίου ἀρχιμ.
Πανάρετον Δουληγέρην, ὡς ἱκανὸν νὰ συνεχίση τὸ ἱεραποστολικὸν ἔργον
ἐκείνου. Ἀλλὰ τὶς ἀκούειτὴν φωνὴν τοῦ λαοῦ; Πρῶτος προὐτάθη ὑπὸ τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου καὶ ἐνεκρίθη ὑπὸ τῆς τότε Κυβερνήσεως κληρικὸς φημιζόμενος
μὲν ὠς εὐγενὴς καὶ γνώστης Εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν, ἀλλὰ ψυχρὸς καὶ
ἀδιάφορος, ξένος πρὸς τοὺς πόθους καὶ τὰ ὄνειρα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τῶν
Πατρῶν. Ἐν ἀγνοία τοῦ λαοῦ ἐξελέγη ὑπὸ τῶν κρατούντων ὁ ἐφημέριος
Λονδίνου ἀρχιμ. Ἀντώνιος Παράσχης.
Ἡ συμφορὰ ἐνέσκηψε. Διότι συμφορὰ θρησκευτικὴ καὶ ἐθνικὴ εἶνε ἡ
ἐκλογὴ κακοῦ πνευματικοῦ ἡγέτου. Ὁ Ἀντώνιος ὑπῆρξεν ὁ ἀντίπους τοῦ
Ἱεροθέου. Τὸ ἐπισκοπεῖον, τὸ ὁποῖον ἀνήγειρεν ὁ ἀοίδιμος Ἱερόθεος διὰ νὰ
εἶνε κυψέλη, στρατηγεῖον τοῦ πνεύματος, μετεβλήθη ἐπὶ τοῦ διαδόχου του
εἰς μέγαρον ἀστικῆς οἰκογενείας, εἰς κονάκι τῶν κατὰ σάρκα συγγενῶν, οἱ
ὁποῖοι περιεστοίχιζον τὸν δυστυχῆ ἐκεῖνον ἐπίσκοπον. Τὸ ἀποτέλεσμα; Ἐνῶ
ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου Ἱεροθέου οὐδεὶς ἐτόλμα νὰ ἐκστομίση τὴν
ἐλαχίστην ὑπόνοιαν περὶ τῆς ἠθικῆς ἀκεραιότητος τοῦ ἐπισκόπου, διότ ἦτο
κοινὴ συνείδησις τοῦ ποιμνίου ὅτι ὁ Ἱερόθεος ἦτο ἀνώτερος τῆς ὕλης, ἐπὶ
τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἀντωνίου ἤρχισαν νὰ διαδίδωνται ἀπʼ ἀκρου εἰς ἄκρον τῆς
ἐπισκοπῆς φρικτὰ πράγματα, ὅτι δηλαδὴ χειροτονίαι, μεταθέσεις καὶ
προαγωγαὶ ἐγίνοντο ἀντικείμενον αἰσχρᾶς συναλλαγῆς τῶν περὶ τὸν
ἐπίσκοπον προσώπων. Ἀνάξια ὑποκείμενα ἐχειροτονοῦντο, προήγοντο καὶ
κατελάμβανον τὰς καλλιτέρας καὶ πλουσιωτέρας ἐνορίας τῶν Πατρῶν.
Ἔκφρασις τῆς ἀγανακτήσεως τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν φρικτῶν διαδόσεων ἦτο ἡ κατὰ
τοῦ Ἀντωνίου καὶ τῶν συνεργατῶν του ἱερέων τὸν Νοέμβριον τοῦ 1911
ὑποβληθεῖσα εἰς τὸν Εἰσαγγελέα Ἐφετῶν μήνυσις ἐντίμου πολίτου τῆς πόλεως
Πατρῶν, τοῦ Δημ. Ἀνδρεοπούλου, ἀρχιτέκτονος. Ἡ μήνυσις ἐξετυπώθη καὶ
ἐκυκλοφόρησε κατὰ χιλιάδας εἰς τὴν πόλιν τῶν Πατρῶν, ἕν δὲ ἀντίγραφον
αὐτῆς διεσωθὲν εἰς χεῖρας εὐσεβοῦς μοὶ ἀπεστάλη. Ἀνέγνωσα καὶ ἔφριξα. Ἐν
τῆ μηνύσει ταύτη καταγγέλονται εὐθαρσῶς 17 περιπτώσεις σιμωνίας,
πώλησις τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων. Τὸ Δικαστήριον διʼ ἔλλειψιν, ὡς ἔλεγεν ἡ
ἀπόφασις, ἀποδεικτικῶν στοιχείων, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὸν λόγον τῆς
παραγραφῆς τῶν ἐγκλημάτων, ἀπήλλαξε τὸν ἐπίσκοπον τῆς κατηγορίας, ἀλλὰ
καὶ τὸν ἔντιμον μηνυτήν, ὅστις ἐξέφρασεν ἐν προκειμένω τὴν ἀγωνίαν τοῦ
λαοῦ διὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν ἐν τῶ ἐπισκοπείω ἀθλιότητα, περιεφρούρησεν.
Δὲν ἀπέκλεισε τὴν ἰδέαν τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας ὑπὸ
τῶν ἐγγὺς τῶ ἐπισκόπω προσώπων. Δὲν ἐπέβαλε τῶ μηνυτῆ τὰ δικαστικὰ
ἔξοδα. Διὸ καὶ οὐδεὶς τῶν μηνυθέντων ἐτόλμησε νὰ τὸν μηνύση ἐπὶ
συκοφαντικῆ δυσφημήσει. Πάντως ὁ μελετῶν τὴν ἀπόφασιν τοῦ Διακστηρίου
ὄπισθεν τῆς νομικῆς διατυπώσεως εὐκόλως διακρίνει ὅτι εἰς τὴν σκέψιν τῶν
τότε δικαστῶν διὰ λόγους σεβασμοῦ πρὸς τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας
ἐπεκράτησεν ἡ σκοπιμότης. Κακῶς! Διότι ἐδίδετο ἡ εὐκαιρία μιᾶς ῥιζικῆς
καθάρσεως…
Τὸ ἐπισκοπικὸν κῦρος κατόπιν τῆς ἀνωτέρω μηνύσεως καὶ ἄλλων
γεγονότων κατέπεσε, καὶ ὁ γλωσσομαθὴς ἐκεῖνος ἐπίσκοπος, τὸν ὁποῖον ἡ
ἄρχουσα τάξις τῶν μασόνων άνεβίβασεν εἰς τὸ ὕψιστον ἀξίωμα διὰ νὰ
κολακεύη καὶ νὰ λιβανίζη, εἰς τὰ χείλη τοῦ λαοῦ ἐφέρετο κατὰ τὴν
ἐπιεικεστέραν κρίσιν, ὡς ἕνας ἐπίσκοπος, ὅστις ἔγινε διὰ νὰ ἐξυπηρετήση
τὰ ὑλικὰ συμφέροντα τῶν συγγενῶν του, τῶν ὁποίων ὁσημέραι καὶ ἐγίνετο τὸ
θλιβερὸν ὄργανον ἐπὶ ἐξευτελισμῶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.
Διωγμὸς
Μέσα εἰς ἕνα τοιοῦτον ἐκκλησιαστικὸν περιβάλλον ποῖος ἐργάτης
τοῦ Εὐαγγελίου δύναται νʼ ἀνθέξη; Καὶ μέσα εἰς τὸ ἄθλιον αὐτὸ περιβάλλον
ἐκαλεῖτο νὰ ἐργασθῆ ποῖος; Ὁ πατὴρ Γερβάσιος! Ἡ σύγκρουσις μὲ τὸν
ἐπίσκοπον καὶ τὸ περιβάλλον, ὅσονδήποτε καὶ ἐὰν ὁ π. Γερβάσιος
προσεπάθει νὰ τὴν ἀποφύγη διὰ νὰ μὴ παρεβληθῆ ἐμπόδιον εἰς τὸ
ἱεραποστολικόν του ἔργον, ἦτο ἀναπόφευκτος. Ἀφορμὴ τῆς συγκρούσεως
ἐδόθη: Ὁ π. Γερβάσιος χάριν τοῦ ἐργαζομένου λαοῦ, ὅστις τὸν περιέβαλε μὲ
θερμὴν ἀγάπην, εἶχε διοργανώσει καθημερινὰ ἀπογευματινὰ κηρύγματα,
γινόμενα εἰς τὰς 7 μ.μ. Ἀλλʼ «ἀριστοκρατικοί τινες κύκλοι» τῆς πόλεως,
οἱ ὁποῖοι ἔφερον βαρέως, τὸ ὅτι αἱ ὑπηρέτριαι ἀπουσίαζον κατὰ τὴν ὥραν
αὐτὴν καὶ ἤκουον τό… κήρυγμα τοῦ καλογήρου, τοῦ π. Γερβασίου, ὡς καὶ
φθονεροί τινες κληρικοὶ τῆς πόλεως ἐζήτησαν παρὰ τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως
ὁρίση ὠς ὥραν τῶν φλογερῶν κηρυγμάτων τὴν 4 μ.μ. Ὁ ἐπίσκοπος ὑπεχώρησε
καὶ διέταξε τὴν ἀλλαγὴν τῆς ὥρας. Τοῦτο ἰσοδυνάμε μὲ ἔμμεσον ἀπαγόρευσιν
τοῦ κηρύγματος. Διότι πῶς εἶνε δυνατὸν ὁ ἐργαζόμενος λαὸς νὰ
παρακολουθήση κηρύγματα εἰς ὥραν, καθʼ ἥν οὗτος εἰργάζετο εἰς τὰ
ἐργοστάσια καὶ λοιπὰς ἐργασίας του; Ἐκ τῆς παραλόγου διαταγῆς τοῦ
ἐπισκόπου προῆλθεν ἀναστάτωσις. Ὁ εὐσεβὴς λαός, παρακολουθῶν ὡς ἔλαφος
διψῶσα τὸ κήρυγμα τοῦ λαμπροῦ καὶ ἀκαμάτου ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου,
κατέκλυσε τὸν πρὸ τοῦ Ναοῦ χῶρον. Αἱ θύραι τοῦ Ναοῦ κατὰ διαταγὴν τοῦ
ἐπισκόπου ἦσαν κλεισταί. Ἀλλʼ ὁ λαὸς ἤνοιξε βιαίως τὸν Ναὸν καὶ ὁ π.
Γερβάσιος, ὡς πάντοτε, ἀνῆλθεν εἰς τὸν ἄμβωνα, ὡμίλησε καὶ κατηύνασε τὰ
πνεύματα. Ὁ ἐπίσκοπος θὰ ἔπρεπε διὰ τοῦτο νὰ τὸν εὐγνωμονῆ. Διότι τὸ
ῥεῦμα τοῦ λαοῦ θὰ ἠδύνατο νὰ στραφῆ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς Ἱ.
Μητροπόλεως καὶ τότε…
Ἡ ἐνέργεια τοῦ π. Γερβασίου ἐθεωρήθη ἀνυποταξία, ἀνταρσία,
φατρία, ἔγκλημα ποὺ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῆ αὐστηρῶς. Οἱ «δεσποτικοὶ»
ἐμαίνοντο. Ἐζήτουν τὴν καθαίρεσίν του. Διέταξαν ἀνακρίσεις. Ἐσχηματίσθη
φάκελλος. Καὶ ἡ ὑπόθεσις παρεπέμφθη εἰς τὸ Συνοδικὸν Δικαστήριον. Ὁ π.
Γερβἀσιος ἐκλήθη νὰ ἐμφανισθῆ ἐνώπιον τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου. Τὸ ὅτι ἡ
ἐπισκοπὴ εἶχε μεταβληθῆ εἰς Σιμωνιακὸν κέντρον αἰσχροῦ ἐμπορίου ἱερῶν
καὶ ὁσίων, τὸ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἦτο ἕρμαιον ἀθλίων ὑποκειμένων, αὐτὸ δὲν
ἐνδιέφερε τὴν Ἁγίαν καὶ Ἱερὰν Σύνοδον. Ὁ συνάδελφος ἐπίσκοπος ἔπρεπε νὰ
καλυφθῆ. Ὁ ἐλέγχων εὐθαρσῶς τὰς πράξεις ἱεροκῆρυξ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῆ. Τὸ
Ἅγιον Δικαστήριον, παρὰ τὴν θαυμασίαν ἀπολογίαν τοῦ π. Γερβασίου, τὸν
ἐτιμώρησε διὰ τὴν ἀνυπακοήν του (!) μὲ ἑξάμηνον ἀργίαν καὶ περιορισμὸν
εἰς τὴν Ἱ. Μονὴν Γηροκομείου. Ἀλλʼ ἡ εἴδησις αὕτη γνωσθεῖσα εἰς τὴν
πόλιν προεκάλεσε κῦμα ἀγανακτήσεως ἐναντίον τῶν διωκτῶν τοῦ ζηλωτοῦ
ἱεροκήρυκος. Χιλιάδες λαοῦ συνεκεντρώθησαν εἰς τὸν Σταθμὸν διὰ νὰ
ὑποδεχθοῦν τὸν ἥρωα, τὸν π. Γερβάσιον. Ἦτο ἡ ἀπάντησις τοῦ λαοῦ εἰς
ἐκείνους τοὺς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ κρατοῦν εἰς τὰς χεῖράς των
τὴν σφραγιδα τῆς ἐξουσίας, νομίζουν, ὅτι διʼ αὐτῆς δύναντια νὰ διοικοῦν,
νὰ κάμνουν ὅ,τι θέλουν, νὰ σκεπάζουν ἐγκλήματα συναδέλφων καὶ νὰ
κόπτουν κεφαλὰς τιμίων ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου…
Ἀδιάλειπτος ἐργασία
Μετὰ τὴν λῆξιν τῆς περιπέτειας αὐτῆς ὁ π. Γερβάσιος μὲ
περισσότερον ζῆλον ἐπεδόθη εἰς τὸ ἱεραποστολικόν του ἔργον, ἔργον τὸ
ὁποῖον, μετὰ μικράν τινα διακοπήν, λόγω τῆς ὑπηρεσίας του ὡς
Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, συνεχίσθη μέχρι τῶν τελευταίων
ἡμερῶν τῆς ζωῆς του. Ὁ π. Γερβάσιος δὲν ἐγνώρισε τὶ σημαίνει ἀνάπαυσις.
Ἀδιάλειπτος ἡ ἔργασία του. Κἄποτε ἕνας ἐκ τῶν ἀκροατῶν του, ὅτε ὁ π.
Γερβάσιος ἐν καιρῶ φοβεροῦ καύσωνος τοῦ Ἰουλίου ἐξηκολούθει τὰ κηρύγματά
του τῶ εἴπε˙ π. Γερβάσιε, δὲν εἶνε καλὸν νὰ κάμης καὶ σὺ μικρὰν
διακοπὴν λόγω τῆς ζέστης; Ὁ π. Γερβάσιος ἀπαντῶν τότε ἠρώτησεν˙ ὁ
Διάβολος τὸ καλοκαίρι κάμνει διακοπάς; Πῶς θέλεις ἐγὼ νὰ κάμω διακοπήν;
Εἰργάζετο συνεχῶς. Πῶς νὰ περιγράψωμεν τὴν ἱεραποστολικήν του δρᾶσιν,
ἥτις καλύπτει ἥμισυ αἰῶνος; Λειτουργίαι τρὶς καὶ τετράκις τῆς ἑβδομάδος,
ἀγρυπνίαι, καθημερινὴ κατήχησις μικρῶν – ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος ὅστις ἵδρυσε
κατηχητικὸν σχολεῖον ἐν Ἑλλάδι – ἐξομολόγησις, μελέτη Γραφῆς καὶ
Πατέρων, κηρύγματα πρωινὰ καὶ ἐσπερινὰ τὰς Κυριακὰς καὶ εἰς τὸ μέσον
ἀκόμη τῆς ἑβδομάδος, διοίκησις συλλόγων καὶ ἀδελφοτήτων, καταρτισμὸς
στελεχῶν, ἀρθρογραφίαι εἰς ἐφημερίδας καὶ περιοδικά, ἀλληλογραφίαι μὲ τὰ
πνευματικὰ τέκνα, εἰς ὅλους αὐτοὺς τοὺς τομεῖς τῆς πνευματικῆς ἐργασίας
ἠσχολεῖτο ἀπὸ ὄρθρου ἕως βαθείας νυκτός. Μόνον ὀργανισμὸς χαλύβδινος ἤ
μᾶλλον σωματικὸς ὀργανισμὸς ἐνισχυόμενος ὑπὸ τῆς Θείας Χάριτος ἠδύνατο
νὰ σηκώνη τοιοῦτον βάρος ὑποχρεώσεων καὶ νὰ μὴ κάμπτεται. Εἰς ὅλα δὲ
ηὐδοκίμει. Ἀλλὰ τὸ ἰδιαίτερον χάρισμα, ὅπερ εἶχε λάβει ὁ π. Γερβάσιος,
ἦτο τοῦ λειτουργοῦ. Ὅτε ἐτέλει τὴν θείαν λειτουργίαν, μετηρσιοῦτο
κυριολεκτικῶς. Ὡς γράφει τὸ ἄξιον πνευματικὸν τέκνον, ὁ ἀρχιμ. π.
Ἱερόθεος Τσαντίλης, ὅταν ὁ π. Γερβάσιος ἐλειτούργει ἡ φλὸξ τῆς ψυχῆς του
κατέτρωγε τὴν λαμπάδα τοῦ σώματός του. Τὰ σιγανὰ «Κύριε ἐλέησον», τὰ
«παράσχου Κύριε», τὰ «Ἀμὴν», ὁ ἀνεπανάληπτος τόνος των καὶ τὰ δάκρυα, μὲ
τὰ ὁποῖα ἐβάπτιζε τὰς 109 λέξεις τοῦ τμήματος τοῦ καθαγιασμοῦ τῆς
μεγάλης εὐχῆς, μᾶς συνεκλόνιζον… Αὐτὴ ἡ ἀμείωτος ἔντασις τοῦ
λειτουργικοῦ πάθους ποὺ καταδήλως τὸν κατέκαιεν, ἀποτελεῖ ἕν θαῦμα.
Θαῦμα μοναδικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἠγαπημένου του ψαλμοῦ, ποὺ πολλάκις
ἐπανελάμβανε καὶ ἡρμήνευεν «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά Σου Κύριε τῶν
Δυνάμεων! Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου».
Περὶ τῆς ἐπὶ ἥμισυ αἰῶνος ἱεραποστολικῆς ἐργασίας, τῆς ὁποίας
κέντρον ὑπῆρξεν ἡ πόλις τοῦ Πρωτοκλήτου, πρέπει νὰ γραφῆ βιβλίον, τὸ
ὁποῖον μόνον πνευματικά του τέκνα, ποὺ παρηκολούθησαν ἐκ τοῦ πλησίον τὸν
ἀποστολικὸν τοῦτον κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, δύναται νὰ γράψουν ἐπιτυχῶς.
Ἡμεῖς ἐδῶ εἰς τὸν στενὸν τοῦτον χῶρον τοῦ περιοδικοῦ σκιαγραφοῦντες τὸν
ἄνδρα, εἰς δύο ἀκόμη σημεῖα θὰ ἐπιστήσωμεν τὴν προσοχὴν τῶν ἀναγνωστῶν
μας καὶ θὰ καταπαύσωμεν τὸν λόγον.
Πρωτοσύγκελλος Ἀρχιεπισκοπῆς
Τὸ ἕν σημεῖον εἶνε: Τῶ 1938 ἀνῆλθεν εἰς τὸν ἀρχιεπισκοπικὸν
θρόνον ὁ ἀείμνηστος Χρύσανθος ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ
κατάστασις τῆς Πρωτευούσης ἦτο ἀθλία. Ὑποκείμενα φαῦλα καὶ ἀνίκανα ἐξ
ὅλης τῆς Ἑλλάδος χάρις εἰς τὰ μέσα ποὺ διέθετον, χάρις εἰς τὴν
ὑποστήριξιν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων, εἶχον εἰσπηδήσει
εἰς Ἀθήνας καὶ καταλάβει ἐνοριακὰς θέσεις, καὶ μὲ τὴν ἄτακτον ζωἠν των
προὐκάλουν καθημερινὰ σκάνδαλα. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος ἤθελε νὰ ἐκκαθαρίση
τὴν ἀρχιεπισκοπήν. Ἀλλὰ πρὸς τοῦτο ἐχρειάζετο πρωτοσύγκελλος ὄχι ἐξ
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τὴν θέσιν των χρησιμοποιοῦν διὰ νʼ ἀνέλθουν εἰς τὸ
ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, τοῖς πᾶσι χαριζόμενοι, ἀλλὰ ἀνὴρ γενναῖος καὶ
δίκαιος, ὑπεράνω ὅλων τιθέμενος τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ προσοχὴ τοῦ
Χρυσάνθου ἐστράφη πρὸς τὸν φλογερὸν ἱεροκήρυκα Πατρῶν, τὸν π. Γερβάσιον.
Ἀλλὰ πῶς νὰ πεισθῆ ὁ π. Γερβάσιος νὰ ἐγκαταλείψη τὸ ποίμνιόν του; Δὲν
ἦτο εὔκολον. Μετὰ συγκινήσεως γράφων τὰς γραμμὰς αὐτὰς ἐνθυμοῦμαι ὅτι,
ἐκτελῶν ἐντολὴν τοῦ μακαρίτου Ἀκαρνανίας Ἱεροθέου, μετέβην εἰς Πάτρας,
διὰ νὰ πείσω τὸν π. Γερβάσιον νὰ δεχθῆ τὴν θέσιν τοῦ πρωτοσυγκέλλου
Ἀρχιεπισκοπῆς. Τῶ ὡμίλησα. Ἀλλʼ ἐκεῖνος διαρκῶς ἀναστέναζε καὶ μοῦ
ἔλεγε˙ πῶς νʼ ἀφήσω τὸν λαὸν τοῦτον;… Τέλος, ὑπείκων εἰς ἐντόνους
παρακλήσεις πολλῶν, ἔρχεται εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ ἀναλαμβάνει καθήκοντα
πρωτοσυγκέλλου. Καὶ μόνον τὸ ὄνομά του ἐστάθη ἱκανὸν νὰ τρομοκρατήση τὰ
ἄτακτα τοῦ κλήρου στοιχεῖα. Ὅπου ἠκούετο κατάχρησις ἱεροῦ χρήματος,
ἀνηθικότης καὶ πλεονεξία, ὅπου ἐξερρηγνύετο σκάνδαλον, ὡς κεραυνὸς
ἐπέπιπτεν ὁ π, Γερβάσιος. Ἦτο ἀλύγιστος, ἀσυμβίβαστος. Οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ
τὸν ἀποτρέψη ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ καθήκοντός του. Ἐκαίετο ἀπὸ τὸν
πόθον νὰ ἐκκαθαρίση τὴν Ἀρχιεπισκοπὴν ἀπὸ ὅλα τὰ ἄτακτα στοιχεῖα. Ἦλθεν
εἰς σύγκρουσιν μὲ καθηγητὰς πανεπιστημίου, μὲ ὑπουργούς, καὶ πρὸ παντὸς
μὲ μητροπολίτας, ὑποστηρικτάς, φεῦ, ἀνικάνων καὶ φαύλων ὑποκειμένων. Ὡς
πρωτοσύγκελλος ἐπέδειξε ζῆλον τοῦ Ἠλιοῦ τοῦ προφήτου, ὅστις συνέλαβε καὶ
κατέσφαξε τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης, τοὺς τρώγωντας εἰς τράπεζαν
Ἰεζάβελ…
Ἀλλʼ εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν δὲν ἔμεινεν ἐπὶ πολύ. Τὸ Ἔθνος μας
ἐνεπλάκη εἰς παγκόσμιον πόλεμον. Ἦλθον ἡμέραι πονηραί. Ἡ Πρωτεύουσα καὶ
ὅλη ἡ Ἑλλὰς κατελήφθη ἀπὸ νεοβαρβάρους. Ἡ Γερμανικὴ σημαία ὑψώθη εἰς τὴν
Ἀκρόπολιν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος διὰ τὴν ἡρωϊκὴν ἀπάντησιν τὴν
ὁποίαν ἔδωκεν εἰς τὸν Γερμανὸν στρατάρχην Λὶστ κατεβιβάσθη ἐκ τοῦ
θρόνου. Ὁ Πρωτοσύγκελλός του ἀπηλλάγη τῶν καθηκόντων, ἐπανῆλθε εἰς τὴν
πόλιν τῶν Πατρῶν ἐν μέσω τοῦ προσφιλοῦς του ποιμνίου, ὅπερ μὲ χαρὰν
μεγάλην τὸν ἐπανέβλεπε. Καὶ πόσον εἶχε ἀνάγκην τῆς παρουσίας του! Ἐστάθη
παρήγορος ἄγγελος τῆς πόλεως κατὰ τὰς φοβερὰς ἐκείνας ἡμέρας. Νέον
κεφάλαιον ἱεραποστολικῆς δράσεως ἐγγράφη.
Τὸ μαρτύριον
Τὸ δεύτερον σημεῖον εἶνε: Περὶ τὸ τέλος τῆς ἀπεριγράπτου
ἐκείνης ἐθνικῆς τραγωδίας ὁ ἐπίσκοπος Πατρῶν, ὁ διώκτης τοῦ ἀποστολικοῦ
κηρύγματος, ὁ Ἀντώνιος Παράσχης, ἀπέθανεν. Εἶχεν ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ
πνευματικῶς. Ἦτο νεκρὸς ἄταφος. Ὑπελείπετο μόνον καὶ ὁ τοῦ σώματος
θάνατος. Ποῖος τώρα θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκλεγῆ ἐπίσκοπος Πατρῶν; Ἐὰν ὁ εὐσεβὴς
λαὸς τῶν Πατρῶν κατὰ τὴν ἀρχαίαν τάξιν ἐξέλεγεν ἐπίσκοπον, ποῖος
ἀμφιβάλλει ὅτι ἀπὸ τὰς κάλπας ὅλων τῶν ἐνοριῶν τῆς μεγάλης πόλεως μὲ
καταπληκτικὴν πλειοψηφίαν νικητὴς θὰ ἐξήρχετο ὁ Γερβάσιος; «Ψήφω κλήρου
καὶ λαοῦ» θὰ ἀνήρχετο τῆς βαθμίδας τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου τῆς
ἀποστολικῆς πόλεως, τὴν ὁποίαν καθηγίασε τὸ αἷμα τοῦ Πρωτοκλήτου, ἕνας
δὲ Γερβάσιος μητροπολίτης Πατρῶν, θὰ ἀνενέωνε τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν
εἶχεν ἡ μητρόπολις ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου Ἱεροθέου. Ἀλλὰ δυστυχῶς
σήμερον – τὰ εἴπομεν καὶ ἄλλοτε – οἱ ἀρχιερατικοὶ θρόνοι δὲν εἶνε τὰ
ἔπαθλα κόπου καὶ μόχθου, πίστεως καὶ ἀρετῆς. Οἱ ἀρχιερατικοὶ θρόνοι
κυριολεκτικῶς χαρίζονται εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κάμπτουν τὴν
σπονδυλικὴν στήλην καὶ γνωρίζουν νὰ παρακαλοῦν ἐκκλησιαστικοὺς καὶ
πολιτικοὺς παράγοντας. Αὐτὴ εἶνε ἡ ῥίζα τῆς ἀθλίας ἐκκλησιαστικῆς
καταστάσεως. Αὐτὴ εἶνε ἡ πικρὰ ἀλήθεια. Αἱ δὲ τυχὸν ἐξαιρέσεις δὲν
καταργοῦν τὸν κανόνα. Ἄ! Πότε θὰ γίνη μία ΑΓΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ διὰ νὰ
ἐπανέλθουν αἱ ἡμέραι τῆς δόξης εἰς τὴν Ἐκκλησίαν;
Ὁ π. Γερβάσιος δὲν εἶχεν εὔκαμπτον σπονδυλικὴν στήλην. Νὰ σκύψη
καὶ νὰ παρακαλέση μητροπολίτας διὰ νὰ τὸν κάμουν ἐπίσκοπον; Αὐτὸ
ἀντέκειτο εἰς τὸν χαρακτῆρά του, ἀντέκειτο εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διὸ
καὶ παρεθεωρήθη καὶ παρηγκωνίσθη πάντοτε εἰς ἐκλογὰς Ἀρχιερέων. Εἰς τὰς
Πάτρας καὶ πάλιν ἦλθεν ἐπίσκοπος μὴ ἐκλεκτὸς τοῦ λαοῦ. Ἦλθεν ἐξ ἄλλης
γειτονικῆς Μητροπόλεως. Ἦλθεν ὁ Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος. Ἡ διοίκησις
τούτου νέα πνευματικὰ ἐρείπια ἐπεσώρευσεν εἰς τὴν ἱερὰν αὐτὴν ἐπισκοπήν.
Ἡμεῖς, ὅτε ἔζη, καὶ ὡς Μητροπολίτης Πατρῶν καὶ ὡς Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν
τὸν ἠλέγξαμεν. Ἄς τὸν ἀφήσωμεν τώρα εἰς τὸν τάφον του ἥσυχον…
Πόσον δύσκολον, πόσον ἐπώδυνον, πόσον μαρτυρικὸν εἶνε, ἕνας
φλογερὸς ἔργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁποῖος ἦτο ὁ π. Γερβάσιος, νὰ
εὑρίσκεται ὑπὸ τὰς διαταγὰς ἑνὸς ψυχροῦ, ἑνὸς κοσμικοῦ, ἑνὸς
«σοκολατένιου ἐπισκόπου»… Εἶνε ὡς ἐὰν γενναῖος στρατιώτης, ἕτοιμος πρὸς
θυσίαν, ἔχη ἀξιωματικὸν χαῦνον, δειλὸν καὶ ἀνίκανον! Ὁ π. Γερβάσιος,
εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ τὸ γνωρίζομεν, ἀνεστέναζε, διότι ὡς κληρικὸς
«κατώτερος» δὲν εἶχεν ἐλεύθερον πεδίον δράσεως ἐν τῆ Ἐκκλησία τῶν
Πατρῶν. Πόσας φορὰς ὅμως ἐκ τῆς ἡφαιστειώδους καρδίας του δὲν ἐξεχύνετο
ὡς λάβα ἡ ἱερὰ ἀγανάκτησις διʼ ὅσα ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα ἔβλεπε νὰ
γίνωνται ἐν τῆ Ἐκκλησία! Κατὰ ποῖον δὲν τρόπον καὶ ἐπὶ ποίων θεμάτων
ἐξήσκησε τὸν ἔλεγχον ἐν τῆ Ἐκκλησία ὁ ἀοίδιμος, τοῦτο, εὐκαιρίας
δοθείσης, εἰς ἄλλο φύλλον τῆς Σπίθας πρέπει νὰ ἐξετασθῆ. Καὶ εἶνε
ἀνάγκη. Διότι, δυστυχῶς, νέοι Ἀντώνιοι Παράσχαι ἐν τῆ δημοκρατικῆ μας
πατρίδι ἐμφανίζονται, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ ἐπιβάλλουν φίμωτρον εἰς ὅσα
στόματα λαλοῦν τὴν πικρὰν ἀλήθειαν. Καλὸς κατʼ αὐτοὺς ἱεροκῆρυξ εἶνε
ἐκεῖνος, ὅστις ἐφαρμόζει τὸ σύνθημα: «βλέπε, ἄκουε, σιώπα…»
* * *
Ὁ ἀστὴρ δύει
Ἰούνιος 1964. Ἔφθασεν ὁ καιρὸς νʼ ἀναπαυθῆ ἀπὸ τοὺς ἀτρύτους
κόπους ὁ ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου. Τὴν 30ὴν Ἰουνίου 1964, ἑορτὴν τῶν
Δώδεκα Ἀποστόλων, ὁ Κύριοςἐκάλει πλησίον Του τὸν νεώτερον ἀπόστολον τῆς
πόλεως Πατρῶν. Ὁ π. Γερβάσιος τὰς πρωινὰς ὥρας τῆς ἡμέρας ταύτης
ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω. Ὁ ἀστήρ, ὅστις ἐπὶ 50 καὶ πλέον ἔτη ἐφώτιζε τὴν πόλιν
τῶν Πατρῶν, ἔδυσεν ἵνα ἀνατείλη εἰς τὸν ἄλλον ἐκεῖνον κόσμον, τὸν
ὁποῖον τόσον ἠγάπησεν. Ὅλη Ἡ πόλις ἐσείσθη ἐκ τῆς εἰδήσεως τοῦ θανάτου
του. Χιλιάδες λαοῦ, ὅστις τὸν ἐγνώρισεν ὡς πιστὸν δοῦλον τοῦ Κυρίου,
συνέρρευσεν εἰς τὸν Ἱ. Ναὸν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, κέντρον τῆς
ἱεραποστολικῆς δράσεώς του, καὶ μὲ ἐκδηλώσεις βαθυτάτου σεβασμοῦ
ἠσπάζετο τὸ ἱερὸν σκήνωμα. Ὁ γράφων τὰς γραμμὰς ταύτας, ὅστις ηὐτύχησε
νὰ παρευρεθῆ εἰς τὴν κηδείαν, καὶ νὰ προσφωνήση καὶ αὐτὸς διʼ ὀλίγων τὸν
νεκρόν, θὰ ἐνθυμῆται πάντοτε τὰς αὐθορμήτους ἐκείνας ἐκδηλώσεις τοῦ
εὐσεβοῦς λαοῦ ὑπὲρ τῆς μνήμης τοῦ ἀοιδίμου ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ
ταπεινὸς πρεσβύτερος Γερβάσιος ἐτάφη μὲ τιμὰς Πατριάρχου, ἀληθινοῦ
Πατριάρχου. Καὶ ἐνῶ ἡ μνήμη τῶν ἀρχιερέων καὶ ἀρχιεπισκόπων συντόμως
ἐξαλείφεται, ἡ μνήμη τοῦ π. Γερβασίου δὲν πρόκειται νὰ λησμονηθῆ. Διότι
εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος. Καὶ ἐκ τῶν δικαίων ἦτο ὁ π.
Γερβάσιος. Ἰδοὺ ἔτος παρῆλθε, καὶ τὰ πνευματικὰ τέκνα συρρέουν καὶ πάλιν
εἰς τὸν τάφον, ὅστις ἔχει μεταβληθῆ εἰς προσκύνημα. Τὸ εἴπομεν κατὰ τὴν
κηδείαν. Τὸ ἐπαναλαμβάνομεν καὶ ἐδῶ. Μίαν ἡμέραν ὁ π. Γερβάσιος θὰ
ἀνακηρυχθῆ ἅγιος. Ἤδη ἐν τῆ συνειδήσει χιλιάδων πιστῶν εἶνε ἅγιος.
Τὰ πολυάριθμα πνευματικὰ τέκνα καλοῦνται νὰ κρατήσουν ὡς ἱερὰν
παρακαταθήκην τὰ πολύτιμα, τὰ ἀνεκτίμητα διδάγματα, ὅσα ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν
ἄμβωνα καὶ ἀπὸ τὸ ἱερὸν ἐξομολογητήριον ἀπηύθυνε πρὸς ὅλους καὶ πρὸς ἕνα
ἕκαστον ἰδιαιτέρως.
Τοῦ πατρὸς Γερβασίου ἡ εὐχὴ ἔστω μεθʼ ἡμῶν.