Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

«Σας ζητώ να διακόψετε την εξορία μου και να με αποσπάσετε σε νοσοκομείο»: μια ιστορία από τη ζωή του Αγίου Λουκά της Κριμαίας (Βόινο-Γιασενιέτσκι)

Στρατιώτες από τις περιοχές της Σιβηρίας της ΕΣΣΔ σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο («τεπλούσκα») πηγαίνουν προς υπεράσπιση της Μόσχας. Πηγή: http://waralbum.ru
Στρατιώτες από τις περιοχές της Σιβηρίας της ΕΣΣΔ σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο («τεπλούσκα») πηγαίνουν προς υπεράσπιση της Μόσχας. Πηγή: http://waralbum.ru

 Μαρίνα Μπορίσοβα

Το Δεκέμβριο του 1945, όταν απονεμήθηκε στον Αρχιεπίσκοπο Λουκά το μετάλλιο «Για γενναία εργασία στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο του 1941-1945», στα συγχαρητήρια του προέδρου της περιφερειακής εκτελεστικής επιτροπής του Ταμπόφ, ο δεσπότης απάντησε: «Έχω αποκαταστήσει τη ζωή και την υγεία σε εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες τραυματίες και σίγουρα θα βοηθούσα πολύ περισσότερους, αν δεν με είχατε αρπάξει, για κάτι που δεν έπραξα και δεν με είχατε σύρει για έντεκα χρόνια μέσα στις φυλακές και τις εξορίες. Αυτός είναι ο χρόνος που χάθηκε και, αλήθεια, πόσοι άνθρωποι χάθηκαν, χωρίς τη θέλησή μου;».

Ήξερε κάθε τραυματία προσωπικά

Συνάντησε τον πόλεμο στην εξορία, στην περιφέρεια του Κρασνογιάρσκ, όπου μεταφέρθηκε από την Τασκένδη. Ο ίδιος ενθυμείτο αυτό το ταξίδι ως εξής: «Στο δρόμο προς το Κρασνογιάρσκ, με λήστεψαν πολύ άσχημα απατεώνες μέσα στο αυτοκίνητο. Μπροστά σε όλους τους κρατούμενους, ένας νεαρός απατεώνας κάθισε δίπλα μου (...) και για πολλή ώρα "μιλούσε στα δόντια μου" ενώ πίσω από την πλάτη του, δύο άλλοι απατεώνες άδειαζαν τη βαλίτσα μου. Στο Κρασνογιάρσκ, κρατηθήκαμε για λίγο σε κάποιο είδος φυλακής μεταγωγών στα περίχωρα της πόλης και από εκεί μας μετέφεραν στο χωριό Μπολσάγια Μούρτα, περίπου εκατόν τριάντα βέρστ (σημ. τ. μεταφρ. 1 βερστ ίσον με 1066,8 μέτρα) από το Κρασνογιάρσκ. Εκεί κακοπέρασα για πρώτη φορά, χωρίς μόνιμο διαμέρισμα (...) Μετά βίας μπορούσα να περπατήσω από την αδυναμία μετά από μια πολύ κακή διατροφή σε μια φυλακή της Τασκένδης».

Υπηρεσία Τύπου του Τμήματος Δημοσίων Σχέσεων του Κυβερνήτη της περιφέρειας του Κρασνογιάρσκ
Υπηρεσία Τύπου του Τμήματος Δημοσίων Σχέσεων του Κυβερνήτη της περιφέρειας του Κρασνογιάρσκ

Αλλά, αφότου έμαθε, ότι ο πόλεμος είχε αρχίσει, ο πολιτικός κρατούμενος επίσκοπος Λουκάς, έστειλε το εξής τηλεγράφημα στον πρόεδρο του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ, Καλίνιν: «Εγώ, ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς, καθηγητής Βόινο-Γιασενιέτσκι, υπηρετώ στην εξορία στο χωριό Μπολσάγια Μούρτα της περιφέρειας Κρασνογιάρσκ. Όντας, ειδικός στην πυώδη φλεγμονική χειρουργική, μπορώ να βοηθήσω τους στρατιώτες στο μέτωπο, αλλά και στα μετόπισθεν, κατ’ επέκταση, όπου μου ανατεθεί. Σας ζητώ να διακόψετε την εξορία μου και να με στείλετε σε νοσοκομείο. Στο τέλος του πολέμου, είμαι έτοιμος να επιστρέψω στην εξορία. Επίσκοπος Λουκάς».

Η απάντηση ήρθε εκπληκτικά γρήγορα και ήδη στα τέλη Ιουλίου, ο ίδιος ο επικεφαλής χειρουργός της περιφέρειας του Κρασνογιάρσκ έφτασε με αεροπλάνο, τον έφερε στο Κρασνογιάρσκ και τον αναγνώρισε ως χειρουργό του Νοσοκομείου εκκένωσης 15-15. Ο επίσκοπος αναπολούσε τα δύο χρόνια που πέρασε εκεί με λαμπρότητα και χαρά . Οι τραυματίες τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Περνούσε δέκα έως έντεκα ώρες την ημέρα στο χειρουργείο, εκτελώντας μοναδικές επεμβάσεις. Χιλιάδες τραυματίες πέρασαν από τα χέρια του και οι περισσότεροι από αυτούς, έσωσαν τη ζωή τους. Αλλά μερικές φορές ήταν αδύνατο, γράφοντας στον γιο του: «θρηνώ τον θάνατο των ασθενών μετά από τη χειρουργική επέμβαση. Υπήρξαν τρεις θάνατοι στο χειρουργείο, και με ανέτρεψαν θετικά. Εσύ, ως θεωρητικός, αγνοείς αυτά τα βασανιστήρια, αλλά εγώ τα υπομένω όλο και πιο σκληρά. Προσευχήθηκα για τους θανώντες στο σπίτι, δεν υπάρχει ναός στο Κρασνογιάρσκ».

Ως προς αυτό, γνώριζε κάθε τραυματία προσωπικά, είχε κατά νου τις λεπτομέρειες της επέμβασης και ακολουθούσε πάντα το «πιστεύω» του: «για έναν χειρουργό δεν πρέπει να υπάρχει μια "περίπτωση", αλλά μόνο ένα ζωντανό, ταλαιπωρημένο άτομο».

Στο τέλος, ο επίσκοπος εξαντλήθηκε — στα τέλη του 1942, ο ίδιος νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο για τρεις εβδομάδες και στη συνέχεια θεραπεύτηκε στο σπίτι. Οι γιατροί αποφασίστηκε να εργάζονται όχι περισσότερες από τέσσερις ώρες την ημέρα και χωρίς χειρουργικές επεμβάσεις.

«Στην υπηρεσία του Θεού, καταθέτω όλη μου τη χαρά και όλη μου τη ζωή...»

Στο Κρασνογιάρσκ, συνδύασε τη θεραπεία των τραυματιών με την επισκοπική λειτουργία. Δεν υπήρχαν εκκλησίες που λειτουργούσαν στην πόλη — η τελευταία έκλεισε πριν από τον πόλεμο — γι αυτό και ο επίσκοπος, πήγαινε στο δάσος για να προσευχηθεί. Και ένας τοίχος του δωματίου του επιστάτη, όπου ζούσε, ήταν καλυμμένος με λαμπάδες και τα μηναία με τις εικόνες, που του έφερναν οι πιστοί «για φύλαξη».

Καθ' όλη τη διάρκεια του 1942, ο επίσκοπος ήταν απασχολημένος με το άνοιγμα μιας εκκλησίας στην πόλη και γι αυτό παραπονέθηκε σε μια επιστολή προς τον γιο του: «Υποσχέθηκαν να ανοίξουν μια εκκλησία εδώ για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά εξακολουθούν να με σέρνουν, κι έτσι θα μείνω και πάλι χωρίς θεία λειτουργία στη μεγάλη γιορτή της Γεννήσεως του Χριστού».

Ο ίδιος, πήγαινε σε μια μικρή εκκλησία πολύ έξω από την πόλη, τις Κυριακές και τις αργίες. Ήταν αδύνατο να λειτουργήσει ως επίσκοπος εκεί, το μόνο που έμεινε ήταν να κάνει κήρυγμα. Κάποτε, στα μισά του δρόμου, ο επίσκοπος κόλλησε στη λάσπη και έπεσε — έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι.

Το 1943, έγραψε στον γιο του: «Θυμήσου, Μίσα, ο μοναχισμός μου με τους όρκους του, η αξιοπρέπειά μου, η υπηρεσία μου στον Θεό είναι για μένα το μεγαλύτερο ιερό και το πρώτο καθήκον (...) Στην υπηρεσία του Θεού, καταθέτω όλη μου τη χαρά και όλη μου τη ζωή (...) Ωστόσο, δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω τόσο την ιατρική όσο και την επιστημονική εργασία (...) Ακόμη και αν η θέση της Εκκλησίας δεν είχε αλλάξει τόσο σημαντικά, αν η υψηλή επιστημονική μου αξία δεν με είχε προστατεύσει, δεν θα δίσταζα να επανέλθω στο μονοπάτι της ενεργού υπηρεσίας προς την Εκκλησία. Γιατί εσείς, παιδιά μου, δεν χρειάζεστε τη βοήθειά μου, είμαι συνηθισμένος στη φυλακή και την εξορία και δεν τα φοβάμαι».

Και ακόμη: «ερωτεύτηκα τον πόνο, καθαρίζοντας τόσο εκπληκτικά την ψυχή».

«Φορούσε ένα ράσο, μια ρόμπα και με ένα σταυρό γύρω από το λαιμό του, πήγαινε στους θαλάμους»

Η θητεία της εξορίας του αρχιεπισκόπου στη Σιβηρία, έληξε επίσημα τον Ιούλιο του 1942, αλλά στην πραγματικότητα διήρκεσε μέχρι το τέλος του 1943. Και το 1944, ο δεσπότης διορίστηκε στην έδρα του Ταμπόφ, μετακομίζοντας εκεί στο Ταμπόφ, όπου υπήρχαν εκατόν δέκα εκκλησίες πριν από την επανάσταση, αλλά βρήκε μόνο δύο: μια στο Ταμπόφ και μια στο Μιτσουρίνσκ. Ενθυμούμενος εκείνη την εποχή έλεγε: «έχοντας πολύ ελεύθερο χρόνο, συνδύαζα την εκκλησιαστική υπηρεσία με την εργασία σε νοσοκομεία για τους τραυματίες στο Ταμπόφ για περίπου δύο χρόνια».


Στο Ταμπόφ, υπήρχε ακόμη περισσότερο από αυτό το έργο, παρά στο Κρασνογιάρσκ. Ο δεσπότης, ως επικεφαλής χειρουργός του Νοσοκομείου, έπρεπε να επιβλέπει 150 μικρά παραρτήματα του νοσοκομείου με πεντακόσια έως χίλια κρεβάτια στο κάθε ένα. Ναι, εκτός αυτών, για να δώσει διαλέξεις, και τα Σάββατα για να πραγματοποιήσει ένα ραντεβού στην πολυκλινική για αρκετές ώρες. «Δεν δέχομαι στο σπίτι», έγραψε στον γιο του, «γιατί είναι ήδη πάρα πολύ επίπονο για μένα. Αλλά οι άρρωστοι, ειδικά οι χωρικοί που έρχονται από μακριά, δεν το καταλαβαίνουν αυτό και με αποκαλούν αδίστακτο επίσκοπο. Είναι πολύ δύσκολο για μένα. Θα πρέπει να τους δέχομαι στο σπίτι μόνο σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις».

Οι συνάδελφοί του, γιατροί, αναπολούσαν: «Τεντώνοντας τους λαιμούς μας, κρατώντας την αναπνοή μας, κρυφτήκαμε κοντά στις πόρτες. Φορούσε ένα ράσο, μια ρόμπα και με ένα σταυρό γύρω από το λαιμό του, πήγαινε στους θαλάμους. Ιερέας-γιατρός ... Ήταν κάτι απίστευτο». Στους θαλάμους, ο επίσκοπος διάβαζε προσευχές πριν προχωρήσει στις διαδικασίες και πριν από την επέμβαση, ρωτούσε τον ασθενή αν ήταν πιστός και μετά τον διάβαζε.

Και μετά τον πόλεμο, για τα «Δοκίμια για την πυώδη φλεγμονική χειρουργική», εργασίες, τις οποίες ξεκίνησε το 1905 στο χωριό Ρομάνοβκα της περιφέρειας του Σαράτοβ και συνεχίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς έλαβε το Βραβείο Στάλιν, το οποίο δώρισε σε παιδιά που επλήγησαν από τις συνέπειες του πολέμου.

Για την προετοιμασία του υλικού χρησιμοποιήθηκαν τα εξής βιβλία:

* Άγιος Λουκάς της Κριμαίας «Ερωτεύτηκα τον πόνο. Αυτοβιογραφία»
* Εκατερίνα Καλικίνσκαγια «Άγιος Λουκάς. Γεγονότα, έγγραφα και αναμνήσεις»
* Β.Α. Λισίτσκιν «Λουκάς, ο αγαπημένος ιατρός».

Μαρίνα Μπορίσοβα
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης

foma.ru

10/18/2023

https://gr.pravoslavie.ru/156758.html