Άγιος Ιγνάτιος Μπριατσανίνωφ
ΥΠ.: Γνώρισες ποτέ κανέναν που να έπεσε σε δαιμονική πλάνη από την αποδοχή φαντασιών κατά την άσκηση της προσευχής;
ΓΕΡ.: Γνώρισα. Κάποιος αξιωματούχος, που ζούσε στην Πετρούπολη, καταγινόταν εντατικά στην προσευχητική άσκηση και έφτασε εξαιτίας της σε μίαν ασυνήθιστη κατάσταση. Την άσκησή του και τις συνέπειές της φανέρωνε στον τότε πρωθιερέα του ναού της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου, που είναι στην Κολόμνα. Ο πρωθιερέας επισκέφθηκε ένα μοναστήρι της επαρχίας Πετρουπόλεως και παρακάλεσε κάποιον από τους μοναχούς να συζητήσει με τον αξιωματούχο. “Είναι περίεργη η κατάσταση στην οποία έφτασε ο αξιωματούχος από την άσκηση της προσευχής”, του είπε εύλογα προβληματισμένος ο πρωθιερέας. “Πιο εύκολα μπορεί να εξηγηθεί από μοναχούς, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα κάθε πλευρά και εκδήλωση της ασκήσεως”. Ο μοναχός συμφώνησε.
Έπειτα από μερικές μέρες ο αξιωματούχος ήρθε στο μοναστήρι. Παραβρέθηκα κι εγώ στη συζήτησή του με τον μοναχό. Άρχισε αμέσως να διηγείται τα οράματά του: Όταν προσευχόταν, έβλεπε να βγαίνει φως από τις εικόνες, οσμιζόταν ευωδία, αισθανόταν στο στόμα του μεγάλη γλυκύτητα κ.λπ. Ο μοναχός, αφού τον άκουσε, ρώτησε: “Δεν σας ήρθε ποτέ η σκέψη να βάλετε τέρμα στη ζωή σας;”. “Και βέβαια!”, απάντησε εκείνος. “Έπεσα κάποτε σε μια πισίνα, αλλά με βγάλανε”.
Καθώς φαίνεται, ο αξιωματούχος χρησιμοποιούσε τον πρώτο από τους τρεις τρόπους προσευχής που περιγράφει ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος(29). Μ’ αυτόν τον τρόπο ξεσηκώνεται η φαντασία, ανάβει το αίμα, και ο άνθρωπος γίνεται εξαιρετικά ικανός για μεγάλη νηστεία και αγρυπνία. Στην κατάσταση της αυταπάτης, την οποία ο αξιωματούχος επέλεξε αυτοπροαίρετα, ο διάβολος πρόσθεσε και τη δική του ενέργεια, όπως γνωρίζουμε ότι κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Έτσι η ανθρώπινη αυταπάτη εξελίχθηκε σε προφανή δαιμονική πλάνη. Με τα σωματικά του μάτια ο πλανεμένος έβλεπε φως. Με τις σωματικές αισθήσεις, επίσης, ένιωθε ευωδία και γλυκύτητα. Των αγίων, απεναντίας, οι οράσεις και οι υπερφυσικές καταστάσεις είναι εντελώς πνευματικές, είναι «δυνάμεις αγίες», όπως λέει ο αββάς Ισαάκ(30). Ο ασκητής δεν γίνεται ικανός γι’ αυτές πριν του ανοίξει τα μάτια της ψυχής η χάρη του Θεού, οπότε ενεργοποιούνται και οι υπόλοιπες ψυχικές του αισθήσεις, που μέχρι τότε παρέμεναν ανενέργητες(31). Στα οράματα της χάριτος λαμβάνουν, βέβαια, μέρος και οι σωματικές αισθήσεις των αγίων, αφού όμως πρώτα το σώμα από την κατάσταση της εμπάθειας φτάσει στην κατάσταση της απάθειας.
Ο μοναχός, λοιπόν, συμβούλεψε τον αξιωματούχο να εγκαταλείψει τη μέθοδο προσευχής που χρησιμοποιούσε, εξηγώντας του πειστικά και τη σφαλερότητα του τρόπου με τον οποίο προσευχόταν και την κατάσταση της πλάνης στην οποία τον είχε οδηγήσει αυτός ο τρόπος. Εκείνος, όμως, αντέδρασε με σκαιότητα στη συμβουλή. “Πως είναι δυνατό ν’ απαρνηθώ τη φανερή χάρη;!”, διαμαρτυρήθηκε. Ακούγοντας τον να μιλάει για τον εαυτό του, αυθόρμητα ένιωθα να τον λυπάμαι. Συνάμα μου φαινόταν κάπως αστείος, όπως, για παράδειγμα, όταν ρώτησε τον μοναχό: “Όταν από τη μεγάλη γλυκύτητα αυξάνεται στο στόμα μου το σάλιο, αρχίζει να στάζει στο πάτωμα. Μήπως αυτό είναι αμαρτία;”. Πράγματι: Όσοι βρίσκονται σε δαιμονική πλάνη, προκαλούν τη συμπόνια των άλλων, καθώς δεν ανήκουν, θαρρείς, στον εαυτό τους, αλλα με τον νου και την καρδιά είναι αιχμάλωτοι των πονηρών και κατάκριτων πνευμάτων. Είναι, όμως, και για γέλια. Τους παραδίνουν στη χλεύη των ανθρώπων τα πνεύματα που τους κυρίεψαν και τούς έφεραν σε κατάσταση εξευτελιστική, απατώντας τους με την κενοδοξία και την οίηση. Οι πλανεμένοι δεν συνειδητοποιούν ούτε την αιχμαλωσία τους ούτε την παραδοξότητα της συμπεριφοράς τους, όσο φανερές κι αν είναι αυτές.
Τον χειμώνα του 1828-29 έμενα στην Έρημο Πλόστσανσκ. Τότε ζούσε εκεί ένας γέροντας που βρισκόταν σε πλάνη. Είχε κόψει το χέρι του από τον καρπό, για να εκπληρώσει έτσι, όπως νόμιζε, την ευαγγελική εντολή(32). Σ’ όποιον είχε όρεξη να τον ακούσει, έλεγε ότι το κομμένο του χέρι είχε γίνει άγιο λείψανο, που το φύλαγαν και το τιμούσαν μεγαλόπρεπα στη Μονή Σιμωνώφ, στη Μόσχα, και ότι ο ίδιος από την Έρημο Πλόστσανσκ, πεντακόσια βέρστια μακριά, αισθανόταν πότε ο ηγούμενος και οι αδελφοί της μονής το προσκυνούσαν. Τον γέροντα εκείνο τον έπιανε τρεμούλα και στη συνέχεια άρχιζε να χτυπιέται πολύ δυνατά. Αυτό το φαινόμενο το θεωρούσε καρπό της προσευχής του. Οι θεατές, ωστόσο, τον έβλεπαν παραμορφωμένο, αξιολύπητο και καταγέλαστο. Τα ορφανά παιδιά, που έμεναν στο μοναστήρι, διασκέδαζαν μαζί του και τον μιμούνταν κοροϊδευτικά μπροστά στα μάτια του. Εκείνος τότε θύμωνε, ορμούσε καταπάνω τους, μια στο ένα και μια στο άλλο, και τραβούσε τα μαλλιά τους. Κανένας από τους σεβάσμιους μοναχούς της μονής δεν μπόρεσε να πείσει τον γέροντα ότι βρισκόταν σε κατάσταση πλάνης, σε ψυχική διαταραχή.
Όταν έφυγε ο αξιωματούχος, ζήτησα από τον μοναχό να μου εξηγήσει πως σκέφτηκε να τον ρωτήσει για την απόπειρα αυτοκτονίας. Και ο μοναχός αποκρίθηκε: “Όπως μέσα στο «κατά Θεόν» πένθος έρχονται στιγμές εξαιρετικής συνειδησιακής ηρεμίας, που αποτελεί την παρηγοριά των πενθούντων, έτσι και μέσα στην απατηλή απόλαυση της δαιμονικής πλάνης έρχονται στιγμές κατά τις οποίες διακόπτεται η ψευδαίσθηση. Τότε ο πλανεμένος γεύεται αυτό που πραγματικά είναι η πλάνη. Φοβερές στιγμές! Η πίκρα τους και η συνακόλουθη απογοήτευση είναι αβάσταχτες. Από την κατάσταση αυτή εύκολα θα μπορούσε ο πλανεμένος να αντιληφθεί την πλάνη του και να φροντίσει για τη θεραπεία του. Μα αλίμονο! Ρίζα της πλάνης είναι η υπερηφάνεια και καρπός της η υπερτροφική υπερηφάνεια. Ο πλανεμένος, θεωρώντας τον εαυτό του δοχείο της θείας χάριτος, περιφρονεί τις σωτήριες συμβουλές των συνανθρώπων του, όπως παρατηρεί και ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος(33). Στο μεταξύ, τα συμπτώματα της απογνώσεως γίνονται όλο και πιο έντονα. Τέλος, η απόγνωση εξελίσσεται σε παραφροσύνη και στεφανώνεται με την αυτοκτονία. Στις αρχές του αιώνα μας ασκήτευε στην Έρημο Σωφρόνιεφ ο μεγαλόσχημος μοναχός Θεοδόσιος, που τον σέβονταν τόσο οι αδελφοί όσο και οι κοσμικοί για την αυστηρή και υψηλή πνευματική του ζωή. Μια φορά του φάνηκε ότι αρπάχτηκε στον παράδεισο. Μετά το δράμα, πήγε στον προεστώτα και του το διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια, προσθέτοντας ότι λυπήθηκε, επειδή στον παράδεισο είδε μόνο τον εαυτό του και κανέναν άλλον από τους αδελφούς. Στο σημείο αυτό δεν δόθηκε μεγάλη προσοχή από τον προεστώτα, ο οποίος σύναξε την αδελφότητα, διηγήθηκε με πόνο ψυχής το Όραμα του Θεοδοσίου και σύστησε σε όλους μια ζωή πιο ενάρετη και θεάρεστη. Με τον καιρό, όμως, η συμπεριφορά του μοναχού έγινε περίεργη. Τελικά, βρέθηκε κρεμασμένος μέσα στο κελί του.
Μίαν αξιοσημείωτη σχετική περίπτωση γνωρίζω κι εγώ. Με επισκέφθηκε κάποτε ένας Αγιορείτης ιερομόναχος, που είχε έρθει στη Ρωσία για έρανο. Καθήσαμε στον προθάλαμο του κελιού μου. “Προσευχήσου για μένα, πάτερ”, άρχισε να μου λέει, “γιατί κοιμάμαι πολύ και τρώγω πολύ…”. Καθώς μιλούσε, αισθάνθηκα να με τυλίγει μια θερμότητα, που έβγαινε από μέσα του. Του είπα, λοιπόν: Ούτε τρως πολύ, ούτε κοιμάσαι πολύ. Μήπως, όμως, υπάρχει μέσα σου κάτι το ξεχωριστό;”. Τον παρακάλεσα να περάσει στο κελί μου.
Προχωρώντας μπροστά του, για ν’ ανοίξω την πόρτα, παρακαλούσα νοερά τον Θεό να χαρίσει στην πεινασμένη ψυχή μου ωφέλεια από τον Αγιορείτη ιερομόναχο, αν πραγματικά ήταν γνήσιος δούλος Του, επειδή ακριβώς παρατήρησα σ’ αυτόν κάτι το ξεχωριστό. Καθήσαμε πάλι για να συζητήσουμε, μέσα στο κελί μου αυτή τη φορά. “Κάνε έλεος”, άρχισα να τον παρακαλώ, “και δίδαξε με την προσευχή! Εσύ ζεις στη μοναδική μοναχική πολιτεία της γης, ανάμεσα σε χιλιάδες μοναχούς. Σ’ εκείνον τον τόπο και ανάμεσα σε τόσο πλήθος μοναχών θα βρίσκονται οπωσδήποτε μεγάλοι εργάτες της προσευχής, γνώστες της μυστικής της ενέργειας και διδάσκαλοί της, όπως ήταν ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και πολλοί άλλοι φωστήρες του Άθωνα”.
Ο ιερομόναχος αμέσως συμφώνησε να με διδάξει. Και, ω, τι φρίκη! Όλος έξαψη, άρχισε να μου δείχνει τον τρόπο της φαντασιοκοπικής προσευχής για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω. Μα τι φοβερή έξαψη ήταν εκείνη! Είχαν φουντώσει και το αίμα του και η φαντασία του μέσα στην αυταρέσκεια του και τον αυτοθαυμασμό του, μέσα στην αυταπάτη του και την πλάνη του.
Αφού τον άφησα να εκφραστεί, άρχισα λίγο-λίγο να εκθέτω τη διδασκαλία των αγίων πατέρων για την προσευχή, υποδεικνύοντάς του σχετικά έργα από τη Φιλοκαλία και παρακαλώντας τον να μου εξηγήσει αυτή τη διδασκαλία. Ο Άγιορείτης έπεσε σε τέλεια αμηχανία. Διαπίστωσα πως είχε πλήρη άγνοια της διδασκαλίας των πατέρων για την προσευχή!
Στη συνέχεια, λοιπόν, του λέω: “Πρόσεξε, γέροντα! Στο σπίτι οπού θα εγκατασταθείς, στην Πετρούπολη, να μείνεις οπωσδήποτε στον κάτω όροφο, όχι στον πάνω”. “Γιατί;”, απόρησε. “Γιατί μπορεί ξαφνικά να σε αρπάξουν άγγελοι, για να σε μεταφέρουν από την Πετρούπολη στον Άθωνα. Αν σε μεταφέρουν, λοιπόν, από τον πάνω όροφο και, φτάνοντας στον Άθωνα, σε αφήσουν να πέσεις, θα σκοτωθείς. Αν, όμως, σε μεταφέρουν από τον κάτω όροφο, τότε, πέφτοντας, μόνο θα τραυματιστείς”. “Πραγματικά”, αποκρίθηκε ο Αγιορείτης, “πολλές κιόλας φορές, όταν προσευχόμουνα, ζωηρή μου ερχόταν η σκέψη ότι άγγελοι θα με άρπαζαν και θα με πήγαιναν στον Άθωνα!”.
Όπως αποκαλύφθηκε, φορούσε κατάσαρκα σιδερένιες αλυσίδες, δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου, έτρωγε ελάχιστα και ένιωθε το σώμα του τόσο ζεστό, που τον χειμώνα δεν χρειαζόταν χοντρά ρούχα…
Στο τέλος της συζητήσεώς μας σκέφτηκα να του φερθώ με τον εξής τρόπο: Άρχισα να τον παρακαλώ να δοκιμάσει, νηστευτής και αγωνιστής καθώς ήταν, τη μέθοδο που μας έχουν παραδώσει οι άγιοι πατέρες, σύμφωνα με την οποία ο νους, εντελώς απαλλαγμένος από κάθε ρεμβασμό, βυθίζεται όλος με προσοχή στα λόγια της προσευχής, κλείνεται και συμμαζεύεται μέσα στα λόγια της προσευχής, όπως λέει ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης(34). Τότε και η καρδιά συνήθως συντρέχει τον νου με το ψυχοσωτήριο αίσθημα της λύπης για τις αμαρτίες. «Όταν ο νους προσεύχεται χωρίς περισπασμό, προσεκτικά και επίμονα, πιέζει και συντρίβει την καρδιά», λέει ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής(35). «Και μια καρδιά γεμάτη συντριβή και ταπείνωση, ο Θεός δεν θα την εξουδενώσει»(36). “Όταν, λοιπόν, δοκιμάσεις εσύ αυτή τη μέθοδο”, είπα στον Αγιορείτη, “τότε πληροφόρησε κι εμένα για τους εμπειρικούς καρπούς της, μια και στη δική μου εξωστρεφή ζωή δεν ταιριάζει τέτοια προσευχητική άσκηση”. Ο ιερομόναχος πρόθυμα δέχτηκε την πρότασή μου.
Ύστερ’ από λίγες μέρες έρχεται και μου λέει: “Τι μου έκανες!”. “Τι;”. “Να, μόλις προσπάθησα να προσευχηθώ με προσοχή, συγκεντρώνοντας τον νου μου στα λόγια της προσευχής, όλα τα οράματά μου χάθηκαν και δεν ξαναπαρουσιάστηκαν”.
Στις επόμενες συζητήσεις μας δεν είχε πια, όπως στην πρώτη μας συνάντηση, αυτοπεποίθηση και παρρησία, χαρακτηριστικά των ανθρώπων που βρίσκονται σε αυταπάτη, νομίζοντας ότι είναι άγιοι ή τουλάχιστον προχωρημένοι στην πνευματική ζωή. Ζήτησε, μάλιστα, και τη φτωχή μου συμβουλή. Όταν του σύστησα να μην ξεχωρίζει εξωτερικά από τους υπόλοιπους μοναχούς, γιατί έτσι οδηγείται στην υψηλοφροσύνη, έβγαλε από πάνω του τις αλυσίδες και μου τις έδωσε. Ένα μήνα αργότερα ήρθε πάλι και μου είπε πως η σωματική του θερμότητα είχε υποχωρήσει, πως ένιωθε πια την ανάγκη να φοράει ζεστά ρούχα και πως κοιμόταν πολύ περισσότερο.
(…)
Η προσεκτική προσευχή απαιτεί αυταπάρνηση, και ελάχιστοι είναι εκείνοι που αποφασίζουν ν’ απαρνηθούν τον εαυτό τους. Όποιος αυτοσυγκεντρώνεται με προσοχή, όποιος στέκεται αμήχανος μπροστά στην αμαρτωλότητά του, όποιος αποφεύγει την πολυλογία και, γενικά, τον εντυπωσιασμό και τον θεατρινισμό, αυτός φαίνεται περίεργος, προβληματικός και σε όλα μειονεκτικός, σ’ όσους δεν γνωρίζουν την κρυφή εργασία του. Είναι εύκολο, άραγε, να αποδεσμευθεί κανείς από τη γνώμη του κόσμου; Και πως να γνωρίσει ο κόσμος τον εργάτη της αληθινής προσευχής, αφού αγνοεί εντελώς αυτή την άσκηση;
Ωστόσο, σαν να μη φτάνει αυτό, έχουμε και τον αυταπατημένο εργάτη της προσευχής! Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται, τον χειμώνα ντύνεται μ’ ένα ράσο μόνο, φοράει αλυσίδες, βλέπει οράματα. Όλους τους διδάσκει και όλους τους ελέγχει με θρασύτητα και με προπέτεια, χωρίς λογική και χωρίς ειρμό, μέσα σε μίαν εμπαθή έξαψη και εξαιτίας αυτής της θλιβερής, της ολέθριας εξάψεως. Άγιος και μόνο!
Από τον παλιό καιρό παρουσιάζονται στην κοινωνία των ανθρώπων κάτι τέτοιοι, που παραπλανούν και παρασύρουν πολλούς. «Ανέχεστε», γράφει ο απόστολος Παυλος στους χριστιανούς της Κορίνθου, «όποιον σας καταπιέζει, όποιον σας εκμεταλλεύεται, όποιον σας εξαπατά, όποιον σας παριστάνει τον σπουδαίο, όποιον σας χαστουκίζει»(40). Ο ίδιος, προσθέτει, όταν βρισκόταν στην Κόρινθο, δεν μπορούσε να φερθεί με θρασύτητα και σκληρότητα• η συμπεριφορά του ήταν σφραγισμένη με τη σεμνότητα, «με την πραότητα και την επιείκεια του Χριστού»(41).
Οι περισσότεροι από τους ασκητές της Δυτικής Εκκλησίας, που προβάλλονται ως κορυφαίοι άγιοι από την ίδια -μετά την αποκοπή της από την Ανατολική Εκκλησία και την εγκατάλειψη της από το Άγιο Πνεύμα-, προσεύχονταν με τον τρόπο που ανέφερα και έβλεπαν οράματα, προφανώς ψεύτικα. Αυτοί οι δήθεν άγιοι βρίσκονταν στην πιο φρικτή δαιμονική πλάνη. Η πλάνη αναπτύσσεται φυσικά στο έδαφος της βλασφημίας, όπως είναι η διαστρέβλωση της δογματικής πίστεως από τους αιρετικούς. Το βίωμα των Λατίνων ασκητών, το αγκαλιασμένο με την πλάνη, χαρακτηριζόταν πάντοτε από την παράφορα, τον φανατισμό, που ήταν συνέπεια της εξαιρετικής και εμπαθούς εξάψεώς τους.
Σε τέτοια κατάσταση βρισκόταν ο Ιγνάτιος Λογιόλα, ιδρυτής του τάγματος των Ιησουιτών μοναχών(42). Η φαντασία του ήταν τόσο ευέξαπτη και ικανή, που, όπως ο ίδιος βεβαίωνε, έφτανε μόνο να το ήθελε και να προκαλούσε έντονη αυθυποβολή, και αμέσως παρουσιάζονταν μπροστά στα μάτια του, ανάλογα με την επιθυμία του, είτε ο παράδεισος είτε η κόλαση. Η εμφάνιση του παραδείσου και της κολάσεως δεν γινόταν μόνο με την ενέργεια της ανθρώπινης φαντασίας, η οποία δεν επαρκεί γι’ αυτό, αλλά και με την ενέργεια των δαιμόνων. Αυτοί ένωναν την πλούσια ενέργειά τους με την ισχνή ανθρώπινη ενέργεια, προσθέτοντας ενέργεια στην ενέργεια, συμπληρώνοντας την ενέργεια με ενέργεια, με παραχώρηση, βέβαια, της ελεύθερης βουλήσεως του ανθρώπου, που διάλεξε και ακολούθησε την οδό του ψεύδους.
Είναι γνωστό ότι στους αληθινά αγίους του Θεού τα οράματα χαρίζονται μόνο με την ευδοκία και τη χάρη του Θεού, όχι με τη θέληση και την οποιαδήποτε προσωπική προσπάθεια του ανθρώπου• και χαρίζονται απροσδόκητα, πολύ σπάνια και σε περιπτώσεις ιδιαίτερης ανάγκης, σύμφωνα με τη θαυμαστή βούληση του Θεού και ποτέ στην τύχη(43).
Στους πλανεμένους η έντονη άσκηση συνυπάρχει συνήθως με μεγάλη εμπάθεια. Η εμπάθεια είναι το τίμημα της εξάψεώς τους. Αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από ιστορικές διηγήσεις όσο και από πατερικές μαρτυρίες. «Εκείνος που βλέπει το πνεύμα της πλάνης», λέει ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, «οργίζεται συχνά και είναι γεμάτος από θυμό. Και διόλου δεν γνωρίζει την ταπείνωση μήτε το αληθινό πένθος και τα δάκρυα, αλλά πάντοτε καυχιέται για τα καλά του και κενοδοξεί και παντοτινά βρίσκεται μέσα στα πάθη δίχως συστολή και φόβο Θεού».
- Βλ. παραπάνω.
- Ό.π., ΠΕ”, 19.
- Πρβλ. Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικό Ρ’, 64.
- Βλ. Ματθ. 5:30• 18:8• Μάρκ. 9:43
- Περί των τριών τρόπων της προσευχής λόγος – Περί του πρώτου τρόπου…
- Πρβλ. ο.π., ΚΗ’, 16.
- Περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι κεφάλαια σκς’, Λδ’.
- Ψαλμ. 50:19.
- Βλ. Περί των τριών τρόπων της προσευχής λόγος – Περί του τρίτον τρόπου.
- Πρόλογος στους Ένδεκα λόγους εκ των γραφών των αγίων πατέρων περί νοεράς εργασίας.
- Σ.χ.Μ.: Η πρώτη έκδοση της έγινε το 1782 στη Βενετία.
- Β’ Κορ. 11:20.
- Β’ Κορ. 10:1.
- Σ.τ.Μ.: Ο διαβόητος Ιγνάτιος Λογιόλα (1491-1556) ίδρυσε το τάγμα του το 1539. Συνέγραψε τα μυστικιστικά έργα Πνευματικό ημερολόγιο και Πνευματικές ασκήσεις. Από τούς παπικούς τιμάται ως άγιος (31 Ιουλίου).
- Βλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, ο.π., ΠΕ’, 18.
ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ ΚΑΙ ΜΑΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΕΡΓΑ 1 – ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Α’
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ – ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2009 – Σελ. 310-321
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ