1ον
Τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου ἔχουν αὐξηθεῖ στὴν ἐποχή μας. Μιλᾶμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐνεργοῦν μὲ δόλιο τρόπο, κρυπτόμενοι μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ στοχεύοντας τὴν ἐκμετάλλεση τῶν ἄλλων, συχνὰ δὲ καὶ τὴν ἐξόντωσή τους. Ὅσοι ἔχουν πέσει στὴν παγίδα τους ἔχουν πικρὲς ἐμπειρίες καὶ ὅταν τοὺς βλέπουν ἀγανακτοῦν, γιατί δροῦν ἐλεύθερα καὶ μὲ θράσος. Ἰδίως στὶς μικρὲς κλειστὲς κοινωνίες, ὅπου εὔκολα ἐπισημαίνονται καὶ γνωστοποιοῦνται τὰ «κατορθώματά» τους.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁρίζει ὅτι δόλος «εἶναι ἡ ὕπουλη κακοποίηση πού προσφέρεται στὸν πλησίον μὲ τὴ μάσκα τοῦ δῆθεν μεγάλου ἐνδιαφέροντος γι’ αὐτὸν»[1]. Καὶ στὴν ἐρώτηση τί σημαίνει δόλος καὶ τί κακοήθεια, ἀπάντησε: «Κακοήθεια εἶναι, ὅπως νομίζω, ἡ βασικὴ καὶ κρυμμένη κακία τοῦ χαρακτήρα· δόλος δὲ ἡ μελετημένη σκευωρία, ὅταν δηλαδὴ κάποιος προσποιούμενος ὅτι ἔχει ἀγαθὲς προθέσεις καὶ προβάλλοντας αὐτὲς ὡς δόλωμα σὲ κάποιον, μὲ αὐτὲς φέρνει σὲ πέρας τὰ ὕπουλα σχέδιά του»[2].
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χρησιμοποιεῖ πλῆθος χαρακτηρισμῶν, γιὰ νὰ περιγράψει τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι δυσθεράπευτη πληγή στὴν κοινωνία. Τὶς περισσότερες φορὲς οἱ πονηροὶ δὲν ἐπισημαίνονται εὔκολα. Πρέπει νὰ περάσει καιρὸς, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀθλιότητά τους. Μεταφέρουμε ἐδῶ τούς χαρακτηρισμοὺς τοῦ ὁσίου Ἰωάννη. «Ὁ πονηρὸς δὲν εἶναι εὐθὺς στὴ συμπεριφορά του. Χρησιμοποιεῖ σκέψεις, γιὰ νὰ ὁδηγήσει στὴν πλάνη. Ψευδολογεῖ καὶ ὁρκίζεται. Τὰ λόγια του εἶναι περίπλοκα καὶ ἡ καρδιὰ του μοιάζει μὲ τὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Εἶναι ἄβυσσος δολιότητας καὶ ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Δὲν δέχεται τὴν ταπείνωση. Ἐμφανίζεται μὲ ὑποκριτικὴ μετάνοια. Δὲν βιώνει πένθος γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ δὲν ἐξομολογεῖται. Προξενεῖ στοὺς ἄλλους ἠθικὲς πτώσεις καὶ συγχρόνως ἐμποδίζει τὴν ἀνόρθωσή τους. Ἀντιμετωπίζει τὶς ὕβρις ποὺ δέχεται μὲ ψεύτικο χαμόγελο. Μερικὲς φορὲς ἔχει σκυθρωπότητα (λυπημένη ἔκφραση) ποὺ εἶναι ἀνόητη καὶ ἀφύσικη, ἐμφανίζει καὶ ψεύτικη εὐλάβεια. Ἡ ζωὴ του γενικὰ εἶναι ὅμοια μὲ τὴ ζωὴ τῶν δαιμόνων. Ὁ πονηρός, ἐνῷ δὲν ὑποστηρίζει ποτὲ τὴν ἀλήθεια, εἶναι ἐξασκημένος νὰ ἐξαπατᾶ τοὺς ἄλλους μὲ διάφορες σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις, γιὰ νὰ πετύχει τοὺς δόλιους σκοποὺς του»[3].
Ἡ πονηρία εἶναι πάθος ποὺ δὲν ἐλέγχεται εὔκολα. Καὶ ὅταν νομίζει κάποιος ὅτι τὸ νίκησε, αὐτὸ πάλι ἐμφανίζεται. Ξεκινάει ἀπὸ τὴ διεστραμμένη καρδιὰ καὶ τὴν κακὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι «ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν οἱ πονηρὲς σκέψεις. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ κάνει κανεὶς τίποτα καὶ ἐν τούτοις νὰ εἶναι πονηρός, νὰ ἔχει δηλαδὴ φθόνο, ἀπιστία, δόλο, χαιρεκακία, ἀσυμπάθεια, καθὼς καὶ διεστραμμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὴν πίστη· ὅλα αὐτὰ πηγάζουν ἀπὸ τὴν καρδιά»[4].
Σημειώσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄ Ἀθήνα 2002, σελ. 575.
2. Ὅπ. παρ., σελ. 575- 576.
3. Κλῖμαξ, Ὠρωπὸς 1978, σελ. 262.
4. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Δ΄ Ἀθήνα 1996, σελ. 175.